ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, Για ένα
πιάτο χόρτα, ποιήματα, Εκδόσεις Ύψιλον – σελ. 65
Με
το καινούριο του ποιητικό βιβλίο, ο Γιώργος Βέης -λίαν παραγωγικός- επανέρχεται
κομίζοντας και πάλι το κατακτημένο τα τελευταία χρόνια τελείως προσωπικό
ποιητικό του ύφος, μιας φανερά ηθελημένης απλότητας.
Ξέρει
όμως ο ποιητής αυτός να ισορροπεί μεταξύ μιας μη ρητορικής -κι ωστόσο όχι
στερούμενης πρωτοτυπίας- διατύπωσης, και της από αυτήν εκχείλιση μιας
χαμηλόφωνης ποιητικής φιλοσοφίας. Στην τεχνική του, των όχι μακροσκελών -που
είναι και οι περισσότερες- και με λίγα επίθετα συνθέσεων, δίνεται μια αίσθηση
στο συνολικό αποτέλεσμα ότι το περιττό δεν έχει θέση και ότι πρέπει να κρατηθεί
η ουσία, τόσο στην ενατένιση του κόσμου, όσο και στο χειρισμό και την παράθεση
των λέξεων. Εμφανίζεται όμως ενδιάμεσα και η λυρική συνθετική παραλλαγή, πράγμα
που αφορά κυρίως κάποια διάσπαρτα στη συλλογή ανομοιοκατάληκτα άτυπα σονέτα (τα
οποία δεν εγκατέλειψε ποτέ στην ποιητική του διαδρομή), ή και σονέτα -για πρώτη
του νομίζω φορά- με ομοιοκαταληξία, καθώς και άλλα δύο καινοφανή ομοιοκατάληκτα
ποιήματα, όπου χωρίς τις δεσμεύσεις του απόλυτα σταθερού μέτρου και της
ομοιόμορφης πάντα ρίμας ανά στροφή, επιτυγχάνεται μια εξαίσια μουσικότητα και η
πλούσια ανάβλυση του συναισθήματος (καθώς μάλιστα και η μεγαλύτερη ανάπτυξη των
ποιημάτων αυτών το επιτρέπει). Με τη δομή των συγκεκριμένου τύπου ποιημάτων,
φαίνεται να ανανεώνει ή να επεκτείνει εύστοχα στην εποχή μας την παραδοσιακή
ποίηση.
Επίσης
θεματικά καταφέρνει να ενθυλακώσει στο κείμενο την παράδοση, είτε με μια -με
φρεσκάδα πράγματι- παρουσίαση τμημάτων ελληνικών εθνικών ενδυμασιών, που
αποτελούν εικόνες των ποιητικών διαπιστώσεων, είτε με πλάγιες παραπομπές σε
στίχους προγενεστέρων Ελλήνων ποιητών (αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου
- Καρυωτάκης, παραπόταμος Νέστου - Ελύτης, θαλερό - Σικελιανός),
είτε με εισαγωγή στο στίχο ή τους τίτλους ελληνικών τοπωνυμίων (δεν λείπει όμως
η ονοματολογία και για άλλα σημεία του κόσμου). Επαναλαμβάνονται δε και εδώ, οι
αφιερώσεις ποιημάτων του σε πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά έτσι,
επιχειρείται, θεωρώ, μια σύζευξη της παραδοσιακής ποιητικής μας (με σύγχρονη
μορφή) με την αισθητική της ανατολικής ποίησης δηλ. εκείνη της μέγιστης
συμπύκνωσης της έκφρασης -πράγμα που μας ενδιαφέρει κυρίως εδώ- αλλά και της
έντονης παρουσίας φυσικών και συμπαντικών στοιχείων. Όμως τη σύνθεση -σαν στάση
γραφής (και πνεύματος)- δεν επιτελεί και στα βραβευμένα με κρατικά βραβεία
ταξιδιωτικά του βιβλία, όπου συνδιαλέγεται διαρκώς με την ετερότητα (και τα
φυσικά στοιχεία) στα πλαίσια της αναζήτησης της ενότητας του κόσμου;
Ένα
πιάτο χόρτα λοιπόν: δηλαδή, αν το απέριττο προβάλλει σαν υπερέχουσα λεκτική
πρόταση στο βιβλίο, ο τίτλος του επίσης θέλει να το υπογραμμίσει. Εδώ
υπονοείται βέβαια και ο Ευβοιώτης των γραμμάτων μας, ο Αλ. Παπαδιαμάντης
-φυσικό εξαγόμενο από τον τίτλο του περιεχομένου ομότιτλου ποιήματος- και η γνωστή
οπτική του, δηλ. λιτότητα ζωής, αγάπη της τέχνης, πνευματική προσήλωση,
μεταφυσική ενατένιση του κόσμου. Ώστε μάλλον ο Βέης έτσι υποδεικνύει και τις
δικές του προτιμήσεις . Άλλωστε κοινή απασχόληση των δυο υποκειμένων η γραφή.
Ακολουθεί
η ευρηματική διάταξη με ποίημα, στο άνοιγμα της συλλογής, επονομαζόμενο
“είσοδος”, ενώ “έξοδος” αντιστοίχως είναι ο τίτλος του τελευταίου ποιήματος :
διατυπώνεται εδώ ασφαλώς ότι το κείμενο είναι σαν μια σκηνή θεάτρου, όπου
παίζονται εναλλασσόμενα θλιβερά και χαρούμενα επεισόδια βίου και αποτυπώνονται
διαδοχικά εσωτερικοί και εξωτερικοί τόποι που μετέχουν στη διατήρησή του
Κόσμου, καθώς το πρωινό πουλί τραγουδάει -καλύτερα κι από τον ποιητή- το κάλλος
και την ευταξία του. Και τα ανθρώπινα υποκείμενα με τις πράξεις τους
“μπαινοβγαίνουν στους καιρούς”, σαν παράγραφοι μέσα σ' αυτό το κείμενο. Τις
ώρες της στέρησης μάλιστα του δημιουργού, οι λέξεις δύνανται να κατασκευάζουν
πραγματικότητες αφ' εαυτών. Ο ποιητής δεν είναι ποτέ φτωχός, η τέχνη του είναι
η έλλειψη που ξεχειλίζει. Οι στίχοι, αν και σήματα λυγρά (θανατηφόρα), μοιάζουν
να έχουν τη δύναμη της υπερνίκησης του χρόνου. Ωστόσο, για όποιον ξέρει να ακούει,
κάποτε είναι δώρο και η σιωπή.
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, θα
συναντήσουμε και εδώ στοιχεία από αυτά που έχομε δει εκτενέστερα σε προηγούμενα
βιβλία του, μια φύση συνομιλούσα με το ποιητικό υποκείμενο, ζώα (που μάλλον
αλληγορικά εμφανίζονται σαν φορείς ανθρωπίνων ιδιοτήτων και δράσεων ), φυτά,
αστερισμούς, καθώς -όπως μας λέει- “στα κλαδιά της μουριάς, του πεύκου κρυμμένη
η αλήθεια”, η αγράμπελη και τα ταπεινά τριφύλλια χαρίζουν τη δική τους στιγμή
επικοινωνίας με το κοσμικό άπαν, οι ψυχές αναζητούν την παρηγοριά της
Κασσιόπης, η πυροβολημένη πάπια παγώνει τον αστερισμό του Πήγασου,
αναδεικνύοντας τις δυνάμεις συνοχής και συμπάθειας των όντων, ανεξαρτήτως
μάλιστα αποστάσεων. H
φύση αυτή μοιάζει να είναι -κατά τον ποιητή- καθώς αείζωη, αενάως κινούμενη και
διδάσκουσα, “ανώτερη του θανάτου”. Και -όπως η προμετωπίδα της συλλογής με
λόγους του Ηράκλειτου σηματοδοτεί- οι αντιθέσεις που παρατηρούνται κατά μέρη
στους κόλπους της, οδηγούν τελικά στην αρμονία του συνόλου.
Ανάμεσα
στις κειμενικές γραμμές, ο Γ. Βέης αρέσκεται να εντάσσει σημεία από το
φιλοσοφικό του υπόβαθρο, ανάγοντας π.χ. τη σκληρότητα στον περί μεθόδου λόγο
(Καρτέσιος), ή να συνδιαλέγεται φανερά με τον Σαίρεν (Κίργκεγκωρ) για την
κρυμμένη αλήθεια “λήθη του κόσμου του θεού μνήμη” και ανάποδα. Γενικά οι
διατυπώσεις του, έχουν μια πολυσημία, εκεί που νομίζει κανείς ότι εγκολπώθηκε
το νόημα, σκέφτεται αμέσως και μια άλλη ποιητική εκδοχή. Πχ τα ξεραμένα αίματα
της πέρδικας και το νυφικό γεμάτο τρύπες, είναι αφήγηση μιας πολύ ανθρώπινη
ιστορίας της διπλανής πόρτας, ή γενικά η ψυχή που δεν απήλαυσε τις επιθυμίες
της και υποφέρει; Το με θέμα και τίτλο ποίημα “Βιετνάμ”, γιατί μοιάζει και με
μια ερωτική περιγραφή;
Μα
και άλλες κρυπτικές παραπομπές υφίστανται, π.χ. “με τα φύλλα χλόης αγκαλιά” υπονοεί
την ομώνυμη ποιητική συλλογή του Walt Whitman και άρα ίσως τη “μια μπουκιά
εξάρτηση” από την ποιητική έμπνευση ή ενασχόληση. Με την ενθήκευση του χωρίου
της Αποκάλυψης “έδειξεν μοι ποταμόν ύδατος ζωής λαμπρόν ως κρύσταλλον”, πιθανόν
αναφέρεται στην ζωογόνα χάρη της ποίησης (ή και της αγάπης). Μα και η βάρβιτος
φαίνεται να είναι η λύρα η ποιητική (μην ξεχνάμε τον επίλογο της συλλογής με
στίχους του Κάλβου), υπό τους ήχους της οποίας, σαν από πολυβόλο, θα πεθάνουν
πολλές λέξεις, λέξεις-δείκτες μάλιστα της παραφοράς της ψυχής, μέχρι το τελικό
εκφραστικό αρμονικό αποτέλεσμα. Μπορεί ωστόσο, μέσα από την ποιητική
διαδικασία, η ψυχή να πενθεί αυτά που έλπισε, πόθησε και έχασε και έτσι να
ανανεώνει την ελπίδα και τους πόθους της. Ακόμα η πόρτα-ποίηση υποδεικνύεται
σαν πύλη της αθανασίας. Άλλωστε ποια να είναι η “αρχαία πηγή” που αναζητά ο
εαυτός; Μήπως η αναβλύζουσα από τα ίδια τα βάθη του ποιητική και τα ομιλητικά
νερά της, ή μήπως το αρχέγονο ερωτικό ένστικτο ; (Δεν είναι άλλωστε η Τέχνη η
-κατά Freud- μετατροπή
του;)
Ο
έρωτας -είτε σαν πληρότητα, είτε σαν απουσία και ανασφάλεια- είναι μια ουσιώδης
παράμετρος στο έργο αυτό -όπως και σε όλα τα ποιητικά έργα του Γ. Βέη- και του
προσδίδει μερικές από τις καλύτερες στιγμές του. Ο έρωτας, όσο πιο τυφλός, τόσο
πιο αποτελεσματικός -καθώς “σε ποια μωρία θα ρθει η σειρά του να βρει σοφία;”-
στη χρησιμότητά του σαν αντίδοτο της αγωνίας του θανάτου. Μας κρατάει και μας
στηρίζει στη μάχη με τη φθορά. Άλλωστε “Μortalibus Aegris”, δυστυχισμένοι δηλαδή οι θνητοί.
Οι αλλαγές περνούν από δίπλα μας και η ψυχή γυρεύει κάθε φορά το καταφύγιό της.
“Κρέμεται ο κόσμος ένα ψέμα από χείλη ματωμένα”. Τα μάτια μπορεί να είναι
“ήπειρος αχανής των ματαιοτήτων”. Κι ο θάνατος είναι “ο καλύτερος βιογράφος”,
διότι όλες οι πράξεις γίνονται κάτω από το πρίσμα της βεβαιότητάς του. Με
ορθοπεταλιές, άλλοτε γρήγορες και άλλοτε μετρημένες, η πεταλούδα ψυχή τον
πλησιάζει.
Αλλά,
“ο καιρός μας δίνει την έμπειρη στο τέλος σμίλη” (ποιητική ή πράξης-ζωής ή και
τα δύο). Συνιστά ωστόσο η διατύπωση αυτή -παρά την ευάλωτη θέση του όντος που
γνωρίζει ότι είναι εξ αρχής καταδικασμένο- μια αφ-ορμή αισιοδοξίας. Για μια ζωή
-παρά τις μοιραίες υπαναχωρήσεις με “λίγα βήματα ακόμα μπροστά πίσω”- καθαρή
“από καπνιά και φθορά του μέσου όρου”. Και εάν, με δάνειο την έκφραση του
Καρυωτάκη αλγεβρικές εξισώσεις τα βήματά μου, υποδεικνύει την με
περίσκεψη πράξη (έστω εν λύπη), μοιάζει να θέτει το πνεύμα, στη διαδρομή
του ανάμεσα στα συμβαίνοντα, ενώπιον της ευθύνης του. Λιτότητα μέσου και
σκοπού, ποίησης και βίου -δηλαδή ένα πιάτο χόρτα- μοιάζει να είναι στη σκέψη
του Γ. Βέη η σωστή ποιητική και φιλοσοφική πρόταση.
Η
Κυριακή Αν. Λυμπέρη είναι ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου