31/7/17

Σκέψεις για την δημοκρατία

Amar Kanwar, Such a Morning, 2017, ψηφιακό βίντεο, άποψη εγκατάστασης, Neue Galerie, Κάσελ, documenta 14, φωτ.: Mathias Völzke


ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

Δυο δισεκατομμύρια και πλέον του παγκόσμιου πληθυσμού, εκτός από μοίρα στον ήλιο δεν έχουν πλέον ούτε καν λόγο ύπαρξης. Με την εμμονή στο αλόγιστο υπερκέρδος, τα δυο δισεκατομμύρια, που ο αριθμός τους αυξάνεται, είναι άνθρωποι περιττοί, κοινώς παράσιτα, κι αν είχαν ίχνος συστημικής λογικής, θα φρόντιζαν να πεθάνουν αντί να βασανίζουν με το οχληρό θέαμά τους όσους κρίνονται χρήσιμοι.
Η υπερανάπτυξη της τεχνικής, την οποία ο Μαρξ συνέδεε με ένα πολιτικο-οικονομικό σύστημα που θα την αξιοποιούσε για τη μείωση του εργασιακού ωραρίου και του εξοντωτικού μόχθου, στο δεδομένο σύστημα αξιοποιείται για τη μείωση όχι του χρόνου αλλά του κόστους της εργασίας, ώστε να εξασφαλίζεται το αλόγιστο κέρδος.
Για τα ρομπότ που αποσπούν ολοένα και περισσότερες θέσεις εργασίας καταδικάζοντας σε αργό θάνατο όσους τις χάνουν, θριαμβολογούν όχι μόνον οι τεχνικοί αλλά και φιλόσοφοι, τους οποίους, υποθέτω, ησυχάζει η σκέψη ότι η ανεργία είναι πολιτικό πρόβλημα που ξεπερνά το πεδίο των επιστημολογικών μελετών τους.
Ο Άνταμ Σμιθ, τον 18ο αι., συνέδεσε την ανεργία με την πραγματική φτώχεια και οι Μαρξ και Ένγκελς, τον 19ο αι., αρκετές δεκαετίες μετά, όταν η εξαθλίωση ξεπέρασε κάθε ανεκτό όριο, με τον θάνατο του ανέργου.

Αυτός ο άνεργος των δικών μας καιρών είναι ο ζητιάνος, αλλά και ο άνθρωπος των παραμυθιών, που ξεγραμμένος από τα κατάστιχα του βασιλείου περιπλανιόταν με το δισάκι στον ώμο, από χωριό σε χωριό ζητώντας μιαν αγγαρεία, για λίγο ψωμί. Είναι ο ίδιος που περιπλανιέται και σήμερα, εκτός των τειχών των μεγαπόλεων, που κάτοικοί τους είναι πλέον μεγάλες εταιρείες και τα στελέχη τους, με τις οικογένειές τους εγκατεστημένες σε συγκροτήματα υψηλής ασφαλείας, όπως σε μυθιστόρημα του Τζ. Μπάλλαρντ.
***
Κάτι δεν πάει καλά, στο βασίλειο της πλανητικής Δανιμαρκίας όπου φαντάσματα θυμάτων καλούν τις ένοχες συνειδήσεις των πολιτικών να σκεφτούν θετικά· όχι με τη λογική της απολογίας, αλλά της διερώτησης για το τι χρειαζόταν να γίνει και δεν έγινε, για ποιους συγκεκριμένους λόγους, συμπεριλαμβανομένου και του μη ελέγχου της ορθότητας πολιτικών επιλογών και αποφάσεων.
Ο πολιτικός λόγος, κατά κανόνα, πολεμικός, εριστικός, καταγγελτικός, κατ’ εξαίρεσιν αναλυτικός, εξηγητικός, λογοδοτικός, αποτιμητικός και αξιοθετικός, πάσχει από ανειλικρίνεια, φενακισμό και φανατισμό, με αποτέλεσμα να θεωρεί την κριτική και την αυτοκριτική apriori επικίνδυνες για το κύρος του.
Η άγνοια των πολιτών και η βεβαιότητα των πολιτικών ότι έχουν τις λύσεις έναντι όσων τους αντιμάχονται, δεν απαλλάσσουν ούτε τους μεν ούτε τους δε από τις ευθύνες τους. Γι’ αυτό και η δημοκρατία, όσο αναθέτει σε πολιτικούς την ευθύνη της διακυβέρνησης μιας χώρας είναι προσφιλές πολίτευμα, σφόδρα, όμως, αντιπαθητικό, μη αριστερό και αξιοκατάκριτο όσο δεν τους διασφαλίζει την εξουσία, συνυπολογίζοντας τις συνέπειες των πρακτικών τους. Γύρω από την ανάθεση και ανάληψη ευθυνών, που είναι η ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, εξυφαίνονται μύρια όσα για την απόκρυψη, τη συγκάλυψη, τη μη απόδοση ή την παραγραφή τους.
Πριν από χρόνια, βγαίνοντας από την προβολή της ταινίας “Το κύμα“, αναρωτήθηκα προς τι ακόμη μια ταινία για την αυταρχία, αφού τις μεθόδους της καταστολής και του αποκλεισμού τις γνωρίσαμε από πρώτο χέρι, ή από βιβλία, ταινίες, αφηγήσεις, καταγγελίες ή μαρτυρίες ανθρώπων που σώθηκαν ως ράκη από βασανισμούς ή στρατόπεδα, για να αυτοκτονήσουν κάποιοι από αυτούς στη συνέχεια, δίνοντας τέλος στην ανέκκλητα κατεστραμμένη ζωή τους.
Αυτό για το οποία εξακολουθούμε να έχουμε συγκεχυμένη εικόνα του τι ακριβώς πρόκειται, τι ακριβώς σημαίνει και εάν αξίζει να μας απασχολεί είναι το δημοκρατικό ήθος. Ακόμη και σε χώρες θεσμικά ανεπτυγμένες, το δημοκρατικό ήθος ως βάση του ελεύθερου φρονήματος των πολιτών και του αισθήματος δικαίου που το κατευθύνει, δεν είναι πλέον αυτονόητο ως καρπός της ιστορικής εμπειρίας. Θεωρείται, αντιθέτως, αίτημα του «ακραίου κέντρου» (sic) , άρα ύποπτο έως και καταγέλαστο, λόγω της έλλειψης ρεαλισμού που του αποδίδει η κοντόφθαλμη λογική, υποτιμώντας τη νοημοσύνη των πολιτών.

 ***
Πριν εννοηθεί ευρέως το περιεχόμενο και η σημασία τους ως αρχών του κοινωνικο-πολιτικού βίου, οι αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης μεταλλάχτηκαν σε καρικατούρες Α΄, Β΄, Γ΄ κατηγορίας όπως στα τραίνα και τα πλοία. Στην παγκοσμιοποιημένη αυτο-αποκαλούμενη νεοφιλελεύθερη δημοκρατία, είναι σαφές ακόμη και σε όποιον δεν διάβασε Παπαδιαμάντη, Τσέχωφ ή Ντίκενς, ότι η ελευθερία του μεγιστάνα και των στελεχών των επιχειρήσεών του είναι άρρηκτα δεμένη με τη σκλαβιά όσων ζητούν την άδειά του να επιζήσουν.
Όταν ο Ν. Πουλαντζάς υποστήριξε ότι ο σοσιαλισμός δεν θα υπάρξει χωρίς τη δημοκρατία, δεν είχε κατά νου τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά τον μετασχηματισμό του συστήματος, συνυφασμένον με την αλλαγή των ίδιων των ανθρώπων, όπως τόνιζε ο Μαρξ στις Θέσεις για τον Φώυερμαχ, και ίσως διάβασε ο Ρεμπώ, με το βλέμμα στραμμένο στον επερχόμενο τότε αιώνα.
Ο Πουλαντζάς γνώριζε πως αντίθετα με τον σχετικά ειρηνικό 19ο αιώνα, στον πολεμοχαρή 20ό, μια έστω και προσωρινή διδακτορία του προλεταριάτου εκτρεπόταν από την προοπτική του σοσιαλισμού, αφού αντέφασκε με τους όρους υλοποίησής του. Ως τρόπος παραγωγής βγαλμένος μέσα από τον καπιταλισμό και το «δίκαιο στην ανισότητά του φιλελεύθερο κράτος» , όπως είχε παραδεχθεί ο Μαρξ, λοιδορώντας τον λογοθήρα Λασσάλ, ο σοσιαλισμός ήταν αδύνατο να υπάρξει, χωρίς σύστημα πολιτικής θέσμισης που να υπηρετεί την ελευθερία και τη δικαιοσύνη ως ισονομία των πολιτών.
Στο πλαίσιό του, το δημοκρατικό ήθος ως ποιότητα της υποκειμενικότητας των μελών μιας κοινωνίας άνισων, άρα διαφορετικών μελών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της διακυβέρνησής της, εμπνέει την επεξεργασία μέτρων που αποβλέπουν στη συμμετρική τους εξίσωση ανάλογα με τις ικανότητες και τις ανάγκες τους.
Καθώς, όμως, τα μέλη της αστικής κοινωνίας παρέμειναν ιδιώτες με ίδια συμφέροντα, για να μετατραπούν, μαζικά, στη συνέχεια, σε μονάδες ενός αθύρματος με κοινωνικό προσωπείο, η δημοκρατία -το δυνάμει δικαιότερο πολίτευμα που η βαθμιαία κατάκτησή του συναρτήθηκε με την δυναμική συγκρότησης ενός κοινωνικού κράτους δικαίου- από προπομπός και συνάρτηση του σοσιαλισμού που ήταν, σήμερα, στην ιστορική φάση που διανύουμε, ξαναέγινε όραμα. Όραμα, όμως, αμφισβητούμενο, ως εάν η δημοκρατία να μην είναι φυσικό οχυρό για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αλλά μοχλός κατεδάφισής του.
Η απαξίωση διαδικασιών εκδημοκρατισμού, η οποία τρέφει την αναρχία και τις θαυματουργικές υποσχέσεις της, τρέφεται και από τη θεωρητική απογύμνωση της αριστεράς που συγχέει την διακυβέρνηση μιας χώρας με την κατάληψη των μηχανισμών εξουσίας, θεωρώντας τα περί δημοκρατικού ήθους άκαιρους ψυχολογισμούς. Αυτό μας αφήνει να υποθέσουμε ο Α. Μπαντιού, όταν συστήνει αποχή από τις εκλογές, αλλά και ο Ernest Laclau, όταν, για να μας απαλλάξει από την φενάκη επίγειων παραδείσων, υποβιβάζει τους κοινωνικο-πολιτικούς αγώνες σε ανταγωνιστικές αναμετρήσεις. Υπ’ αυτό το υπεραπλουστευμένο έως στρεβλό πρίσμα, μόνο κριτήριο αριστερού φρονήματος απομένει η δήλωση κοινωνικών φρονημάτων που μετατρέπει τις δράσεις «δικών μας» και αντιπάλων σε παιγνίδι επικράτησης. Σε κρίσιμες, όμως περιστάσεις, ιδίως σε χώρες που καταρρέουν, κυβερνήσεις εθνικής ενότητας τερματίζουν τους κομματικούς διαξιφισμούς και μοιράζονται την ευθύνη της διάσωσής της.
Αυτή η θεωρητική και μαζί πολιτική αδρανοποίηση ευνοεί τον εκβαρβαρισμό που υπονομεύει, με βίαια και μη μέτρα, διαδικασίες ανάληψης ευθύνης χωρίς τις οποίες η δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει.
 ***
Θα ήταν, επομένως, πολύ πιο θετική από την φτιάξη της, μια ταινία με θέμα, αντί του φασισμού και του ολοκληρωτισμού, τη δημοκρατία και το ήθος, που από την πλοκή, τους διαλόγους και την δράση των ηρώων θα έδειχνε με τρόπο συγκεκριμένο πώς διαμορφώνεται βαθμιαία μια αυθεντική δημοκρατία, σε αντίστιξη με τα πλαστά προσωπεία της, και τι ακριβώς είναι η συγκάλυψη του απανθρωπισμού που μηχανεύεται χάρη σ’ αυτά. Θα μας έδειχνε, εμμέσως πλην σαφώς, τι απαιτείται για τη συνεχή ανανέωση του περιεχομένου και του νοήματος ελευθερίας και δικαιοσύνης, που δεσμεύουν το βιωματικά και ιστορικά άγνωστο εν πολλοίς δημοκρατικό πολίτευμα. Χρειάζεται πνεύμα και ελεύθερη φαντασία, αλλά όχι μόνον. Επ’ αυτού -αναγνώστη θέλοντος- μπορούμε να συνεχίσουμε.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι  ομότιμος καθηγήτρια φιλοσοφίας, συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: