Phia Ménard, Immoral Tales- Part 1- The Mother House, 2017, περφόρμανς, Henschel- Hallen, Κάσελ, documenta 14, φωτ.: Mathias Völzke |
Προσωρινή Ακαδημία Τεχνών (ΠΑΤ)*
Détournements. Συνεχείς αναδιπλώσεις. Η κριτική αποτέλεσε ένα ισχυρό εργαλείο γνώσης και
εξουσίας· πώς όμως μπορεί να υπηρετηθεί στην ιδιαίτερη συνθήκη μιας μεγάλης
έκθεσης που υιοθετεί μια σειρά στρατηγικών μετατοπίσεων; Η παρούσα συνθήκη
αποτελεί ευκαιρία να αποτιμηθούν τα εργαλεία της κριτικής (της τέχνης). Την
αρχική ορμή να συμμετέχουμε στην παραγωγή ενός λόγου που θα οργανωνόταν γύρω
από την τολμηρή απόφαση του επιμελητή Adam Szymczyk να εκμεταλλευτεί
τη σαγήνη της κρίσης και να δουλέψει στη βάση πολλαπλών μετατοπίσεων και
μετακινήσεων, τη διαδέχτηκε η ματαίωση της αδυνατότητας της κριτικής. Με
πολλαπλούς τρόπους επικρατεί μια τακτική σιώπησης, καθώς οι τοπικές θυμικές
εξάρσεις περί φασιστικότητας του θεσμού (κατά τα λεγόμενα της Ζωής
Κωνσταντοπούλου, μεταξύ άλλων) ή η αγοραία και απλοποιητική αντικαπιταλιστική
ρητορεία, συντονίζονται κατά σύστημα με τη σάρωση όλων των κριτικών
επιχειρημάτων. Η αμυντική θέση του υπερθεσμού και η γενικόλογη επίκληση για
«ψύχραιμη αποτίμηση», συχνά λειτουργεί ως κανονιστική ρύθμιση του λόγου που
παράγεται σχετικά με την έκθεση. Παράλληλα, αποδίδονται προκαθορισμένοι ρόλοι σε
όσους προσκαλούνται να ασκήσουν κριτική, όπως π.χ. «ο νηφάλιος», «ο οξύθυμος»,
«ο μαχητικός», «ο αντιδραστικός». Η τακτική του χαρακτηρισμού –προς το
μεγαλύτερο μέρος– των κριτικών ως νεοφιλελεύθερες, συντηρητικές, μνησίκακες και
εθνικιστικές (όπως, για παράδειγμα, ο χαρακτηρισμός της Μπιενάλε της Αθήνας ως
ξενοφοβικής και νεοσυντηρητικής σε συνέντευξη που έδωσε τον Μάρτιο ο Paul Preciado στο γαλλικό περιοδικό Les in Rocks) χωρίς να απευθύνει τις επιμέρους
αποχρώσεις της κάθε μιας από αυτές, αποτελεί μια χαρακτηριστική τακτική
σιώπησης και παράγει υποκείμενα που εσωτερικεύουν αυτόν τον λόγο. Τέτοιες
κινήσεις ευνοούν την αποχώρηση από το πεδίο της κριτικής. Αυτό που αξίζει να
ερευνηθεί είναι πώς μπορεί να ισχυροποιηθεί το εργαλείο της κριτικής. Ποια είναι
η θέση ανάμεσα στις γνώμες που διατυπώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (στο
γεγονός ότι σε αυτό το υλικό δεν θα μπορεί να ανατρέξει κανείς εύκολα στο
μέλλον) και τη στρατηγική συνεχούς αναδίπλωσης και υπερπροσδιορισμού των
υποκειμένων που ασκούν κριτική, που υιοθετεί ο θεσμός προκειμένου να συστρέφει
τα επιχειρήματά του κατά το δοκούν; Για άλλη μια φορά προκύπτει το ερώτημα: πώς
να διεκδικήσεις τη θέση σου ξεπερνώντας τον σκόπελο της έλλειψης κοινών
εργαλείων; Το περιοδικό Artforum, με τις life style
φωτογραφίες του, καθορίζει τους όρους θέασης και νομιμοποιεί τους παίκτες του
πεδίου. Υπάρχουν, λοιπόν, «άλλα» εργαλεία πέραν της θέσης του αναχωρητισμού ή
της κούρασης της διεκδίκησης, που προτείνουν κάποιοι ελίτ κύκλοι; Εργαλεία που
δεν είναι εν τέλει απαραίτητο να «συνομιλούν», αλλά να κατασκευάζουν ένα παράλληλο
και ισχυρό πεδίο; Εδώ ανακύπτει το ζήτημα της θέσμισης, ζήτημα το οποίο έθεσε
στο κείμενό του και ο Φίλιππος Ωραιόπουλος («Η θέσμιση ως έργο Τέχνης ή από το
συμβάν στο γεγονός», «Αναγνώσεις» 16/7/2017). Το κρίσιμο αίτημα για θέσμιση μάς
απασχολεί όχι ως μια συναρθρωμένη σειρά διευθετήσεων αλλά ως ενεργή
συγκροτησιακή δράση του καινούριου, η
οποία όμως κάποια στιγμή παγιώνεται σε μία θέση που τα υποκείμενα αναλαμβάνουν
να υπερασπιστούν έναντι άλλων διαφορετικών θέσεων. Το καινούριο δεν εννοείται ως η κατασκευή ενός νέου θεσμού ή
υπερθεσμού αλλά ως παραγωγή νέων τρόπων συσχέτισης με τους υπάρχοντες θεσμούς.
Η κριτική μπορεί να είναι ένας τέτοιος τρόπος συσχέτισης που εστιάζει στην εκ
νέου κατασκευή των κοινωνικών και ιδεολογικών σχέσεων που διαμείβονται με την
αφορμή της έκθεσης, προκειμένου να ισχυροποιηθούν τα υποκείμενα έναντι του
υπερπροσδιορισμού.
*Εκ μέρους της Προσωρινής Ακαδημίας Τεχνών (ΠΑΤ), Δέσποινα Ζευκιλή, Ελπίδα
Καραμπά και Γλυκερία Σταθοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου