documenta 14
Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου, Ανέστης, 2017, φιλμ Super 8 μεταγραμμένο σε ψηφιακό βίντεο, βιβλία, φωτογραφίες, documenta 14, Αθήνα, φωτ.: Στάθης Μαμαλάκης |
ΤΟΥ
ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΤΡΑΜΠΟΥΛΗ
Η
συζήτηση για την documenta 14 μπορεί να γίνει σε δύο
συμπληρωματικά αλλά διακριτά επίπεδα. Το ένα είναι για την έκθεση καθαυτή. Για
την τέχνη που εξέθεσε, τον λόγο που διατύπωσε, για το συνταίριασμα υλικού
αρχείου και πρωτότυπης δημιουργίας, για τον τρόπο με τον οποίον ενέταξε στον
εκθεσιακό πυρήνα παραστασιακά και επιτελεστικά –οι δύο κύριες μεταφράσεις
του αγγλικού performative–
στοιχεία του ακαδημαϊκού λόγου και πολλά ακόμη. Τέλος, για την πολιτική αιχμή
που ρητά διεκδίκησε και, βέβαια, για τα όρια, το είδος και την
αποτελεσματικότητα της πολιτικής τέχνης που υποστήριξε. Ποια
είναι τα όρια που έχει ο πολιτικός προσανατολισμός μιας μεγάλης έκθεσης, ιδίως
όταν δοκιμάζεται στο περιβάλλον μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε πολιτική
υπερδιέγερση; Πόσο πολιτική μπορεί να είναι μια πολιτική έκθεση, με άλλα λόγια
πόσο μπορεί να απευθυνθεί πολιτικά στο κοινό της; Το δεύτερο επίπεδο αφορά κατά
κύριο λόγο τη συνάντησή της με το εικαστικό πεδίο και το πολιτικό και πολιτιστικό
περιβάλλον της Ελλάδας. Η συνάντηση αυτή φώτισε λανθάνουσες πτυχές της
εγχώριας ζωής και ταυτόχρονα ανέδειξε αδυναμίες της d14, τόσο από επιμελητική όσο
και από πολιτική άποψη. Καθώς η έκθεση ακόμη διαρκεί, τουλάχιστον ως προς την
γερμανική της πτυχή, στις παρακάτω παρατακτικές σημειώσεις θα επικεντρωθώ
κυρίως στο δεύτερο επίπεδο, επιτρέποντας κάποια υπαινικτικά σχόλια για την
έκθεση καθαυτή να βρουν τη θέση τους ανάμεσα στις γραμμές.
Ο κριτικός παροξυσμός
Από
την πρώτη της εμφάνιση στο Πάρκο Ελευθερίας τον Σεπτέμβρη του 2016 με τη Βουλή
των Σωμάτων, η d14 προκάλεσε έναν κριτικό παροξυσμό ο οποίος ελάχιστα
ενδιαφέρθηκε για την τέχνη και τον λόγο της διοργάνωσης. Αντίθετα,
επικεντρώθηκε στον θεσμό και στις λειτουργίες του, στη λογοθετική και πολιτική
πλαισίωσή του, χωρίς να λείπουν και κάποιες κουρασμένες φωνές που με ιστορική
βραδυπορία έκριναν τη σύγχρονη τέχνη συνολικά για έλλειψη δεξιοτεχνίας και
αναπαραστατικής επάρκειας. Γενικά, η κριτική έδειξε ανέτοιμη να διαχειριστεί
μια έκθεση ανάλογου βεληνεκούς, προδίδοντας την έλλειψη παράδοσης σε θεσμούς
όπως εξειδικευμένα περιοδικά ή πανεπιστημιακές σχολές. Στην πραγματικότητα, ο
επιμελητικός λόγος της έκθεσης συναρθρώθηκε με το τεταμένο πολιτικό τοπίο της
Ελλάδας. Πράγματι, στον θεματολογικό και εκθεσιακό πυρήνα της d14 βρίσκονται
ζητήματα που είχαν αποκτήσει ιδιαίτερη φόρτιση κατά την πολιτική αντιπαράθεση
των τελευταίων ετών: η εξάρτηση της περιφέρειας από τα κέντρα πολιτικής και
οικονομικής εξουσίας, τα χειραφετητικά και ριζοσπαστικά κινήματα, οι τοπικές
κοινότητες και τα αιτήματα αυτονομίας τους, οι συγκροτήσεις κοινωνικής
αλληλεγγύης, οι λογοθετικές κατασκευές του φύλου και της σεξουαλικότητας.
Αίφνης,
η πολιτική τέχνη της d14 δεν ήταν μια τέχνη με αφηρημένα πολιτική θεματική∙
αντίθετα φαινόταν να αντανακλά ενεργά τον ελληνικό πολιτικό αγωνισμό και να τον
αναπαράγει σε ένα αναπάντεχο πολιτιστικό επίπεδο. Για παράδειγμα, ένα μέρος του
πολιτικού φάσματος έχει συγκροτηθεί, ιδίως μετά το δημοψήφισμα του 2015, γύρω
από την πεποίθηση πως μόνον αυτό αποτελεί τον φιλοευρωπαϊκό πόλο της ελληνικής
κοινωνίας∙ η d14, ένας θεσμός που αποτυπώνει από πολλές απόψεις παραδειγματικά
την ευρωπαϊκή αντίληψη περί πολιτισμού ως φορέα γνώσης και κριτικής, με την
επιμελητική ρητορική της έδειξε επιτελεστικά πως τα ίδια ακριβώς αιτήματα που
διατύπωνε η υποτιθέμενη «αντιευρωπαϊκή» αριστερά βρίσκονται στον πυρήνα του
σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτικού προβληματισμού. Στους αντίποδες, μια από τις
δεσπόζουσες αριστερές αφηγήσεις έχει περιγράψει γραμμικά την ελληνική κρίση
χρέους με απλουστευτικούς όρους αποικιακής εκμετάλλευσης, δηλαδή ως απομύζηση
του εθνικού πλούτου και καταστρατήγηση της λαϊκής κυριαρχίας από τη
νεοφιλελεύθερη Ευρώπη, και ειδικότερα από τη Γερμανία∙ η γερμανική d14
κατέδειξε πως η Ευρώπη και οι θεσμοί της δεν είναι μια ενιαία πολιτική
συγκρότηση, αλλά συγκλονίζονται από την ίδια ταραγμένη αντιπαράθεση που
διατρέχει τον ελληνικό πολιτικό λόγο, καινούργιες ταυτότητες συντίθενται
διεθνώς και η σχηματική επίκληση της εθνικής κυριαρχίας δεν επαρκεί για να
περιγράψει τις σύγχρονες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, έμφυλες
διαστρωματώσεις. Η κριτική ήταν σε ένα μεγάλο βαθμό ένας λόγος αυτοαναφορικός που
αντιμετώπισε περιοριστικά την d14
ως μια απλή μετωνυμία του πολιτικού αντίπαλου, χωρίς να κατορθώσει να δει την
έκθεση καθαυτή, τα έργα και την επιμελητική τους συνάφεια.
Ενίσχυση των θεσμών,
αναδιάταξη και μια καινούργια γενεαλογία
Αφήνοντας
κατά μέρος δευτερογενή οφέλη που μπορεί να προέκυψαν από τη διοργάνωση της d14
στην Αθήνα, οικονομικού κυρίως τύπου, θα επισημάνω εδώ τρία σημεία στα οποία θα
πρέπει να λογισθεί ιδιαίτερα σημαντική η συνεισφορά της.
- H ενίσχυση των εγχώριων θεσμών.
Η d14
επέλεξε στρατηγικά να συνεργαστεί αποκλειστικά με δημόσιους φορείς, όπως η
Σχολή Καλών Τεχνών, το ΕΜΣΤ, το Ωδείο Αθηνών, η ΕΡΤ ή η Ταινιοθήκη της Ελλάδας.
Οπωσδήποτε με την επιλογή αυτή η d14 συμμετείχε στον ολοένα και
πιο κρίσιμο διάλογο γύρω από την υποχώρηση του δημόσιου τομέα διεθνώς και την
ανάληψη σημαντικού τμήματος των δραστηριοτήτων του από ένα καινοφανές υβρίδιο
ιδιωτικού τομέα με γραφειοκρατική λειτουργία. Η συζήτηση αυτή έχει ιδιαίτερη
σημασία στην Ελλάδα, καθώς η τελευταία δεκαετία είδε τη σταδιακή
υποχρηματοδότηση και απαξίωση δημόσιων φορέων και την ανάδυση μιας καινούργιας
πολιτιστικής πολιτικής από τα μεγάλα ιδιωτικά ιδρύματα. Ανάμεσα σε άλλες όψεις
των δημόσιων συνεργασιών της d14
θα πρέπει να τονίσουμε τη συμβολή της στην ένταξη του ΕΜΣΤ στον πολιτιστικό
ιστό της πόλης και την ανάδειξη του Ωδείου Αθηνών ως τοπόσημου σύγχρονης
κουλτούρας με έναν τρόπο που οι προηγούμενες χρήσεις του δεν το είχαν
κατορθώσει. Και βέβαια τη συνεργασία με την ΑΣΚΤ, όχι μόνον για τη χρήση των
χώρων της αλλά κυρίως για τον τρόπο με τον οποίον η d14 παρενέβη στην εκπαιδευτική
διαδικασία, διοργανώνοντας σεμινάρια και φέρνοντας σε επαφή τους φοιτητές με
ένα adhoc
πρόγραμμα σπουδών.
- Η αναδιάταξη του εικαστικού πεδίου.
Την τελευταία τριετία, την περίοδο της προετοιμασίας της d14, η Αθήνα έγινε δημοφιλής καλλιτεχνικός
προορισμός, στάση και αφορμή για πρότζεκτ ενός πλήθους μετακινούμενων
επαγγελματιών της τέχνης. Αναμφίβολα, η δημοτικότητα αυτή της Αθήνας έχει
κινδύνους, με μεγαλύτερο όλων τον εξωτισμό της κρίσης, τον ετεροπροσδιορισμό
της πόλης ως ενός τάχατες μυστικού κήπου δημιουργικότητας μέσα από την
κατάρρευση. Ωστόσο, αυτή η κινητικότητα έδωσε τη δυνατότητα σε μια γενιά νέων
ελλήνων καλλιτεχνών, επιμελητών και θεωρητικών να ξεκινήσουν συστηματικά
διεθνείς συνεργασίες και να αποκτήσουν προνομιακή πρόσβαση σε μεγάλους διεθνείς
φορείς και θεσμούς. Επιπλέον, το επιμελητικό πρόγραμμα της d14, με τις διαλέξεις, τις
συναυλίες, τις προβολές κτλ, και τον κύκλο σεμιναρίων στους φοιτητές της ΑΣΚΤ έχει
συμβάλλει στη διαμόρφωση ή στη θεσμική κατοχύρωση μιας καινούργιας εικαστικής
γλώσσας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως στο μέλλον το πεδίο των εικαστικών θα
ανανεώσει τη δυναμική του και θα φέρει στην επιφάνεια νέους παράγοντες και
σχέσεις.
- Μια λοξή
γενεαλογία. Η επίμονη παραπομπή στο μάρμαρο,
λ.χ. με τα μικρά παραλληλόγραμμα κομμάτια που χρησίμευσαν ως σήμανση της
έκθεσης, μαζί με άλλα στοιχεία της διοργάνωσης –τη χρήση του περιβάλλοντα χώρου
της Ακρόπολης από τον Δημήτρη Πικιώνη, την περφόρμανς των εγκαινίων με άλογα
κάτω από τη σκιά του Παρθενώνα που θύμιζε την πομπή των Παναθηναίων, τον
Παρθενώνα των βιβλίων της Marta Minujín στο Κάσελ– ξύπνησαν τον φόβο πως η d14 θα αναβιώσει ένα
κλασικιστικό φάντασμα. Επιπλέον, με την επίμονη ρητορική της για την κινηματική
και χειραφετητική διάσταση της αυτοχθονίας, θύμισε ιδεολογήματα περί εδάφους
και ουσιοκρατικής σχέσης με την Αρχαία Ελλάδα και τον λαϊκό πολιτισμό που δεν
αποτελούν στοιχεία μονάχα του εθνικιστικού ακροδεξιού λόγου αλλά διατρέχουν
οριζόντια όλο το πολιτικό φάσμα. Η d14 με
όλο το κύρος του στιβαρού σύγχρονου θεσμού θα μπορούσε να επαναφέρει τον διπλό
αυτό δεσμό –από την αρχαία Ελλάδα και τον λαϊκό πολιτισμό– ως έναν καινούργιο,
ενεργό και ασφυκτικό ετεροπροσδιορισμό. Ευτυχώς, απέφυγε αυτόν τον κίνδυνο.
Ίσως η σπουδαιότερη επιμελητική της πρόταση, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα
τουλάχιστον, ήταν ότι πρότεινε μια αφήγηση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού βασισμένη
στο ρηγματικό, το ανολοκλήρωτο, το ρευστό, την ποιητική σκέψη, σε ό,τι στην
πρόσφατη ιστορία κινήθηκε στις παρυφές της επίσημης κουλτούρας. Λειτούργησε
υπονομευτικά για την αντίληψη του σύγχρονου όχι αναζητώντας το ήσσον αλλά
αναδεικνύοντας τις διαβρωτικές, παραγνωρισμένες δυνάμεις που διαθέτει το
μείζον. Από αυτήν την άποψη, είναι καθοριστικός ο τρόπος που επισκέφτηκε
σημαίνουσες μορφές του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, όπως τον Γιάννη
Τσαρούχη, τον Ηλία Πετρόπουλο, τον Γιάννη Χρήστου, τον Ιωάννη Δεσποτόπουλο εντάσσοντάς
τους σε μια καινούργια, κρίσιμη και κριτική γενεαλογία που φτάνει μέχρι τις
προτάσεις του αρχιτέκτονα Χρήστου Παπούλια για το Μουσείο της Ακρόπολης, την
οδυσσειακή αφήγηση της Μόλυς από την Εύα Στεφανή και τη συνδιαλλαγή
κινηματογράφου και λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι αναζήτησε στις σημερινές συνθήκες τους επίσημους ή
ανεπίσημους θεσμούς και λόγους που θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην ίδια
γενεαλογία. Βέβαια, αν η d14
είχε καλύτερους ξεναγούς στο ελληνικό πεδίο θα μπορούσε να είχε αποφύγει μια
από τις πιο οξείες αδυναμίες της: χρησιμοποίησε, χωρίς πάντα να αναγνωρίζει τη
συμβολή τους, δουλειά έρευνας, ακτιβισμού και πειραματισμών, αναζήτησης και
ρήξης που έλληνες καλλιτέχνες και στοχαστές έχουν κάνει εδώ και χρόνια, αν και
δεν είχαν την ασφάλεια και την κάλυψη ενός μεγάλου θεσμού.
Κατασκευάζοντας την Αθήνα
Από
την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε η παράλληλη έκθεση της d14 στο Κάσελ και την
Αθήνα, με τον τίτλο «Μαθαίνοντας από την Αθήνα», αναδύθηκε αυθόρμητα η διπλή
αμηχανία «τι μπορεί να μάθει κανείς από την Αθήνα;» και «γιατί να μάθει κανείς
από την Αθήνα;». Το διπλό αυτό ερώτημα συναιρείται στην ιστορική, πολιτική,
πολιτισμική απορία: «ποια είναι η Αθήνα;». Θα έμπαινε εύκολα κανείς στον
πειρασμό να θεωρήσει πως η έκθεση έχει εκλάβει την Αθήνα ως μια εξιδανικευμένη
τοπολογία του δημώδους, του αυτοσχέδιου, του φαινομενικά απείθαρχου, μια
τοπολογία η οποία αντιστρέφει και αναπαράγει τα στερεότυπα που από την αρχή της
κρίσης συνοδεύουν την Ελλάδα. Ωστόσο, η d14 απέφυγε την αναγωγή. Η Αθήνα
της έκθεσης αναδεικνύεται ως μια πόλη μήτρα, όπως κάθε άλλη πόλη της
Ευρώπης, μια πόλη που έχει ιστορική παράδοση και υπόκειται στην ιστορία, που
γεννά πολιτισμό, κτήρια και αντιφάσεις, κοινωνικά κινήματα και ανεκπλήρωτα
σχέδια. Η Αθήνα της d14 είναι μια πόλη, φαίνεται να λέει η έκθεση, που θα
πρέπει να προσέξουμε πέρα από «τη διαταραχή της μνήμης στην Ακρόπολη», όπως θα
έλεγε ο Φρόιντ· να την προσέξουμε για τη θέα της
πόλης όπως φαίνεται από την Ακρόπολη και όχι για τη θέα της Ακρόπολης. Μια
κανονική πόλη που συνταράσσεται από την κρίση, και προοικονομεί την οικονομική,
πολιτική και κοινωνική κατάρρευση που θα πλήξει την Ευρώπη. Από την άποψη αυτή,
ο τίτλος της έκθεσης Learning from Athens
προτείνει να δούμε την Αθήνα ως ένα διαφανές παρόν το οποίο προαναγγέλλει μια
παγκόσμια δυστοπία, ενώ την ίδια στιγμή προτείνει μεθόδους και τακτικές
αναστοχασμού, αντίστασης και καθημερινής πρακτικής.
Η
d14
κατάφερε να μην κάνει την Αθήνα προορισμό μιας αναβίωσης της ρομαντικής
περιήγησης όπου τα ερείπια των αρχαίων ναών έχουν αντικατασταθεί ή έχουν
συμπληρωθεί από τα ερείπια του κοινωνικού σώματος. Ωστόσο, έχει κατασκευάσει
την Αθήνα μέσα από μια διπλή δήλωση: από τη μία πως η Αθήνα βρίσκεται στον πυρήνα
της ευρωπαϊκής ταυτότητας, ανήκει στη συστηματικότητα των κοινωνικών και
πολιτικών δομών της Ευρώπης∙ και ταυτόχρονα, πως η Αθήνα είναι οριστικά
απόμακρη από την Ευρώπη, οριστικά δεν ανήκει σε αυτήν, γιατί αυτή ακριβώς η
εγγύτητα/απόσταση της δίνει τη δυνατότητα να γίνει το αντικείμενο «από το οποίο
θα μάθουμε». Η κριτική στην d14
έχει προσπαθήσει να μιλήσει αρκετά για την Αθήνα, δεν έχει εντοπίσει επαρκώς
ποιο είναι το υποκείμενο της εκμάθησης, το υποκείμενο του ρηματικού τύπου
«μαθαίνοντας». Η Ευρώπη; Η Δύση; Ο κόσμος της τέχνης; Στην πραγματικότητα,
προϋπόθεση της επιμελητικής κίνησης της d14
είναι μια υποτιθέμενη εναρκτήρια συνθήκη αμοιβαίου ετεροπροσδιορισμού:
μαθαίνοντας από την Αθήνα σημαίνει κατασκευάζω μια ετερότητα, ταυτόχρονα όμως
σημαίνει κατασκευάζομαι από μια ετερότητα, κατασκευάζομαι ως ετερότητα. Καθώς,
ανάμεσα στους δύο πόλους του αμοιβαίου αυτού ετεροπροσδιορισμού, της Αθήνας και
του απροσδιόριστου υποκειμένου, υπάρχει μια μη αναγώγιμη ασυμμετρία
οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής εξουσίας, η απάντηση στο ερώτημα «και
τι εντέλει μάθαμε από την Αθήνα» είναι προφανής: μάθαμε την ισχύ μας.
Ο
Θεόφιλος Τραμπούλης είναι συγγραφέας και επιμελητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου