28/2/16

Ιδεολογία και αισθητική στους αριστερούς καλλιτέχνες του Μεταπολέμου (2)

Το παράδειγμα της χαρακτικής του Τάσσου

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
  
Η «Ρωμιοσύνη»

«Η Ρωμιοσύνη βγήκε από το Βυζάντιο ή, για να πούμε καλύτερα, το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια του στάθηκε η ίδια η Ρωμιοσύνη», έγραφε ο Φώτης Κόντογλου στην Πονεμένη Ρωμιοσύνη του. «Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να ’τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθειά επειδής ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι από τη δόξα κι από τη χαρά κι από κάθε τι. Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθιά τον χαρακτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που εξαγοράζουνε κάθε ώρα τη ζωής τους με αίμα και μ’ αγωνία, πλουτίζονται με πνευματικές χαρές που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί»[1]. Δεν θα μπορούσαν αυτές οι φράσεις να περιγράψουν τις μετά το 1960 μορφές του Τάσσου;
Η Ρωμιοσύνη εδώ αποτελεί ένα ιδιαίτερο προϊόν μιας σύνθεσης του εθνικού με το λαϊκό, που συναντιούνται στα βυζαντινότροπα ιδιώματα. Την «ιδεαλιστική επιμήκυνση των μορφών κι ένα σχέδιο με βυζαντινή εικονογραφική προέλευση»[2] συναντούμε στις μνημειακές συνθέσεις του Τάσσου.
Ο Ρωμιός του Κόντογλου βρίσκεται εγγύτερα στον τρόπο που συγκρότησε την υποκειμενικότητά της η πατριωτική αριστερά. Ποιος είναι αυτός ο Ρωμιός; «Η φωνή του είναι οι μυριάδες φωνές. Είναι η βασανισμένη ελληνική φυλή που μιλά, κ’ η φωνή της είναι σαν τ’ αστροπελέκι, και χτυπά σαν φωτιά τους δυνατούς της γης, που είναι χοντροπετσιασμένοι από την καλοπέραση κι από την αναισθησία της τυραννίας, γυμνοί από κάθε ανθρωπιά, σε καιρό που αυτή η βασανισμένη Ρωμιοσύνη είναι στολισμένη με τη ματωμένη στολή της αφθαρσίας»[3].

Να τη, λοιπόν, η Ρωμιοσύνη «πετιέται» ματωμένη και βασανισμένη μεν, αλλά άφθαρτη δε, αθάνατη, ένα βαμπίρ που αναμένει την τελική κρίση. Κάτι, εννοείται, σωτηριολογικό και αποκαλυπτικό υπάρχει εδώ. Ένας κάποιος μεσσιανισμός. Ένα μαρτυρολόγιο συγκροτούν και οι ακίνητες μορφές του Τάσσου, τουλάχιστον σε αυτό το πλαίσιο της αναθεώρησης της μνήμης και του ιστορικού παρελθόντος. «Στα έργα μου υπάρχει η ανθρώπινη οδύνη, αλλά και η αποφασιστικότητα» σημειώνει ο ίδιος. «Οι άνθρωποι που κινούνται μέσα στα έργα μου, σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας. Αλλά είναι τόσο αλύγιστοι εκφραστικά, που δεν μπορούν παρά να μένουν όρθιοι ως το τέλος. Όρθιοι ακόμα και όταν πέφτουν. Αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμά μου»[4]. Ένδοξος θάνατος λοιπόν. Αλλά θάνατος. Στις πιο ακραίες εκφάνσεις του ο εθνικισμός είναι μπολιασμένος με την ρομαντική θανατοκουλτούρα: με τα κενοτάφια, με τις εκδηλώσεις για τους μάρτυρες που έθνους, την αυτοθυσία και τον ηρωικό θάνατο, με τις εθνικές επετείους πένθους, με ένα κοινό πένθος για ηρωικούς προγόνους που δεν γνωρίσαμε ποτέ, με ένα πένθος που συγκροτεί την κοινότητα. «Από τα βάθη μιας τρισχιλιόχρονης ιστορίας σε ατενίζουν οι πρόγονοί σου, οι ήρωες και οι μάρτυρες. Οι αγωνιστές του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, οι αγωνιστές του ’21, οι ήρωες των αλβανικών βουνών. Μην ντροπιάζεις την ιστορία σου και μην προδώσεις τον εαυτό σου», έγραφε ο Γληνός το 1942[5].
***
Πάνω σε αυτές τις ιδέες φαίνεται λοιπόν πως οργάνωσαν μεταπολεμικά, ήδη από τις απαρχές του εμφύλιου, αρκετοί «πατριώτες» αριστεροί την υποκειμενικότητά τους. Πάνω δηλαδή στην ήττα, την κατάθλιψη, το πένθος, τη θυματοποίηση, την απόγνωση και το μάταιο του αγώνα λόγω συνήθως αλλότριων –ξένων- επεμβάσεων ή των ύπουλων μεθόδων της άρχουσας τάξης, πάνω στην τραυματική μνήμη και όχι στην πολιτική διεκδίκηση. Αυτό υπήρξε πολλές φορές το προφίλ του κομμουνιστή, εκείνο του θύματος που αγωνίστηκε και θυσιάστηκε για το σύνολο, για το έθνος, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει τη θλιβερή για τη λαϊκή κοινότητα πραγματικότητα[6].
Σε όλα τα παραπάνω, ο εργάτης ως Μεσσίας, ο τιμωρός και ο οικοδόμος της νέας ζωής έχει εξαφανιστεί. Τη θέση του έχει πάρει ο λαός στο σύνολό του, ο οποίος όμως υπομένει και καρτερεί. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί, βέβαια, ελληνική ιδιαιτερότητα. Ένας κάποιος μεσσιανισμός κατατρέχει πολλές εκδοχές της διεθνούς αριστεράς. Κάποιες εκδοχές του ουτοπικού μαρξισμού είναι, ούτως ή άλλως, έμπλεες μιας εσχατολογίας, ενός λόγου που βλέπει ένα μελλοντικό τέλος στην αλλοτρίωση με την έλευση του κομμουνισμού, που βλέπει πως ο καπιταλισμός και ο πολιτισμός του είναι καταδικασμένοι να παρακμάσουν. Υπάρχει εδώ κάτι μη αναστρέψιμο, μια μη αναστρέψιμη χρονική ακολουθία, μια χριστιανικής προέλευσης αντίληψη ενός οριζόντια εκτεινόμενου χρόνου. Όσο πιο βαθιά είναι η παρακμή του αστικού και καπιταλιστικού κόσμου, τόσο πιο κοντά βρισκόμαστε στην ημέρα της τελικής Κρίσης.
Είναι γνωστές, επίσης, οι θέσεις τού Walter Benjamin για την ιστορία, για τον «αδύναμο μεσσιανισμό», που ο ίδιος διακρίνει από τον θρησκευτικό. Όπως ο Μεσσίας έρχεται στο τέλος, έτσι και η ιστορία, μέσα από την οποία θα πραγματοποιηθεί μια ανασκόπηση του παρελθόντος. Το καθήκον του ιστορικού για τον Benjamin είναι να διασώσει τους νεκρούς, τους ηττημένους, τους αδικημένους, τα θύματα, τους σκλαβωμένους προγόνους από τη λήθη. Μια ιστορία που διαβάζει το παρελθόν χωρίς να αναδεικνύει τις δυνατότητες ανατροπής, είναι για τον Benjamin μια ιστορία των ισχυρών. Το καθήκον του ιστορικού είναι, λοιπόν, η αναγνώριση και η Αποκατάσταση, μια έννοια με έντονες θεολογικές προεκτάσεις, μια έννοια που προσβλέπει στην επιστροφή στην προ της Πτώσεως συνθήκη.
Αυτά είναι λοιπόν τα υποκείμενα που εξεικονίζει ο Τάσσος στα μετά το 1960 έργα του. Τα υποκείμενα που αναμένουν την αποκατάστασή τους στο τέλος της ιστορίας. Αυτό δεν έχει έρθει ακόμα. Οι μορφές του Τάσσου αναμένουν την κρίση, έρχονται από το παρελθόν, δεν φαντάζονται καν το μέλλον τους, για αυτό ο καλλιτέχνης, και όχι μόνο αυτός, δεν μας δίνει καμία εικόνα, θετική ή αρνητική. Από τη νεότερη ελληνική τέχνη λείπουν οι αποκαλυπτικές εικόνες, λείπει η απεικόνιση της τελικής κρίσης. Λείπουν γενικότερα οι απεικονίσεις του μέλλοντος. Το μέλλον δεν αναπαρίσταται πουθενά.

***

Σε πολλές περιπτώσεις, τα γεγονότα που σημάδεψαν τη μεταπολίτευση έμοιαζαν με μια στιγμή κρίσης και δικαίωσης. Αυτό που ήρθε και επίσημα να προστεθεί στην ιστορία των προσωπικοτήτων, που με τις αποφάσεις τους ή με τις νίκες τους άλλαξαν τον ρου των πραγμάτων, είναι η παράλληλη ιστορία των αδικημένων σε αυτήν, είναι η ιστορία του λαού. Εδώ η παρουσία του λαού εκτιμάται ενεργητικότερη, ο λαός είναι αυτός που αντιστέκεται, είναι ο φορέας κάποιου «αντιστασιακού χαρακτήρα». Ο «αντιστασιακός χαρακτήρας» του Σβορώνου είναι έμφορτος με όσα σημάδεψαν και συνεχίζουν να σημαδεύουν τον τρόπο που γίνεται κατανοητή η ελληνική ιστορία σε πλατιά κοινωνικά στρώματα στην Ελλάδα, σε αυτό που κάπως αυθαίρετα ονομάζουμε «συλλογικό φαντασιακό». Συνοψίζει, για παράδειγμα, ζητήματα κέντρου και περιφέρειας, εθνικής συνείδησης και ολοκλήρωσης, πολιτικής ανεξαρτησίας, οικονομικής και πολιτισμικής αυτονόμησης, διαφύλαξης της ιδιαιτερότητας, που πραγματοποιείται μέσα μεν από την αφομοίωση ξένων επιδράσεων και στοιχείων αλλά, κυρίως, μέσα από την αντίσταση στον ξένο παράγοντα, στις σταθερές έξωθεν, «εξωελληνικές» τις ονομάζει ο Σβορώνος, παρεμβάσεις. Φορέας αυτής της αντίστασης και υποκείμενό της είναι ο λαός, που πήρε συλλογική μορφή για να οδηγήσει στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Ήδη από τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης ξεκίνησε η συζήτηση για την αναγνώριση, για την αποκατάσταση, της Εθνικής Αντίστασης. Έκτοτε, μια κάποια αντιστασιακότητα θα αποτελεί συχνά ένα από τα χαρακτηριστικά που οι ίδιοι οι έλληνες θα αποδίδουν στον εαυτό τους. Και η αισθητική του Τάσσου επιστρατεύτηκε στην εικονογράφηση της λαϊκής αντίστασης και της μνήμης της, μέχρι που ένα άλλο ισχυρό πολιτισμικό αφήγημα, αυτό του «εκσυγχρονισμού», ήρθε να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τις στάσεις αυτές.

***

Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ ακριβώς με μιαν αντιιστορία της φυλής, με την ανάδειξη μιας άλλης -παράλληλης- ιστορίας από την επίσημη, με μιαν ιστορία των ηττημένων, της εξορίας, των καταναγκασμών και της δουλείας, με μιαν αποκατάσταση μόνο, αλλά με μια νέα, επικαιροποιημένη σύνθεσή τους. Η ιστορική δυαδικότητα της κατανομής της κοινωνίας, η διάκριση ανάμεσα σε καλούς και κακούς, δίκαιους και άδικους, υποτακτικούς και αφέντες, κατακτημένους και κατακτητές, είναι αυτή που αποκαθίσταται και τους περιλαμβάνει όλους, λαό και ηγέτες. Εκφράζεται έτσι μια νέα ιστορική συνείδηση, μια εντελώς διαφορετική αντίληψη του χρόνου, στην οποία ο λαός καθίσταται το κυρίαρχο υποκείμενο, αυτή τη φορά με έναν περισσότερο ενεργητικό τρόπο.
Η ιστορικά αναδρομική αντιμετώπιση σπάνια λείπει από τις δυστοπικές αναπαραστάσεις της τέχνης στην Ελλάδα, η οποία ουδέποτε οδηγήθηκε σε ακραίες εκδηλώσεις μιας τέχνης «μετά το Άουσβιτς», μιας τέχνης μετά το απόλυτο κακό, όπως αυτές των αυστριακών, για παράδειγμα, αξιονιστών, του Sal, μιας τέχνης των αυτoμαστιγώσεων, των ακρωτηριασμών, των βασανισμών, των εκκρίσεων, των περιττωμάτων, της κοπροφιλίας και της κοπροφαγίας. Ο θεός και ο auteur σπάνια θυσιάστηκαν στο βωμό της αναδίπλωσης μιας πρωτοποριακής τέχνης στην Ελλάδα. Και ο Τάσσος ασφαλώς ουδέποτε υπήρξε ο δήμιός τους.

Ο Κώστας Χριστόπουλος είναι εικαστικός καλλιτέχνης


[1] Φώτης Κόντογλου, «Η ακατάλυτη ελληνική φύτρα», στο Η πονεμένη Ρωμιοσύνη, εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήνα 1963
[2] Βλ. Ελένη Βακαλό, Η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα (τόμος Γ’): Ο μύθος της ελληνικότητας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 56
[3] Κόντογλου, ό.π.
[4] Βλ. Τώνης Σπητέρης, Τρεις Αιώνες Νεοελληνικής Τέχνης 1660- 1967 (τόμος Γ’), εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1979, σ. 444
[5] Δημήτρης Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ, 1942
[6] «Η κομμουνιστική οπτική έτεινε να αντικατασταθεί με μία χριστιανικής έμπνευσης μαζοχιστική άποψη της θυσίας» σημειώνει ο Άκης Γαβριηλίδης. Βλ. Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού: Ρίτσος- Ελύτης- Θεοδωράκης- Σβορώνος, εκδ. futura, Αθήνα 2007. 

Α. Τάσσος, Οι γυναίκες (λεπτομέρεια Εμφυλίου Πολέμου), 1964, ξυλογραφία 77 x 58 εκ

Δεν υπάρχουν σχόλια: