ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΕΡΤΙΚΑ
STEFAN
ZWEIG, Μονταίνιος, μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, επίμετρο Π. Κ. Τσούκας,
εκδόσεις Άγρα, σελ. 208
Ο Στέφαν Τσβάιχ είναι
στενά συνδεδεμένος με τη μοίρα κοινωνικών νοοτροπιών και στρωμάτων μιας άλλης
εποχής, τόσο στην Ευρώπη μα και στην Αμερική. Στον απόηχο αυτής της εποχής και
σ’ ένα παρόμοιο πνεύμα, μια πληθώρα από νουβέλες και μελέτες του κατέκλυσαν την
ελληνική αγορά του βιβλίου κατά τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Κατ’ εξοχήν αναγνώστες του ο μικροαστικός
κόσμος των αστεακών κέντρων, στον οποίο ο Τσβάιχ δίχως άλλο ασκούσε -και ασκεί-
μια ακαταμάχητη γοητεία.
Το Αμόκ (που επανακυκλοφόρησε σε νέα μετάφραση) και οι 24 ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας ήσαν
δυο νουβέλες του Τσβάιχ σε εκδόσεις τσέπης που αποτυπώθηκαν σαν σήμα κατατεθέν αυτής
της εποχής. Ένας μικροαστικός κόσμος που προσπαθούσε να θάψει τις πληγές των
πολέμων, έβλεπε στην ελευθερία του ιδιωτικού βίου και στην αποθέωση του εγώ, που
απεικονίζει έντεχνα ο Τσβάιχ, μια πολυπόθητη καθημερινή ρουτίνα η οποία
διαρρηγνύεται από ξεσπάσματα πάθους. Οι λεπταίσθητες παρατηρήσεις του για
συμπεριφορές και αντιδράσεις του ατόμου κάτω από εξαιρετικές καταστάσεις παθών
είναι, πράγματι, η κορυφαία στιγμή της αφήγησης αυτού του κοσμοπολίτη συγγραφέα
και φίλου του Φρόυντ.
Ο λησμονημένος για αρκετές
δεκαετίες Τσβάιχ επανήλθε στο προσκήνιο με μια σειρά επανεκδόσεων στα τέλη του
εικοστού αιώνα, και βέβαια με την επιτυχημένη κινηματογραφική ταινία Ξενοδοχείο Grand Budapest, εμπνευσμένη
από τη βιογραφία του. Στο αναζωογονημένο ενδιαφέρον για το έργο του εντάσσονται
και οι νέες μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα, ανάμεσα στις οποίες και η (αμετάφραστη
ίσαμε σήμερα) βιογραφική μελέτη του Μονταίνιος.
Αναμφίβολα το φόρτε του
Τσβάιχ είναι οι βιογραφίες προσωπικοτήτων. Οι βιογραφίες του Τολστόι, του
Ντοστογιέφσκι, του Μπαλζάκ και της Μαρίας Στιούαρτ είναι μερικά από τα πιο
πολυδιαβασμένα βιβλία του. Ο Μονταίνιος
είναι η βιογραφία που έγραψε λίγο πριν την αυτοκτονία του στην Πετρούπολη της Βραζιλίας.
Ο Τσβάιχ «ανακαλύπτει» εκ νέου τον σπουδαίο αυτόν δοκιμιογράφο σε μια κρίσιμη
καμπή της ζωής του, και στον πυρήνα του έργου του βλέπει μιαν αδελφή ψυχή, έναν
συνοδοιπόρο που δίνει συμβουλές για να διασωθεί το πιο πολύτιμο περιουσιακό
στοιχείου του αστικού ατόμου, η εσωτερική ελευθερία. Ο Μονταίνιος, ο αστός-(τιτλούχος)αριστοκράτης
γίνεται για τον Τσβάιχ μια υποδειγματική φιγούρα που ο βίος της είναι
παράλληλος με τον δικό του. Πράγματι∙ ο Μονταίνιος ζει και αγωνίζεται
να διαφυλάξει έναν εντελώς δικό του τρόπο ζωής στη διάρκεια των θρησκευτικών
πολέμων, σε απόσταση από τους μείζονες πρωταγωνιστές του. Ο Τσβάιχ πάλι, από την πλευρά του, ζει ανάμεσα
στους δύο μεγάλους πολέμους σαν αστός-κοσμοπολίτης και μέλημά του είναι το
μείζον επίτευγμα του αστικού πολιτισμού: το άτομο καθώς διαλύεται εις τα εξ ων
συνετέθη, μέσα στις κοσμογονικές μεταβολές που συντελούνται ανεξάρτητα από το
ποιος θα είναι ο νικητής του πολέμου.
Οι αναγκαίες συμπτώσεις
των βίων είναι φανερές όπως τις απεικονίζει ο Τσβάιχ, -κανείς (τους) δεν μπορεί
να ξεφύγει από τους προκαθορισμούς της τάξης του(ς)- για να γίνουν και
παραδειγματικές όσον αφορά το ιδεώδες της προσωπικής ανεξαρτησίας ή αν θέλετε
του αστικού υποκειμένου: Η ανθρωπιστική παιδεία του Μονταίνιου και η εν γένει διαπαιδαγώγησή
του,
η εντός ορίων εκπλήρωση των συμβατικών
καθηκόντων για τη δημιουργία οικογένειας και, τέλος, η φροντίδα για την
περιουσία του οίκου του -μια και αποτελεί το υλικό υπόστρωμα της ανεξαρτησίας
του-, είναι τα υποχρεωτικά στάδια που πρέπει να διανύσει.
Από
κει και ύστερα θα δώσει προτεραιότητα στην απόλαυση της ανάγνωσης, μ’ εκείνη
την ερασιτεχνική προσέγγιση για την οποία το βιβλίο δεν είναι ένας
επαγγελματικός καταναγκασμός. Η μνήμη του είναι ασθενική, αλλά αντισταθμίζεται
από τη διεισδυτική παρατηρητικότητά του. Όταν αποφασίζει να γράψει, αρχίζει και
κρατά σημειώσεις από τα διαβάσματα ώστε να εμπλουτίσει με αναφορές τα δοκίμια
του, τα οποία του επιφυλάσσουν μια μοναδική θέση στο πάνθεον της διανόησης. Μα
ακόμη κι αυτό, που του χαρίζει την αθανασία, δεν γίνεται νεκρό βάρος για τη
φιλαυτία του. Μόλις εκδώσει τους τόμους των δοκιμίων του, αντί να σταθεί για ν’
απολαύσει την αίγλη της διασημότητας θα ταξιδέψει με την απαραίτητη συντροφιά
στους «must» τόπους της εποχής, χωρίς όμως ν’ ακολουθεί την πεπατημένη. Εν
συνεχεία, εκπληρώνει όσα δημόσια-πολιτικά καθήκοντα του επιβάλλονται, σαν έναν
καταναγκασμό από τον οποίο βιάζεται να διαφύγει. Και τέλος, για να συντομεύουμε,
ο αξιέραστος αυτός αριστοκράτης-διανοητής θα ζήσει το ειδύλλιο μιας σχέσης με
νεαρά ύπαρξη, γόνο καλής οικογενείας.
Τις
εξόφθαλμες ομοιότητες των βίων, οι οποίες έλκουν τον Τσβάιχ –και που εμείς
μπορούμε να τις διαπιστώσουμε χάρη στη φροντίδα του επιμελητή της έκδοσης Π.
Τσούκα- χωρίζει ωστόσο ένα μεγάλο χάσμα. Το εγώ του Μονταίνιου είναι απρόσβλητο
και πάντα σε απόσταση από τον εξωτερικό κόσμο. Ο ίδιος στα δοκίμια του
μερίμνησε να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για το επιτήδευμα της ζωής, για τη
θωράκιση της ατομικότητας από εκείνη την ευαισθησία που έχει ως αποτέλεσμα να συμπάσχεις
με τον άλλο. Αντίθετα, οι άμυνες του Τσβάιχ έχουν καταρρεύσει, μαζί με την
αποσύνθεση του κοινωνικού στρώματος στο οποίο ανήκει. Ο σκληρός πυρήνας του εγώ
εξατμίστηκε μέσα στον κοινωνικό αναβρασμό στοιχειακών δυνάμεων που εξαπολύθηκαν
με τον πόλεμο και τις ιδεολογίες της εποχής.
Στο
περιθώριο του συγγράμματός του για τον Μονταίνιο, ο Τσβάιχ θα δώσει το ζουμί
των όσων έμαθε από τον δάσκαλο: «Λίγο περισσότερος εγωισμός και λίγη έλλειψη
φαντασίας θα μου είχαν φανεί πολύ χρήσιμα όπλα στη ζωή μου». Οι ριζικές
κοινωνικές μεταβολές, που δηλώθηκαν με την κατίσχυση των κανιβαλικών μηχανισμών
στη δημόσια σφαίρα και τη συρρίκνωση του ιδιωτικού χώρου της ελευθερίας σε λίγα
τετραγωνικά μέτρα ενός διαμερίσματος, έκαμαν περιττό αλλά συνάμα πιο
συναρπαστικό τον τύπο του Τσβάιχ και ό,τι έχει να μας πει.
Ακόμη
και σήμερα, ή μάλλον πολύ περισσότερο σήμερα, το δύσβατο φαράγγι της ανεξαρτησίας
μαγνητίζει και μόνο στην ιδέα να το διαβείς. Η φιγούρα του ανέστιου
διανοούμενου εξάπτει τη φαντασία, αλλά ο Τσβάιχ μαζί με τον Μονταίνιο και μια πλειάδα
σπουδαίων διανοητών προειδοποιεί: Προσοχή! Μετά την είσοδο δεν υπάρχει έξοδος
κινδύνου.
Jessica Dickinson, Trace (Gave-/ Still), 2011- 2012, παστέλ και γραφίτης σε χαρτί, 116 x 92 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου