18/3/18

Δημοκρατία και δίκαιο


Η «καθαρή θεωρία» του δικαίου

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Κορνήλιος Γραμμένος, Extemporisation, 2016, ξύλο, χρώμα, 97 x 127 x 20 εκ.


SANDRINE BAUME, ΧΑΝΣ ΚΕΛΣΕΝ, Συνηγορία υπέρ της δημοκρατίας, μετάφραση: Βασίλης Βουτσάκης, εκδόσεις Πόλις, σελ. 128

Ο Χανς Κέλσεν είναι γνωστός κυρίως για την «καθαρή θεωρία δικαίου», που εξεπόνησε και τον θεμελιώδη κανόνα –όπως τον ονομάζει– ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα της κανονιστικότητας του δικαίου. Διαπρεπέστατος εκπρόσωπος του νομικού θετικισμού, παρήγαγε έργο στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας, της φιλοσοφίας και κοινωνιολογίας του δικαίου και του ευρύτερου πολιτειακού στοχασμού.
Η θεωρία δικαίου του Κέλσεν ήταν για πολλά χρόνια το αντίπαλον δέος στη φιλοσοφία του δικαίου. Αυτή η θεωρία διακρίνεται για τον φορμαλιστικό χαρακτήρα της. Προϋποθέτει μια εσωτερικά ιεραρχική διάταξη των δικαιικών κανόνων, ώστε ένας κανόνας που βρίσκεται κάτω από κάποιον άλλον να νομιμοποιείται, επειδή εξαρτάται από τον ανώτερό του. Αυτή η ιεραρχική διάταξη έχει ως ανώτατο όριο τον λεγόμενο «θεμελιώδη κανόνα», δηλαδή τον πυρήνα της δικαιοταξίας, ο οποίος προϋποτίθεται λογικά και ορίζει ότι κάθε έννομη τάξη έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και ότι αυτή η δεσμευτικότητα αποκρυσταλλώνεται στη θεσμική της συγκρότηση. Ο Κέλσεν συσχέτισε την κανονιστικότητα του δικαίου με τη γνωστή διάκριση όντος και δέοντος. Θέλησε να απαλλάξει το δίκαιο από κάθε εμπειρικό περιεχόμενο, οπότε καθαρό λογικό δέον να μπορεί να έχει κάθε φορά ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά χωρίς να χάνει τη δεσμευτικότητά του.

Με αυτό το πνεύμα, υποστήριξε τη ριζική διάκριση δικαίου και πολιτικής, ώστε να διαφυλάξει την επιτακτική κατηγορικότητα και τον δεσμευτικό χαρακτήρα του δικαίου από τις πολιτικές σκοπιμότητες. Συνεπώς, η κανονιστικότητα του δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει πραγματικών γεγονότων. Δεν μπορεί δηλαδή να προκύψει από την ανθρώπινη βούληση και δράση, από πολιτικά σχέδια, από τον κοινωνικό ανταγωνισμό και τις κυριαρχικές απολήξεις του ή από την κατίσχυση συγκεκριμένου, κάθε φορά, συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων, όπως αυτός διαμορφώνεται από τις διακυμάνσεις του πολιτικού ανταγωνισμού. Ο Κέλσεν θέλησε, όχι μόνο να αποσυνδέσει, αλλά και να απαλλάξει την κανονιστική δεσμευτικότητα του δικαίου από όλα τα παραπάνω.
Όλα αυτά όμως ίσως δεν αρκούν, για να εξηγήσουμε την επιμονή του σε αυτή την κανονιστική καθαρότητα του δικαίου. Αρκούν ίσως για να εξηγήσουμε γιατί η θεωρία δικαίου που εξεπόνησε έγινε πολύ περισσότερο γνωστή από τη θεωρία δημοκρατίας του, χωρίς την οποία η θεωρία δικαίου που έχει δεν φωτίζεται καθαρά. Το βιβλίο της Σαμπρίν Μπωμ μπορεί να μας βοηθήσει στο να καταλάβουμε αυτό ακριβώς. Η θεωρία δικαίου του Κέλσεν προϋποθέτει τη θεωρία του για τη δημοκρατία. Και οι δύο δεν μπορούν να εξηγηθούν χωρίς αναφορά στο πλαίσιο εντός του οποίου εκπονούνται, δηλαδή χωρίς τις συζητήσεις και τις αντιπαραθέσεις κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Με άλλα λόγια, η θεωρία δικαίου του Κέλσεν φωτίζεται από τη θεωρία δημοκρατίας του, η οποία συνιστά το κέντρο της πολιτικής του φιλοσοφίας. Υπάρχει ένα παράδοξο, λοιπόν. Δηλαδή, ενώ η πολιτική φιλοσοφία του Κέλσεν μπορεί να εξηγήσει το γιατί ο ίδιος εξεπόνησε τέτοια θεωρία δικαίου, η πολιτική φιλοσοφία του παραμελήθηκε. Το βιβλίο της Σαμπρίν Μπωμ, μεταφρασμένο εξαιρετικά από τον Βασίλη Βουτσάκη, είναι σημαντικό για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επιπλέον είναι ένα πολύ καθαρά γραμμένο βιβλίο που μπορεί να συστήσει τον Κέλσεν στον μη εξοικειωμένο με τη σκέψη του αναγνώστη. Γι’ αυτό και έχει σημασία που το βιβλίο ξεκινά με μία ευσύνοπτη, καθόλου κουραστική, βιογραφία του Κέλσεν. Συστήνει δηλαδή τον εξέχοντα νομικό, φιλόσοφο του δικαίου και πολιτικό φιλόσοφο πριν να εκθέσει τους αρμούς του έργου του.
Επίσης, η Σαμπρίν Μπωμ καταφέρνει να δείξει στον αναγνώστη το πώς και το γιατί ο Κέλσεν θεωρεί συμφυή  τη σχέση δικαίου και κράτους. Η εξήγηση που συνάγεται από την ανάλυση της Μπωμ είναι ότι ο Κέλσεν, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον κύριο αντίπαλό του την περίοδο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τον Καρλ Σμιτ, δεν αναγνωρίζει καμιά κανονιστικά ουδέτερη συγκρότηση του κράτους. Με άλλα λόγια, δεν αντιλαμβάνεται τη λαϊκή κυριαρχία, όπως κάνει ο Καρλ Σμιτ, ως το αποτέλεσμα της κυριαρχικής βούλησης ενός λαού, ο οποίος αυτοαναγορεύεται σε φορέα της κυριαρχίας και επί τη βάσει της ακαταγώνιστης ισχύος του διαπλάθει την κρατική οντότητα στην οποία θα υπάρξει ο ίδιος.
Η θέση του Σμιτ συνεπάγεται ότι το κράτος προηγείται της θεσμικής συγκρότησης των οργάνων του. Συνεπάγεται, δηλαδή, ότι το ίδιο, κατά την πρωταρχική του σύσταση, είναι κανονιστικά ουδέτερο, οπότε έπεται η δικαιοτακτική του οργάνωση, άρα το ίδιο είναι πέρα και επάνω από το δίκαιο. Ο Κέλσεν, από την άλλη, δεν αναγνωρίζει την έννοια της κυριαρχίας ως θεμέλιο του δικαίου. Η κυριαρχία, κατά τον Κέλσεν, συνίσταται στην αρμοδιότητα και τη δυνατότητα του κράτους να εγγυηθεί την τήρηση των δικαιικών κανόνων, αλλά και την επιβολή τους, εφόσον το δίκαιο είναι συμφυές προς την ευχέρεια της εξαναγκαστικής ισχύος και της επιβολής του.
Από τη θέση του Κέλσεν συνάγεται και ο ορισμός του λαού ως κανονιστικής έννοιας, με δικαιοπολιτικό περιεχόμενο, ώστε αυτός να λογίζεται φορέας της κυριαρχίας και υποκείμενο της συντακτικής εξουσίας, χωρίς οντολογικό περιεχόμενο, κάτι δηλαδή που προϋποθέτει ο Σμιτ, για να ορίσει τον λαό με τον τρόπο που είδαμε. Συνεπώς, για τον Κέλσεν, η λαϊκή κυριαρχία δεν προηγείται της οργάνωσης των πολιτεύματος, της συνταγματικής διάπλασης των χαρακτηριστικών του και της συνταγματικά καθορισμένης κατανομής των εξουσιών. Η λαϊκή κυριαρχία, για τον Κέλσεν, συνυφαίνεται με τους συνταγματικούς περιορισμούς  στους οποίους υπόκειται, ώστε και η ίδια η κυριαρχία, η εξουσία του λαού, που στο όνομά του συντάσσεται το Σύνταγμα και νομιμοποιούνται όλες οι εξουσίες, να είναι και αυτή συνταγματικά περιορισμένη, ώστε να μην είναι αυθαίρετη.
Το αντίθετο είναι αυτό που μας λέει ο Καρλ Σμιτ: η λαϊκή κυριαρχία, που μπορεί να εκφραστεί ακόμη και εκτός κανονιστικά καθορισμένων διαδικασιών – ακόμη και διά της αυθόρμητης εκδήλωσης του πλήθους – είναι αυθεντικότερη έκφραση του δημοκρατικού πνεύματος από ό, τι η κοινοβουλευτική φενάκη. Η θεωρία δημοκρατίας του Κέλσεν είναι ανάχωμα σε αυτόν τον κίνδυνο, σε παρόμοιες αμφισβητήσεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και η διατράνωση της αξίας της αντιπροσωπευτικής, συνταγματικής δημοκρατίας χρειάζεται και τον δικαιοπολιτικό και κοινωνικό στοχασμό του Αλέξανδρου Σβώλου και τη συζυγία πολιτικού φιλελευθερισμού και δημοκρατικού σοσιαλισμού, που είναι πυρήνας της προβληματικής του Νορμπέρτο Μπόμπιο.
Αυτή μπορεί να αναδείξει με λαμπερή σαφήνεια την ουσιώδη, συμφυή σχέση της αντιπροσωπευτικής, συνταγματικής δημοκρατίας με την προοπτική του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Και για όποιον δεν ενδιαφέρεται για  την αξία αυτής της προοπτικής –όπου ο πολιτικός φιλελευθερισμός και ο δημοκρατικός ρεπουμπλικανισμός είναι πυρήνας μιας κανονιστικής θεωρίας δημοκρατίας, την οποία πρέπει να προϋποθέτει ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, ώστε να είναι δημοκρατικός– και πάλι αρκεί η αναγνώριση της αξίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως της κοινής συνθήκης  για την πολιτική μας συνύπαρξη. Επειδή πρώτα αναγνωρίζουμε την αξία του να μπορούμε να επιλέγουμε και μετά κάνουμε την επιλογή να είμαστε αριστεροί, δεξιοί ή ό, τι άλλο θέλει κανείς. Επειδή η αντιπροσωπευτική, συνταγματική δημοκρατία είναι το δημοκρατικό αυτονόητο που διασφαλίζει το πολιτικό «Εμείς».

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: