Άνοιξη πια.
Ο ερημίτης σκεφτόταν την τελευταία συζήτηση με την φίλη του. Για το πώς
γνωρίστηκαν, για το πώς αισθάνθηκαν, για το τι δεν τόλμησαν. Είχαν καιρό να
κάνουν μια τέτοια συζήτηση. Αλλά γι’ αυτούς ο χρόνος δεν είχε σημασία. Η ζωή
τους ήταν στιγμές. Ευφρόσυνες και ταυτόχρονα τραγικές. Στιγμές που τους είχαν
ευλογήσει και τους είχαν ματώσει. Αλλά στο τέλος της μέρας ένοιωθαν σαν παιδιά.
Το γέλιο τους ήταν σαν το πρώτο γέλιο πριν από χρόνια. Και το βλέμμα τους ήταν
σαν το πρώτο βλέμμα, το ξαφνικό και το εόρτιο.
Ας είναι,
είπε ο ερημίτης. Έβλεπε το παιδί να μεγαλώνει και να ρωτά συνέχεια νέα
πράγματα. Για τον παράξενο κόσμο. Πήγαν λίγα πράγματα στους πρόσφυγες, εκεί
πέρα από το κονάκι τους. Το παιδί δεν μπορούσε ακόμη να καταλάβει τι σημαίνει
να χάνεις την χώρα σου. Άλλωστε, δεν θυμόταν κάποια χώρα για δική του. Πλην
όμως ζούσε σε συνθήκες ασφάλειας. Γι’ αυτό προσπαθούσε να μιλήσει με τα παιδιά
πρόσφυγες, τα παιδιά του πολέμου. Ούτε μπορούσε να καταλάβει εκείνη την
αντίδραση στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης. Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την
οργή εναντίον των παιδιών.
Ο φασισμός,
του είπε ο ερημίτης, ξεκινά από αυτούς που θεωρούν ότι δεν είναι φασίστες, αλλά
στο τέλος της πρότασής τους βάζουν ένα δηλητηριώδες «αλλά...» Να είσαι
σίγουρος: όταν ακούς αυτό το «αλλά», το φίδι του φασισμού είναι εκεί έτοιμο να
δαγκώσει. Το παιδί έδειξε να καταλαβαίνει. Η μοίρα των παιδιών αυτών ήταν
σκληρή, ήταν βάρβαρη, γιατί μια μέρα ξαφνικά τα έχασαν όλα.
Γυρίζοντας
πίσω, το παιδί σκεφτικό έπαιζε με την φωτογραφική του μηχανή. Έψαχνε τις παλιές
φωτογραφίες που γι’ αυτό σήμαιναν πολλά. Σήμαιναν τα πρώτα του στηρίγματα. Είχε
άλλωστε περάσει καιρός από τότε που είχε την μηχανή. Ήταν κάτι παραπάνω από ένα
εργαλείο αποτύπωσης. Είχε ψυχή, και αυτό το ένοιωθε το παιδί.
Ο ερημίτης
είχε όμως άλλα στο μυαλό του. Προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει
περισσότερο τα παιδιά που μάχονταν να βγάλουν την χώρα από την κρίση. Άλλωστε
γι' αυτό είχε γυρίσει στον κόσμο. Για να στηρίξει με τις όποιες δυνάμεις του
αυτά τα παιδιά. Με τα λάθη τους και τα πάθη τους, με τους καημούς τους και τα
όνειρά τους. Ακόμα και αν κάποιες φορές τον θύμωναν, εκείνος έκανε πέρα τον
θυμό του, γιατί μέσα του πίστευε ότι αυτά τα παιδιά όντως θέλουν να κάνουν
πράγματα για αυτούς που για χρόνια στερήθηκαν από τις πολιτικές του ολέθρου.
Ένα τραγούδι
του ήρθε στο μυαλό, "θα μείνω πάντα ιδανικός και άναξιος εραστής των
μακρυνών των θαλασσών και των γαλάζιων πόντων". Άρχισε να το ψιθυρίζει. Το
παιδί χαμογέλασε και το χαμόγελό του ήταν μια θάλασσα μικρή. Η φίλη του
χαμογέλασε και εκείνη. Ο ερημίτης άναψε ένα τσιγάρο και άφησε ένα δάκρυ να
κυλήσει στο πρόσωπο του. Άνοιξη είπε, άνοιξε η ψυχή μας.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ
ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου