28/2/16

Αφήγηση με φρενήρες τέμπο

ΤΗΣ ΜΑΓΙΑΣ ΣΤΑΓΚΑΛΗ

ΤΖΕΙΜΣ ΕΛΛΡΟΫ, Τα Σκοτάδια μου, μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης, εκδόσεις Άγρα, σελ. 529                                                                                      
    walk on the wild side
                                                                                                                          Lou Reed
                                                                                           Τη μισούσα και την ποθούσα
                                                                                            και ύστερα πέθανε.
                                                                                                                   Από το βιβλίο

“Οι νεκροί ανήκουν στους ζωντανούς που τους διεκδικούν με τη μεγαλύτερη εμμονή”, σελ. 490. Αυτό είναι ίσως το κέντρο έλξης του αυτοβιογραφικού αυτού βιβλίου. Ο Τζέιμς Ελλρόυ στα Σκοτάδια μου διερευνά και καταθέτει με προκλητική ειλικρίνεια την εμμονή του για τη δική του νεκρή: τη μητέρα του. Εμμονή που θα διαμορφώσει ολόκληρο το έργο του. Η Τζην Ελλρόυ, θύμα ανεξιχνίαστης δολοφονίας, βρέθηκε στραγγαλισμένη, μισόγυμνη και πεταμένη στην άκρη του δρόμου σ’ ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Λος Αντζελες όταν ο Ελλρόυ ήταν δέκα ετών.
Ο Τζέιμς Ελλρόυ γεννήθηκε  το 1948 στο L.A. Οι γονείς του ήταν δύο φτηνά αστέρια  χωρίς προοπτική, με πολύ ωραία εμφάνιση. Ο πατέρας του, ήταν παιδί ορφανοτροφείου, λογιστής χωρίς δίπλωμα, παρατρεχάμενος για μερικά χρόνια της Ρίτα Χέηγουορθ, όμορφος, μάγκας και αδύναμος. Η μητέρα του, ήταν μια κοπέλα αγροτικής οικογένειας του Ουισκόνσιν. Οι σπουδές νοσοκόμας ήταν η ευκαιρία της να εγκαταλείψει  οικογένεια  και  πόλη.
Ήταν μια δυναμική, εντυπωσιακά ωραία κοκκινομάλλα, ο τύπος της μοιραίας γυναίκας των αντρικών φαντασιώσεων. Η Τζην Ελλρόυ, επαγγελματικά συνεπής -σε αντίθεση με τον άντρα της- ακροβατούσε   μεταξύ καθωσπρεπισμού και απόδρασης. Οι άντρες, το αλκοόλ,  και η προσπάθεια της να ανταποκριθεί στο γονεϊκό ρόλο χαρακτήριζαν  τη ζωή της.
Το οικογενειακό πλαίσιο του μικρού Ελλρόυ είναι προβληματικό από την αρχή καθώς μεγαλώνει μέσα στην καθημερινή, σκληρή κόντρα των γονιών του. Στο παιχνίδι αλληλοϋπονόμευσης  μεταξύ των δυο γονέων η Τζην χάνει την εκτίμηση του γιου της.  Άρχισα να τη μισώ για να αποδείξω την αγάπη μου για τον πατέρα μου (σελ. 128). Μετά το αναπόφευκτο διαζύγιο  ακολουθεί τη μητέρα του ενάντια  στη δική του  επιθυμία.

Στις 22 Ιουνίου του 1958 η Τζην Χίλλικερ Ελλρόυ βρίσκεται δολοφονημένη. Η δύσκολη παιδική ηλικία του Τζέιμς περνάει στη φάση της διάλυσης και της φρίκης. Ο πατέρας του αποδεικνύεται εντελώς ακατάλληλος στο ρόλο του γονιού. Ήμασταν φτωχοί. Το διαμέρισμα μας βρωμούσε από τα σκατά του σκύλου. …Φορούσα άθλια ρούχα. Ο πατέρας μου μονολογούσε στην τηλεόραση κι έλεγε στους εκφωνητές «άντε γαμήσου» και» «πάρε μου μια πίπα». Κυκλοφορούσαμε με τα εσώρουχα μας και ήμασταν  συνδρομητές σε περιοδικά με γυμνές. Το σκυλί μας μας  δάγκωνε καμιά φορά. Ήμουν μόνος, δεν είχα φίλους. Είχα μια αίσθηση ότι η ζωή μου δεν ήταν και πολύ σωστή. Ήξερα όμως πράγματα. Και πράγματι ξέρει. Διαβάζει με μανία ιστορίες με φόνους γυναικών από τα αστυνομικά αρχεία  που δημοσιεύονται στο Σήμα, έντυπο που υμνεί την αστυνομία του L.A. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στη Μαύρη Ντάλια ή Ελίζαμπεθ Σορτ. (Πολύ αργότερα θα της αφιερώσει το πρώτο βιβλίο της τετραλογίας του L.A.). Η δολοφονία της (1947), τον καθηλώνει. Είναι  έντεκα ετών όταν κάνει έρευνα στη δημόσια βιβλιοθήκη και μαθαίνει τα πάντα για τη ζωή και το θάνατό της, στην φαντασία του είναι το alter ego της μητέρας του. Κατατρύχεται από φαντασιώσεις τη μέρα και εφιάλτες τη νύχτα. Στις 22 Ιουνίου του ΄58 η άβυσσος κοίταξε τον Τζέημς, οι τρομακτικές φαντασιώσεις του με την Ελίζαμπεθ του επιτρέπουν  να  την κοιτάξει και αυτός.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο, με ύφος αστυνομικού ρεπορτάζ, έχουμε την αποστασιοποιημένη περιγραφή των γεγονότων και της έρευνας που ακολούθησε. Αστυνομικές εκθέσεις και ανακοινώσεις, ανακρίσεις υπόπτων, καταθέσεις μαρτύρων, πληροφορίες και αναφορές ημίτρελων.  Στο δεύτερο μέρος  παρακολουθούμε τον συγγραφέα στη δική του εποχή στην Κόλαση. Το χρονικό μιας ιδεοληπτικής, παραβατικής και  αυτοκαταστροφικής εφηβείας, η απάντηση ενός μοναχικού παιδιού στην απώλεια καθώς  βυθίζεται στις μακάβριες εμμονές του: Ήμουν 13 ετών. Οι νεκρές γυναίκες με κατείχαν σελ. 166. Την ιδεοληψία συνοδεύουν οι διαρρήξεις το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και οι προκλητικές ακροδεξιές κορώνες. Όλα αυτά σε μια περίοδο που κατά διαστήματα  ζει στο δρόμο.
Στο τρίτο μέρος ο συγγραφέας, περίπου 30 χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του, και όταν η μετάλλαξη από εν δυνάμει εγκληματία σε συγγραφέα  έχει ολοκληρωθεί πια από καιρό,   ανοίγει και πάλι το φάκελο της δολοφονίας της. Εκτελεί χρέη ντετέκτιβ μαζί με έναν έντιμο και συγκροτημένο μπάτσο. Εντοπίζουν παλιούς μάρτυρες, συλλέγουν πληροφορίες, συγκρίνουν στοιχεία. Έχουμε έναν  καταιγισμό δεδομένων που απαιτεί την υπομονή και την εγρήγορση του αναγνώστη. Εικασίες για την νύχτα της δολοφονίας, παραλλαγές  πάνω στο ίδιο θέμα, σενάρια που δεν καταλήγουν πουθενά. Ο φρενήρης ρυθμός του κειμένου καταδεικνύει την αγωνία του συγγραφέα, όχι να βρει το δολοφόνο αλλά να βρεθεί ο ίδιος στον τόπο του εγκλήματος  μαζί με τη μητέρα του   σε μια ύστατη συνάντηση. Υπάρχει ακόμη  η  εμμονική  καταγραφή ενός μεγάλου αριθμού υποθέσεων δολοφονημένων γυναικών, ένας φόρος τιμής του Ελλρόυ στη στρατιά των χαμένων που ανήκει και η δική του Τζην…
Στο τέταρτο κεφάλαιο η αναδρομή στο παρελθόν οδηγεί τον συγγραφέα στη γενέτειρα της μητέρας του. Δίνονται οικογενειακές πληροφορίες και η πορεία της Τζην από το Ουισκόνσιν στο L.A. Η ανάκτηση της μητέρας απαιτεί ένα βεβηλωμένο σώμα, ένα πεταμένο, πεθαμένο πράγμα στην άκρη του δρόμου να αποκτήσει  υπόσταση μέσω της ιστορικότητας του. 
Όλο το βιβλίο το διατρέχει ένας παθολογικός τόνος που καταργεί κάθε αίσθηση αρμονίας και τάξης. Από την αρχή έως το τέλος του κειμένου ηχεί ακατάπαυστα το φρενήρες τέμπο μιας σκληρής σύνθεσης . Ο Ελλρόυ με γλώσσα παροξυσμού εκθέτει τον εαυτό του καθημαγμένο από τις εμμονές, χαμένο σε μια περιπλάνηση, με αφετηρία το τραύμα, σε απαγορευμένες ζώνες όπως ο φόνος, η αιμομιξία, η ηδονή της βίας. Με την καταγραφή αυτής της  περιπλάνησης ο Ελλρόυ μετατρέπει το σκοτεινό του ταξίδι σε διαδρομή προς τα μέσα, σε διερεύνηση της απώλειας  και σε αναζήτηση μιας εσωτερικής συνάντησης με τη μητέρα. Μέσα από την επιθετική, κυνική γραφή του με τις μικρές κοφτές προτάσεις  που θυμίζουν το συγκοπτόμενο ρυθμό της Τζαζ, με μια γλώσσα που εκφράζει τον πόνο χωρίς να τον λέει, παρακολουθείς τη γέννηση ενός συγγραφέα, κάποιου εν προκειμένω που μετουσιώνει  τον τρόμο, τη θλίψη και τις πεισιθάνατες εμμονές  που τρώνε το μυαλό του, στη στιλπνή μαύρη ύλη που τροφοδοτεί την πολυπλοκότητα του έργου του και τις τραγικές εσωτερικές αντιφάσεις των χαρακτήρων του.

Η Μάγια Στάγκαλη εργάζεται στην Αυγή

Frederique Loutz, Χωρίς Τίτλο, 2005, μικτή τεχνική σε χαρτί, 152 x 132 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: