ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ
Pablo Picasso, Κένταυρος και Βάκχη με φαύνο, 2.2.1947, λιθογραφία, 49,8 x 65,8 εκ. |
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΡΗΣ, Φιλοσοφία και
νεοελληνική λογοτεχνία (πτυχές μιας σύνθετης σχέσης), εκδόσεις Ι. Σιδέρης,
σελ. 321
Ποίηση χωρίς φιλοσοφία είναι κενή, φιλοσοφία χωρίς ποίηση είναι τυφλή.
Η παράφραση αυτή του Καντ, ολίγον τι προβοκατόρικη, μπορεί να πυροδοτήσει έναν
προβληματισμό για την ένταση ανάμεσα στο δίπολο λογοτεχνίας και φιλοσοφίας. Τα
όρια της καθεμιάς, τις αλληλοδιεισδύσεις, τις συνθήκες αυτονομίας κι εξάρτησης.
Όταν ένα λογοτεχνικό κείμενο συναντά τη φιλοσοφία,
δημιουργούνται προσδοκίες για την εικόνα της ανθρώπινης
κατάστασης που αναδύεται απ’ αυτό, αλλά ταυτόχρονα προκύπτει ένα ερώτημα αν και
πώς μία τέτοια συνάντηση επηρεάζει τη λογοτεχνική αξία του κειμένου. Στο
δοκίμιο του «Ποίηση και Φιλοσοφία», ο Τ.Σ. Έλιοτ υποστηρίζει ότι η «Θεία
Κωμωδία» του Δάντη περιέχει μία αυστηρή αντιστοίχιση με τη φιλοσοφία του Ακινάτη, όμως δεν είναι αυτή που κάνει
μεγάλο τον Δάντη, αλλά ούτε και μπορεί να παραγνωρισθεί ως συναίτιο του
μεγαλείου.
Πώς αναγνωρίζεται η επιρροή του φιλοσοφικού τρόπου σε ένα λογοτεχνικό
έργο; Τούτη έχει να κάνει με τη συνολική
αίσθηση που το έργο αποπνέει. Και οι δύο λέξεις εδώ, έχουν τη σημασία τους
: αίσθηση, μιας και περί λογοτεχνίας
μιλάμε, αλλά και κάτι εν τω συνόλω,
μια ευρύτητα, που μπορεί να αποσταχθεί ακόμα κι από ένα μεμονωμένο περιστατικό
ή βίωμα. Μία τέτοια συνολική αίσθηση αναγνωρίζουμε στο ποιητικό έργο του
Καβάφη, του Ελύτη, ή στα πεζά του Καζαντζάκη. Φυσικά, δεν είναι η φιλοσοφία
μονόδρομος για την απόκτηση μιας συνολικής αίσθησης, αλλά σε μερικές
περιπτώσεις είναι ανιχνεύσιμη η συμβολή της.
Όμως ως τι εκλαμβάνεται η φιλοσοφική έρευνα και ποια η σχέση της με μιαν
ευρύτητα στη θέαση του κόσμου; Το τι είναι η
φιλοσοφία το δείχνει η ιστορία της, δηλαδή τα έργα που τη σχημάτισαν ανά
τους αιώνες και αναγνωρίζονται σήμερα ως τέτοια. Στον δε παρόντα χρόνο ο
φιλοσοφικός τρόπος προσπαθεί να
οριοθετηθεί έναντι ποικίλων επιστημονικών πεδίων. Όχι τόσο ως προς τις αυστηρές
επιστήμες (υπό την έννοια των αυστηρών μεθοδολογικών εργαλείων, όπως η φυσική,
η βιολογία, η αστρονομία, κλπ.), αλλά κυρίως ως προς τις ανθρωπιστικές (όπως η κοινωνιολογία, η
ψυχολογία, η πολιτική επιστήμη, κλπ.). Ας ρισκάρουμε εδώ μία διατύπωση: η
φιλοσοφική έρευνα, συνδιαλεγόμενη με την ιστορία της και την εποχή της, ασχολείται με τέσσερα κεντρικά ερωτήματα: τι
γνωρίζω, τι είναι, τι πράττω, τι πράττουμε. Τα τέσσερα ερωτήματα οδηγούν κατ’
αντιστοιχία στη γνωσιολογία, την οντολογία (ή
μεταφυσική, αν το «τι είναι» καταλήγει όχι μόνο σε ορατά, αλλά και
αόρατα τινά), στην ηθική και την πολιτική φιλοσοφία. Συνδυασμοί αυτών των
κεντρικών ερωτημάτων ή περαιτέρω διακλαδώσεις και εξειδικεύσεις διαμορφώνουν
πεδία όπως, για παράδειγμα, η φιλοσοφία της γλώσσας ή η αισθητική. Η διερεύνηση
των φιλοσοφικών ερωτημάτων μέσω μιας γεωμέτρησης ερωταπαντήσεων, υπόσχεται αφενός μια εποπτική θέα (εδώ έγκειται το συνολικόν του τρόπου), ενίοτε με
λυτρωτικές διαστάσεις, αφετέρου την παροχή κλειδιών passe-partout, ικανών να
ανοίξουν περισσότερες από μία πόρτες στην κατανόηση εαυτού και κόσμου.
Στο βιβλίο του «Φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία», ο Δημήτρης Κόκορης
απομονώνει σε έργα νεοελλήνων λογοτεχνών συγκεκριμένα, σα να λέμε, φιλοσοφικά πορίσματα: απόψεις φιλοσόφων, θέματα
μεταφυσικά, ηθικά ή πολιτικά. Δεν εξετάζει πώς συνδέονται οργανικά με ένα
λογοτεχνικό έργο (με την όποια συνολική του αίσθηση), αλλά κάνει κάτι αρκετά
ενδιαφέρον: εξετάζει πώς τα εκάστοτε φιλοσοφικά πορίσματα, εισερχόμενα στο λογοτεχνικό
κείμενο, αντανακλώνται στον ίδιο τον τρόπο των λέξεωνˑ όχι μόνο τι λένε αλλά και πώς το λένε,
δείχνοντας με ποιο τρόπο το ένα σμιλεύει το άλλο. Εδώ βρίσκεται και η
ιδιαιτερότητα του βιβλίου. Δεκαεννιά κεφάλαια το διαρθρώνουν: το πρώτο εκθέτει
τη μεθοδολογική προσέγγιση, δύο κεφάλαια αφιερώνονται στη νεοελληνική
πεζογραφία (ένα για τον Καζαντζάκη και ένα για το μοντέρνο ή μεταμοντέρνο
μυθιστόρημα), και τα υπόλοιπα αφορούν εν πολλοίς το έργο νεοελλήνων ποιητών του
εικοστού αιώνα. Παλαμάς, Καρυωτάκης, Παπατσώνης,
Καβάφης, Βρεττάκος, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος και Αναγνωστάκης σχηματίζουν εν
πολλοίς το πεδίο αναφοράς του βιβλίου.
Μία (δική μου) υπόθεση εργασίας
για την άνιση σχέση ποίησης και πεζογραφίας, ως προς τις διασταυρώσεις τους με
το φιλοσοφείν, ίσως έχει να κάνει με τα εκφραστικά μέσα του κάθε τρόπου. Ο λόγος
των ποιημάτων, όντας συμπυκνωμένος και εκτός της καθημερινής
γλωσσικής χρήσης, προσδοκά μια δραστικότητα μέσα από τη διασταύρωση με τη
φιλοσοφία, στην προσπάθειά του να αποτυπώσει μια αισθηματοποιημένη σχέση εαυτού
και κόσμου. Η πεζογραφία μοιάζει να έχει περισσότερη ερμηνευτική αυτάρκεια,
διαθέτοντας εκφραστικά μέσα όπως το πλάσιμο των χαρακτήρων, η απόδοση ενός
σκηνικού, και εντέλει ο ίδιος ο αφηγηματικός της τρόπος με την αιτιώδη συνάφεια
λέξεων και προτάσεων. Όμως τούτη η
υπόθεση εργασίας προσκρούει στα γραπτά του Τόμας Μαν, του Μούζιλ ή του Μπέκετ
(για να αναφέρουμε και την περίπτωση των θεατρικών έργων) .
Επιστρέφοντας στο βιβλίο, στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται ένα ποίημα του
Κώστα Καρυωτάκη και ένα του Μάρκου Αυγέρη τα οποία αναφέρονται στους πολιτικούς
στίχους της αμερικανίδας ποιήτριας Emma Lazarus, οι οποίο χαράχτηκαν στο Άγαλμα της Ελευθερίας των ΗΠΑ.
Και τα δύο ποιήματα, πολιτικά φορτισμένα και γραμμένα με διαφορά σαράντα χρόνων,
είναι «χτισμένα» πάνω σε κάτι επικαιρικό. Ο Κόκορης εδώ αναδεικνύει το
υπαρξιακό άνοιγμα του Καρυωτάκη μέσα από μια ρυθμική ιδιοτυπία, και την
αντιδιαστέλει με το άνευρο ποίημα του Αυγέρη.
Ας σταθούμε λίγο στις περιπτώσεις των Καβάφη, Ελύτη, και Σεφέρη. Το
δέκατο τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στον
Καβάφη, κι εξετάζεται (παράλληλα με τον Παπατσώνη) η θεώρηση του Καβάφη περί
φυλής και του «ένδοξού μας βυζαντινισμού». Θα είχε ενδιαφέρον η μελέτη εδώ να
ξανοιχτεί σε πιο φιλοσοφικά πεδία (και στην αντανάκλασή τους εντός των ποιημάτων,
όπως στην ειρωνική τους διάθεση), με αφετηρία την έξοχη μελέτη του Γιάννη Δάλλα,
για τις επιρροές που δέχτηκε ο ποιητής από το ρεύμα της δεύτερης σοφιστικής («Ο
Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική», εκδ. Στιγμή).
Στο δέκατο έβδομο κεφάλαιο αναδεικνύονται τεκμηριωμένα τα πυθαγόρεια
στοιχεία στο Μονόγραμμα του Ελύτη, ο ρόλος του αριθμού επτά, και οι
εξακτινώσεις της μεταφυσικής στον ποιητικό τρόπο και τις συναιρέσεις
παραδοσιακής μετρικής και ελεύθερου στίχου. Μια περαιτέρω εκδίπλωση της ούτως
καλούμενης ηλιοκεντρικής μεταφυσικής του Ελύτη θα ήταν ευχής έργον, σε συνάφεια
με πλατωνικές ή πλωτινικές επιδράσεις ή τη
σχέση του με νεώτερους φιλοσόφους όπως ο Μπασελάρ (π.χ. με το βιβλίο του «Η
ποιητική του χώρου», εκδ.Χατζηνικολή), τον οποίο ο Ελύτης αναφέρει σε ένα από τα
πρώτα του δοκίμια, το «Τέχνη-Τύχη-Τόλμη». Ευχής έργο θα ήταν επίσης μία
ευρύτερη αντιμετώπιση του Σεφέρη (και
όχι μόνο ως προς τον διάλογο με τον Τσάτσο για το ποιητικό έργο του Κάλβου), με
δεδομένο ότι ο Σεφέρης έχει δεχτεί επίδραση από δύο δυτικοευρωπαίους ποιητές με
έντονο φιλοσοφικό στίγμα: τον Βαλερύ (στα πρώιμα έργο του, όπως ο «Ερωτικός
Λόγος» και η «Στέρνα») και τον Έλιοτ
(στα μεταγενέστερα έργα του, στα οποία ανιχνεύεται η φιλοσοφική θεώρηση του
Έλιοτ για τον χρόνο και την πνευματικότητα).
Όπως επισημαίνει ο Κόκορης, είναι πολλές οι πτυχές της σχέσης
λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, μιας όντως
σύνθετης σχέσης. Είναι ευχάριστη έκπληξη ότι η φιλολογική κριτική κινείται προς
ένα τέτοιο απαιτητικό ερευνητικό πεδίο, ψηλαφώντας παράλληλα τη μαστοριά του στίχου.
Η πραγμάτευση σε κατά τόπους σημεία θα μπορούσε να είναι πιο φιλοσοφική, μα
ούτως ή άλλως δεν μοιάζει να είναι αυτή η στόχευση. Το συγκεκριμένο βιβλίο θεματοποιεί
και αναδεικνύει τη σχέση φιλοσοφίας και νεοελληνικής λογοτεχνίας, που αν μη τι
άλλο μπορεί να γονιμοποιήσει αναζητήσεις για μια νέα οργανικότητα στη σύγχρονη λογοτεχνική
δημιουργία, μακριά από τον χαμηλόφωνο και αυτοαναφορικό μηρυκασμό ή μιαν άμορφη
στιχουργική. Υπενθυμίζει την κρισιμότητα του τι εντέλει λέει ένα λογοτεχνικό
κείμενο και πώς αυτό διαθλάται αξεδιάλυτα στον τρόπο των λέξεών του. Ή αλλιώς, στη
μαγεία του.
Ο Πέτρος Πολυμένης είναι συγγραφέας και δρ Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου