ΔΙΗΓΗΜΑ
Έφτασαν μια υγρή νύχτα. Και οι δυο τους ένιωσαν δυσφορία, θαρρείς ένα
βρεγμένο μαντήλι με ζεματιστό νερό τους έκλεινε το στόμα. Το σπίτι έτοιμο γι αυτούς, ξύλινο, έτριζε σε κάθε τους
βήμα. Τα τρία αγόρια που τους βοηθούσαν
μεταφέροντας τις βαλίτσες τους, πηγαινοέρχονταν ξυπόλητα, με
ελαφράδα πουλιών. Στην άκρη του δωματίου ένα μεγάλο κρεβάτι δέχτηκε τα
κουρασμένα κορμιά τους.
Τους πήρε ένας αρρωστημένος ύπνος, ενώ οι
βοηθοί τοποθετούσαν τα πράγματα με άηχες
κινήσεις. Ξύπνησαν ταυτόχρονα μετά από δύο ώρες, μούσκεμα στον ιδρώτα ,
ανατριχιάζοντας, ένα ελαφρύ αεράκι έμπαινε απ’ τις χαραμάδες του ξύλινου
σπιτιού, ζούδια κινούνταν, φυλλώματα αναστέναζαν κι ένα φεγγάρι ολοστρόγγυλο
θρυμματίζονταν πάνω στις ψάθες.
Πιάστηκαν απ’ το χέρι και βγήκαν στην χωμάτινη βεράντα. Το σκοτάδι
έπαιρνε ένα γαλακτερό χρώμα απ’ το φεγγάρι, οι λόφοι πάλλονταν τρυφεροί, δέντρα
ανάσαιναν, ζώα κινούνταν αθέατα, λουλούδια νυχτερινά άνοιγαν τα πέταλά τους,
μυρωδιές βαριές υπνωτικές τους τύλιγαν. Οι δύο νέοι ένιωσαν πως θα ‘ταν ευτυχισμένοι εδώ. Το αεράκι
δυνάμωσε κι εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του χαϊδεύοντας την κοιλιά της που
είχε αρχίσει να φουσκώνει. Πάμε μέσα είπε, η πολλή ομορφιά θα μας αρρωστήσει.
Αυτή χαμογέλασε, ακολούθησε τα βήματά του.
Το πρωί εκείνος έφυγε χωρίς να την
ξυπνήσει. Καβάλα στ’ άλογο τράβηξε πέρα από τους λόφους, στην κοιλάδα, εκεί που
γίνονταν οι ανασκαφές.
Προσπάθησε να τακτοποιήσει μερικά πράγματα,
αλλά η ζέστη την άρπαξε και την ξανάριξε στο κρεβάτι.
Πράσινα έντομα, κίτρινα και κάτι κοκκινωπά με μικρά
σγουρά φτερά, έμπαιναν απ’ τις χαραμάδες των σανιδιών βομβίζοντας, αυξάνοντας
το αίσθημα της ζέστης καθώς μοιάζαν με
μικρές φωτίτσες.. Γρήγορα την πήρε ένας ύπνος βαρύς στο κεφάλι αλλά ανάλαφρος
στο σώμα. Αισθάνονταν να αιωρείται, αλλά δεν μπορούσε ν’ ανοίξει τα μάτια να
δει πού. Ξύπνησε το δειλινό. Έβρεξε τα μπράτσα, τον λαιμό και
βγήκε στην βεράντα. Απέναντι οι λόφοι καίγονταν. Ένας ήλιος βαρύς, ολόχρυσος,
κατέβαινε αργά τα βουνά, λουρίδες
έγχρωμες κυλούσαν σαν φλεγόμενα ποτάμια, πρασινίζοντας τα πυρωμένα
σύννεφα. Το χώμα άχνιζε κυματιστό, και μέσα σ’ αυτή την αχλή φάνηκε εκείνος
πάνω στο άλογό του, κυματιστός κι αυτός, μια χάνονταν μια εμφανίζονταν, σα να
ήταν κουκίδες της τηλεόρασης που ενώνονταν και χωρίζονταν φτιάχνοντας το σχήμα
του. Όταν έφτασε, σκονισμένος, καμένος,
αγκαλιάστηκαν με ορμή, σα να είχαν να ειδωθούν βδομάδες.
Και πράγματι σύντομα η δουλειά
του τον έκανε να λείπει μέρες. Οι ανασκαφή προχωρούσε καλά, είχε βρεθεί ένας
βωμός που ήταν μάλλον θυσίας παρά λατρείας. Έμοιαζε χρονολογικά να ανήκε στην
εποχή της γυναικοκρατίας.
Της είπε ακόμα, πως υπήρχαν μύθοι
για τις γυναίκες που κυριαρχούσαν εδώ, τα πολύ παλιά χρόνια, ότι ήταν σκληρές με τους άντρες , τους χρησιμοποιούσαν
σαν δούλους. Λέγονταν πως η ομορφιά τους είχε φτάσει σε τέτοια κορύφωση που
έμοιαζαν όλες με θεές. Οι άντρες μαγεύονταν και τις υπηρετούσαν με την θέλησή
τους. Όταν κάποιος ήταν ιδιαίτερα ικανός και έξυπνος, τον θυσίαζαν με την
βεβαιότητα πως θα ξαναέρχονταν στη ζωή σαν γυναίκα.
Ο άντρα της σκεφτικός της είπε
πως ο βωμός ήταν όλος σκαλισμένος , όπου πράγματι εικονίζονταν τελετές
ανθρωποθυσίας. Ανδρών. Η γυναίκα ανατρίχιασε. Αγαπούσε πολύ τον άντρα
της και τον φαντάστηκε στη θέση αυτών
που σφαγιάζονταν με μόνο αδίκημα το φύλο τους.
Η ζέστη, η εγκυμοσύνη, η μοναξιά,
της έφεραν νευρικότητα, που αυξάνονταν
μέρα με τη μέρα. Τριγύριζε στο σπίτι άντυτη, έριχνε μόνο ένα σάλι το βράδυ πάνω
στο γυμνό της σώμα , μασούσε διαρκώς φύλλα δυόσμου που την δρόσιζαν προσωρινά
κι ύστερα καίγονταν διπλά.
Μια μέρα η γριά που την βοηθούσε
στο νοικοκυριό, την ρώτησε αν θέλει να μάθει το φύλο του παιδιού .
Βαριόταν, το πήρε για παιχνίδι, χωρίς να
το πιστεύει διόλου. Ξεγύμνωσε την κοιλιά της, η γριά ζήτησε τη βέρα της, την
πέρασε σε μια κλωστή κι άρχισε να την μετακινεί σαν εκκρεμές πάνω
της, στον αφαλό σταμάτησε και περίμενε. Σιγά σιγά η βέρα άρχισε να ταλαντεύεται και τελικά στριφογύριζε
σαν τρελή. Αγόρι, είπε με
απογοήτευση η γριά, κρίμα.
Ταράχτηκε. Γιατί κρίμα; Ρώτησε. Η γυναίκα την κοίταξε διαπεραστικά στα
μάτια, οι άντρες είναι επικίνδυνοι κυρία. Είναι μολυσμένοι. Δεν συμβαδίζουν με
την φύση. Την παραβιάζουν. Την σκοτώνουν.
Ανατρίχιασε. Σκέπασε την κοιλιά της με τα χέρια της.
Η γριά της είπε πως πέρα, δυτικά
του χωριού υπήρχε μία μικρή λίμνη, ένα
απομεινάρι από τα εκείνα τα χρόνια τα παλιά, και λέγονταν πως αν θέλει καμιά ν’ αλλάξει το φύλλο του παιδιού, στην
αρχή της εγκυμοσύνης της, πρέπει να μπει μέσα στο νερό ως τον λαιμό και να πει
το όνομα που θέλει να του δώσει τρεις φορές, όμως να προσέξει, η λίμνη έχει
ρουφήχτρες που σε τραβούνε κάτω.
Ο άντρας της τώρα έλειπε συνεχώς.
Η γριά κουνούσε το κεφάλι με σφιγμένα
χείλια.
Οι μέρες περνούσαν βαριές, την
έσερναν με τις αλυσίδες τους.
Ένα βράδυ, μούσκεμα στον ιδρώτα,
σηκώθηκε, βγήκε στη βεράντα. Η σχεδόν σιγαλιά της νύχτας ήταν θωπευτική.
Ανάσανε βαθιά τα βαριά αρώματα. Της φάνηκε πως άκουσε κάποιους ρυθμικούς ήχους
που έρχονταν από μακριά, αφουγκράστηκε, το αεράκι αδύναμο, μια τους έφερνε μια
τους έπαιρνε. Βγήκε στο δρόμο ξυπόλυτη, το χώμα ζεστό τρυφερό στα πέλματά της,
ακολούθησε τους ήχους που έμοιαζε να έρχονταν από την μικρή λίμνη που η γριά
της είχε πει Δεν πίστεψε ούτε λέξη φυσικά αλλά όσο πλησίαζε οι ήχοι δυνάμωναν, σαν κάποιος να
αναστέναζε και της έφερναν σύγχυση, δεν ήξερε αν ήθελε να τους ακούει. Είχε την νοσηρή βεβαιότητα πως στον πάτο της
λίμνης ορθώνονταν ο πέτρινος βωμός.
Πισωγύρισε βαριανασαίνοντας ,
σερνόμενη έφτασε στο σπίτι και ξάπλωσε στο άδειο κρεβάτι τρέμοντας. Αισθάνονταν τον
ιδρώτα της σαν αίμα. Όταν κατάφερε να κοιμηθεί , η γριά χόρευε γυμνή κρατώντας
κάτι στην αγκαλιά της, την πλησίασε την
πήρε απ’ το χέρι παρασύροντάς την κι εκείνην να χορέψει, άρχισε να λικνίζεται και
να πετάει τα ρούχα της , όταν γυμνώθηκε, η γριά της έβαλε στα χέρια αυτό που
κρατούσε. Έντρομη είδε πως ήταν ένα αλλόκοτο μωρό. Ένα αγοράκι που
μεταμορφωνόταν σε κοριτσάκι απείρου ομορφιάς με γαλανές μπούκλες και πράσινα
ακτινοβόλα μάτια. Ξύπνησε τρομαγμένη και
γοητευμένη. Το κρεβάτι άδειο.
Το απόγευμα ήρθαν δυο άντρες και
της είπαν πως το τούνελ της ανασκαφής είχε υποχωρήσει σ’ ένα σημείο και ο
άντρας της σκοτώθηκε μαζί με δύο εργάτες. Θα τον έφερναν το πρωί.
Η γριά την συγκράτησε να μην
πέσει, την ξάπλωσε στο κρεβάτι και της έδωσε να πιει ένα πικρό υγρό που την
βύθισε σε λήθαργο. Ξύπνησε μέσα στη νύχτα και ψαχούλεψε το άδειο κρεβάτι.
Δεν φυσούσε καθόλου, η ζέστη κάλπαζε κατά πάνω της, τίποτα δεν ανάσαινε, θαρρείς
και είχε σταματήσει ο χρόνος, η ζωή, και το μόνο που υπήρχε ήταν η ζέστη, την
άγγιζε με ιδρωμένα χέρια, σέρνονταν πάνω της, την φιλούσε στο στόμα με την
πυρωμένη ανάσα της και κείνη βούλιαζε σ’ ένα τέλμα ανυπαρξίας.
Το καυτό κύμα την πήρε απ’ το
χέρι και την οδήγησε προς τη λίμνη. Ίσως εκεί υπήρχε δροσιά.
Βάδιζε σα να την έσερνε ένα πυκνό
δίχτυ. Σιωπή την αγκάλιαζε ασφυκτικά, όμως συνέχισε να προχωράει. Χώθηκε σε
κάτι θάμνους με πυκνό φύλλωμα και κίτρινα λουλούδια, δεν αισθάνονταν καμιά μυρωδιά, παρά μονάχα
άκουσε τα λουλούδια ν’ ανοίγουν τα πέταλά τους σα να έσπαζαν. Κάποτε ένιωσε το χώμα υγρό στα πέλματά της.
Η λίμνη αντανακλούσε το φεγγάρι που άρχισε να δύει.
Βύθισε τα γυμνά της πόδια όμως το νερό ήταν ζεστό και πηκτό, δεν την δρόσισε.
Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσε να προχωράει σαν
υπνωτισμένη, ώσπου αισθάνθηκε πως κατέβαινε κάτω στη γη, κατέβαινε και
κατέβαινε και η δροσιά την άγγιζε από παντού, χωρίς να καταφέρνει να την ξυπνήσει ολοκληρωτικά, όμως
η κούραση της είχε φύγει, άκουσε το
άλογο του ανδρός της να απομακρύνεται, να χάνεται μαζί με κείνον κάπου μακριά ενώ
μερικές γυναικείες μορφές άρχισαν να την πλησιάζουν, να την κυκλώνουν, να της
λένε πως έπρεπε να πει το όνομα του
παιδιού, αλλά όσο κι αν έψαχνε το μυαλό της δεν της έρχονταν κανένα στο νου…
έπαψε να το σκέπτεται και ξάπλωσε πάνω στον χλιαρό πέτρινο βωμό.
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου