ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Banu Cennetoğlu, Curbet’s Diary (27.7.1995- 08.10.1997) [Το ημερολόγιο της Curbet (27.7.1995- 08.10.1997)], 2016-7, διάφορα υλικά, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα, documenta 14, φωτ.: Freddie F. |
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ, Κάνθαροι και
άλλα ποιήματα, εκδόσεις Παρασκήνιο, σειρά «λίθυρον», σελ. 64
Τους τελευταίους μήνες διαβάζω αμήχανος τις εκδιδόμενες ποιητικές
συλλογές, κυρίως αυτές των νεωτέρων. Το
παραδοσιακό δίλημμα (τι είναι και τι δεν είναι ποίηση άξια λόγου) είναι σχετικά
εύκολο να το απαντήσει κανείς (με όση αυθαιρεσία, αλλά και ρίσκο περιέχει η
απάντηση), με αποτέλεσμα οι κατά τη γνώμη μου μη άξιες λόγου συλλογές, μετά την
ανάγνωσή τους, να παίρνουν το δρόμο για κάποια δημόσια βιβλιοθήκη, όπου κάποιος
άλλος ίσως βρει κάτι πιο ενδιαφέρον σ’ αυτές, οι δε εν δυνάμει άξιες λόγου
συσσωρεύονται δίπλα και πάνω στο γραφείο μου.
Όμως ο αριθμός τους αυξάνει, όχι μόνο γιατί δεν αποφασίζω να γράψω για
κάποιες από αυτές, και άρα διατηρούνται σε εκκρεμότητα, αλλά και γιατί
αυξάνονται οι συλλογές που δεν μπορείς εύκολα να τις προσπεράσεις,
«ξεμπλέκοντας» μαζί τους. Είναι καλές ποιητικές συλλογές, δηλαδή καλογραμμένες,
με τον τρόπο του κυρίαρχου ποιητικού ιδιώματος (στις διάφορες αποχρώσεις του),
το οποίο ιδίωμα οι νεώτεροι ποιητές και οι ποιήτριες το έχουν αφομοιώσει, το νιώθουν
«σαν δικό τους».
Αυτό όμως που λείπει, θα έλεγα εκκωφαντικά, αυτό που χαρακτηρίζει τις
καλές ποιητικές συλλογές, είναι η απουσία αισθητικού προτάγματος. Με αποτέλεσμα,
να μη βρίσκω το έναυσμα που θα με κινητοποιούσε να γράψω, δηλαδή να εμπλακώ σε
μια συνομιλία μαζί τους. Δεν διεκδικώ κάποιο χαρακτήρα αντικειμενικότητας στην
κρίση μου, όμως αυτή η αίσθηση νομίζω πως είναι γενικότερη, και οπωσδήποτε
αγγίζει τους περισσότερους απ’ όσους παρακολουθούν συστηματικά την ποιητική
παραγωγή, ακόμα κι αν γράφουν για κάποιες από αυτές τις συλλογές – φαίνεται
άλλωστε από τον τρόπο που γράφουν για
αυτές (κάνω αυτή τη διάκριση για τους νεώτερους, γιατί οι ποιητές του φάσματος
«του ’70» απλώς γράφουν στο ιδίωμα που οι ίδιοι, συλλογικά, μέσα στα χρόνια,
διαμόρφωσαν).
Σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη νομίζω ότι έρχεται να ενταχθεί, δίνοντας όμως
τις δικές της απαντήσεις, η ανά χείρας ποιητική συλλογή. Και το κάνει
συστηματικά, με πολλούς τρόπους, ήδη με το λεγόμενο «περικείμενο»:
- Προτάσσεται δισέλιδο «Σημείωμα του εκδότη», που αυτονοήτως χρεώνεται
στους υπεύθυνους της σειράς «λίθυρον», Α. Κ. Χριστοδούλου και Γ. Πατίλη,
- Ακολουθεί, επίσης δισέλιδος, «πρόλογος του ποιητή»,
- Στην κάθε αριστερή σελίδα υπάρχουν γκραβούρες ή παλαιικές
εγκυκλοπαιδικές φωτογραφίες του ζώου ή του προσώπου στο οποίο αναφέρεται το
ποίημα της απέναντι σελίδας,
- Η συλλογή κλείνει με δισέλιδη «Επισημείωση» του ποιητή, η οποία
αρχίζει με τον χαρακτηριστικό τρόπο: «Για να διευκολύνω τον αναγνώστη, δίνω τις
ακόλουθες πληροφορίες ...».
- Στο περικείμενο θα πρέπει να προστεθεί η παλαιικότητα που αναδίδουν
το εξώφυλλο, η στοίχιση του τίτλου, η γραμματοσειρά, καθώς και το πολυτονικό
μετά βαρειών.
Περνώντας τώρα στα ποιήματα της συλλογής, δηλαδή στο λεγόμενο
«περιεχόμενό» της, βλέπουμε πως κυριαρχεί ο ενδεκασύλλαβος στίχος με πλεχτή
ομοιοκαταληξία σε τετράστιχες στροφές, ενώ συχνά προτάσσεται ένα μότο, που
αντλείται απ’ την όλη ποιητική γραμματεία.
Όλα αυτά τα στοιχεία δεν είναι «εξωτερικά» της συλλογής αλλά μετέχουν
ισότιμα στο καθαυτό ποιητικό αποτέλεσμα, συμβάλλοντας το καθένα με τον δικό του
τρόπο. Άλλωστε:
- Στο «Σημείωμα του εκδότη» περιγράφεται ο στόχος της συλλογής: «Ένα
κάπως ασκημένο μάτι, πίσω από τη ζωγραφική δεινότητα αυτών των καλογραμμένων
στίχων, δεν μπορεί να μη διακρίνει τον υμνητικό και άρα εκστατικό παροξυσμό
ενός δημιουργού συνεπαρμένου από τη μυστικιστική γοητεία του αρχαίου
μυθολογήματος· του ‘μύθου’ και του ‘λογήματος’, του λογοποιημένου μύθου· της
λογοτεχνίας δηλαδή· γιατί μύθος και λογοτεχνία δεν έπαψαν ποτέ να ταυτίζονται».
- Στον «Πρόλογο του ποιητή», η προγραμματική στόχευση είναι ακόμη πιο
συγκεκριμένη: «Ο νεότερος υποκειμενικός λυρισμός, όπως ξεκίνησε από τους
ρωμαντικούς κι όπως αργότερα παγιώθηκε από τους συμβολιστές και τους πρώτους
μεγάλους μοντερνιστές, αντιπροσωπεύει μια σπάνια εσχατιά στη δυτική τέχνη. Ίσως
είναι κάτι περισσότερο από μια εσχατιά στην τέχνη: είναι μια εξερεύνηση της
ψυχικής ενδοχώρας. Κάτι ανάλογο δεν θα βρούμε στην αρχαιότητα και τον μεσαίωνα.
Δυστυχώς, πίσω από τους μεγάλους πρωτοπόρους ακολούθησε ένας ανιαρός συρφετός
επιγόνων...».
«Εδώ είμαστε...», θα έλεγε κάποιος, εντοπίζοντας, επιτέλους, μια
ποιητική πρόθεση και στόχευση, μια ποιητική συνείδηση που κάνει κάποιες
σημαντικές παραδοχές όσον αφορά την ίδια την τέχνη της ποίησης και τη διαδρομή
της. Είναι αδιάφορο αν πρόκειται για «σωστές» ή
«λανθασμένες» παραδοχές, αφού δεν έχουμε να κάνουμε με επιστημολογικές αλλά με ποιητικές παραδοχές. Και το σημαντικό
στην τέχνη είναι πως χωρίς ανάλογες παραδοχές ένας νεώτερος δεν έχει καμιά
πιθανότητα να πορευθεί με αξιώσεις, δηλαδή να πάρει όντως τη σκυτάλη από τους
προηγηθέντες, γράφοντας έστω δυο καινούριους στίχους στο «ποίημα του κόσμου»,
στο ποίημα της γλώσσας του.
Τα «περικείμενα» στοιχεία του βιβλίου δεν έχουν λοιπόν τον συνήθη
«εξωτερικό» χαρακτήρα, ως προς τα «περιεχόμενα» ποιήματα, αλλά αποτελούν
στοιχεία της αφήγησης που συνθέτει το
όλο βιβλίο. Και η αφήγηση δεν είναι απλά, και, κυρίως, μόνο, ένας μύθος, όπως υποστηρίζει το «Σημείωμα του εκδότη» (μετέχοντας όμως έτσι κι αυτό στην
αφήγηση που συνθέτει το βιβλίο, εισφέροντας μια φιλολογική βεβαιότητα,
διατυπωμένη στη φόρμα της θεωρητικής απόφανσης – με συνείδηση, πιστεύω, του
αφηγηματικού ρόλου του).
Επιπλέον, ο «Πρόλογος του ποιητή», δηλαδή το κείμενο που γράφει ο Βαρθαλίτης
σκηνοθετώντας τον ποιητικό εαυτό του αρχικά ως ποιητή/δοκιμιογράφο, εν τέλει
παίρνει θέση και επί της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, μια θέση κριτικής
αποτίμησης: «Μείναμε με τις παρεκβάσεις της εκφραστικής επανάστασης: μας πνίξαν
οι υποκειμενικότητες, οι ψυχικές αναδιφήσεις, οι υπαρξιακές αγωνίες, η
υπερβολική σοβαροφάνεια. Αρκετά κλαυθμύρισαν οι στιχορράφοι κι οι ποιηματογράφοι
μας την υπαρκτική τους ‘οδύνη’ στο ίδιο τροπάρι. Σ’ αυτό τον επιγονισμό, σ’
αυτό το κακέκτυπο του λυρισμού που κυριαρχεί εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας,
αντιδρούν οι ‘Κάνθαροι’, επιχειρώντας να επαναφέρουν στην ποίηση την
αντικειμενική έκφραση».
Εδώ ακριβώς φθάνουμε στον πυρήνα της συζήτησης, γιατί η «αντικειμενική
έκφραση» ενέχει θέση αισθητικού προτάγματος. Τι σημαίνει όμως αντικειμενική
έκφραση; Στην ιστορία της τέχνης υπάρχουν αρκετές περιοχές της, και αντίστοιχα
ρεύματα, που μίλησαν ακριβώς για αυτό, που διεκδίκησαν, και μάλιστα κατά
αποκλειστικότητα, την αντικειμενική έκφραση. Γνωρίζοντάς το ο Βαρθαλίτης, και
μιλώντας ως ποιητής/κριτικός, σπεύδει να «διευκρινίσει» τον στόχο του, σε
αξιοσημείωτη απόκλιση –δηλαδή σε οιονεί διάλογο– από το «Σημείωμα του εκδότη»:
«Ο σκοπός των ‘Κανθάρων’, που υποστηρίζονται από μυθολογικά και άλλα realia, είναι πρωτίστως να
σαγηνεύσουν, με τον τρόπο όμως που ελκύουν οι καλοί στίχοι – είτε με τα μεγάλα
είτε με τα ‘μικρά’ (αλλά τι είναι μεγάλο και μικρό;)».
Έχουμε λοιπόν μια δήλωση ποιητικής, διατυπωμένη μέσα σε ένα ποιητικό
βιβλίο – η οποία δηλαδή μετέχει στην αφηγηματική σύνθεση του βιβλίου. Το
γεγονός όμως ότι μετέχει, μήπως την αποδυναμώνει, μειώνοντας την
«αντικειμενικότητά» της (αφού πρόκειται για έναν ποιητικό ισχυρισμό); Ή,
αντίθετα, μήπως «αντικειμενικοποιεί» το βιβλίο, διευρύνοντας τον ποιητικό λόγο
του, πολύ πιο πέρα από τους «μετρημένους» στίχους και τις ζυγισμένες στροφές
των ποιημάτων;
Αλλά μια δήλωση ποιητικής δεν συνιστά αισθητικό πρόταγμα. Και για να
γίνω πιο συγκεκριμένος: η ίδια η αφηγηματική σύνθεση του βιβλίου, όπως μάλιστα
τονίζεται και χρωματίζεται από τον «Πρόλογο του ποιητή», μπορεί να
χαρακτηριστεί μεταμοντέρνα (όλα τα στοιχεία της και η τεχνική της συνάδουν σε
αυτό). Ακόμα κι αν ξενίζει η επιδιωκόμενη «σαγήνη» των στίχων, θα μπορούσαμε να
μην τη θεωρήσουμε ως προσπάθεια «επαναμάγευσης» αλλά ως μεταμοντέρνα νοσταλγία.
Επίσης, έστω και αν η «Επισημείωση» μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει χαρακτήρα
φιλολογικών παραπομπών, ως προς τις αναφορές των «καθαυτό» ποιημάτων, εντούτοις
είναι γραμμένη με τρόπο ποιητικό, που δεν φωτίζει τόσο τις «πηγές», αλλά,
αντίθετα, τονίζει τον ρόλο τους. Γιατί τα realia είναι στοιχεία/ντοκουμέντα από τη μυθολογία και την
ιστορία, σπαράγματα από την ποιητική παράδοση των αιώνων, ήχοι και ρυθμοί,
στιχοποιητικές μορφές και τροπισμοί του στίχου και της γλώσσας, που δεν
«παραπέμπουν» απλώς στην προέλευσή τους, στον κόσμο τους και στην εποχή τους,
αλλά μετέχουν του ποιητικού αποτελέσματος, με τον δικό τους λόγο, με το δικό
τους ύφος.
Το κρίσιμο, λοιπόν, είναι τα realia. Χωρίς αυτά, δεν υπάρχει «αντικειμενικότητα», όμως τη
θέλει ο ποιητής. Αλλά, με τα realia
σε πρώτο πλάνο, δεν υπάρχει και «μύθος», όπως τον εννοεί το «Σημείωμα του
εκδότη», δηλαδή ως «δημιουργία». Τα realia αλλάζουν την υφή του ποιήματος. Όμως, αρκεί αυτό, ώστε να
μιλήσουμε για αισθητικό πρόταγμα; Όχι, δεν αρκεί.
Θα πρέπει τώρα να επικεντρώσουμε στα «καθαυτό» ποιήματα, δηλαδή στα
στιχουργημένα μέρη του βιβλίου. Τι προσθέτουν; Τι διαυγάζουν; Πώς φωτίζουν τη
δήλωση ποιητικής και όλα τα «περικείμενα» του βιβλίου; Και πρώτα απ’ όλα, μήπως
τα αφήνουν να απόκεινται ως «περικείμενα», ή τα αξιοποιούν και τα εντάσσουν ως
μη στιχουργημένα μέρη του βιβλίου, δηλαδή ως επιπλέον realia;
Αν το κάνουν, μπορούμε να μιλήσουμε όχι για μεταμοντέρνα ποίηση (δεν
ξέρω άλλωστε ποια είναι αυτή) αλλά για ποίηση μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη. Για
μια ποίηση που αξιοποιεί όλες τις ελευθερίες που δίνει αυτή η συνθήκη, π.χ.
σχετικοποιώντας τη διάκριση του στιχουργημένου ποιητικού λόγου και του
αστιχούργητου, του «μικρού» και του «μεγάλου» (και όλα τα σχετικά ζεύγη) αλλά
χωρίς να υποτάσσεται στην ισοπεδωτική, κυρίαρχη λογική αυτής της συνθήκης: «τα
πάντα όλα». Δηλαδή, αντιτάσσοντας τον στόχο ενός καινούριου αισθητικού
προτάγματος, συνθεμένου με αυτές τις ελευθερίες, με αυτά τα υλικά, με αυτούς
τους τρόπους, αλλά συνθεμένου ως προτάγματος. Το καταφέρνει το βιβλίο; Έχω
επιφυλάξεις, ως προς τα στιχουργημένα μέρη του, κυρίως γιατί το γλωσσικό υλικό
και η στιχοποιητική φόρμα έχω την αίσθηση ότι δεσμεύουν υπερβολικά τον λόγο.
Τον «πάνε» – αντί να τα «πάει». Πού τον πάνε; Σε ένα ισχυρό, αυστηρά δομημένο
παρελθόν. Κι έτσι, καταλήγει λόγος μιμητικός. Ακριβώς γιατί ο ποιητής
αντιμετωπίζει τα realia
ως «δημιουργός». Δεν τα αντιμετωπίζει ως πραγματικότητες, στις οποίες «δίνει
τον λόγο», μέσα στη νέα σύνθεση. Έτσι, η επιλογή του «δημιουργού», και ο κόπος
του, καταλήγει ατελέσφορη, γιατί τα realia φθάνουν κάποτε να καταπίνουν τον
επιδιωκόμενο λόγο του νέου ποιήματος.
Δηλαδή, πιστεύω πως ο Βαρθαλίτης δεν έχει φθάσει ακόμα στο σημείο να αποδεχθεί
πλήρως τα realia του, δηλαδή
την αυτονομία τους, να χειραφετηθεί από τη γοητεία τους, φτιάχνοντας, σε
διάλογο με αυτά, ένα δικό του ιδίωμα. (Θα υπήρχε καβαφική ποιητική, χωρίς το
γλωσσικό και στιχοποιητικό καβαφικό ιδίωμα;). Μόνο μέσα σε ένα δικό του ιδίωμα,
τα realia μπορούν να
αποτυπώσουν τη δική τους φωνή, το δικό τους πρόσωπο· και θα πρόκειται για μια
καινούρια φωνή τους, και για ένα
καινούριο πρόσωπό τους, μέσα στα νέα
συμφραζόμενα. Μόνο έτσι μπορεί να συντεθεί, με το αισθητικό και ιστορικό φορτίο
του καθενός, και ταυτόχρονα με τις νέες φωνές τους (εν μέσω αυτών και η φωνή
του ποιητή), η πολυφωνική αφήγηση του νέου ποιήματος, ως «αντικειμενική
έκφραση».
Ο ποιητής/δημιουργός έχει «πεθάνει», μας λέει αυτό το βιβλίο
–τουλάχιστον αυτό μας λέει ως ποιητική πρόθεση της δομής του, παραπέμποντας
στον Μπαρτ, στον Μπαχτίν, και ακόμα πιο πίσω– όμως μέσα στις σελίδες του ο
ποιητής αντιστέκεται μανιωδώς, σκηνοθετώντας απεγνωσμένα τον εαυτό του ως «ζώντα»
ποιητή. Καταλήγοντας έτσι, αντί για ποιητή συχνά να τον καθιστά φιλόλογο, εγείροντας
μια σειρά άλλων απαιτήσεων, αλλά και ενστάσεων. (Όπως π.χ. συμβαίνει και με τα
σύντομα κείμενά του για ποιητικά θέματα που κατά καιρούς δημοσιεύει στις
σελίδες μας, τα οποία εγώ τα θεωρώ κείμενα του ποιητή, ενώ εκείνος «θέλει» να
είναι φιλολογικά κείμενα).
Παρ’ όλα αυτά, μα και ακριβώς για όλα αυτά, πρόκειται για ένα ποιητικό
βιβλίο που αξίζει να συζητηθεί, για έναν ποιητή που αξίζει να τον
παρακολουθήσει κανείς στην εξέλιξή του, η οποία αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην
πιο κρίσιμη καμπή της. Γιατί παλεύει να αρθρώσει μια σύγχρονη συνείδηση της
τέχνης, και της τέχνης του. Και αυτό είναι που σπανίζει τραγικά σήμερα (πάνω σε
αυτή την έλλειψη, εσχάτως, διάφοροι άμουσοι, που ζήλωσαν δόξα μικροταγού,
παρασιτούν θαμπώνοντας με καθρεφτάκια κάποιους ανυποψίαστους νέους, επίδοξους
ποιητές – αλλά ας πρόσεχαν κι αυτοί).
Τελειώνω, καταθέτοντας τον σεβασμό και την εκτίμησή μου στην αγωνία
και την προσπάθεια του Βαρθαλίτη, και παραθέτοντας ως δείγμα γραφής το πρώτο
στιχουργημένο τμήμα του βιβλίου, το οποίο κατά τη γνώμη μου διαθέτει πιο έντονη,
απ’ ό,τι σε όλα τ’ άλλα, τη φυσικότητα – χαρακτηριστικό εκ των ων ουκ άνευ της
«αντικειμενικής έκφρασης»– αλλά ταυτόχρονα δείχνει τα όριά του για τα οποία έκανα
λόγο.
ΚΑΝΘΑΡΟΙ ( ΉΓΟΥΝ
ΣΚΑΘΑΡΙΑ)
Κάνθαροι, των εντόμων
οι ρηγάδες,
κάνθαροι, λείοι, μαύροι και χρυσοί
που ασύγκριτοι είστε εσείς καλοφαγάδες
κι είσαστε και ποτήρι για κρασί,
και πάνω σε βαρύτιμα
λιθάρια
με τα φτερά σάς φτιάξαν ανοιχτά
και στις μούμιες σάς βάλανε, σκαθάρια,
και μαγικά σάς κάναν φυλαχτά.
Κι ως κι ο Τρυγαίος
καβάλα σε σκαθάρι
–ζουζούνια μου για αυτό σας ανυμνώ
κι αχ ας με φέρει εκεί η δική σας χάρη–
ανέβηκε απ’ τη γη στον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου