ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Viola Głowacka, Rich Bitch V, 2915, ακρυλικό σε καμβά, 135 x 175 εκ. |
ΜΟΝΙΚΑ ΣΑΒΟΥΛΕΣΚΟΥ-ΒΟΥΔΟΥΡΗ, Οι κόρες Νίκα, μτφρ. Ευγενία Τσελέντη
και Συλβάνα Δεπούντη, Εκδόσεις Καλέντης, σελ. 435
Τα Βαλκάνια δεν έμειναν ποτέ
ανεπηρέαστα από τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, ιδίως λόγω της γειτνίασής
τους με την εγγύς Ανατολή. Από τον 15ο αιώνα και με την κυριαρχία
των Οθωμανών, μπορεί να έμειναν στο περιθώριο της εξέλιξης που είχε η Δύση
βγαίνοντας από τον Μεσαίωνα, υπήρξαν όμως και τότε και αργότερα ένα τεράστιο
χωνευτήρι λαών όπως και αναρίθμητων θρησκευτικών ή εθνοτικών μειονοτήτων. Καθώς
δεν υπήρχαν εσωτερικά σύνορα, όπως συμβαίνει πάντοτε στις εκτεταμένες
αυτοκρατορίες, οι μετακινήσεις ήταν δύσκολο να ελεγχθούν. Κι αυτό είναι κάτι
που το γνωρίζουμε επίσης από τη δική μας ιστορία, αφού για ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα, από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του
20ού, το οικονομικά ακμαιότερο κομμάτι του ελληνισμού ήταν ο περιφερειακός,
ιδιαίτερα οι παροικίες που ήταν εγκατεστημένες στο τόξο από τη βορειοανατολική
Αφρική ως την Κωνσταντινούπολη και τις παλιές παραδουνάβιες ηγεμονίες, με
πόλεις-σταθμούς όπως η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Βάρνα, ο Πύργος, το Πλοέστι, το
Βουκουρέστι. Εκεί αναπτύχθηκε μια εμπορευματική αστική τάξη που όμως δεν
κατόρθωσε να επιβιώσει όταν μετεγκαταστάθηκε στο μητροπολιτικό κέντρο, ίσως
επειδή ο μεταπρατικός της χαρακτήρας ήταν ισχυρότερος από άλλων χωρών. Συνεπώς,
το μυθιστόρημα της Μόνικας Βουδούρη (γ. 1942), Οι κόρες Νίκα, δεν μας πηγαίνει σε άγνωστα νερά, για έναν σχετικό
με τα πιο πάνω λόγο: το μεγαλύτερο μέρος του έχει ως προσκήνιό του τη γενέτειρά
της Ρουμανία. Με την ευκαιρία θυμόμαστε ότι στη Βράιλα της Ρουμανίας γεννήθηκε
ο Ανδρέας Εμπειρίκος, έχοντας αναπαραστήσει τις πρώιμες από εκεί αναμνήσεις του
σ’ ένα έξοχο λυρικό πεζό, συγκεντρωμένο στα Γραπτά
ή προσωπική μυθολογία, αλλά και ότι η Ρουμανία, επίσης, έχει προσφέρει ένα
από τα μυθιστορηματικά πεδία για τις αλληλένδετες μυθοπλασίες που έγραψε ο
Νίκος Θεμέλης (1947-2011), όταν θέλησε να δείξει με λογοτεχνικά μέσα την πορεία
της ανόδου, του θριάμβου αλλά και της πτώσης της ελληνικής αστικής τάξης, όπως
και το ανολοκλήρωτο της πολιτισμικής παιδείας που αυτή δημιούργησε από τον 18ο
αιώνα και εφεξής.
Οι κόρες Νίκα εκδόθηκαν στα ρουμανικά το 2011 και τώρα αποδόθηκαν με
κέφι, ακρίβεια αλλά και ευαισθησία από τις δύο μεταφράστριες - υπογραμμίζω το
«ακρίβεια» και «ευαισθησία», διότι το μυθιστόρημα της Βουδούρη έχει μερικές
δυσκολίες στη μεταφορά ιστορικών αναφορών και αρκετών πραγματολογικών δεδομένων
που έπρεπε να διατηρηθούν. Προπάντων όμως η βασική του αφηγηματική γραμμή έχει
ένα ιδιόμορφο μετασχηματιζόμενο ύφος που συνδυάζει διαρκώς το ρεαλιστικό με το
ποιητικό, περνώντας ακατάπαυστα από τη θέση του πανταχού παρόντος και αθέατου
αφηγητή στη θέση της Ντάρια, της περσόνας που σε σημαντικό βαθμό αντιπροσωπεύει
την ίδια τη συγγραφέα στη μυθοπλασία. Το εν μέρει αυτοβιογραφικό στοιχείο της
Μόνικας Βουδούρη δεν το συναντούμε μόνο εδώ∙ αν ο αναγνώστης έχει ήδη διαβάσει
και το προηγούμενο πεζό της στα ελληνικά, το Πατέρα, είμαστε υπνοβάτες (2010), γνωρίζει ότι και εκεί εμφανίζεται
η μορφή του γιατρού Βασάλιε Βέιζα, θετού πατέρα της, με τον λενινιστικό
ιδεαλισμό του οποίου συγκρούεται κάποια στιγμή η κόρη του, όταν αποφασίζει να
το σκάσει από τη χώρα. Αλλά επίσης ότι
και στα δύο βιβλία εμφανίζονται οι ίδιοι συντοπίτες, η ίδια μικρή επαρχιακή πόλη
στα Δυτικά Καρπάθια, με το νοσοκομείο της να δεσπόζει στην κορυφή ενός λόφου, ο
ίδιος φωτισμένος δάσκαλος Πίντσου, η ίδια βαριά εποχή που καθορίστηκε στα
βαλκανικά μεταπολεμικά καθεστώτα από το σταλινικό πρότυπο. Σε γενικές πάντως γραμμές, Οι κόρες Νίκα είναι ένα πολυμορφικό
βιβλίο που παρακολουθεί και ιστοριογραφεί τη δημιουργία και την εξέλιξη πέντε
οικογενειών που η αρχική τους φύτρα ήταν ελληνική. Πώς, κάτω από ποιές συνθήκες
εγκαταστάθηκαν, διακλαδώθηκαν και απλώθηκαν, ποιά ήταν η όντως περιπετειώδης,
μυθιστορηματική τύχη ορισμένων από τα μέλη του σογιού σε μια χρονική εξέλιξη
εκατό και πλέον ετών. Στην οικογενειακή αυτή σάγκα, η αρχική μήτρα είναι το
ζευγάρι, Φίλιππου και Δάφνης Νίκα, Ηπειρωτών στην καταγωγή. Ο Φίλιππος «είχε
έρθει στη Ρουμανία νέος και ολομόναχος. Με μια ομάδα από χτίστες και
αγιογράφους από την Ήπειρο. Τους συνταξιδιώτες του τους είχε συναντήσει στην
Κόνιτσα, μια μέρα πανηγυριού. Οι περισσότεροι ήταν από τα χωριά πέρα από το
βουνό, από τα Ζαγοροχώρια [...] Κατσάρωσαν σε σκαλιά σκαμμένα από ανθρώπους τις
οροσειρές εδώ κι αιώνες [...] Με ένα τέτοιο καραβάνι ξεκίνησαν τα παλικάρια για
τη Βλαχία» (σ. 77).
Ωστόσο, ανατρέχοντας στη γενεαλογία
των Νίκα, η συγγραφέας εστιάζεται σχεδόν μονομερώς στα μέλη της οικογένειας, αφηγείται ως επί το
πλείστον μέσα από το γυναικείο βλέμμα, περνάει από τις θυγατέρες του Φίλιππου
στις εγγονές και στις δισεγγονές, πράγμα που σημαίνει ότι τα μυθιστορηματικά
οδόσημα είναι οι γυναίκες, για τις δικές τους ταυτότητες νοιάζεται πρώτ΄ απ΄ όλα,
ενώ τα πρόσωπα των ανδρών έχουν απλώς θέση καταλύτη, τυχαίνει ορισμενα από αυτά
να είναι μοιραία για τις τύχες των γυναικών. Υπάρχει δηλαδή μια έμφυλη
αντιστροφή του γυναικείου και του ανδρικού ρόλου, σε σχέση με ό,τι συνέβαινε
στην παλαιότερη μυθιστοριογραφία. Οι άντρες είναι πιο ευάλωτοι, γενικώς∙ πολλοί
εξαφανίζονται, αφήνοντας πίσω τους υποχρεώσεις και παιδιά, άλλοι σκοτώνονται
καθώς μπλέκουν με τις αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και τους πολέμους των Βαλκανίων,
άλλοι πεθαίνουν από τις κακουχίες. Σ’ ένα βιβλίο 435 σελίδων όπως αυτό, ακόμα
και η πιο απλή μνεία των μελών που αποτελούν τους αναρίθμητους κλάδους της
οικογένειας Νίκα είναι ικανή για να φτιαχτεί ένα πυκνό στο
φύλλωμά του γενεαλογικό δέντρο. Και ο πληθυσμός αυτός μεγαλώνει ακόμα
περισσότερο όσο περνούν τα χρόνια, και από τη σφαίρα των πρώιμων αναμνήσεων και
του θρύλου περνάμε στο πεδίο των άμεσων βιωμάτων.
Ή, αλλιώς, από την σε κάποιο βαθμό
παραμυθητική αφήγηση περνάμε στην αφήγηση που είναι στηριγμένη στη ζωή της
Ντάρια, μετά την φυγή της από τη Ρουμανία του Τσαουσέσκου: στην εγκατάστασή της
στην Ολλανδία και από εκεί στις εμπειρίες των επαγγελματικών ταξιδιών της σ’ όλο
τον πλανήτη. Με τις περιπλανήσεις της αυτές προστίθεται ένα πολυποίκιλο,
πολυεθνοτικό, πολυφυλετικό άλμπουμ συναντήσεων και γνωριμιών, ένας οριζόντιος,
παγκόσμιος χάρτης που όμως, σε σύγκριση με τον κόσμο της γενέτειράς της,
μοιάζει -όπως είναι μοιραίο- να χάνει σε ψυχικό βάθος ό,τι κερδίζει σε
γεωγραφική έκταση. Δεν είναι τυχαίο ότι η παρελθοντική αφήγηση της ζωής στη
Ρουμανία είναι πιο αργή ως προς το χρόνο της, πιο αναλυτική, ενώ η μετέπειτα
πιο γρήγορη, πιο αγχώδης και με την ριψοκίνδυνη για τη συγγραφέα επιθυμία να
είναι πιο «αντικειμενική»!
Οι κόρες Νίκα, με την κατάβαση της αφηγήτριας στις ρίζες της
οικογένειάς της, κατάβαση που ούτως ή άλλως δεν είναι βασισμένη εξ ολοκλήρου
στα βιωματικά αποθέματα της Ντάρια, αφού επιπλέον στηρίζεται σε ενδελεχή
αρχειακή έρευνα και σε φωτογραφικά ή άλλα τεκμήρια εγγράφων με τα οποία
ανασυστήνεται η εποχή και η ιστορία της, είναι μια κατάβαση αυτογνωσίας. Για να μάθει καλύτερα ή να
ξαναμάθει ποιά είναι, από πού προέρχεται, ποιά πρόσωπα καθόρισαν τον τωρινό της
εαυτό, αναγκάζεται και κάνει αντίστροφα μια πορεία προς τις γενεαλογικές της
πηγές. Περνάει, όπως σε φιλμ που γυρίζει ανάποδα, από πρόσωπα, γεγονότα και εποχές
που επηρέασαν, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει, την ταυτότητά της. Όχι ότι και τώρα
δεν υπάρχουν κενά σ’ αυτή τη σύνδεση με το παρελθόν, αλλά τα κενά ανέλαβε να τα
συμπληρώσει για τις ανάγκες της αφήγησης η μυθιστορηματική φαντασία. Η
επινοητική ικανότητα της Βουδούρη πράγματι καταφέρνει σε γενικές γραμμές να
αναπαραστήσει ζωντανά, ένα και μισό περίπου αιώνα από τότε που εγκαταστάθηκε ο
γενάρχης Φίλιππος στη Ρουμανία. Οι ενδυμασίες, λ.χ., τα χρώματα, τα είδη των
υφασμάτων, τα σχέδια και η διακόσμησή τους, περιγράφονται σύμφωνα με στοιχεία
λαογραφικών καταγραφών, όπως επίσης τα ήθη, οι μόδες στην εμφάνιση και στην
κόμμωση, ανδρών και γυναικών, έχουν πηγές τους φωτογραφικό υλικό και
δημοσιεύσεις παλαιών εφημερίδων, ενώ στα μέρη της χρονικογραφικής αφήγησης γεγονότων από τις
αρχές του 20ού αιώνα ή πιο πριν πολλές φορές είναι ενσωματωμένοι
στίχοι λαϊκών ή άλλων τραγουδιών, τοπικοί ιδιωματισμοί και ανάλογες
εκφράσεις.
Έτσι, Οι κόρες Νίκα συνιστούν ένα κράμα παραμυθιού, ιστορικού χρονικού,
ταξιδιωτικού ρεπορτάζ αλλά και αποδελτίωσης, βασισμένης σε αρχειακή έρευνα.
Διατηρώ ωστόσο μια επιφύλαξη για το πώς χωνεύονται όλα αυτά σ’ ένα
πολυαφηγηματικό μυθιστόρημα όπως αυτό. Νομίζω ότι ιδίως στα μέρη όπου αφήνεται
ελεύθερος ο πλάγιος λόγος και ενσωματώνει μέσα του όλους τους άλλους λόγους,
αυτή η σύμμειξη έχει ευτυχή αποτελέσματα, αλλού όμως, κυρίως στους διαλόγους,
υπάρχει ένα πρόβλημα, καθώς τα πρόσωπα μιλούν μεταξύ τους αρκετά αφύσικα, σαν
να διαβάζουν ένα κείμενο που έχουν μπροστά τους. Κατά τα λοιπά, αν και
ευπρόσιτο ως εξιστόρηση, το βιβλίο της Βουδούρη έχει μια επιπλέον δυσκολία λόγω
της πολυθρυμματισμένης του σύνθεσης. Δεν είναι μόνο ότι ακολουθεί διαρκώς μια
παλίνδρομη κίνηση, πηγαίνοντας μπρος πίσω στο χρόνο με εσκεμμένη ακαταστασία, από τον 21ο αιώνα στον 19ο
κι από εκεί στον 20ό, αλλά ακολουθεί και μια άλλη κίνηση εναλλαγής
των επιπέδων αφήγησης: από τη ρεαλιστική αναπαράσταση πηγαίνει, πλαγιογράμματα,
στην ποιητική ρευστότητα, και από την οριζόντια περιγραφή στην κάθετη, ψυχική
εστίαση. Όλα αυτά εξυπακούεται ότι ζητούν το «δόσιμο» του αναγνώστη, αλλά αυξάνουν ταυτόχρονα, τουλάχιστον σε πολλά
μέρη του, και τη γοητεία του βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου