ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ, Μονοί λόγοι, Δοκίμια, άρθρα, συνομιλίες, εκδόσεις Περισπωμένη, σελ.
384
Ο Αντώνης Ζέρβας, «Σκριβάς» στο επάγγελμα,
δηλαδή μεταφραστής, στο γραφειοκρατικό κέντρο της Ευρώπης, στις Βρυξέλλες,
γράφει και δημοσιεύει στην Ελλάδα. Τα κείμενα στον τόμο Μονοί Λόγοι −Δοκίμια, Ομιλίες, Άρθρα, Επιφυλλίδες, Συνομιλίες−
εμφανώς ή αφανώς διατρέχει το ερώτημα τι σημαίνει σήμερα να είσαι Έλληνας και
να εκφράζεσαι στα Ελληνικά. Το ερώτημα, αν και εξουδετερωμένο, σε μια κοινωνία
«ομογενοποιημένη και τεχνολογικά δικτυωμένη», επιμένει. Ο συγγραφέας,
προσπαθώντας να διαρρήξει την κρούστα της ευρωπαϊκής εικόνας της σημερινής
ευρωπαϊκής Ελλάδας, θα αποκαλύψει με χιούμορ αλήθειες οδυνηρές, που ως μονοί
λόγοι και όχι δισσοί δεν επιδέχονται αντεπιχειρήματα, πράγμα που υπαινίσσεται
το αδιέξοδο.
Αλήθεια πρώτη. Ο εκ των έσω μελετητής
ξέρει ότι η Ελλάδα δεν θα γίνει ποτέ ισότιμο μέλος της Ευρώπης. Είναι κράτος
που δεν έχει την προϊστορία των άλλων ευρωπαϊκών κρατών −«εθνική ιδέα» σαν
αντίδραση στην απολυταρχία, φιλελεύθερη σκέψη και άλλα τινά− αλλά είναι κράτος που προέκυψε από έναν απελευθερωτικό αγώνα.
Αλήθεια δεύτερη. Η νεότερη ιστορία της
Ελλάδας εμπεριέχει μιαν αντίφαση. Δύο αντίρροπες δυνάμεις την τραβούν η μία
εμπρός, να βιαστεί, η άλλη πίσω, να καθυστερήσει. Κάθε μία έχει τα συν της,
αμφότερα, όμως, παραμένουν ανενεργά.
Αλήθεια τρίτη και πικρή είναι το
κάτι, κάτω από μια ρευστή επιφάνεια, που
τείνει να εξαφανιστεί συμπαρασύροντας ό,τι λέμε σήμερα Ελλάδα.
Ωστόσο, αυτό το κάτι «παραμένει ενεργό
στα βαθύτερα στρώματα της ελληνικής συνείδησης», λέει ο Ζέρβας. Είναι το
«φωσάκι» που έλεγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, είναι ο Ηράκλειτος και ο
Μακρυγιάννης, ίσως, το έρμα στο οποίο στηριζόταν ο Οδυσσέας Ελύτης,
προβλέποντας το οικονομικό και πολιτισμικό ναυάγιο που απειλούσε την Ελλάδα,
στα 1982, όταν ο κίνδυνος ante
portas ήταν ορατός, από έναν ποιητή, αλλά η πολιτική ηγεσία εθελοτυφλούσε
και η πλειοψηφία του λαού «αγρόν
ηγόραζε». Ωστόσο, εκεί που ο κίνδυνος εκεί και η ελπίδα.
Στην μεγάλη αντίθεση του Κωνσταντίνου
Καβάφη, που τολμά να πάει κόντρα στον Πλάτωνα, αλλά και στην καθιερωμένη γενικώς άποψη ότι η
ηδονή είναι εμπόδιο στην πνευματική δημιουργία, παίρνει θέση υπέρ του Καβάφη:
«Η ηδονή είναι πηγή μεγαλείου» και όχι το άλλο πρόσωπο του διαβόλου, της
αμαρτίας και όλων των δεινών της ζωής που γι’ αυτό πρέπει
«να εξοβελισθή από κάθε ευνομούμενη πολιτεία», όπως λέει ο Πλάτων. Οι
«Ανδρείοι της ηδονής» είναι εκείνοι που
αφήνονται κι ενδίδουν, κατά τον Καβάφη. Κατά τον Πλάτωνα είναι οι ανένδοτοι.
Ίσως γι’ αυτό η χριστιανική θρησκεία τον αγάπησε και τον αγιοποίησε· γιατί της
έστησε θεμέλια για να ριζώσει. Τότε ήταν που το απαστράπτον γυμνό σώμα
καταδικάστηκε να ντυθεί και να κουκουλωθεί μ’ όλες τις αμαρτίες της ψυχής. Είχε
πολύ δρόμο να διανύσει, πριν απενοχοποιηθεί από τις χαρές που το είχε προικίσει
η φύση ή ο Θεός-δημιουργός του.
Η
απενοχοποίηση ήρθε αργότερα. Στα χρόνια τα δικά μας είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος
που θα κάνει το γιγαντιαίο άλμα και που υπερβαίνοντας τον υπερρεαλισμό, θα αποβεί «ένας από τους
σπουδαιότερους ποιητές της νεοελληνικής». Η ηδονή του «εννοεί να διορθώσει τον
ενοχικό χαρακτήρα που έχει στον Καβάφη», λέει ο Ζέρβας, και να συγχωνεύσει την
κορύφωση της στιγμής με το γίγνεσθαι. Το ποίημά του «Ο δρόμος» «θα στέκη πάντα
όρθιο σε κάθε ανθολογία παγκόσμιας ποίησης».
Ξεπερνώντας πολλές σελίδες με αξιόλογα
θέματα που αφορούν την τρέλα και την καλλιτεχνική δημιουργία (η δραματική
περίπτωση του Αντονέν Αρτώ), τη σημασία της ηλικίας και τη διάκριση του σοφού
από τον ήρωα (η περίπτωση του Ζήσιμου Λορεντζάτου) -ο ήρωας επιδιώκει το
απόλυτο μέσα στο σχετικό και ο σοφός
σκέφτεται το σχετικό με γνώμονα το απόλυτο- ο συγγραφέας θα στήσει ένα
ωραία αποκαθηλωτικό κείμενο για τον Ζ. Λ. ο οποίος αφού πάτησε τα 53 του χρόνια
δεν πια νέος (και ήρωας) και είναι πλέον αργά για να είναι σοφός: «Ό,τι και να
κάνη, οδεύει προς το τέρμα. Τίποτε δεν μπορεί να τον βαυκαλίση πια. Έγινε ό,τι
ήταν να γίνη».
Η Αττική οδός σε τρέχει «σε ένα
τέταρτο στο αεροδρόμιο», θυσιάζοντας στην ταχύτητα τη σκέψη «ότι αυτό το τοπίο
οικοδομούσε το άκτιστο ιερό». «Βαδίζουμε στον δρόμο του αδιαφοροποίητου, προς
την άκρα ομοιότητα» (τραγικό). «Χωρίς Θεό είναι αδύνατο για τον άνθρωπο να
αποφύγη την τελειωτική του μετάλλαξη σε ‘‘πράγμα’’». Res, έλεγαν οι Ρωμαίοι
και res θεωρούσαν οι κονκισταδόρες τους
ιθαγενείς. Σε res η αστική τάξη θα μετατρέψει τους λαούς. Ο Φλωμπέρ είναι ο
πρώτος που επεσήμανε σωστά ότι «μοίρα
του ανθρώπου, δηλαδή του αστού … είναι η υποταγή του στο πράγμα», εφόσον
απαλλαγεί από την ιδιότητα του ξεχωριστού όντος μέσα στη δημιουργία, με την
οποία τον είχε προικίσει η θρησκεία. Τα «Cantos» του Πάουντ, λέει ότι
«μοιάζουν με ‘‘καλλιτεχνική ανωμαλία’’»
(η άλλη όψη της διαστροφής ως πηγής μεγαλείου;). «Κατά τον Μπωντλαίρ σκοπός της
ποίησης είναι η ομορφιά, όχι η αλήθεια» (σωστό). «Τα μεγάλα έργα κρίνονται από
την επίδρασή τους» (βλ. Οδύσσεια).
«Τα πάντα κρίνονται εκ του μέλλοντος» (θέλουν χρόνο για να ωριμάσουν). Η
κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη είναι η «συνάντηση παρόντος και παρελθόντος
ενόψει του μέλλοντος» (πάμε μπροστά στηριζόμενοι στην παράδοση). «Μόνο ο δυτικός πολιτισμός μπορεί να σώσει
τον άνθρωπο από τον δυτικό πολιτισμό που μετέβαλε τη γη σε κόλαση».
Με
αφορμή τη νουβέλα Μελανθώ, του
Χρίστου Δάλκου, «πάρεργο φωτοβόλο» του λαμπρού φιλολόγου, θα γράψει ότι «οι
λέξεις μεταμορφώνονται σε πρόσωπα και παίρνουν σάρκα και οστά» που θα φέρουν
στην επιφάνεια σκέψεις για τη μητριαρχία, για την αλήθεια του ομηρικού κόσμου,
τη σκληρότητα και την ωμή βία -«απόδειξη αξίας» του ήρωα- τα κληρονομικά
δικαιώματα και άλλα που έχουμε αφήσει στην αφάνεια, μαζί και «το ζήτημα του
γυναικείου λόγου».
Παραμερίζοντας,
κατ’ ανάγκην, πολλά και αστραφτερά, θα παραμείνουμε σε πιο «πολιτικά» κείμενα.
Απομονώνω σκέψεις: «Ως τώρα οι κυβερνήσεις μας έδιναν έμφαση στο δεύτερο συνθετικό της λέξης κράτος-μέλος.
Ξεχνούσαν πως κανείς δεν γίνεται ισότιμο μέλος μόνο με υπογραφές και
επικυρώσεις· πως δεν γίνεσαι ευρωπαίος, χωρίς εδραία εθνική συνείδηση» («Ποιος
φοβάται τη Δημοκρατία;!). «Η κρίση του πανευρωπαϊκού εθνικού χρέους
καταδεικνύει ότι καμία λύση δεν είναι πλέον εφικτή» («Τα κορόιδα της
Ιστορίας»). «Ο κόσμος της δραχμής είναι
παρωχημένος… όλα όμως όσα μας κάνουν υπερήφανους, γεννήθηκαν στον κόσμο της
δραχμής, ενώ ο κόσμος του Ευρώ δεν είναι μόνο ο ασύμμετρος κόσμος της
αποτυχίας, είναι και ο κόσμος της ξεδιαντροπιάς». «Τι θέλουν οι αγανακτισμένοι:
Μα τη δικαιοσύνη της πίτας», το κομματάκι τους. Ο μεθυσμένος ήρωας του Γκόγκολ
ζητάει από τον τσαγκάρη να του κόψει τη μύτη γιατί του στοιχίζει ακριβά· καπνό,
ποτό… «να κόψουμε τη μύτη μας… να
βγάλουμε και τα μάτια μας με τόσα που είδαμε. Αλλά αυτό δεν είναι πλέον κωμικό.
Μυρίζει Οιδίποδα» («Από τη μύτη στα μάτια»). «Ο Φλωμπέρ έλεγε ότι κάθε μεγάλος
άνδρας έχει πει τουλάχιστον μια μπούρδα στη ζωή του» και αυτό αφορά τους
διαψευσμένους πολιτικούς προφήτες.
Στα
εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης, «Μια σύγχρονη κιβωτός τετελεσμένου
παρελθόντος», οι εκπρόσωποι της εκκλησίας αμήχανοι: «Δύο κόσμοι ασύμμετροι,
αντίθετοι. Ο σύγχρονος περνούσε ντούκου τον έναν για να διατρανώση τον άλλον,
τον πολύτιμο, καθ’ ο αποδοτικό».
«Ο τόνος
της φωνής δείχνει την αλήθεια του προσώπου», λέει ο Ζέρβας και εμείς
αντιλαμβανόμαστε αυτή την αλήθεια. Ακούμε τον τόνο της φωνής του στην επιλεγμένη
λέξη του, ειδικά όταν είναι αντλημένη από το τρέχον λεξιλόγιο και σπαρμένη σ’
έναν λόγιο γλωσσικό παράδεισο, που υποκλίνεται
στο τυπικό μιας άλλης εποχής, επίτηδες, για να κάνει «μπαμ». Τις ακούμε,
μαζί με την ειρωνική χροιά της φωνής, τις βλέπουμε στις λεπτές ρυτίδες
περίσκεψης στο μέτωπο, τις αισθανόμαστε στην κατασταλαγμένη απαισιοδοξία, την
περίτεχνη φράση, τον υπαινιγμό, στοιχεία
όλα στη μάσκα της ωραίας
ελληνικής λαλιάς.
Εν τέλει, οι Μονοί Λόγοι, συνιστούν το πνευματικό, αλλά και πολιτικό Ημερολόγιο
του Ζέρβα, συνθεμένο με γνώση της ιστορίας και φιλοσοφίας, με πολιτική, κυρίως, και κοινωνική παρατήρηση
και με τη λογοτεχνία, ελληνική και ευρωπαϊκή, πάντα σε πρόθυμη επικουρία. Κατά
την Μαντάμ
Μποβαρύ ο Φλωμπέρ, κατά τους Μονούς
Λόγους ο Ζέρβας αινιγματικά
μειδιών.
Η Ανθούλα
Δανιήλ είναι κριτικός λογοτεχνίας
Κορνήλιος
Γραμμένος, Giordano Bruno, 2015,
ξύλο, μάρμαρο, σίδερο, 215 x
45
x 37
εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου