ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Το σπουδαίο σύγγραμμα
του Αλέξανδρου Κοζέβ είναι η πρώτη
ουσιαστική μελέτη του ζητήματος της αυθεντίας και συνάμα μια επανατοποθέτηση
των θεωριών της πολιτικής εξουσίας που προκαταλαμβάνει όλες τις σύγχρονες
θεωρίες γύρω από αυτά τα ζητήματα. Εδώ προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από την
γαλλική εισαγωγή του François Terré.
ΤΟΥ FRANÇOIS TERRE
Ο Αλέξανδρος Κοζέβ
άσκησε μεγάλη επίδραση στη φιλοσοφική σκέψη, και παράλληλα είχε μια εντυπωσιακή
σταδιοδρομία. Ρωσικής καταγωγής, εγκατέλειψε τη χώρα των Σοβιέτ το 1919 ή το
1920 για το Βερολίνο του Μπρεχτ και του εξπρεσιονισμού. Το 1926, καθώς τα
πράγματα άρχισαν να παίρνουν άσχημη τροπή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης,
εγκαταστάθηκε στο Παρίσι της τρελής δεκαετίας του ’20. Η οικονομική κρίση του
1929 σε συνδυασμό με προηγούμενες κακές επενδύσεις τον οδήγησαν στη χρεοκοπία.
Αποφάσισε ν’ ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φιλοσοφία για να επιβιώσει. Στο
μεσοδιάστημα στράφηκε στη μελέτη «των έσχατων σκοπών της χριστιανικής ηθικής
και του βουδισμού», και το 1931 δημοσίευσε ένα δοκίμιο για τον αθεϊσμό. Η έλξη
που του άσκησαν οι ανατολικές φιλοσοφίες τον οδήγησε να μάθει σανσκριτικά,
κινέζικα και θιβετιανά… Το 1926 υποστήριξε στη Χαϊδελβέργη τη διατριβή του για
τον Βλαδιμίρ Σολόβιεφ.
Εξ αιτίας των
βιοποριστικών αναγκών, και χάρη στη θερμή υποστήριξη του φίλου του Αλεξάντερ
Κοϋρέ, ανέλαβε ένα σεμινάριο της École Pratique des Hautes Études, στο Παρίσι.
Όμοια μ’ αρκετούς φιλοσόφους παιδαγωγούς πριν και μετά από τον ίδιο, αποδύθηκε
σ’ έναν σχολιασμό της Φαινομενολογίας του
Πνεύματος, παράγραφο προς παράγραφο. Παρ’ ότι η προσέλευση αρχικά ήταν
περιορισμένη, στη συνέχεια προσέλκυσε μια σειρά καταγοητευμένων ακροατών τόσο
διαφορετικών όσο και η κατεύθυνση που πήρε αργότερα η αντίστοιχη σταδιοδρομία
τους: Georges
Bataille,
Jacques
Lacan,
Éric
Weil,
Robert
Marjorin,
Gaston
Fessard,
Raymond
Aron,
Raymond
Polin,
Pierre
Klossowski,
Maurice
Merleau-Ponty... καθώς και Raymond Queneau.... Η σκέψη του Κοζέβ
ήταν ένα αποφασιστικό βήμα για την επιστροφή στον Χέγκελ που, από το 1945,
σημάδεψε «τους περισσότερους από τους πρωταγωνιστές της γενιάς των τριών Χ» ‒
Χέγκελ, Χούσσερλ και Χάιντεγκερ. Αυτό συμβάδιζε με το πνεύμα του «εξανθρωπισμού
του τίποτα», με μια «εξέγερση κατά του νεοκαντιανισμού» και την «έκλειψη του
μπερξονισμού».[1] Έχει
μικρή σημασία ότι στη συνέχεια γίναμε μάρτυρες της παλίρροιας και της άμπωτης
αυτού του ρεύματος σκέψης. Αυτή η σειρά των πραγμάτων δείχνει την έκταση στην
οποία η σκέψη του Χέγκελ παρέμεινε μια υποχρεωτική διαδρομή ακόμα και για όσους
επιδιώκουν να πάρουν αποστάσεις απ’ αυτήν. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Κοζέβ είτε
ακολουθεί πιστά τον Χέγκελ είτε όχι –μα τι άραγε σημαίνει μια τέτοια
πιστότητα;‒ συνέβαλε αποφασιστικά στην επέκταση της αυτοκρατορίας του Λόγου. ...
Από
εδώ απορρέει το υποχρεωτικό πέρασμα του Λόγου μέσα από την υπερβολή ή την
παρέκκλιση στην πορεία του προς τη σοφία· και μέσα από τον κυνισμό, τη βία ή
την τρομοκρατία, αφού, σύμφωνα με τον Κοζέβ, τόσο ο φιλόσοφος μα και ο τύραννος
ενεργούν κατά παρόμοιο τρόπο ή κατά καιρούς από κοινού. Από τον Χέγκελ ο Κοζέβ
δανείζεται μία εμμενή τελολογία η οποία καθοδηγεί τη διαλεκτική κίνηση της
αρνητικότητας, την καθαυτό δύναμη των ιδεολογιών της προόδου.[2]
Ωστόσο, η ουσιαστική συνεισφορά του εδράζεται στην ιδέα ότι έρχεται μια στιγμή
κατά την οποία οι αντιθέσεις της ιστορίας λύνονται, οπότε αυτή η τελολογία
φθάνει στο τέλος της. Στην περίφημη εγελιανή διαλεκτική του κυρίου και του
δούλου προσθέτει λοιπόν τη θεωρία για το τέλος της ιστορίας, συνδέοντας το ένα
με το άλλο.
***
Ο Χέγκελ δημοσίευσε τη Φαινομενολογία του Πνεύματος το 1807,
έναν χρόνο μετά τη νίκη του Ναπολέοντα στην Ιένα. Έχοντας διαμορφωθεί από την
ταραχώδη ιστορία της εποχής του, ο Χέγκελ διαβλέπει ένα κίνημα βασιζόμενο σε
οριστικές κατακτήσεις οι οποίες, κατά τη γνώμη πολλών, θα προκαλούσαν μία
διαρκή κίνηση ενός συστήματος ικανού να επαληθεύει τη δική του ολότητα. Οι Αρχές της φιλοσοφίας του δικαίου
κυκλοφόρησαν το 1821· αυτό ήταν και το τελευταίο φιλοσοφικό σύγγραμμα του
Χέγκελ δημοσιευμένο πριν από τον θάνατό του. Όταν, 122 χρόνια αργότερα, ο Κοζέβ
περάτωσε το σύγγραμμά του Esquisse
d’une phénoménologie du droit,
μαινόταν ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Μόλις είχε γίνει Γάλλος πολίτης και τον
κάλεσαν να λάβει μέρος στον γελοίο πόλεμο,[3]
αλλά το 1940, όπως και πολλοί άλλοι, «έχασε» το σύνταγμά του. Το 1941
εγκαταστάθηκε στην αποκαλούμενη «ελεύθερη ζώνη», όπου κατόρθωσε να φθάσει και
να τον βρει η Νίνα Ιβανώφ, παρ’ ότι η ίδια δεν διέθετε γαλλικό διαβατήριο. Οι
δυο τους συζούσαν στη Μασσαλία, όπου συναντήθηκαν με τον Λέον Πολιάκοφ, έναν
Εβραίο ρωσικής καταγωγής, παιδικό φίλο της Νίνα Ιβανώφ, οργανωτή του κινήματος
της αντίστασης, σε στενή επαφή με την παράνομη αντιστασιακή ομάδα που
καθοδηγούσε ο Ζαν Κασού.[4]
Ο Κοζέβ έλαβε ενεργό μέρος στην αντίσταση. Γνώριζε προ πολλού τι σήμαινε στη
θεωρία το ρίσκο του θανάτου, κι όταν μία μέρα αυτό το ρίσκο έγινε
πραγματικότητα, χάρη στη σωστά κατανοημένη και εφαρμοσμένη στην πράξη
διαλεκτική του κυρίου και του δούλου βοήθησε να σωθούν ζωές.[5]
Το καλοκαίρι του 1943, ο Κοζέβ πήγε να επισκεφθεί την οικογένεια του Έρικ Βέιλ
στο Γκραμά, ένα μικρό χωριό του Λοτ, στην περιφέρεια των Μέσων Πυρηναίων, κι
εγκαταστάθηκε με τη Νίνα Ιβανώφ σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο όπου και έγραψε το Esquisse d’une phénoménologie du droit,
το οποίο εκδόθηκε δεκατρία χρόνια μετά τον θάνατό του.[6]
Έχοντας γίνει δεκτό με μεγάλο ενδιαφέρον από πολλούς νομομαθείς και φιλοσόφους,
το Esquisse είναι μια ουσιαστική
συνεισφορά στη σύγχρονη φιλοσοφία, ακριβώς επειδή πρόκειται για μια πραγματεία
του δικαίου με γνώση του αντικειμένου. Ξεπερνώντας το αίνιγμα που για πολύ
καιρό ήταν σύμφυτο με τον ορισμό του δικαίου, ο Κοζέβ αναμφίβολα έδωσε, σ’ αυτό
το θέμα, μια ριζοσπαστική προοπτική, αναπληρώνοντας και συνάμα υπερβαίνοντας το
αποκλειστικό ενδιαφέρον για τις αξίες και την ενασχόληση με την κατασκευή του
συστήματος. Στο σύγγραμμα αυτό υποστηρίζει ότι η προέλευση, η φύση και η
αιτιολόγηση της κατασκευής του συστήματος δεν μπορεί να βρεθούν πουθενά έξω από
την ίδια την κατασκευή. Πάνω από είκοσι χρόνια μετά τη δημοσίευσή του, το Esquisse,
παρ’ ότι είχε ν’ αντιμετωπίσει τις υπερβολές της αναλυτικής φιλοσοφίας,
παραμένει αλώβητο, πιθανώς επειδή λαμβάνει υπ’ όψιν και υπερβαίνει την
αμφισημία του δικαίου στις σχέσεις του με τα γεγονότα. Επιπλέον, προσδιορίζει
μια κυκλική κίνηση, από το πραγματικό στο ορθολογικό και από το ορθολογικό στο
πραγματικό, η οποία είναι εγγενής στην καθαυτό ουσία του δικαίου.
Ο Κοζέβ εξετάζει τον
ορισμό του δικαίου, και πώς πρέπει να συλλαμβάνεται, να προσδιορίζεται και ν’
αναγνωρίζεται – μερικά από τα πιο ακανθώδη ζητήματα, που εδώ κι αιώνες οι
νομομαθείς έχουν επισημάνει τη διφορούμενη φύση τους. Σύμφωνα με τον Κοζέβ, το
δικαιικό φαινόμενο κατ’ ανάγκη συνεπάγεται, στη διάρκεια της αλληλόδρασης
μεταξύ δύο ανθρώπων, την επέμβαση ενός αμερόληπτου και ανιδιοτελούς τρίτου.
Αυτός ο τρίτος είναι, με βάση τις διαφορετικές λειτουργίες του, νομοθέτης,
δικαστής ή αστυνομικός. Ωστόσο, το δικαιικό φαινόμενο αποκαλύπτεται ως τέτοιο
κυρίως όταν ο τρίτος επεμβαίνει ως δικαστής. Επιπλέον, αυτός ο τρίτος υπάρχει
κατ’ ανάγκη, επειδή στον Άνθρωπο υπάρχει η επιθυμία να αποδοθεί δικαιοσύνη·
υπάρχει επίσης και μία ηδονή στην εκφορά κρίσεων που είναι εξ ίσου συγκεκριμένη
με τη σεξουαλική ή την αισθητική ηδονή. Υπάρχει ένα ειδοποιό δικαιικό
ενδιαφέρον στον Άνθρωπο, το οποίο εμπνέεται από την ιδέα της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τον Κοζέβ, μα και με τον Χέγκελ, η εργασία προϋποθέτει την ιδέα του
άλλου, αφού ο οικονομικός άνθρωπος είναι πάντοτε στενά συνδεδεμένος μ’ έναν
ματαιόδοξο άνθρωπο ο οποίος αποβλέπει στην αναγνώριση, την καθαυτό προϋπόθεση
για την αυτοσυνείδηση, αρχής γενομένης με τη συνείδηση της εκφοράς κρίσεων και
προχωρώντας στη συνείδηση του να είναι κανείς κριτής. Από αυτό έπονται
ουσιαστικές διακρίσεις μεταξύ του δικαστικού, από τη μια πλευρά, και του θρησκευτικού,
ηθικού, οικονομικού και πολιτικού, από την άλλη. Μ’ άλλα λόγια, εάν για τον
Κοζέβ η ανάπτυξη της Ιδέας είναι η καρδιά της φιλοσοφίας του δικαίου, τότε το
διακύβευμα είναι η Ιδέα της δικαιοσύνης κι όχι η εγελιανή ιδέα της ελευθερίας.
[1] Βλ. Vincent
Descombes, Le Même et l’ Autre.
Quarantecinq ans de philosophie française (1933-1978), Παρίσι, Minuit,
1979, σσ.
21-22· βλ.
Giorgio Barberis, Il regno della libertὰ.
Diritto, politica e storia nel pensiero di Alexandre Kojève, Νάπολη, Liguori
Editore, 2003.
[2]
Pierre Machery, «Kojève, l’ initiateur», Magazine
littéraire, «Hegel et la Phénoménologie
de l’ Esprit», Νοέμβριος
1991, σ.
52.
[3] Γελοίος πόλεμος –drôle de guerre‒ ονομάζεται από τους Γάλλους η
περίοδος των αρχών του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, μεταξύ της γερμανικής εισβολής
στην Πολωνία (Σεπτέμβριος 1939) και της εισβολής στη Νορβηγία (Απρίλιος 1940).
Κατά την περίοδο αυτή, η Αγγλία και η Γαλλία, παρά την κήρυξη πολέμου, δεν
είχαν κινητοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους και οι εχθροπραξίες
ήσαν περιορισμένες. (Σ.τ.Μ.)
[4] Dominique Auffret, Alexandre Kojève. La philosophie, l’ État, la fin de l’ histoire,
Παρίσι, Grasset,
1990, σσ. 267 κ.ε., κυρίως σ. 270· Léon Poliakov, Mémoires,
Παρίσι, Jacques Grancher,
1999, κυρίως σ. 167.
[5]
Dominique Auffret, Alexandre Kojève, ό.π., σ. 271.
[6]
Alexandre Kojève, Esquisse d’une
phénoménologie du droit. Exposé provisoire,
Παρίσι, Gallimard,
1981. Ο όρος «esquisse»
[σχεδίασμα] θα μπορούσε να ήταν επίσης μια ακριβής περιγραφή του παρόντος
βιβλίου.
Κορνήλιος Γραμμένος, Nirvana, 2017, ξύλο, χρώμα, 164 x 98 x 64 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου