21/8/16

Το Φύλο στην Ιστορία

ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ



ΓΚΟΤΣΗ, ΓΛΑΥΚΗ, ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΤΗ, ΕΛΕΝΗ ΦΟΥΡΝΑΡΑΚΗ (επιμ.). Το Φύλο στην Ιστορία. Αποτιμήσεις και Παραδείγματα, εκδόσεις Ασίνη 

Τα περισσότερα από τα άρθρα του τόμου αποτελούν επεξεργασμένες μορφές ανακοινώσεων που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην ημερίδα «Το φύλο στην ιστορία: Αποτιμήσεις και παραδείγματα», που διοργάνωσε η ομάδα «Ιστορικοί για την Έρευνα στην Ιστορία των Γυναικών και του Φύλου» στις 12 Νοεμβρίου του 2011 στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Η ομάδα συγκροτήθηκε το 2007 και ανήκει στην International Federationfor Researchin Womens History (Διεθνή Ομοσπονδία για την Έρευνα στην Ιστορία των Γυναικών). Στο έργο της ομάδας περιλαμβάνονται συμβολές στην περιοδική έκδοση της παραπάνω Ομοσπονδίας καθώς και η σύνταξη της πολύ χρήσιμης «Ελληνικής Βιβλιογραφίας της Ιστοριογραφίας των Γυναικών και του Φύλου», που επιμελήθηκαν η Γλαύκη Γκότση και η Ειρήνη Ριζάκη και βρίσκεται στην ιστοσελίδα Ανέμη, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Στις 10 με 12 του Ιουνίου που μας πέρασε η Ομάδα διοργάνωσε συνέδριο με θέμα «Ανδρισμοί και Ιστορία: Έμφυλες Σχέσεις, Πρακτικές, Εννοιολογήσεις», που έγινε στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μακάρι γρήγορα τα κείμενα να δημοσιευτούν.

Oπωσδήποτε η ημερίδα του 2011 ήταν αποτέλεσμα, αλλά και μέρος των δημιουργικών κραδασμών που εξακολουθούσε να προκαλεί στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική η εισαγωγή του φύλου ως αναλυτικής κατηγορίας στην ιστορία. Όπως παρατηρούν οι επιμελήτριες στην «Εισαγωγή» του τόμου, όμως, η ανάγκη που οδήγησε στην ημερίδα θα μπορούσε να συσχετιστεί και με την εμπειρία των χρηματοδοτούμενων ευρωπαϊκών προγραμμάτων ΕΠΕΑΕΚ της δεκαετίας του 2000. Κατά τις εκτιμήσεις των επιμελητριών, τα προγράμματα αυτά συνέβαλαν στην ένταξη ερωτημάτων που αφορούν τις γυναίκες και το φύλο στις ερευνητικές ατζέντες πολλών κλάδων και γενικότερα βοήθησαν στην αμφισβήτηση του ως τότε κυρίαρχου κοινού τόπου σύμφωνα με τον οποίο τα ερωτήματα αυτά στερούνται επιστημονικού ενδιαφέροντος. Ωστόσο, το όψιμο αυξημένο ενδιαφέρον για το φύλο είχε οδηγήσει σε μια σύγχυση· ήδη το 2006 η Έφη Αβδελά αναρωτιόταν, «Τι είναι αυτό ‘το φύλο’ που πηγαίνει μαζί με την ‘ισότητα των γυναικών’»; Κατά τη γνώμη μου, η σύγχυση στην οποία αναφέρονται οι επιμελήτριες δεν προέκυψε από μια πολλαπλότητα απόψεων γύρω από το περιεχόμενο των εννοιών του φύλου και του έμφυλου. Άλλωστε, η ιδέα ότι στο φύλο θα μπορούσε και θα έπρεπε να δοθεί ένας άπαξ δια παντός ορισμός ήταν και είναι πολύ μακριά από τον τρόπο σκέψης της ομάδας. Το πρόβλημα, μάλλον, ήταν το αντίστροφο, προέκυπτε, δηλαδή, από την αντίληψη ότι η έννοια του φύλου αναφέρεται σε μια οικουμενική ενιαία και σταθερή πραγματικότητα – ότι η διαφορά ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες σημαίνει παντού τα ίδια ή περίπου τα ίδια πράγματα. Αντίθετα, στόχος των συγγραφέων που γράφουν με την ιδιότητα του ιστορικού, είναι να προσεγγίσουν το φύλο ως ιστορική κατηγορία, δηλαδή να δείξουν την μεταβλητότητα των διαφορών και των σχέσεων ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες κατά τη διάρκεια του χρόνου, αλλά και την πολλαπλότητα των διαφορών και των σχέσεων στο πλαίσιο συγκεκριμένων ιστορικών συμφραζομένων. Παράλληλα, στόχος τους είναι να καταγράψουν τον αντίκτυπο που έχει αυτό το εγχείρημα στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη δουλειά τους ως ιστορικοί. Νομίζω πως το ενδιαφέρον που το βιβλίο παρουσιάζει σε μη ιστορικούς έγκειται εν μέρει στις δυνατότητες που μας δίνει να σκεφτούμε για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό το «στην ιστορία», που εμφανίζεται στον τίτλο και στις προσπάθειες των ιστορικών να το προσεγγίσουν. Διαβάζοντας καταλαβαίνει κανείς ότι ούτε το παρελθόν είναι ένα πράγμα, ούτε οι ιστορικοί το προσεγγίζουν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Καταλαβαίνει, συνεπώς, επίσης ότι οι διαφορές ανάμεσα στην ιστορία και άλλους κλάδους, για παράδειγμα την κοινωνική ανθρωπολογία, είναι και αυτές ασταθείς.
Οι προφανείς δυσκολίες που ενέχει η παρουσίαση ενός συλλογικού τόμουαυξάνονται στις περιπτώσεις τόμων, που, όπως αυτός, αποτελούνται από κείμενα το καθένα από τα οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικού σχολιασμού. Στην εισαγωγή τους, η Γλαύκη Γκότση, η Ανδρονίκη Διαλέτη και η Ελένη Φουρναράκη επιχειρούν μια προσεκτική ανάγνωση των επιμέρους κειμένων που αποτυπώνει τόσο τον κοινό τους προσανατολισμό όσο και τις διαφορές ανάμεσά τους. Ή, ακριβέστερα, η «Εισαγωγή» σκιαγραφεί τον κοινό ορίζοντα ως προς τον οποίο οι διαφορές έχουν σημασία. Τα έντεκα κείμενα του τόμου συγκλίνουν ως προς την εναντίωσή τους στη, δυστυχώς, ακόμα κυρίαρχη παραδοχή, σύμφωνα με την οποία η φαινομενικά ουδέτερη έννοια του ανθρώπου αναφέρεται στους άντρες, ενώ η έννοια της ιστορίας αναφέρεται σε αφηγήσεις κατορθωμάτων μεγάλων ανδρών του παρελθόντος. Τα περισσότερα κείμενα επικεντρώνονται στον ελληνικό 19ο και 20ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα σε διάφορες όψεις της ζωής των μεσαίων αστικών στρωμάτων. Σε πολλά δεσπόζουν ερωτήματα που αφορούν αφενός τις κατά φύλα διαφορές της συμμετοχής στην εκπαίδευση, τη μισθωτή εργασία και την πολιτική και αφετέρου τις κοσμοθεωρίες ή νοοτροπίες από τη σκοπιά των οποίων οι παραπάνω διαφορές εμφανίζονταν εύλογες και φυσικές ή, αντίθετα, αμφισβητήσιμες και διαπραγματεύσιμες.
Για τη φεμινιστική ιστοριογραφία, η εκπαίδευση, μισθωτή εργασία και πολιτική αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν πεδία αναζήτησης των μηχανισμών παραγωγής και αναπαραγωγής της γυναικείας υποτέλειας, αλλά και των τρόπων με τους οποίους οι γυναίκες αντιστάθηκαν και διεκδίκησαν ισότητα και δικαιοσύνη. Η Κατερίνα Δαλακούρα, η Λήδα Παπαστεφανάκη, η Μαρία Πρέκα και η Δήμητρα Σαμίου[1] επιστρέφουν στα πεδία αυτά αποκαλύπτοντας την πολλαπλότητα και την πολυπλοκότητα των αποκλεισμών και των περιορισμών μέσω των οποίων το ιδεολόγημα του γυναικείου προορισμού καθίστατο αυτονόητο. Η προσπάθεια των συγγραφέων να κάνουν τις γυναίκες του παρελθόντος ορατές αναδεικνύει τον κόπο που κατέβαλλαν τόσο συγκαιρινοί τους εκπρόσωποι κρατικών και άλλων φορέων όσο και μεταγενέστεροι ιστορικοί για να γίνουν αόρατες, δηλαδή να αναδειχθούν σε θεμέλια της οικιακής ιδιωτικής σφαίρας από την οποία περισσεύει οτιδήποτε δεν αποτελεί έκφραση της μητρικής και συζυγικής τους αφοσίωσης εν ονόματι, μάλιστα, του έθνους. Ο κόπος που καταβλήθηκε προκειμένου να γίνουν οι γυναίκες αόρατες, άλλωστε, αποτέλεσε απαραίτητη προϋπόθεση της αναγωγής των ανδρών σε αποκλειστικούς ενσαρκωτές του έθνους και σε ηρωικούς πρωταγωνιστές των αγώνων που στόχευαν στη διαφύλαξη της καθαρότητάς του και την ανάδειξη της υπεροχής του έναντι άλλων.
Η σχέση ανάμεσα στην εξιδανίκευση του ανδρικού γυμνού στην τέχνη του 19ου και του πρώιμου 20ου αιώνα και τον αποκλεισμό των σπουδαστριών του Σχολείου των Τεχνών από τα μαθήματα γυμνογραφίας αναδεικνύεται έξοχα στο άρθρο της Γλαύκης Γκότση[2]. Και ενώ στο Σχολείο των Τεχνών οι γυναίκες δεν είχαν τη δυνατότητα να δουν τους γυμνούς άνδρες που απαθανάτιζαν οι συνάδελφοί τους, η παρουσία τους ως θεατών των ανδρικών αθλητικών αγώνων ήταν αυτονόητη. Όπως εξηγεί η Ελένη Φουρναράκη[3], οι γυναίκες θεατές γυναίκες ενσωματώνονταν στο έθνος ως μητέρες των αθλητών, ως φορείς της διαχρονικής συνέχειας και της μοναδικότητας του ελληνικού έθνους. Στο πλαίσιο των αθλητικών αγώνων, όμως, ο ορισμός της ελληνικότητας με όρους που σήμερα θα ονομάζαμε πολιτισμικούς υποχωρεί και η έννοια αυτή επαναπροσδιορίζεται με τους όρους της φυλής και της βιολογικής κληρονομιάς. Στον επαναπροσδιορισμό αυτόν, μάλιστα, συμμετέχει και η Καλλιρρόη Παρρέν, εκδότρια της Εφημερίδος των Κυριών. Αντίστοιχα, βέβαια, επαναπροσδιορίζεται και η μητρότητα – σήμερα θα λέγαμε, βιολογικοποιείται. Στρέφοντας, μάλιστα, την προσοχή στην ορατή παρουσία των γυναικών θεατών, δηλαδή στις γυναίκες ως θέαμα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό που επιτελούν είναι η γυναικεία συμβολή στη βιολογική, φυλετική καθαρότητα του «έθνους-ράτσας».
Όπως επισημαίνουν οι επιμελήτριες, η επικέντρωση της προσοχής στις γυναίκες και η προσέγγιση του παρελθόντος μέσα από το πρίσμα του φύλου αναδεικνύει τα κενά και την ανεπάρκεια της κυρίαρχης ανδροκεντρικής ιστορίας. Έτσι, η Έφη Κάννερ[4] δείχνει πώς η εστίαση στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ φεμινιστριών που ανήκαν σε διαφορετικές εθνο-θρησκευτικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας ανατρέπει το κυρίαρχο εθνικιστικό αφήγημα που τονίζει την ομοιογένεια και την εσωστρέφεια των επιμέρους ομάδων. Στις αντιστάσεις που συνάντησε και εξακολουθεί να συναντά η φεμινιστική προσέγγιση της ιστορίας της εκπαίδευσης αναφέρεται η Κατερίνα Δαλακούρα, ενώ η Δήμητρα Βασιλειάδου[5] επισημαίνει την αδιαφορία των ιστορικών της οικογένειας προς τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς των ιστορικών που ασχολούνται με τις γυναίκες και το φύλο. Σύμφωνα με τη Βασιλειάδου, στο μεγαλύτερο μέρος της, η ιστορία της οικογένειας στηρίχτηκε στην παραδοχή ότι ο οίκος και η οικογένεια αποτελούν έκφραση της κατά φύλα διαφοροποιημένης ανθρώπινης φύσης.
Εύλογα, λοιπόν, από τη σκοπιά αυτή, ερωτήματα του τύπου, «τι ακριβώς συνιστά οικογένεια», είναι αιρετικά και εξαιρετικά επικίνδυνα. Γιατί η αμφισβήτηση του φυσικού χαρακτήρα των έμφυλων διαχωρισμών είναι η άλλη όψη της επίγνωσης ότι οι διαχωρισμοί αυτοί δεν είναι δεδομένοι, ούτε είναι όμοιοι παντού και ότι μπορούν να ερμηνευτούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Πράγματι, η έννοια του ανδρισμού, όπως άλλωστε και αυτή της θηλυκότητας, δεν αναφέρεται μόνον σε πρότυπα και χαρακτηριστικά τα οποία καθίστανται ορατά μόνο στο πλαίσιο σχέσεων ή αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αλλά και σε παιχνίδια δύναμης οι παίκτες των οποίων ταυτίζονται και ταυτόχρονα διαφοροποιούνται μεταξύ τους και ιεραρχούνται επιτελώντας διαφορετικές εκδοχές του «ίδιου» φύλου. Έτσι, στη μεταβλητότητα και την πολλαπλότητα των μορφών της θηλυκότητας αναφέρονται αρκετά από τα άρθρα του τόμου, ενώ αυτό είναι και το πρίσμα που υιοθετούν οι προσεγγίσεις του ανδρισμού. Η Νίκη Διαλέτη[6]μελετά τη συνύπαρξη και συνάρθρωση μορφών του ανδρισμού που εντοπίζονται σε κυρίαρχα και υποτελή στρώματα κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού μεσαίωνα και της πρώιμης νεωτερικότητας.
Σε διαφορετικές μορφές ανδρισμού ανταποκρίνονται και οι τρόποι και οι διαφορετικές καλλιτεχνικές προσεγγίσεις του ανδρικού γυμνού στις οποίες αναφέρεται η Γκότση. Τέλος, η Έφη Αβδελά[7] σχολιάζει τις αναπαραστάσεις ανδρών εγκληματιών μετά το τέλος του εμφυλίου. Κεντρικό της επιχείρημα είναι ότι η αντιδιαστολή ανάμεσα στο στερεότυπο του πρωτόγονου και κτηνώδους, οπισθοδρομικού χωρικού που σκοτώνει οικεία πρόσωπα για λόγους τιμής και στον ψυχικά διαταραγμένο κάτοικο της πόλης που σκοτώνει αγνώστους για «ακατανόητους λόγους» δεν εντάσσεται απλώς στο πλαίσιο μιας αντιφατικής διαδικασίας εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, αλλά αποτελεί συστατικό στοιχείο της. Στην επίγνωση ότι οι επιτελέσεις του φύλου δεν μπορούν να αποσπαστούν από τα χωρικά και κοινωνικά τους συμφραζόμενα συμβάλλει και ο Γιάννης Γιαννιτσιώτης[8]. Το κείμενό του αναφέρεται σε προσεγγίσεις που αμφισβητούν την πρόσληψη του χώρου ως ουδέτερου πλαισίου·οι προσεγγίσεις αυτές εστιάζουν τόσο στις έμφυλες συνδηλώσεις του χώρου όσο και στη λειτουργία του ως παράγοντα παραγωγής, αναπαραγωγής και μετασχηματισμού έμφυλων και ειδικότερα σεξουαλικών πρακτικών και σχέσεων εξουσίας.
Η ιστορία των γυναικών και του φύλου γενικά, αλλά και το Φύλο στην Ιστορία συμβάλλουν στην αποσταθεροποίηση διχοτομιών στις οποίες περιλαμβάνονται δίπολα όπως, φύση / πολιτισμός, ιδιωτικό /δημόσιο, ανατροφή / εκπαίδευση, θηλυκό / αρσενικό, μέθοδος/θεωρία, ειδικό/γενικό. Επιπλέον, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ρητό στόχο των συγγραφέων, τα κείμενα του συγκεκριμένου τόμου μπορούν να συμβάλουν στην κριτική αναθεώρηση διακρίσεων ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, τα πράγματα και τα σύμβολα, τη μεταφορά και τη συνεκδοχή, την αναπαράσταση και τη δράση. Κατά τη γνώμη μου, άλλωστε, η δύναμη της θεωρίας της κατασκευής την οποία ακολουθούν οι συγγραφείς, δεν έγκειται τόσο στην επίγνωση ότι ζούμε σε έναν επινοημένο κόσμο, αλλά στο ότι ο κόσμος αυτός μπορεί να είναι πολύ σκληρός. Στο σημείο αυτό, όμως, ας μου επιτραπεί η πρώτη από τις δυο κριτικές παρατηρήσεις, που αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα σε «αποτιμήσεις» και «παραδείγματα» που εμφανίζεται στον υπότιτλο του βιβλίου καθώς και στην αντιδιαστολή ανάμεσα στις «περιγραφικές» συνδηλώσεις της έννοιας «γυναίκες» και στις «αναλυτικές» ιδιότητες της έννοιας του φύλου. Νομίζω ότι η παρατήρηση της Ανδρονίκης Διαλέτη (σελ. 233) για την ιστορία του ανδρισμού ισχύει και για τον τρόπο που σήμερα αφηγούμαστε την ιστορία της ιστορίας των γυναικών και του φύλου: «Μολονότι […]μια ιστορία τομών είναι ελκυστική, συχνά αποδεικνύεται γονιμότερη η μελέτη των συγχρονικών εντάσεων, παρά των διαχρονικών μεταβάσεων». Πριν από πολλά χρόνια, έχοντας μόλις γράψει για τη «μετάβαση» από την ανθρωπολογία των γυναικών στην ανθρωπολογία του φύλου[9], άρχισα κι εγώ να συνειδητοποιώ ότι η φράση ήταν ίσως ατυχής. Αφενός γιατί ανακυκλώνει τον ισχυρό κοινό τόπο σύμφωνα με τον οποίο οι τόποι των γυναικών είναι οι τόποι από τους οποίους πρέπει να φύγουν όσοι θέλουν να προοδεύσουν. Αφετέρου γιατί υπονοεί ότι το να περιγράφουμε τι συμβαίνει στις γυναίκες είναι λίγο. Το άρθρο που έγραψα προσπαθώντας να αναθεωρήσω[10], πέρασε μάλλον απαρατήρητο.
Περνώ στη δεύτερη παρατήρηση. Πολύ σωστά, οι συγγραφείς αποφεύγουν να ορίσουν διεξοδικά την έννοια του φύλου, αναζητώντας, αντίθετα, τις πολλαπλές σημασίες που αυτή απέκτησε σε διάφορες περιόδους του παρελθόντος και, στις περιπτώσεις των περισσότερων άρθρων, στη μεσοαστική Ελλάδα του 19ου και του 20ου αιώνα. Νομίζω ότι η απουσία των αγροτικών στρωμάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτονόητη, αλλά χρήζει εξήγησης – με άλλα λόγια, παρουσιάζει ενδιαφέρον. Σκέφτομαι ότι ίσως οφείλεται σε μια αδιαφορία για τη σκοπιά γυναικών που θα διαφωνούσαν με την άποψη που φαίνεται να μοιράζονται οι συγγραφείς του τόμου, ότι δηλαδή, οι έννοιες «γυναίκες» και «φύλο» αναφέρονται πάντοτε σε σχέσεις εξουσίας. Με άλλα λόγια, ίσως πρόκειται για μια αδιαφορία που αποτελεί την άλλη όψη της αναζήτησης προγόνων που, αν μπορούσαν να μας δουν και να μας ακούσουν, θα ένιωθαν και θα μας καμάρωναν.

Η Αλεξάνδρα Μπακαλάκη διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης

[1] Κατερίνα Δαλακούρα, «Ιστορία της εκπαίδευσης και φύλο στη σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία». Λήδα Παπαστεφανάκη, «Ανάμεσα στην ιστορία της βιομηχανίας και την ιστορία της εργασία: η οπτική του φύλου στην ελληνική ιστοριογραφία». Μαρία Πρέκα, «Αρσακειάδες δασκάλες (1880-1913): ρητές και άρρητες οικογενειακές διαδρομές». Δήμητρα Σαμίου, «Όψεις της έμφυλης ιδιότητας του πολίτη στην Ελλάδα: γυναίκες, κράτος και πολιτικά δικαιώματα στον 19ο και 20ό αιώνα».
[2]Γλαύκη Γκότση, «Το ανδρικό γυμνό στην ελληνική τέχνη του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα: ζητήματα αισθητικής σεξουαλικότητας και εξουσίας».
[3]Ελένη Φουρναράκη, «Κατασκευάζοντας το ελληνοπρεπές σώμα: έμφυλες και ταξικές σημασιοδοτήσεις της άθλησης και της εθνικής ταυτότητας στη συγκυρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896».
[4]Έφη Κάννερ, «Διακοινοτικές επιδράσεις, συλλογικές γυναικείες παρεμβάσεις και φεμινιστικά κινήματα στον οθωμανικό, ελληνικό και τουρκικό χώρο από τα μέσα του 19ου ως και τον Μεσοπόλεμο».
[5]Δήμητρα Βασιλειάδου, «Όταν η ιστορία της οικογένειας συνάντησε την ιστορία του φύλου».
[6]Ανδρονίκη Διαλέτη, «Ο ιππότης, ο ιερέας και ο πατριάρχης: όψεις του ανδρισμού στη μεσαιωνική και πρώιμη νεότερη Ευρώπη».
[7]Έφη Αβδελά, «Άντρες που σκοτώνουν: ανεπιθύμητοι ανδρισμοί και οι αντιφάσεις του εξευρωπαϊσμού στη μεταπολεμική Ελλάδα».
[8]Γιάννης Γιαννιτσιώτης, «Η ιστορία της σεξουαλικότητας και η αναλυτική κατηγορία του χώρου».
[9]Αλεξάνδρα Μπακαλάκη. 1994. «Εισαγωγή: Από την ανθρωπολογία των γυναικών στην ανθρωπολογία των φύλων». Στο Αλεξάνδρα Μπακαλάκη (επιμ.), Ανθρωπολογία, Γυναίκες και Φύλο. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σελ. 13-74.
[10]Αλεξάνδρα Μπακαλάκη. 1997. «Είναι η ανθρωπολογία των γυναικών για την ανθρωπολογία του φύλου ό,τι η παιδική ηλικία για την ωριμότητα;» Μνήμων 19, σελ.211-223. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: