ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ
Γιάννης Θεοδωρόπουλος, 501,
2015, εκτύπωση inkjet σε
χαρτί fine
art, 82 x 105,5 εκ.
|
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ, Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα, διηγήματα,
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 216
Λιοντάρια και
αφομοιωμένα πρόβατα
Ένας
βίαιος ρεαλισμός, μπορεί να συνορεύει μ’ έναν βρόμικο ρεαλισμό κι ένας βρόμικος
ρεαλισμός μ’ έναν κακό, όπως ακριβώς συμβαίνει στην εμβληματική ταινία του Έττορε
Σκόλα «Βίαιοι, βρόμικοι και κακοί». Ένας βρόμικος ρεαλισμός είναι μια πραγματικότητα
τερατογόνος και βίαιη, χωρίς μέτρο και ηθική που ζέχνει μια πραγματικότητα οριακή,
υπό αποσύνθεση που όμως δεν έχει καθολικά σαπίσει ακόμα. Ένας βρόμικος
ρεαλισμός τρέφεται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές του που αλληλοτρώγονται.
Ας θυμηθούμε έναν χαρακτηριστικό στοχασμό του Πώλ Βαλερύ: «Τίποτα πιο
πρωτότυπο, τίποτα πιο εσύ από το να
τρέφεσαι απ’ τους άλλους. Πρέπει όμως να τους χωνεύεις. Το λιοντάρι είναι
φτιαγμένο από αφομοιωμένο πρόβατο».
Ο ανθρωποφάγος θεός του
Λωτρεαμόν
Στην
παραπάνω εισαγωγή κουμπώνει αριστοτεχνικά απόσπασμα από το Μαλντορόρ του
Λωτρεαμόν, ορκισμένου εχθρού της ζηλευτής γαλήνης, της νωθρότητας, και της
ηθικής ευταξίας.
Ο Πλάστης με τα δύο
γαμψά νύχια του ποδιού άρπαξε άλλον έναν βουτηχτή από τον τράχηλο σαν με
τανάλια και τον σήκωσε έξω από τον κοκκινωπό βόρβορο, σάλτσα εκλεκτή. Του
καταβρόχθισε πρώτα το κεφάλι, τα πόδια και τα χέρια και τελευταίο τον κορμό,
μέχρι να μη μείνει τίποτα απολύτως. Και ούτω καθεξής σε όλες τις φάσεις της
αιωνιότητάς του. Ενίοτε κραύγαζε: «Εγώ σας έχω πλάσει, άρα έχω και το δικαίωμα
να σας κάνω ό,τι θέλω. Σας κάνω να υποφέρετε γιατί έτσι μου αρέσει».
Υπάρξεις
αδύναμες, τρωτές, φθαρτές, κάποτε ακίνητες ή σχεδόν μοιάζουν να ψελλίζουν λίγο
έλεος από τον χρόνο τον ανελέητο ή από τον ανθρωποφάγο θεό. Κι οι διαδρομές
υπόγειες, τυφλές, σκοτεινές, υγρές άλλοτε με μούχλα, άλλοτε με χώμα, αλλά
οπωσδήποτε με αίμα ακόμα και τότε που τα σώματα στεγνώνουν από την ξηρασία της
ζωής και δεν έχουν ούτε μια σταγόνα από δαύτο να χαρίσουν.
Ανατροπές βεβαιοτήτων
Το
νέο βιβλίο της Μαρίας Κουγιουμτζή «σείεται» από τον θόρυβο των ανθρώπων, από τον
θόρυβο των ψυχών των ανθρώπων, των καταδικασμένων σε μια μοιρολατρία και σ’
έναν κόσμο ντεφάκτο ακάθαρτο όπου κανείς δεν γλιτώνει από τη «ρύπανση» του
άλλου, αλλά όλοι μαζί αναδεύονται μέσα στις εκκρίσεις τους: στο κρυμμένο, στο
μυστικό, στο εγκληματικό, στο ανήθικο, στο αιμομικτικό, στο αδερφοκτόνο, στο
έκφυλο, στο χυδαίο, αλλά και στον εγκλεισμό, στην ασφυξία, στον εγκιβωτισμό, στη
μοναξιά, στην αγριότητα, στο διαμελισμό, στη σήψη, στη μνησικακία, στο γήρας, κυρίως
αυτό.
Τα
όρια του καλού και του κακού συντάσσονται με τη μαεστρία που ορίζει η μπαγκέτα
της δημιουργού σε μια ανατροπή βεβαιοτήτων όπου συναντιούνται ακόμα και τα πιο
αντιθετικά ζεύγη πραγμάτων, το αληθινό κακό και το υποκριτικό καλό ή το
υποκριτικά κακό με το αληθινά καλό και δεν είναι λίγες οι στιγμές όπου ο Έρωτας
ο ιερός συναντά τον βέβηλο εαυτό του, «η νίκη και η ήττα σημαίνουν πόλεμο», «καμία
επανάσταση δεν ωφελεί και καμία υποταγή», «όλα τα παραμύθια έχουν κακό τέλος»
και όλα αυτά για να μάθεις κι αυτό: «τι θα πει γερνώντας ο κόσμος σου όλος να κρέμεται
από την αγάπη ενός σκύλου».
Το
κακό δεν είναι επινοημένο αλλά συνθέτει τη φυσική μας κατάσταση αναπόσπαστο
κομμάτι της ανθρώπινης φύσης και αυτό όχι για τους καλούς και τους κακούς αλλά
για τους αδύναμους και τους φθαρτούς. Το Καλό και το Κακό ζουν καθημερινά
σκηνές ερωτικής αντιζηλίας και μάλιστα μέσα σε σπίτια κοντινά ανάμεσα σε
ανθρώπους της διπλανής πόρτας, όπου όλα μπορούν να συμβούν στους ταπεινωμένους κι
όλα με μια μοναδικά κακόψυχη ακρίβεια δραματικά συμβαίνουν.
Η
εντυπωσιακή εικονοπλαστική αφηγηματική δεινότητα της Μαρίας Κουγιουμτζή είναι
τόσο γάργαρη και διαυγής, ώστε έχει την ικανότητα ν’ «αρπάζει» την προσοχή του
αναγνώστη (πράγμα σπάνιο στην εποχή της διάσπασης) και να τη διατηρεί στη σωστή
«θερμοκρασία» συγκέντρωσης, αλλά και αγωνίας με την πρέπουσα «ταχύτητα» ροής
χωρίς να πλατειάζει με άσκοπες φλυαρίες, δυσλειτουργικούς πειραματισμούς,
διανοητικά τερτίπια και πλαδαρές περιγραφές.
Αυτό το άγγιγμα το
βρόμικο, το άσχημο, το κακό
Οι
ήρωες αντιήρωες του βούρκου, του βάλτου, του τεχνητού παραδείσου, της κόλασης
και της ουτοπίας των διηγημάτων της Μαρίας Κουγιουμτζή πέρα από μια απόλυτα
διαπιστωμένη γκροτέσκ γοητεία που ασκούν έχουν την ικανότητα να βυθίζονται
χωρίς αναπνευστήρα σε έναν σκοτεινό, βίαιο και σε κάθε περίπτωση μελαγχολικό
κόσμο που τους απελπίζει και ενίοτε τους τρομοκρατεί. Κι εκεί που νιώθεις ότι
για τα πλάσματα αυτά του Μαλντορόρ, δηλαδή του κακού τρόμου, του ανθρωποφάγου θεού
του Λωτρεαμόν, δεν υπάρχει αύριο, δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει μια καλύτερη μέρα
που να τα βγάλει στο φως της καθαρότητας και της αισιοδοξίας, διαπιστώνεις ότι
τα πλάσματα αυτά έχουν μάθει να απορροφώνται από την ίδια την απελπισία τους η
οποία τα τρέφει με οξυγόνο στον βόρβορο και τους πετά στο τελείωμα κάθε
ιστορίας μια χειρολαβή, ένα άγγιγμα για να πιαστούν για να βγουν για λίγο στον
καθαρό αέρα, να ατενίσουν για λίγο έναν γαλανό ουρανό κι έπειτα με μια ανάσα
βαθιά να γεμίσουν τα πνευμόνια τους πριν καταβυθιστούν στην άβυσσο και πάλι.
Το διαμάντι της
ανθρωπιάς
Ναι
τα πλάσματα αυτά τα απαξιωμένα από τη ζωή, ίσως και από τον θάνατο μέσα σε
κόσμους βροχερούς και αφέγγαρους ουρανούς προλαβαίνουν και αγγίζουν έστω για
μια στιγμή αυτό που άλλοι ίσως δεν άγγιξαν ποτέ κι ας κόμπαζαν για τις
φαινομενικά γυαλισμένες, τέλειες ζωές τους, αυτό που αγγίζουν και θαμπώνονται
για ένα λεπτό από τη λάμψη του είναι αυτό το ακριβοθώρητο το διαμάντι της
ανθρωπιάς. Αυτό το άγγιγμα, η αγκαλιά, το χάδι όσο άσχημο, βρόμικο και κακό
μπορεί να είναι, μπορεί και να μεταλλάσσεται με την προσωρινότητα ενός φύλλου
σε επαφή τρυφερή και απελπισμένη, σε ζεστή, καταπραϋντική και ανθρώπινη ουσία.
Μέσα
σ’ ένα κόσμο ζοφερό, όπου η φαντασία και η πραγματικότητα στροβιλίζονται σε
ερεβώδεις διαδρομές αναμιγνύοντας συχνά τα όριά τους, αυτό το άγγιγμα είναι το
ευφυές εύρημα της Μαρίας Κουγιουμτζή, που χωρίς διδακτισμούς, ηθικολογίες,
μελοδραματισμούς, ούτε μια κάποια δανεική στείρα ψυχρότητα, αλλά με μια σπάνια
ευαισθησία που δεν αυτοδιαφημίζεται ως τέτοια, κατορθώνει και ξεδιπλώνει με
λογοτεχνική αρτιότητα και σεβασμό στην τέχνη που υπηρετεί το προσωπικό της
ενδιαφέρον για τους ανθρώπους.
Αυτό
είναι το φάρμακο, το βάλσαμο που όλοι αποζητούν για τη θεραπεία ενός τραύματος,
μιας ασθένειας, μιας πληγής, ένα αγγελικό κι άλλοτε δαιμονικό άγγιγμα. Κι αυτή είναι
μια διαρκής εμμονική έμπνευση που μεταμορφώνεται και μεταμορφώνει κάθε ιστορία,
κάθε διήγημα του βιβλίου σ’ ένα σωσίβιο που διασώζει την ύπαρξη από βέβαιο
πνιγμό.
Η
Έλσα Κορνέτη είναι ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου