ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ, Οι τυφλοί,
μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 608
«Συνοπτικά το κείμενο περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερις παράλληλες
αφηγήσεις με πρωταγωνιστές που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την πνευματική και
συναισθηματική αστάθεια… Το κείμενο διαπερνάται από την αναζήτηση ενός ανθρώπου
ο οποίος επιδρά ως ‘θεός’ στις διαθέσεις και πράξεις των χαρακτήρων, ένας θεός
του οποίου η ταυτότητα μέχρι το τέλος δε διευκρινίζεται», μας περιγράφει
συνοπτικά το μυθιστόρημά του ο Ν. Α. Μάντης, (σελ. 598). Επίσης στη σελίδα 514
μας επεξηγεί και τη «θέση» του κειμένου του: «Έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι ‘το
βιβλίο των πάντων’ μπορεί να είναι το οτιδήποτε, μπορεί να είναι και η Αθήνα η
ίδια, η πόλη όπου περπατάω κάθε μέρα σαν το μυρμηγκάκι». Αυτά τα δύο σημεία είναι, κατά τη γνώμη μου,
τα μόνα περιττά λόγια σε ένα προκλητικά περιττολόγο βιβλίο. Ειδικά από τη
στιγμή που, αν και η πρόθεση του συγγραφέα είναι εμφανής
και δεδηλωμένη, το κείμενο την ξεπερνάει κατά πολύ.
Σε παλιότερο άρθρο μου για το μυθιστόρημα «η μεγάλη εικόνα» του Μανώλη
Ανδριωτάκη (Ελεύθερος Τύπος,
29-11-2015) είχα υποστηρίξει ότι, στα αχνάρια του νέου μεταμοντέρνου αγγλικού
μυθιστορήματος, αναπτύσσεται ένα ανάλογο ρεύμα νέου μεταμοντέρνου ελληνικού
μυθιστορήματος, που χρησιμοποιεί τεχνικές του μεταμοντέρνου, όπως αφηγηματικές
ασυνέχειες, συμμετοχικές αναγνωστικές τεχνικές, παρουσία του συγγραφέα ως ήρωα
ή ανάμιξη προσωπικών βιωμάτων με αφηγηματικά ευρήματα, κι ότι το ρεύμα αυτό είναι
το πλέον ελπιδοφόρο στην ελληνική πεζογραφία. Ο Νίκος Μάντης μας προσφέρει ένα
από τα πιο ολοκληρωμένα μυθιστορήματα των τελευταίων ετών ακολουθώντας, κατά
την οπτική μου, αυτήν την τάση, χωρίς να
απομακρύνεται από το ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Ο συγγραφέας φαίνεται να έχει αφομοιώσει τις αγγλο-αμερικανικές
επιρροές, τόσο των πιο «εκλαϊκευμένων» David Mitchell και Julian Barnes, όσο
και των Thomas Pynchon και William S. Burroughs. Τα θραύσματα δράσης που
σκορπίζονται στο βιβλίο χωρίς να ολοκληρώνονται είναι απόρροια του Burroughs, αλλά
το πληθωρικό αφηγηματικό στυλ και η αξιομνημόνευτη δυνατότητα να δημιουργεί
σασπένς χωρίς στην ουσία να συμβαίνει τίποτα, όπως και το πλέξιμο ιστοριών με μικρή
συνάφεια, φέρνει στην επιφάνεια τον Mitchell και το Cloud Atlas αλλά και τον Barnes στο A History of the World in 10½ Chapters.
Ο Νίκος Μάντης θέλησε να
φτιάξει ένα μυθιστόρημα για τις χαοτικές διαστάσεις της σύγχρονης ελληνικής
πραγματικότητας, αλλά το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις προθέσεις του. Ο συγγραφέας
κατορθώνει να αφηγείται γοητευτικά και να κρατάει διαρκώς το ενδιαφέρον του
αναγνώστη με ιστορίες καθημερινές ή ιστορίες παράξενες, με ιστορίες όπου δεν
συμβαίνει τίποτα «σημαντικό» κι ωστόσο τις παρακολουθούμε με ενδιαφέρον, να
διαπλέκει επιτυχημένα τη φαντασία με τις εμπειρίες του, να κινείται με
αφηγηματική τόλμη που δικαιώνεται σε ανεξερεύνητες περιοχές και να περιγράφει
αναλυτικά οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό για το οποίο έχει την πρόθεση να μιλήσει,
με τρόπο ώστε η φλυαρία αλλά και οι εκφραστικές αστοχίες να μην ενοχλούν, αλλά
αντίθετα να εντάσσονται στην αφηγηματική φόρμα. Αν αγνοήσουμε κάποια κατά τη
γνώμη μου όχι απαραίτητα επεξηγηματικά των προθέσεων και της σύνθεσης σχόλια,
το μυθιστόρημα θα μπορούσε να μεταφραστεί και να εκπροσωπήσει τη χώρα μας εκτός
Ελλάδας, ως ένα από τα πολύ θετικά κι επιτυχημένα δείγματα των σύγχρονων
πεζογραφικών αναζητήσεων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ
Aboubakar Fofana, Fundi (Εξέγερση),
2017, διάφορα υλικά, άποψη εγκατάστασης, documenta Halle, Κάσελ, documenta 14, φωτ.: Roman Μärz |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου