21/8/16

Μες στο μαύρο τυλίχθηκε τ’ όνειρο

Για την ποιήτρια Μαρία Κυρτζάκη



ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΑΣ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Ώστε μετά αλλιώς ν’ ακούγεται
 της εξοχής το μαύρο
 Μαύρη Θάλασσα

Η επαφή μου με την ποίηση της Μαρίας Κυρτζάκη ξεκινά από την Περίληψη για τη Νύχτα[1] όταν:
                                                Μια νύχτα η Νύχτα είπε: Εγώ είμαι·

Πρόκειται για ένα βιβλίο που με κράτησε από την αρχή ώς το τέλος. Υπόδειγμα αφαιρετικού λόγου, θα μπορούσε να διαβαστεί σαν μια ψιθυριστή νύκτωρ εξομολόγηση, σαν ένα μεταμοντέρνο παραμύθι που μου εμπιστεύτηκε στο αφτί η δημιουργός του:

 ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Η νύχτα είναι η μείξη του φωτός και του σκότους
 Η νύχτα για την οποία εγώ μιλώ είναι το τρίτο πράγμα

Ίσως όμως και να μην έγινε έτσι. Ίσως δηλαδή να είχα διαβάσει πρώτα την Ημέρια Νύχτα, που είχε άλλωστε γραφτεί νωρίτερα, ασχέτως εάν κλειδωμένη επί δεκαετία σχεδόν σ’ ένα συρτάρι, αυτονομήθηκε ύστερη της Περίληψης για τη νύχτα. Πιθανόν μάλιστα, ο παραλογισμός της νιότης μου να είχε ανώνυμη καταχωρίσει στη μνήμη μου την Ημέρια Νύχτα, ως εγχειρίδιο παθών, υπαγορευμένο από ένα μη υπαρκτό πρόσωπο:
                                            
                                             Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο
                                                             με τη ρομφαία
                                             Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε
 […]
 Άσχημη
                                             (Με μια ομορφιά.)
                                             Με σχηματίζει
                                                            Σαν χωρίς όνομα
                                             Με ονομάζει
                                                            Σαν χωρίς ήχο
                                             Μου δίνει φωνή.
Όπως και να ’ναι, ήρθα σχετικά νωρίς σ’ επαφή με μια ποίηση πολύ ιδιαίτερη, κατά βάση μοντέρνα, συγχρόνως όμως και άξια συνομιλήτρια με την παράδοση. Είναι άλλωστε γνωστή η ιδιότυπη σχέση της με την παραδοσιακή φόρμα και έχει επισημανθεί από έγκριτους μελετητές.[2]

Ως προς τα βιογραφικά της, αν πρέπει να γίνει κάποια νύξη, είναι γνωστό ότι η Μαρία Κυρτζάκη σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ήδη από τα φοιτητικά της χρόνια, αρνήθηκε να συμπεριληφθεί στην μεγάλη πρόσθεσι όσων άμεσα τότε προορίζονταν για διορισμό στην δημόσια εκπαίδευση. Έτσι, όταν αποφοίτησε, επέλεξε να εργαστεί σε ένα ιδιωτικό σχολείο, ενώ παράλληλα άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την διόρθωση, μαθητευόμενη πλάι σε ιερά τέρατα του χώρου των εκδόσεων, όπως ο Νάσος Δετζώρτης και ο Παναγιώτης Μέρμηγκας. Λίγα χρόνια αργότερα, ο ποιητής και καθηγητής του Τμήματος Νεοελληνικής Φιλολογίας Ιωαννίνων, Κώστας Στεργιόπουλος, της είχε προτείνει να γίνει βοηθός του στο Πανεπιστήμιο, αλλά αρνήθηκε, παρότι το ήθελε πολύ. Μετά από πολλά χρόνια, μου είχε πει τον λόγο: «Δεν είχα τα προσόντα για κάτι τέτοιο». Κι έμοιαζε να το πιστεύει. Μετέπειτα, θα προσληφθεί στο Τμήμα ραδιοφωνίας της ΕΡΤ. Εκεί επί χρόνια θα συνεργαστεί στενά με τον Μάνο Χατζιδάκι, στο Τρίτο πρόγραμμα. Γνωστές στους περισσότερους είναι άλλωστε, και οι δικές της εκπομπές για το βιβλίο, αλλά και για τα όνειρα. Τέλος, επί χρόνια θα διδάξει ανάλυση κειμένου στη δραματική σχολή του «Εμπρός».
Όλα τα παραπάνω είναι ελάχιστα από όσα συνθέτουν τον επαγγελματικό της βίο, ο οποίος είχε ανέκαθεν συνάφεια με την ποιητική τέχνη. Όσο για την ίδια, τελειομανής καθώς ήταν, ίσως κι από επαγγελματική διαστροφή, φρόντιζε να διατηρεί ένα χαμηλό προφίλ, σ’ ό,τι αφορούσε την ίδια και τη δουλειά της, κάτι που άλλωστε ήταν σύμφυτο με τη απέριττη σοφία που την διήπε. Σπανίως την καθησύχαζαν οι έπαινοι και πάντα έβρισκε μια ελάχιστη αφορμή να τους εκλάβει αλλιώς, ένα ψεγάδι που μπορούσε να δει η κάθε καινούργια ματιά της σε αυτά τα τόσο μεστά κι απογυμνωμένα από οτιδήποτε το περιττό ποιήματα.
Ακόμα και τον πρώιμο, σχεδόν άμα τη εμφανίσει της, έπαινο του Γ.Π. Σαββίδη για τις Λέξεις,[3] αλλιώς μου τον διηγήθηκε, κι αυτό κατόπιν δικής μου επιμονής. Ήταν σαν να η ίδια τον είχε παραποιήσει, ώστε να είναι συγκρατημένος, χλιαρός, και προσήκων στην αμείλικτη αυτολογοκρισία της. Θα έλεγε κανείς πως τον είχε κρύψει κι από αυτήν την ίδια, κι όταν λίγους μήνες προτού φύγει οριστικά, ψάχνοντας τυχαία στον τύπο της εποχής, τον ανακάλυψα, αμέσως της τηλεφώνησα να της διαβάσω αυτά που είχε πράγματι απωθήσει.
Και τώρα θυμήθηκα το Ήθος ανθρώπω δαίμων που έλεγε συχνά και, εν αγνοία της, λειτουργούσε το ρητό του Ηράκλειτου για τη νομοτέλεια του ανθρώπινου χαρακτήρα. Έτσι και η ίδια, υπηρέτησε το ίδιο πιστά την πραγματικότητα με τους καθημερινούς της αγώνες, αλλά και τον υπέροχο παράλληλο κόσμο των βιβλίων. Ζούσε για και από αυτόν, όπως και από τον κόσμο των ονείρων, που με μία ιδιότυπη ποιητική πρακτικότητα τον κατέστησε βιοπορισμό για πολλά χρόνια.
Πραγματικότητα, όνειρο και ποίηση τής άνοιγαν δαιδαλώδεις οδούς, όμως εκείνη έβρισκε τρόπο να κόβει δρόμο προς στον Αιφνίδιο λόγο. Τελικά τον κατέστησε διαρκή, έστω κι αν λίγο προτού φύγει, ως άλλη Άννα Καρένινα, αναφωνούσε:
Πού είμαι. Τί κάνω. Γιατί
Στα γόνατα
                        στα γόνατα/γονατιστός ο έρωτάς μου
                        να σηκωθώ/να τιναχτώ δεν προλαβαίνω
                        γονατιστός δεν προλαβαίνω ανελέητος
                        μ’ αρπάζει δεν προλαβαίνω από την πλάτη
                        και με σέρνει δεν προλαβαίνω βουλιάζει
                        το κεφάλι μου δεν προλαβαίνω σβήνει/έσβησε
                                                                        το κερί.
Η Μαρία Κυρτζάκη πρόλαβε. Από την διαρκείας πάλη της με τις λέξεις, που όπως αναφέρει ο Γ.Π. Σαββίδης, «ξεκινάει από τον τίτλο της πρώτης άγουρης ποιητικής συλλογής της: Σιωπηλές κραυγές»[4] βγήκε νικήτρια.
Όσο γι’ αυτές τις Σιωπηλές κραυγές, που δεν συμπεριέλαβε στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της, γιατί «αντιστάθηκαν σθεναρά στον συγχρωτισμό με ό,τι ακολούθησε, επιμένοντας στην αυστηρά ιδιωτική [τους] σχέση», ενδιαφέρον θα ήταν να ανατρέξει κανείς σε όσα επισημαίνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης:
«Η δις Κυρτζάκη δεν φαίνεται αμύητη στα μικρά μυστικά της ποίησης, ξέρει ήδη να ξεχωρίζει το ουσιώδες από το περιττό, ξέρει να υποβάλλει, αντί να περιγράφει, με μια φράση, με μια, κάποτε, λέξη. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο».[5]
Έτσι έγραφε το 1966, συστήνοντάς μια νέα τότε φωνή ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία, εκδιδόμενα πάντα με μια κάποια χρονική απόσταση. Αντιγράφω όλους τους τίτλους των συλλογών της με τη σειρά έκδοσης: Σιωπηλές κραυγές. Οι λέξεις. Ο Κύκλος. Η Εταζέρα. Δέκα μικρά ποιήματα. Η γυναίκα με το κοπάδι. Περίληψη για τη νύχτα. Ημέρια νύχτα. Σχιστή οδός. Μαύρη Θάλασσα. Λιγοστό και να χάνεται. Αρκετά είναι άλλωστε και τα δημοσιευμένα, μετά τη συγκεντρωτική έκδοση, Στη μέση της ασφάλτου, ποιήματά της: «Βαριά τσιγάρα»· «Έρωτας»· «Σώμα – γυμνό»· «Φωτεινή επιγραφή»· «Βάρκιζα»· και τέλος, το προφητικό του ίδιου του θανάτου της «Καρένινα».
Και τώρα εικάζω ότι, εάν ζούσε και της έδινα να διορθώσει τον επικήδειό μου για εκείνη, τα μισά από όσα τώρα της γράφω θα τα εύρισκε υπερβολικά, θα μου τα έσβηνε, κι ίσως στα παραθέματα των ποιημάτων της, ένα δραστήριο στυλό να έκανε κι άλλες διορθώσεις επί των διορθώσεων.
Σταματώ κάπου εδώ. Άλλωστε όλα αυτά δεν παύουν να είναι τα αμοντάριστα λόγια μιας ζωντανής για τους στίχους μιας ποιήτριας, που πολλά χρόνια προτού διανύσει τη Σχιστή οδό, είχε αποφανθεί:

Για θάνατο μιλούν οι ζωντανοί. 

Η Αριστέα Παπαλεξάνδρου είναι ποιήτρια

[1] Όλα τα παραθέματα ποιημάτων της Μαρίας Κυρτζάκη προέρχονται από τη συγκεντρωτική έκδοση: Στη μέση της ασφάλτου, Ποιήματα 1973-2002, Καστανιώτης 2005, εκτός από την «Καρένινα», το τελευταίο δημοσιευμένο της ποίημα, που περιλήφθηκε στο αφιερωματικό τεύχος «Σταθμοί» του περιοδικού Δέκατα (τχ. 43, φθινόπωρο 2015, σ. 34-36).
[2] Βλ ενδεικτικά: Ευριπίδης Γαραντούδης: «Για τον σύγχρονο ελληνικό ελεύθερο στίχο (Η επαναφορά παραδοσιακών μετρικών σχημάτων)», Ποίηση, τχ. 1 (1993), σ. 119-121· και Αθηνά Βογιατζόγλου: «Χωρίς μουσική / να χορέψω προστάζεις: Ο ανατρεπτικός διάλογος της Μαρίας Κυρτζάκη με την παραδοσιακή μετρική»· στο: Λόγος Γυναικών. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Κομοτηνή, 26-28 Μαΐου 2006, ΕΛΙΑ, Αθήνα 2008.
[3] Γ.Π. Σαββίδης, «Η πάλη με τις λέξεις. Μαρία Κυρτζάκη: Οι λέξεις», Το Βήμα της Κυριακής, 15 Ιουλίου 1973.
[4] Γ.Π. Σαββίδης, όπ.π.
[5] Δήμος Κρητικός [=Μανόλης Αναγνωστάκης], «Μαρίας Κυρτζάκη, Σιωπηλές κραυγές», Μακεδονική ώρα [Θεσσαλονίκης], 1966. (Δυστυχώς δεν εξακριβώθηκε η ημερομηνία.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: