1/1/16

Ο κλέφτης των δοξαριών

ΔΙΗΓΗΜΑ

Arthur Ou, Untitled (Efke 6), 2012, δίπτυχο, 20 x 16 in. έκαστο


ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ

                                                           Στη Ν.

Η γενική πρόβα, κεκλεισμένων φυσικά των θυρών, είχε μόλις τελειώσει και είχε πάει πολύ καλά, το ένιωθε και ο ίδιος και το έβλεπε στα ευχαριστημένα πρόσωπα των μουσικών της ορχήστρας. Μάζευαν τα όργανά τους για να τα βάλουν στις θήκες τους, τακτοποιούσαν τις πάρτες τους στα αναλόγια ή τις δίπλωναν ήδη για να τις πάρουν μαζί τους, κάποιοι έπιναν νερό, μερικοί συνομιλούσαν και δυο-τρεις πρέπει και να αστειεύονταν, είδε αφηρημένα τα χαμόγελα τους και μετά άκουσε τα έστω και ελαφρά γέλια τους να σπάνε τη σιωπή της μεγάλης αίθουσας δοκιμών, κάπου εκεί δεξιά από τα πνευστά προέρχονταν, μάλλον η πρώτη τρομπέτα και το φαγκότο, πάντα είχε όρεξη για αστεία ο τρομπετίστας. Η συνηθισμένη ρουτίνα που ακολουθεί πάντα μια πρόβα, ειδικά αν αυτή είναι γενική και ενός αρκετά δύσκολου έργου όπως εκείνη τη φορά...
Μάζεψε προσεχτικά την δική του παρτιτούρα (ο ίδιος την είχε τυπώσει ελέγχοντάς την ξανά και ξανά για να αποφύγει ακόμα και το παραμικρό λάθος) και άρχισε να την διπλώνει για να την βάλει στην τσάντα του. Ένας μουσικός του είπε κάτι, εύθυμο επίσης, μάλλον κρίνοντας από τον τόνο της φωνής του, αλλά ήταν τόσο απορροφημένος στις σκέψεις του ώστε άκουσε μόνο τις δύο τελευταίες λέξεις. Λίγο ντροπιασμένος του ζήτησε συγγνώμη και τον παρακάλεσε να επαναλάβει, αλλά όταν του απάντησε το μυαλό του το απασχολούσαν ήδη αρκετά άλλα μα όχι αυτό που τον είχε ρωτήσει. Έβαλε την παρτιτούρα στην τσάντα του, φόρεσε το παλτό του, ευχήθηκε με δυνατή φωνή καλή Πρωτοχρονιά σε όλους, τουλάχιστον οι μισοί τού ανταπέδωσαν την ευχή ο ένας μετά τον άλλο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε από την αίθουσα των δοκιμών πριν από οποιονδήποτε άλλο. Δεν είχε άλλωστε τίποτα άλλο να κάνει πια σε αυτήν.

Το σπίτι του ήταν αρκετά κοντά και, όπως συνέβαινε τις περισσότερες φορές και ειδικά μετά από απογευματινές πρόβες, ούτε καν το σκέφτηκε πριν αρχίσει να βαδίζει προς την κατεύθυνσή του. Η τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου ήταν ωραία –τουλάχιστον για τα δικά του γούστα– για την εποχή, και το βράδυ της ακόμα καλύτερο, πολύ κρύα αλλά όχι παγωμένη και δίχως ίχνος σύννεφου να σκιάζει τον χειμωνιάτικο ουρανό που είχε αρχίσει ήδη να φωτίζεται από τα άστρα. Οποιαδήποτε άλλη νύχτα θα απολάμβανε την μουσική που στα αυτιά του συνέθετε ο ψυχρός δυνατός άνεμος  με τις διαδοχικές ριπές του, τις απρόσμενες  μετατροπίες της ανάλογα με τα εμπόδια που δεν άφηναν το φύσημα του να φτάσει στο βάθος του ορίζοντα όπως ήταν η φυσική του τάση και τα απρόσμενα ενορχηστρωτικά της ευρήματα καθώς περνούσε μέσα από τα λιγοστά, αραιά φυλλώματα τα οποία ο χειμώνας είχε αφήσει στα δέντρα του δρόμου προκαλώντας το θρόισμά τους. Ίσως μάλιστα και να προσπαθούσε να την χαρακτηρίσει ως είδος μα και υφολογικά∙ την τελευταία φορά που είχε περπατήσει τέτοια ώρα αυτή την διαδρομή, λίγες ημέρες πριν, είχε καταλήξει ότι ο άνεμος εκείνο το βράδυ έπαιζε ένα χαριτωμένο μινουέτο, μόνο λίγο πιο αργό από το συνηθισμένο, τόσο πολύ του άρεσε ώστε μέχρι να φτάσει στο σπίτι του παρατηρούσε πια δυο μεγάλα σύννεφα στον ουρανό καθώς του φαινόταν ότι προσπαθούσαν να λικνιστούν στον ρυθμό του.
Όχι όμως κι εκείνο το βράδυ και η αιτία δεν ήταν βέβαια ο ανέφελος ουρανός. Σχεδόν δεν είχε ακούσει καν την μουσική του ανέμου όταν ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε μέσα, τόσες πολλές, πυκνές και έντονες ήταν οι σκέψεις του. Έβγαλε το παλτό του, γέμισε μέχρι τη μέση ένα ποτήρι με την πρώτης ποιότητας βότκα που του είχε φέρει δώρο ο καλός Ρώσος συνάδελφος που είχε επισκεφθεί την χώρα του πριν από ένα μήνα για τον ίδιο λόγο που είχε πάει κι εκείνος στην δική του τον προηγούμενο χρόνο, «είναι αμαρτία να της βάλεις πάγο» του είχε πει γελώντας, άναψε τσιγάρο και πήγε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Άρχισε να πίνει αργά το ποτό του, ανάμεσα σε ρουφηξιές καπνού και κοιτάζοντας έξω.
Και όμως, δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, δεν θα έπρεπε καν να σκεφτόταν τίποτα εκείνη την στιγμή. Αυτό που θα συνέβαινε την επομένη το πρωί, σε λίγες ώρες, είχε ήδη συμβεί αρκετές φορές πριν γίνει αρχιμουσικός και στη συνέχεια καλλιτεχνικός διευθυντής του φημισμένου auditorium της πόλης του και ανελλιπώς στα δέκα χρόνια από τότε. Η καθιερωμένη συναυλία τού πρωινού της Πρωτοχρονιάς στην οποία θα διηύθυνε την άριστη συμφωνική ορχήστρα της πόλης και, από ένα σημείο και μετά και με επιμονή περισσότερο άλλων, πάντα με ένα δικό του και γραμμένο ειδικά για την περίσταση έργο. Γιατί ως συνθέτης είχε αναγνωριστεί πολύ πριν συμβεί το ίδιο και σαν μαέστρος, και αυτό ήταν που πάντα τον ενδιέφερε περισσότερο, για αυτό είχε γίνει μουσικός και δεν θα εγκατέλειπε την δημιουργία ούτε για να ανέβει στο διασημότερο και πλέον ακριβοπληρωμένο πόντιουμ του κόσμου.
Υπήρχε όμως ένα θέμα στο auditorium της πόλης όταν έπαιζε εκεί η συμφωνική ή όποια άλλη εγχώρια ορχήστρα ή μικρότερο σχήμα, θέμα που δεν αντιμετώπιζαν οπουδήποτε αλλού και αν έπαιζαν. Ένα θέμα που ακόμα και το μουσόφιλο κοινό είχε αρχίσει να παρατηρεί και να αντιλαμβάνεται τις συνέπειές του ενώ οι ίδιοι οι μουσικοί που το βίωναν από μέσα όχι μόνο δεινοπαθούσαν και αγανακτούσαν εξαιτίας του αλλά και ήξεραν πολύ καλά ότι είχε φτάσει στα όρια αστυνομικού μυστηρίου, αν δεν ήταν ήδη τέτοιο.
Το auditorium είχε ιδρυθεί από έναν σπουδαίο μαέστρο και συνθέτη της πόλης με διεθνή καριέρα ο οποίος, μην έχοντας παιδιά, πριν ακόμα αποσυρθεί άρχισε να διαθέτει τα καθόλου ευκαταφρόνητα έσοδα από την δουλειά του σε αυτόν αποκλειστικά τον σκοπό. Και πραγματικά, μέσα σε τρία χρόνια, ήταν έτοιμο ένα κτίριο όχι μόνο κόσμημα αισθητικής εξωτερικά αλλά και τόσο οργανωμένο από κάθε πλευρά εσωτερικά ώστε να λειτουργεί υποδειγματικά ως αυτό και μόνο για το οποίο χτίστηκε, ένας ιδανικός χώρος για να παίζεται ζωντανά μουσική. Ο ιδρυτής του μάλιστα συνέχισε να διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του σε αυτό για να εξασφαλίσει ότι θα συνέχιζε με τον ίδιο τρόπο. Και όλοι γνώριζαν ότι στην διαθήκη που είχε ήδη κάνει άφηνε την αρκετά μεγάλη περιουσία του στο auditorium έτσι ώστε να μην πάψει ποτέ να είναι ένας ναός όπου θα λατρευόταν έτσι όπως του άξιζε αυτό που ο ίδιος είχε υπηρετήσει με αφοσίωση σε όλη την ζωή του, η μουσική.
Δεν ήταν τυχαίος ούτε συνηθισμένος άνθρωπος ο γερο-μαέστρος και αυτό εκείνος το ήξερε καλύτερα από τους περισσότερους, μπορεί να μην ήταν δάσκαλός του αλλά αναμφίβολα ήταν ο μέντοράς του και αυτό θα του το όφειλε πάντα. Αυτός τον είχε προτείνει για τις θέσεις που κατείχε στο auditorium και ήταν ικανός ακόμα και να τον επιβάλλει αν χρειαζόταν σε όποιον είχε αντίρρηση! Ακόμα όμως και αν το έκανε ακριβώς επειδή πίστευε τόσο σε αυτόν και στην αξία του, η νοοτροπία του αυτή και μόνον έδειχνε ότι, όπως όλοι οι ταλαντούχοι άνθρωποι, είχε και πολλές ιδιαιτερότητες.
Μία από αυτές ήταν ότι εξαρχής είχε θεσπίσει ως μιαν από τις αρχές τού auditorium το ότι κανένας μουσικός όχι μόνο της πόλης αλλά και της χώρας δεν θα έπαιζε ποτέ εκεί με δικό του όργανο, εξαίρεση δεν θα γινόταν ποτέ ούτε για τον πλέον αναγνωρισμένο σολίστ ο οποίος έπαιζε με ένα πανάκριβο όργανο αντίκα ή ειδικά κατασκευασμένο για αυτόν, μόνον οι επισκέπτες μουσικοί από άλλες χώρες δεν μπορούσαν βέβαια να υποχρεωθούν να υπακούουν σε αυτό τον κανόνα. Καθώς είχε φροντίσει να εφοδιάσει το auditorium με τον διπλάσιο τουλάχιστον από τον απαιτούμενο αριθμό κάθε οργάνου, όλα τους πολύ υψηλής ποιότητας και πάρα πολύ καλά συντηρημένα, οι μουσικοί της πόλης και της χώρας δεν είχαν βέβαια αρχικά κανένα λόγο να διαμαρτυρηθούν για αυτό, αντίθετα τους εξυπηρετούσε πάρα πολύ.
Μέχρι έξι περίπου χρόνια πριν, που κάτι πολύ παράξενο συνέβη για πρώτη φορά. Πριν από μια συναυλία με έργα Στραβίνσκι που μάλιστα διηύθυνε εκείνος οι μουσικοί πήγαν όπως πάντα στον χώρο που φυλάσσονταν τα όργανά τους για να τα πάρουν και οι εκτελεστές των εγχόρδων ανακάλυψαν ότι ναι μεν αυτά ήταν εκεί αλλά δεν υπήρχαν δοξάρια, έλειπαν όλα! Η συναυλία φυσικά καθυστέρησε τρομερά να αρχίσει καθώς όλοι έτρεχαν να βρουν δοξάρια που δεν ήταν βέβαια τόσα πολλά όσο και τα όργανα ούτε τόσο καλής ποιότητας όσο εκείνα που είχαν χαθεί και δημιουργήθηκε τεράστιο θέμα στο auditorium για το τι είχαν γίνει τα δοξάρια, τόσα πολλά δοξάρια, στις λιγότερες από είκοσι τέσσερις ώρες που είχαν μεσολαβήσει από την γενική πρόβα μέχρι τη συναυλία. Κανείς δεν ήξερε ή δεν μπορούσε να υποθέσει τίποτα, ο διευθυντής σκηνής (που επίσης ουσιαστικά ήταν και διευθυντής παραγωγής, ανεξάρτητα από το ότι τέτοια θέση δεν προβλεπόταν στο οργανόγραμμα του auditorium)  δήλωνε άγνοια, οι φύλακες του εξωτερικού του κτιρίου δεν είχαν δει κανένα να περνάει, εκείνοι του εσωτερικού δεν είχαν παρατηρήσει τίποτα ασυνήθιστο.
Και δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε στην αμέσως επόμενη συναυλία, αυτό ήταν μόνον η αρχή. Από εκεί και πέρα το ίδιο φαινόμενο επαναλαμβανόταν συνεχώς, τα δοξάρια έμπαιναν στη θέση τους μετά τη γενική πρόβα αλλά είχαν εξαφανιστεί όταν έφτανε η ώρα της συναυλίας. Και αυτό δεν μπορούσε φυσικά παρά να έχει άμεσες συνέπειες στην λειτουργία του auditorium και λίγο αργότερα συνολικά στην μουσική ζωή της πόλης και της χώρας.
Τα αποθέματα του auditorium σε δοξάρια εξαντλήθηκαν πολύ σύντομα, το ΔΣ ενέκρινε την αγορά μιας πολύ μεγάλης ποσότητας αλλά όταν σε λίγο καιρό δεν είχε απομείνει κανένα ούτε από αυτά το ίδιο ΔΣ αποφάνθηκε ότι λυπόταν πολύ, μακάρι να μπορούσε να κάνει κάτι για να βοηθήσει αλλά δεν μπορούσε να εγκρίνει επ’ άπειρον μια καθόλου ασήμαντη δαπάνη που στην πράξη αποδεικνυόταν μάταιη. Το πιο εξωφρενικό ήταν ότι το απολύτως λογικό αίτημα στον ιδρυτή του auditorium, να επιτραπεί δηλαδή στους εκτελεστές των εγχόρδων να φέρνουν δικά τους δοξάρια για τις συναυλίες, συνάντησε κατηγορηματική άρνηση. «Αποκλείεται, ξέρεις τους κανόνες μου και δεν θα τους αλλάξω. Βρείτε, βρες εσύ μάλλον μια λύση», του είχε σχεδόν ουρλιάξει όταν του το μετέφερε ο ίδιος.
Είχε υποχρεωθεί λοιπόν να κάνει πολλές αλλαγές στον προγραμματισμό του auditorium. Για να συνεχίσουν να γίνονται συναυλίες έπρεπε πλέον να περιλαμβάνει σε αυτές έργα στα οποία τα έγχορδα να παίζουν μόνο πιτσικάτο και πόσα τέτοια υπάρχουν; Και καθώς το auditorium ήταν ο καλύτερος χώρος συναυλιών της χώρας και όλοι οι συνθέτες ήθελαν να παιχτούν τα έργα τους εκεί, αν δεν είχαν δεχθεί παραγγελία από εκείνο, όλοι οι συνάδελφοί του, ο ένας μετά τον άλλο, άρχισαν να τροποποιούν δραστικά την γραφή τους. Γιατί καλά ίσως με τα κοντραμπάσα, αλλά είναι δυνατόν να γράψεις για βιολιά, βιόλες και βιολοντσέλα ξέροντας ότι τα μέρη τους στην πράξη δεν μπορούν να παιχθούν με δοξάρι; Πόσα πιτσικάτι πια μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας συνθέτης; «Εκτός και αν αλλάξουμε τα βιολιά με μαντολίνα, αλλά τότε θα έχουμε μαντολινάτα και όχι ορχήστρα, έτσι δεν είναι;», όπως έλεγε σαρκαστικά ένας συνθέτης από άλλη πόλη.
Το αποτέλεσμα ήταν οι πιο πολλοί από αυτούς να γράφουν πια έργα για πνευστά, κρουστά και πιάνο, κάποιοι μάλιστα είχαν βολευτεί και με αυστηρά πιανιστικά μόνον ενώ τις λίγες φορές που χρησιμοποιούσαν έγχορδα τα έργα τους ήταν πολύ αργά, το adagio ήταν πλέον το πιο γρήγορο τέμπο που επέτρεπαν στους εαυτούς τους σε αυτή την περίπτωση καθώς το πολύ γρήγορο παίξιμο με τα δάκτυλα βγάζει από τις χορδές κάποιες περίεργες αρμονικές συχνότητες που δεν είναι πάντα επιθυμητές και μερικές φορές απλά εξαιρετικά ενοχλητικές, πέραν του γεγονότος ότι δεν είναι όλοι οι εκτελεστές το ίδιο δεξιοτέχνες σε αυτό όσο είναι με το δοξάρι. Τα έργα αυτά όμως έγιναν και ιδιαίτερα βαρύθυμα, πριν από όλα από την ίδια την διάθεση τους όταν τα συνέθεταν. Με τι κέφι να γράψεις όταν ξέρεις ότι δεν μπορείς να έχεις βιμπράτο και γκλισάντο, ούτε καλά-καλά πορταμέντο στα έγχορδα; Απρόθυμα, τελευταίος, αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, γράφοντας έργα κυρίως για άλλα όργανα και τα λίγα που περιλάμβαναν έγχορδα με αυτό τον τρόπο, τον ίδιο. Όσο για τους εκτελεστές εγχόρδων, περίμεναν, αν δεν παρακαλούσαν, να βρεθούν σε άλλη πόλη ή και εκτός της χώρας για να παίξουν τα όργανά τους όπως έπρεπε και ήθελαν.
Για περισσότερο από πέντε χρόνια η κατάσταση ήταν έτσι και για αυτόν, αυτή τη φορά όμως είχε αποφασίσει ότι ήθελε, ένιωθε την ανάγκη να την αλλάξει, για τον εαυτό του και μαζί και για όλους τους άλλους. Αφού ολοκλήρωσε το έργο που θα παιζόταν την επομένη, μια αρκετά μεγάλη σε διάρκεια σύνθεση για την συμφωνική ορχήστρα της πόλης, πριν τρεις εβδομάδες είχε καλέσει σε σχεδόν μυστική συνάντηση στο γραφείο του το πρώτο βιολί και εξάρχοντα της ορχήστρας και τον κατά γενική ομολογία καλύτερο πιανίστα της πόλης ο οποίος τύχαινε να είναι και ο στενότερός του φίλος, συμμαθητής ήδη από τα πρώτα χρόνια του ωδείου και πια έστω και άτυπος -είχε βρει μια φόρμουλα για να παρακάμψει την γραφειοκρατία- υποδιευθυντής του στο auditorium.
Με κλειστή την πόρτα, μόνον οι τρεις τους, και αφού τους άφησε να δουν το έργο με την ησυχία τους. άρχισε να τους μιλάει για πέντε λεπτά. Όταν τελείωσε, ο πρώτος μόνο που δεν έπεσε από την καρέκλα του και ο δεύτερος έβαλε τα γέλια.
-Μόνον εσύ θα μπορούσες να το σκεφτείς αυτό, και μόνον εσύ να το καταφέρεις.
-Μόνον όμως με τη βοήθειά σας. Είστε μέσα;
Αμέσως ο πιανίστας και με μια μικρή καθυστέρηση ο βιολιστής κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους και έτσι σε λίγες ημέρες ξεκίνησαν οι πρόβες. Από τη στιγμή που οι μουσικοί πήραν στα χέρια τους τις πάρτες κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με ένα μεγαλόπνοο έννοια έργο που χρησιμοποιούσε όλη την ορχήστρα συν δυο-τρία πρόσθετα όργανα και βέβαια με τα έγχορδα να παίζονται κανονικά με δοξάρια. Για αυτό άλλωστε και είχε ζητηθεί από τους εκτελεστές τους να τα πάρουν, ήταν τα τελευταία (και προφανώς τα χειρότερα) που είχαν απομείνει στην αποθήκη του auditorium όταν όλοι οι συνθέτες έπαψαν πια να γράφουν μέρη τα οποία απαιτούσαν την χρήση τους.
Σε μία από τις πρώτες πρόβες μπήκε στην αίθουσα ο ιδρυτής του auditorium. Από ευγένεια φρόντισε να κάνει διάλειμμα με την πρώτη ευκαιρία, μετά από ένα τέταρτο περίπου, τον πλησίασε και τον ρώτησε με αληθινό ενδιαφέρον
-Πώς σας φαίνεται;
-Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα υπάρχουν δοξάρια για να παιχτεί;
-Ίσως αυτή τη φορά να μη χαθούν. Σας άρεσε πάντως όσο ακούσατε;
-Κανόνισε να μην υπάρχει για πρώτη φορά στα χρονικά πρωτοχρονιάτικη συναυλία. Τέλος πάντων, εσύ είσαι υπεύθυνος, κάνε ό,τι νομίζεις.
Και έφυγε από την αίθουσα μάλλον εκνευρισμένος ενώ εκείνος δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι ήταν η πρώτη φορά που του ζητούσε γνώμη για ένα έργο του το οποίο επρόκειτο να παιχτεί και δεν του την έδινε, συνήθως μάλιστα ενθουσιώδη. Ήταν και αυτός ένας λόγος που έκανε όλες αυτές τις σκέψεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό του. Γιατί ήξερε πολύ καλά τι θα συνέβαινε στη συναυλία την άλλη ημέρα, αυτό που δεν μπορούσε να προβλέψει ήταν η εξέλιξη και οι συνέπειες του. Αν κι έπρεπε να σηκωθεί αρκετά νωρίς το πρωί, έμεινε εκεί μπροστά στο παράθυρο μέχρι πολύ αργά, καπνίζοντας αλλά χωρίς να βάλει άλλο ποτό όταν τελείωσε το πρώτο.

Την επομένη το πρωί όταν οι μουσικοί πήγαν να πάρουν τα όργανα τους ανταλλάσσοντας ευχές για το νέο χρόνο τα βρήκαν όλα στη θέση τους αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, όχι και τα δοξάρια των εγχόρδων. Για κάποιο λόγο όμως ούτε οι εκτελεστές τους αλλά ούτε και οι υπόλοιποι έδειξαν να εκνευρίζονται, ούτε καν να ταράζονται. Αντίθετα, πήραν τα όργανα τους, μέσα από τον ειδικό διάδρομο βρέθηκαν στην πόρτα της σκηνής της κεντρικής αίθουσας συναυλιών του auditorium και ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να την περνούν και να πηγαίνουν στις θέσεις τους. Όλα άλλωστε φαίνονταν κανονικά, ο διευθυντής σκηνής με τους βοηθούς τους κινούνταν ταχύτατα, άλλοτε ορατοί και άλλοτε όχι, τακτοποιώντας τις τελευταίες λεπτομέρειες, ο ηχολήπτης στη θέση του και ο κόσμος, χαρούμενος για την έλευση μιας νέας χρονιάς αλλά ίσως και για τον λαμπερό ήλιο που πλημμύριζε την αίθουσα από τα δύο μόνον αλλά πολύ μεγάλα παράθυρα ψηλά στους τοίχους εκατέρωθεν της σκηνής, είχε αρχίσει να γεμίζει την αίθουσα. Αν και αρκετοί έδειξαν να εκπλήσσονται βλέποντας όλα τα έγχορδα και τόσα πολλά στη θέση τους για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό και βέβαια χωρίς ούτε ένας από τους εκτελεστές τους να κρατάει δοξάρι.
Τελευταίος, ως είθισται, μπήκε στην αίθουσα από την πόρτα της σκηνής εκείνος, αντί να κατευθυνθεί όμως αμέσως προς το πόντιουμ έκανε κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ και σε καμία αίθουσα συναυλιών στον κόσμο. Πλησίασε τους μουσικούς, άνοιξε ένα μεγάλο μαύρο δερμάτινο σακίδιο που είχε μαζί τους και άρχισε να μοιράζει σε αυτούς των εγχόρδων δοξάρια! Ολοκαίνουρια δοξάρια της καλύτερης ποιότητας, ξεκινώντας από τα βιολιά και κάνοντας αρχή βέβαια με τον εξάρχοντα, μετά στις βιόλες, στα βιολοντσέλα και τέλος στα κοντραμπάσα. Οι μουσικοί τα έπαιρναν από τα χέρια του με μια σχεδόν παιδική και άγρια χαρά, σαν να ήταν το πιο πολύτιμο πρωτοχρονιάτικο δώρο που τους έκαναν ποτέ. Στα δέκα περίπου λεπτά που διήρκεσε αυτή η διαδικασία καθώς πήγαινε σε έναν-έναν μουσικό ο κόσμος στην αρχή ήταν αμήχανος, μετά μερικοί άρχισαν να γελούν και στο τέλος αρκετοί να χειροκροτούν καθώς κατάλαβαν ότι θα παρακολουθούσαν μια συναυλία όπως την ήξεραν και είχαν να δουν αρκετά χρόνια.
Με την άκρη του ματιού του είδε αστραπιαία τον διευθυντή σκηνής ελάχιστα πριν αυτός βγει από την πόρτα της, και για κάποιο λόγο του φάνηκε ότι αυτό που διέκρινε στο πρόσωπο του ήταν απελπισία. Και καθώς σε μια στιγμή γύρισε προς το κοινό, το βλέμμα του αυθόρμητα στράφηκε προς το κεντρικό, το μεγαλύτερο θεωρείο. Δικαιωματικά αυτό του ιδρυτή του auditorium, τυπικά επίτιμου πλέον ισόβιου προέδρου του ΔΣ αλλά ουσιαστικά, όλοι το ήξεραν και το καταλάβαιναν, πάντα το «μεγάλο αφεντικό», για όσο θα ζούσε και θα του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Μαζί του κάθονταν δυο-τρεις φίλοι του αλλά, όπως πάντα, η θέση στα αριστερά του, μαζί με την δική του οι μόνες λίγο ψηλότερες από τις άλλες και πιο αναπαυτικές πολυθρόνες, άδεια. Και δεν μπορούσε να ξεγελάσει τον εαυτό του για το τι είδε στο πρόσωπό του, δεν ήταν συνοφρυωμένος ή ακόμα και πολύ εκνευρισμένος όπως άλλες φορές. Ήταν αληθινά, τρομερά θυμωμένος, είχε κοκκινίσει τόσο πολύ ώστε για μια στιγμή φοβήθηκε ότι, στην προχωρημένη ηλικία που ήταν, θα του συνέβαινε κανένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί περισσότερο ούτε τον διευθυντή σκηνής ούτε καν αυτόν, δεν είχε την πολυτέλεια να το κάνει. 
Όταν έδωσε και το τελευταίο δοξάρι πήγε επιτέλους στο πόντιουμ, άφησε δίπλα του το άδειο πια σακίδιο, άνοιξε την παρτιτούρα του στο αναλόγιο και πήρε την μπαγκέτα στο χέρι του. Την ύψωσε στον αέρα και σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Με μια κίνησή του ξεκίνησε η εισαγωγή, τυπική μάλλον για έργο του είδους όπως θα παραδεχόταν πρώτος ό ίδιος. Ένα απλό θέμα σε largo με σόλο πιάνο στα πρώτα μέτρα και με τα έγχορδα που προστίθεντο διαδοχικά, βιολιά, βιόλες, τσέλα και τελευταίο ένα μόνο από τα δέκα κοντραμπάσα, να παίζουν ισοκράτες ενώ μόνον ένα από τα όμποε χρωμάτιζε διακριτικά και απόμακρα.
Η εισαγωγή όμως ήταν πολύ σύντομη και με το που άρχισε το πρώτο μέρος τα πράγματα άλλαξαν δραστικά. Αυτή τη φορά τα έγχορδα μπήκαν αμέσως ξεκαθαρίζοντας ότι θα είχαν και τον πρώτο ρόλο, με αφετηρία μια εξαιρετικά περίτεχνη σολιστική τρίλια του πρώτου βιολιού -που ο καταπληκτικός αυτός μουσικός είχε βγάλει με άνεση άψογα από την πρώτη ήδη πρόβα- η οποία έδωσε το έναυσμα σε όλα τα υπόλοιπα πρώτα βιολιά, δύο μέτρα μετά στα δεύτερα, σε άλλα δύο και στις βιόλες και τα τσέλα που μπήκαν περισσότερο ορμητικά παρά επιβλητικά και όταν και τα πέντε πια κοντραμπάσα έθεσαν το περίγραμμα για να μπουν αντιστικτικά πρώτα όλα τα ξύλινα πνευστά και μετά τα περισσότερα χάλκινα ήταν φανερό ότι το έργο άρχιζε να «παίρνει μπροστά».
Η ορχήστρα κυριολεκτικά πετούσε, όλοι τους σαν μονάδες και σαν σύνολο ήταν εξαιρετικοί μουσικοί, αυτό το ήξερε πολύ καλά, είχε όμως πάρα πολύ καιρό όχι να τους διευθύνει αλλά και απλά να τους ακούσει να παίζουν με τόσο κέφι και τέτοια δύναμη. Δεν ήταν ότι είχε κάνει τις πρόβες διαφορετικά ή πιο εξαντλητικά από άλλες φορές, με τον ίδιο τρόπο τις έκανε πάντα, ειδικά με αυτή την ορχήστρα. Η αιτία για την τόσο καλή απόδοση τους ήταν ότι στις πρόβες ήξεραν ότι ο κόπος τους δεν θα ήταν μάταιος, το έργο θα παιζόταν και στη συναυλία, όπως ακριβώς και σε αυτές, τους είχε διαβεβαιώσει δίνοντας τους τον λόγο του ο εξάρχων της ορχήστρας. Ο ίδιος που είχε πει εμπιστευτικά σε έναν-έναν από τους συναδέλφους του των εγχόρδων ότι αυτή τη φορά θα είχαν δοξάρια για να παίξουν και το πώς θα συνέβαινε αυτό. Και ήταν η χαρά αυτών για το ότι επιτέλους έπαιζαν έτσι όπως έπρεπε, όλοι μαζί και στην έδρα τους μετά από τόσο καιρό που παρέσυρε και τους υπόλοιπους, κάνοντας τους να παίζουν με ακόμα περισσότερη διάθεση.
Καθώς το τέμπο πήγαινε σιγά προς αντάντε μέσα από ένα ασυνήθιστα παρατεταμένο λεγκάτο και χωρίς η προσοχή του να αποσπαστεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο από την ορχήστρα αλλά και την παρτιτούρα του κοίταξε προς τα αριστερά, εκεί που βρισκόταν το πιάνο, αν και σε εκείνο το σημείο αυτό δεν έπαιζε. Ο φίλος του, που από την θέση του μπορούσε να βλέπει χωρίς καμία προσπάθεια τα θεωρεία και η γωνία στην οποία τοποθετούσαν το πιάνο σε αυτή την σκηνή ήταν τέτοια ώστε  στο επίκεντρο του οπτικού του πεδίου ήταν το κεντρικό και μεγαλύτερο από αυτά, κατάλαβε την ερώτηση που έκρυβε το βλέμμα του και του απάντησε με ένα τόσο αδιόρατο νεύμα του κεφαλιού ώστε ακόμα και όποιος τον κοίταζε δεν θα τον παρατηρούσε. Αυτή ήταν κυρίως η βοήθεια που του είχε ζητήσει, εκτός από το να βοηθήσει τον εξάρχοντα στην ενημέρωση των μουσικών της ορχήστρας, το να τον πληροφορεί για τις αντιδράσεις του ιδρυτή τις οποίες εκείνος δεν μπορούσε να βλέπει. Ήξερε λοιπόν πια ότι όχι μόνο δεν είχε ηρεμήσει αλλά αντίθετα ήταν ακόμα πιο οργισμένος από πριν. Δεν περίμενε όμως τίποτα διαφορετικό.
Τα χειροκροτήματα που ακολούθησαν το τέλος του πρώτου μέρους έσβησαν καθώς άρχιζε το δεύτερο, το μεγαλύτερο σε διάρκεια και αυτό που περιλάμβανε τις περισσότερες εκπλήξεις, ακόμα και για τους ίδιους τους μουσικούς όταν το έπαιξαν για πρώτη φορά. Από το ξεκίνημα τα έγχορδα, μπαίνοντας με ένα σχεδόν επιθετικό αλέγκρο και όλα μαζί αυτή τη φορά, πρώτα άπαντα τα βιολιά και αμέσως μετά βιόλες, τσέλα και έξι κοντραμπάσα, έδειξαν ότι όχι απλά θα πρωταγωνιστούσαν αλλά θα κυριαρχούσαν. Στακάτο στην αρχή και με όλο και περισσότερο βιμπράτο καθώς εξελισσόταν το θέμα τους που ήταν πλούσια στην ανάπτυξη και όχι μόνο στον όγκο του, σχεδόν σαν να υπαινισσόταν ότι κάτι απροσδόκητο θα ακολουθούσε, κάτι στο οποίο συνηγορούσε και ο τονισμός όλων των χάλκινων σε ουνίσονο στην αρχή κάθε μέτρου.
Όταν κινήθηκαν τα χέρια ενός από τους τέσσερις  εκτελεστές των κρουστών και για πρώτη φορά ακούστηκε ο ήχος ενός από αυτά, έστω και αν ήταν το χτύπημα ενός τομ μία φορά στα τέσσερα μέτρα, οι περισσότεροι υπέθεσαν ότι αυτό το ξάφνιασμα θα ήταν ένα επερχόμενο κρεσέντο και όντως το φόρτε που ακολούθησε θα μπορούσε να υποδηλώνει ακριβώς αυτό. Αποδείχθηκε όμως πολύ σύντομο καθώς σχεδόν αμέσως τα περισσότερα έγχορδα αποχώρησαν αφήνοντας μόνο τα τσέλα και ένα μοναχικό κοντραμπάσο να συμπληρώνουν γλυκά το παιγνιώδες θέμα των ξύλινων πνευστών, σαν το φαγκότο να έπαιζε κρυφτό με τα υπόλοιπα.
Ξαφνικά όμως ήρθε ένα απότομο ντεκρεσέντο. Για μια στιγμή η μουσική ήταν σαν να έστεκε αναποφάσιστη πριν καταλήξει σε ένα σχεδόν ψιθυριστό πιανίσιμο ενώ το θέμα κατέβαινε ως το πιο χαμηλό ρε, παιγμένο πια μόνο από τα ξύλινα, τα πιο χαμηλά ρετζίστρα του πιάνου και το κοντραμπάσο, αυτό διήρκεσε για μερικά μέτρα και μετά παύση ολόκληρου που με τον τρόπο που ήρθε φάνηκε να διαρκεί μιαν αιωνιότητα.
Κανείς δεν εξεπλάγη όταν μόλις άρχισε το ντεκρεσέντο ο εξάρχων σηκώθηκε, υπέθεσαν ότι η συνέχεια θα εκκινούσε με ένα πολύ απαιτητικό σολιστικό του μέρος. Πολλοί όμως κοίταγαν και ξανακοίταγαν προς τη σκηνή μην μπορώντας να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν όταν, ενάντια σε κάθε πρωτόκολλο μιας συμφωνικής ορχήστρας, τον ακολούθησαν όλα τα βιολιά. Πενήντα βιολιστές και βιολίστριες στέκονταν όρθιοι και ακίνητοι πάνω στη σκηνή, με το βλέμμα στραμμένο σε εκείνον. Όταν έφτασε η στιγμή της παύσης είχαν όλοι και όλες στερεώσει τα όργανα τους στους ώμους τους και τα δοξάρια τους ήταν έτοιμα να κινηθούν. Είχαν συζητήσει πάρα πολύ με το πρώτο βιολί για εκείνο ειδικά το σημείο ενώ ήδη είχαν αρχίσει οι πρόβες και ήταν αυτός που πρότεινε και τελικά αποφάσισε ότι για να αποδοθεί έτσι όπως το ήθελε και το είχε φανταστεί εκείνος θα έπρεπε όλοι οι εκτελεστές των βιολιών και όχι μόνον ο ίδιος να το παίξουν όρθιοι για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στο μέγιστο. Και φυσικά, όπως πάντα άλλωστε, εμπιστεύθηκε τυφλά την τεράστια πείρα του αναφορικά με οτιδήποτε είχε να κάνει με το βιολί.
Και όμως, με το πέρας της παύσης η μπαγκέτα του δεν έδωσε πρώτα ατάκα σε αυτά αλλά στα χάλκινα που αυτή τη φορά το ουνίσονό τους θα μπορούσε πολύ ωραία να είναι και θριαμβευτικό σάλπισμα. Το σχεδόν απειλητικό μουγκρητό έξι κοντραμπάσων έκανε όλους να καταλάβουν ότι θα επακολουθούσε πανδαιμόνιο και αυτό ακριβώς συνέβη αλλά με την αρχιτεκτονική του μελετημένη μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Τα τσέλα  και τα χάλκινα άνοιξαν τον δρόμο για να περάσουν οι βιόλες που αποστολή τους ήταν να προετοιμάσουν την υποδοχή των τιμώμενων εκείνη την ημέρα.
Είχε έρθει η ώρα των βιολιών που ξεκίνησαν σε ουνίσονο το πολύ ταχύ θέμα τους, εξίσου γρήγορα όμως τα δεύτερα βρέθηκαν να παίζουν μια ματατροπία εκείνου των πρώτων. Πρέστο γεμάτο από θέληση για ζωή και όλα τα όργανα να παίζουν φόρτε, ο πυρήνας όμως του θέματος μικρός και επαναλαμβανόμενος και κάνοντας την κυοφορούμενη ένταση από τα αδιάκοπα γκλισάντι να συσσωρεύεται όλο και περισσότερο.
Το πρώτο χτύπημα του τυμπάνου ήρθε σχεδόν λυτρωτικό για να αρχίσει να την εκτονώνει και όταν τα τυμπάνια έγιναν δύο και προστέθηκε και μια κάσα το σύνθημα είχε πια δοθεί, είχε φτάσει η στιγμή για το αληθινό κρεσέντο. Και ο πρώτος τολμηρός που βάδισε προς αυτό ήταν ο φίλος του, αυθόρμητα από το πρώτο ήδη σχεδίασμα του έργου δεν θα μπορούσε να σκεφτεί άλλον για να το κάνει. Συνέθετε και αυτός και μάλιστα του άρεσαν πολύ κάποια έργα του αν και όλοι έλεγαν ότι δεν θα έφτανε ποτέ, όσο και αν το προσπαθούσε, ούτε στο μισό του δικού του ταλέντου, ο ίδιος φυσικά δεν θα έμπαινε ποτέ στη διαδικασία μιας τέτοιας σύγκρισης με οποιονδήποτε και πολύ περισσότερο με τον συγκεκριμένο άνθρωπο.
Για αυτό που ήταν σίγουρος ήταν ότι εκείνος δεν θα έφτανε ποτέ το δικό του ταλέντο και δεξιοτεχνία στο πιάνο ακόμα και αν αφιέρωνε κάθε στιγμή της ζωής του στο να μελετάει και να εξασκείται σε αυτό. Ο άλλος ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μεγάλος σολίστ, το είχε δείξει ήδη από την εποχή που ήταν στο ωδείο και έπαιζε πρίμα βίστα το μισό κλασικό ρεπερτόριο που μπορεί παίξει κάποιος σε τέτοια ηλικία ότι ήταν γεννημένος πιανίστας. Είχε κουραστεί, και λίγο βαρεθεί πια και, εκτός από προσωπικά του ρεσιτάλ με κλασικά έργα, πολύ σπάνια έπαιζε σε έργα άλλων, και ειδικά ορχηστρικά, εκτός  από τα  δικά του. Μοναδική εξαίρεση έκανε φυσικά για τα έργα του φίλου του, όπως αντίστοιχα και εκείνος, ακόμα και όταν είχε πάρα πολλή δουλειά και πρόβες για άλλες συναυλίες, δεν του είχε αρνηθεί ποτέ να διευθύνει έργο του παραπέμποντας τον σε άλλο μαέστρο. Δεν ήταν αμοιβαία ανταλλαγή αλλά το λιγότερο που μπορούσαν να κάνουν ο ένας για τον άλλο στο όνομα μια φιλίας που είχε παραμείνει το ίδιο αληθινή και ουσιαστική στο πέρασμα τόσων χρόνων.
Ανεξάρτητα πάντως από όλα αυτά και από την πλευρά του συνθέτη και μόνον δεν θα έγραφε ποτέ και για κανέναν άλλο τα κλάστερ που είχε το μέρος το οποίο είχε μόλις αρχίσει να παίζει ο άλλος. Ακόμα και η στάση του σώματός του έδειχνε τον αληθινό βιρτουόζο που αδιαφορεί για τους τύπους γιατί πάντα επικεντρώνεται στην ουσία, είχε σχεδόν ανασηκωθεί για να έχει την καλύτερη δυνατή πρόσβαση στο κλαβιέ και τα χέρια του ανεβοκατέβαιναν, πότε εναλλάξ και πότε ταυτόχρονα, στα πλήκτρα με ακρίβεια μηχανής και ταχύτητα η οποία υπερέβαινε κατά πολύ αυτή που τα σφυριά χτυπούσαν τις χορδές μέσα στην ουρά του πιάνου του.
Το τελευταίο, εκκωφαντικό σχεδόν κλάστερ και με τα δύο χέρια του και την σουρντίνα πατημένη μέχρι εκεί που μπορούσε να φτάσει πυροδότησε την έκρηξη που ακολούθησε καθώς όλα τα υπόλοιπα  όργανα μπήκαν ταυτόχρονα και με ένα ιλιγγιώδες σχεδόν αξελεράντο έφτασαν πάλι στο φόρτε. Και όταν και η κοπέλα που έπαιζε τσέμπαλο και θα μπορούσε πολύ ωραία να βρίσκεται σε λήθαργο μέχρι τότε έβαλε τα χέρια στο κλαβιέ της με δυσκολία έπνιξε ένα χαμόγελο γιατί θυμήθηκε το παλιό αστείο που έλεγαν με τους συμφοιτητές του στο τμήμα σύνθεσης, «βγάλε τον Βάγκνερ που έχεις μέσα σου».
Περίπου αυτό θα συνέβαινε στο τελευταίο τμήμα του δεύτερου μέρους και παραλίγο να χαμογελάσει ξανά στη σκέψη ότι ευτυχώς ο καθηγητής του της σύνθεσης, ας ήταν πάντα καλά, είχε μεταναστεύσει προ πολλού σε άλλη χώρα όπου και διέπρεπε ως συνθέτης και μόνο πλέον. Γιατί οι δάσκαλοι βλέπουν πάντα τους μαθητές τους σαν τέτοιους, όσα χρόνια και αν περάσουν, ειδικά όταν τους βλέπουν να παραβαίνουν όσα τους έχουν διδάξει. Αδυνατώντας ίσως να καταλάβουν ότι δεν το κάνουν επειδή δεν σέβονται εκείνους και τη διδασκαλία τους αλλά γιατί πολύ απλά δεν μπορούν να δεχθούν οποιουδήποτε είδους θέσφατα, ειδικά σε σχέση με οτιδήποτε δημιουργικό.
Ο καλός του δάσκαλος λοιπόν θα δυσκολευόταν πολύ να καταλάβει γιατί αυτό το τμήμα στην πράξη δεν ήταν παρά μια φούγκα. Αλλά και αν ακόμα καταλάβαινε δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα του έλεγε ακούγοντας ή και μόνο βλέποντας ότι είχε ακόμα και μπάσο κοντίνουο, αυτό ήταν το μέρος του τσέμπαλου. Στον δέκατο όγδοο αιώνα νομίζεις ότι ζεις; Και γιατί να το κάνεις αυτό; μπορεί να του φώναζε. Και γιατί όχι; ήταν το μόνο που θα μπορούσε να του απαντήσει. Μήπως δεν είναι όλα μουσική και, αφού την γνωρίζω, μπορώ να επιλέξω από αυτήν ό,τι και όπως θέλω για να γράψω την δική μου;
Όλα αυτά όμως περνούσαν αστραπιαία από το μυαλό του καθώς διηύθυνε την ορχήστρα στο τμήμα του έργου που απαιτούσε τον απόλυτο, τον τέλειο συγχρονισμό της περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Με την είσοδο του μπάσου κοντίνουο το πράγμα, θέλοντας και μη ίσως, έπαιρνε πια σχεδόν επικές διαστάσεις καθώς τα δέκα κοντραμπάσα έπαιζαν στην τονική του ενδυναμώνοντάς το ακόμα περισσότερο και δημιουργώντας έτσι ένα τόσο στιβαρό υπόστρωμα από χαμηλές που αισθανόσουν ότι αν άπλωνες το χέρι μπορεί και να το έπιανες. Τόσο στερεό όσο χρειαζόταν για να ακουμπήσουν επάνω του τα υπόλοιπα όργανα και να απογειωθούν. Το τέμπο ήταν πια πρεστίσιμο (πόσο καιρό αλήθεια είχε να ακουστεί κάτι τόσο γρήγορο σε αυτή την αίθουσα;) και επιταχυνόταν όλο και περισσότερο καθώς τα βιολιά ανέπτυσσαν το θέμα της φούγκας ενώ τα άλλα όργανα αναλάμβαναν διαδοχικά τα ισοκρατήματα.        
Μια αναστροφή από τα τσέλα οδήγησε στην τελική φάση της ανάπτυξης. Πρεστίσιμο όλο και πιο γρήγορο και το φόρτε είχε γίνει πια φορτίσιμο, για τα βιολιά, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Τα δεξιά χέρια των εκτελεστών τους κινούσαν τα δοξάρια με την τριπλάσια ή και τετραπλάσια ταχύτητα από αυτήν που κινούνταν τα δάκτυλα των αριστερών, τόσο γρήγορα που το μάτι δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ολόκληρη την κίνηση τους, καθώς πήγαιναν προς την κορόνα.
Και τότε συνέβη κάτι που, για τα δεδομένα αυτού του χώρου, θα μπορούσε να θεωρηθεί το ισοδύναμο ενός σεισμού. Ένας δυνατός κρότος ακούστηκε από την οροφή στα αριστερά της σκηνής. Εκτός από τους μουσικούς όλοι, ακόμα και ο ίδιος, κοίταξαν ασυναίσθητα προς τα εκεί. Έστρεψε και πάλι τα βλέμμα προς την παρτιτούρα του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί μόνο σε αυτή. Δεν πρόλαβε όμως να το κάνει γιατί σχεδόν αμέσως τον ακολούθησε ένας άλλος, ακόμα δυνατότερος. Τρίτος κρότος, τόσο δυνατός που σχεδόν σκέπασε το κρεσέντο της μουσικής και αυτόν τον ακολούθησε ένας όμοιος με τον πρώτο αλλά από το συμμετρικά αντίθετο δεξιό σημείο της οροφής πάνω από την σκηνή.
Πριν ακόμα σκεφτεί αν έπρεπε να κοιτάξει από το πρώτο σημείο ακούστηκε ένας πάταγος οπότε ήταν αδύνατο πια, όπως και κάθε άλλος, να μην το κάνει. Μια καταπακτή που δεν ήξερε καν ότι βρισκόταν εκεί είχε ανοίξει στην οροφή της σκηνής. Πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει αυτό δύο κρότοι σαν αυτούς που είχαν προηγηθεί, ο ένας δυνατότερος από τον άλλο και μετά ο ίδιος πάταγος ακούστηκαν ψηλά και δεξιά πάνω από τη σκηνή. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει για να καταλάβει ότι μια όμοια καταπακτή είχε ανοίξει, με την πόρτα της συντονισμένη όπως και της πρώτης, ποιος ξέρει με ποιο τρόπο, με κάποια από τις συχνότητες των βιολιών.
Αν όμως οι θόρυβοι και το γεγονός δεν ήταν αρκετά αυτό που ακολούθησε ήταν αληθινά απίστευτο. Ακριβώς την στιγμή που τα βιολιά χτύπησαν άψογα την κορόνα κάνοντας  τον κόσμο να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα από την αριστερή καταπακτή άρχισαν να πέφτουν δοξάρια! Όχι ένα ή δύο, εκατοντάδες, μια βροχή από αυτά, που μερικά δευτερόλεπτα μετά την ακολούθησε μια άλλη από την δεξιά καταπακτή. Ευτυχώς που οι καταπακτές ήταν στα συγκεκριμένα σημεία, ένα-δύο μέτρα πιο μέσα αν βρίσκονταν τα δοξάρια θα έπεφταν στα κεφάλια κάποιων από τους μουσικούς αναγκάζοντας τον να διακόψει αμέσως  τη συναυλία, πριν από όλα από φόβο ότι μπορεί να τραυμάτιζαν κάποιον από αυτούς, αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που του ήρθε αυθόρμητα.
Καθώς τα βιολιά, μαζί με την υπόλοιπη ορχήστρα πια, έπαιζαν την επανέκθεση του θέματος που έκλεινε το δεύτερο μέρος και ενώ τα τελευταία δοξάρια έπεφταν με ελαφρό θόρυβο στο πάτωμα της σκηνής κοίταξε τον φίλο του που αυτή τη φορά το νεύμα του δεν ήταν καθόλου διακριτικό, δεν προσπάθησε καν να το κάνει. Δεν χρειαζόταν όμως να το δει γιατί το στραμμένο στο πάτωμα σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να κρύψει την ντροπή του πρόσωπο του αρκετά ηλικιωμένου διευθυντή σκηνής που, όπως πάντα, στεκόταν μόνος του στα δεξιά της σκηνής, δίπλα ακριβώς στη σκάλα που ανέβαζε σε αυτήν από την πλατεία και έτοιμος να παρέμβει σε οποιοδήποτε απρόοπτο, τα έλεγε όλα.
Τίποτα περισσότερο δηλαδή από αυτό που σκέφτονταν και συζητούσαν ακόμα ψιθυριστά, έστω και σε πολύ μικρές ομάδες, όλοι οι μουσικοί της πόλης αλλά κανείς δεν είχε τολμήσει να πει δυνατά και δημόσια γιατί πριν από όλα ήταν αδύνατο να το αποδείξει. Στην εποχή μας, περισσότερο από κάθε άλλη, δεν υπάρχει μαγεία που να εξαφανίζει οποιοδήποτε αντικείμενο και ούτε βέβαια δοξάρια. Ένας μόνο είχε κλειδιά και πρόσβαση σε όλους τους χώρους του auditorium και δεν ήταν καν ο ίδιος. Ήταν εκείνος επίσης που είχε και τον τρόπο και την πειθώ και την εξουσία ακόμα, αν χρειαζόταν, να κάνει τους νυχτερινούς εσωτερικούς φύλακες να διαγράψουν από τη μνήμη τους ότι είχαν δει οποιονδήποτε και παρατηρήσει οποιαδήποτε κίνηση στην διάρκεια της βάρδιας τους.
Όμως ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν παράφρων για να κλέβει και να κρύβει δοξάρια χωρίς λόγο και ούτε καν θα αποτολμούσε ποτέ κάτι τέτοιο. Θα το έκανε μόνο αν είχε δεχθεί εντολή από κάποιον που σεβόταν και εκτιμούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, εκείνον που είχε διατελέσει επί δεκαετίες προσωπικός βοηθός του στις περιοδείες, τις συναυλίες, ακόμα και τις ηχογραφήσεις του πριν τον ανταμείψει για την αφοσίωση του με του να αναθέσει εν λευκώ όλη την ευθύνη της πρακτικής λειτουργίας του auditorium. Τον ιδρυτή του.
Για αυτό και το νεύμα του φίλου του απλά τον έκανε να φοβάται ακόμα περισσότερο αυτό που ήδη φοβόταν από το προηγούμενο βράδυ. Ότι η Πρωτοχρονιά αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία του γερο-τρελού καθώς πριν το τέλος της συναυλίας ίσως και να πάθαινε αποπληξία ή συγκοπή καρδιάς.
Το δεύτερο μέρος τελείωσε με ένα λεγκάτο όλων των εγχόρδων σε σοστενούτο και, αν και δεν μπορούσε να δει, κατάλαβε ότι ο κόσμος, αν και είχε μεσολαβήσει αυτό το τόσο παράξενο γεγονός, ήταν τόσο ικανοποιημένος που ήδη χειροκροτούσε όρθιος. Οι βιολιστές και οι βιολίστριες που ακόμα ήταν όρθιοι υποκλίθηκαν πριν καθίσουν στις θέσεις τους αλλά ξανασηκώθηκαν αμέσως μετά, όπως και η υπόλοιπη ορχήστρα, με το νεύμα του. Αν και όμως το πρόγραμμα δεν ανέφερε διάλειμμα τα χειροκροτήματα όχι μόνο δεν κόπαζαν αλλά γίνονταν πιο έντονα.
Αφού λοιπόν έκανε νεύμα στην ορχήστρα να σηκωθεί για δεύτερη φορά αποφάσισε, ίσως επειδή ήταν και Πρωτοχρονιά, να κάνει κάτι που πάρα πολύ σπάνια, σχεδόν ποτέ, δεν έκανε πριν το φινάλε μιας συναυλίας, να ευχαριστήσει και ο ίδιος το κοινό. Στράφηκε προς αυτό και, πριν υποκλιθεί, το βλέμμα του στάθηκε  σχεδόν αυτόματα στο κεντρικό θεωρείο. Ήταν η πρώτη φορά που κοίταζαν ο ένας τον άλλο κατά πρόσωπο εκείνη την ημέρα και ναι, σίγουρα ήταν πάρα πολύ θυμωμένος. Υπήρχε όμως και κάτι άλλο και σχεδόν εξίσου έντονο στο πρόσωπο του, μια πολύ μεγάλη θλίψη. Και σα να διάβασε ένα ερώτημα μέσα στα μάτια του. Γιατί το έκανες αυτό;
Υποκλίθηκε και γύρισε αμέσως προς την ορχήστρα για να κάνει να πάψουν τα χειροκροτήματα και να αρχίσει επιτέλους το τρίτο και τελευταίο μέρος. Δεν έχεις ιδέα τι έχω κάνει, αυτό που έγινε πριν ήταν μια συγκυρία που έχει να κάνει με ένα φυσικό φαινόμενο, τώρα θα δεις, δεν μπόρεσε όμως  να μην σκεφτεί. Η μπαγκέτα του έδειξε για πρώτη φορά προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και ένα πέρασμα της άρπας, πρώτο και τελευταίο στην διάρκεια του έργου, εισήγαγε το τελευταίο μέρος απαλά σαν φύσημα δροσερής θαλασσινής αύρας το καλοκαίρι. Ο ήχος της ήταν σα να χάιδεψε το πιάνο και το θέμα που του έδωσε με το άγγιγμά της άρχισε να αποκτά σχήμα διαμέσου των δακτύλων του φίλου του. Πρώτα στακάτο, σα να ήθελε να πάψει να είναι τόσο ευάλωτο και μετά μια γενναιόδωρη μελωδία σε φα ελάσσονα άρχισε να ξετυλίγεται αργά και απολαυστικά. Για άλλη μια φορά δεν μπόρεσε να μην σκεφτεί πόσο τυχερός ήταν που τον είχε στην διάθεση του, αντιλαμβανόταν πολύ καλά ότι στα χέρια των περισσότερων άλλων το συγκεκριμένο θέμα θα κατέληγε ανυπόφορα γλυκερό, ίσως ακόμα και μελό ενώ αυτός το απέδιδε απλά τρυφερά, όπως ακριβώς το είχε φανταστεί γράφοντάς το.
Τα βιολιά πήραν την απόληξη αυτής της μελωδίας και σταδιακά, πρέστο με νον τρόπο, άρχισαν να την μεταλλάσσουν στο δικό τους θέμα που και πάλι ήταν το βασικό εκείνου του μέρους. Σε αυτό δεν υπήρχαν οι ακροβασίες και οι υπερβάσεις του προηγούμενου, τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά και λιτά. Αρχή με ένα πολύ χαλαρό αρπέτζιο που όμως ήταν ήδη αρκετό, πριν ακόμα προστεθούν σε αυτό οι σχεδόν στοργικές βιόλες και τα γλυκά τσέλα, για να δείξει την πρωτογενή ομορφιά του θέματος.
Από την πρώτη πρόβα οι περισσότεροι της ορχήστρας τον είχαν συγχαρεί για αυτό το θέμα λέγοντάς του πόσο τους άρεσε από την στιγμή που πήραν τις παρτές στα χέρια τους. Αυτό που δεν ήξερε κανείς τους εκτός από τον πιανίστα ήταν ότι αυτό το θέμα δεν ήταν καινούριο και δεν είχε γραφτεί για το συγκεκριμένο έργο αλλά για ένα άλλο που δεν είχε την παραμικρή σχέση με αυτό. Και αν το γνώριζαν αυτό σίγουρα θα απορούσαν γιατί μπορεί μερικές φορές να καθυστερούσε να ολοκληρώσει ένα έργο ή και να το έπαιζε για πρώτη φορά αρκετό καιρό αφού το είχε τελειώσει, όπως όλοι, αλλά σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιούσε τμήματα, ούτε καν απλές φράσεις, ενός έργου σε ένα άλλο εντελώς ανεξάρτητο από αυτό. Όμως κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις του.
Το θέμα έφτασε στην ολοκλήρωσή του, τα βιολιά το ξαναέπαιξαν ολόκληρο άλλη μια φορά και μετά άρχισαν να το παραδίδουν διαδοχικά στις υπόλοιπες ομάδες και υπο-ομάδες των οργάνων, βιόλες, ξύλινα, τσέλα, χάλκινα, πίσω στα βιολιά και ξανά με την ίδια σειρά ενώ πιάνο, δύο μόνο κοντραμπάσα και μετρημένη χρήση των κρουστών διατηρούσαν σταθερό το ρυθμικό του υπόβαθρο. Κάθε φορά που περνούσε σε  μια ομάδα οργάνων οι υπόλοιπες έπαιζαν μια συμπληρωματική παραλλαγή ή αντίστιξή του. Δεν υπήρχε και ούτε θα υπήρχε μέχρι το τέλος ένα κρεσέντο όπως πριν ή μια άλλη δραματική κορύφωση όμως αυτό το οστινάτο κέρδιζε τους θεατές, όπως είχε συμβεί και με τα μέλη της ορχήστρας, περισσότερο κάθε φορά που ακουγόταν. Και αισθητή διαφοροποίηση δεν σημαίνει απαραίτητα κορύφωση.
Με μια κομψή κίνηση τα χάλκινα την τελευταία φορά άλλαξαν ελάχιστα αλλά διακριτά το θέμα, τόσο που όταν το παρέδωσαν στα έγχορδα ήταν πια έτοιμο για την παραλλαγή του. Την παραλλαγή που εκείνος μόνον ήξερε ότι ήταν το σημαντικότερο τμήμα όχι μόνον αυτού του μέρους μα ίσως και ολόκληρου του έργου, τουλάχιστον για τον ίδιο και αυτό του έφτανε.
Θυμόταν πολύ καλά, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σύνθεσή του, το πώς ακριβώς είχε γράψει αυτό το θέμα και ειδικά το συγκεκριμένο σημείο του και όχι μόνο γιατί το είχε κάνει σε πιο σύντομο χρόνο από οποιοδήποτε άλλο. Ίσως μόνον ο λόγος που το είχε γράψει τόσο σύντομα να ήταν η αιτία που δεν θα ξεχνούσε ποτέ κάθε λεπτομέρεια της σύνθεσής του.
Υπήρχε μια βιολίστρια, η κορυφαία σολίστ του οργάνου που είχε αναδειχθεί ποτέ στη χώρα του, μια μουσικός σπάνιου αληθινά ταλέντου και δεξιοτεχνίας, καταξιωμένη διεθνώς σε μιαν ευρύτατη γκάμα ρεπερτορίου, με εμφανίσεις σε πάρα πολλές χώρες, αναρίθμητες συνεργασίες με τους σημαντικότερους μουσικούς, ορχήστρες και μαέστρους από τις πιο πολλές από αυτές και βέβαια με τις ανάλογες διακρίσεις. Πολλές από αυτές τις συνεργασίες της ήταν και μαζί του, την είχε διευθύνει σε κλασικά και σύγχρονα έργα, ανάμεσά τους και κάποια δικά του. Δεν ήταν από τους μαέστρους που ταλαιπωρούν τους μουσικούς, αντίθετα τους αγαπούσε και για αυτό είχε άριστες πραγματικά συνεργασίες με τους περισσότερους από αυτούς. Με κανέναν όμως, ούτε καν με τον φίλο του τον πιανίστα, δεν είχε και μάλλον ούτε θα είχε ποτέ τόσο καλή όσο με εκείνη.
Ίσως γιατί ήταν και ένας πάρα πολύ σπουδαίος άνθρωπος, πράος, ευγενής και γέματος καλοσύνη και αγάπη για όλους, στοιχεία που έβγαιναν και με το παραπάνω στο παίξιμό της. Και τον εκτιμούσε και τον αγαπούσε όσο κι αυτός εκείνη. Είσαι ο δεύτερος αγαπημένος μου μαέστρος, τον πείραζε καμιά φορά. Θα ήταν πολύ χειρότερα αν ήμουν ο τρίτος, της απαντούσε γελώντας. Μερικές φορές σκεφτόταν πως αν ένας άνθρωπος, ένας μουσικός πιο συγκεκριμένα, μπορεί να έχει δύο ακόμα γονείς διαμέσου της μουσικής τότε η δεύτερη δική του μητέρα θα ήταν σίγουρα αυτή η γυναίκα.
Του είχε πει αρκετές φορές να γράψει κάτι ειδικά για εκείνη αλλά δεν το έκανε, ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, ίσως γιατί δεν ένιωθε ακόμα έτοιμος, ίσως γιατί φοβόταν ότι δεν θα ήταν αντάξιό της. Ώσπου κατάλαβε ότι είχε φτάσει η στιγμή να το κάνει, αν και δεν ήταν τόσο μεγάλη πλησίαζε η ώρα που θα αποσυρόταν, η γνωστή, ανθρώπινη και απολύτως κατανοητή ματαιοδοξία των πολύ μεγάλων σε κάθε τομέα να το κάνουν πριν χάσουν έστω και στο ελάχιστο τις ικανότητες τους, οτιδήποτε είναι αυτό που τους κάνει τόσο μεγάλους.
Δεν πρόλαβε όμως. Εκείνη διαγνώστηκε ξαφνικά με καρκίνο που η εξέλιξη του ήταν καλπάζουσα, δυο εβδομάδες μετά είχε ήδη εισαχθεί σε ειδικό νοσοκομείο. Και δυστυχώς τα νέα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα, ο όγκος στον εγκέφαλο δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί παρά με επέμβαση. Μόλις το άκουσε αποφάσισε ότι έπρεπε να το κάνει τότε, ίσως ήταν ο μόνος τρόπος του για να ξορκίσει το επερχόμενο κακό. Σηκώθηκε αμέσως από το γραφείο του, είπε στη γραμματέα του να μην τον ενοχλήσει ούτε εκείνη ούτε κανένας για οποιονδήποτε λόγο, πήγε κατευθείαν σπίτι του και κάθισε μπροστά στο πιάνο έχοντας δίπλα του μόνο μερικά πακέτα τσιγάρα. Δούλεψε αδιάκοπα, γράφοντας, σβήνοντας και ξαναγράφοντας, χωρίς ύπνο, ξεχνώντας ακόμα και να φάει, για περισσότερες από είκοσι τέσσερις ώρες.
Ευτυχώς ήταν μια από τις φορές που η έμπνευσή του δεν τον πρόδωσε καθόλου, το αποτέλεσμα, ένα κονσέρτο για βιολί και ορχήστρα, τον ικανοποίησε απόλυτα, με τα υψηλά στάνταρ που πάντα έβαζε στον εαυτό του, μέχρι εκείνο το σημείο δηλαδή. Είχε δύο πολύ καλά μέρη, του έλειπε το τελευταίο γιατί δεν ήθελε να κάνει σε αυτό κάτι από τα συνηθισμένα, μια επανάληψη ή έστω και παραλλαγή ενός από τα προηγούμενα, ήθελε κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο για αυτό που ήξερε ότι, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, θα ήταν η coda της. Μην μπορώντας να βρει λύση και εξαντλημένος πλέον έπεσε να κοιμηθεί, μην τρώγοντας τίποτα και πάλι.
Όταν ξύπνησε είχε νυχτώσει. Έφαγε κάτι γιατί διαφορετικά δεν θα άντεχε να συνεχίσει και κάθισε πάλι μπροστά στο πιάνο, με μια ιδέα να έχει ήδη αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό του, πιθανόν από την ώρα ακόμα που κοιμόταν. Άπλωσε τα χέρια του, έπαιξε δυο-τρεις συγχορδίες, τις ξανάπαιξε, έμεινε για λίγο ακίνητος, και μετά τις έπαιξε για τρίτη φορά αλλά με τέτοιο τρόπο που ένας αμύητος ακροατής ο οποίος δεν θα τον έβλεπε μπορεί και να νόμιζε ότι έπαιζε κάποιες άλλες, τόσο διαφορετικό ήταν το ηχητικό αποτέλεσμα. Ποτέ δεν είχε θεωρήσει τον εαυτό του καν πιανίστα αλλά είχε μια στοιχειώδη τεχνική στο όργανο και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του προσπάθησε να παίξει ξεχνώντας εντελώς την τεχνική του, έπαιξε όπως πίστευε, αισθανόταν έστω, ότι θα τις έπαιζε στο πιάνο εκείνη.
Είχε βρει τον δρόμο που θα τον οδηγούσε στο τρίτο μέρος, το κυρίως σολιστικό της, θα προσπαθούσε να αποτυπώσει στο πεντάγραμμο τις ιδιότητες, τις αρετές, την αξία της, την μουσική αλλά και την ανθρώπινη. Δούλεψε όλη νύχτα, δίχως να φάει τίποτα άλλο, χωρίς να κλείσει λεπτό τα μάτια του αλλά τα ξημερώματα είχε και το τελευταίο μέρος έτσι όπως το ήθελε, έτσι όπως της άξιζε.
Μέχρι να κάνει ένα μπάνιο και με την διαδρομή μέχρι εκεί έφτασε στο νοσοκομείο μερικά λεπτά μετά την ώρα που άρχιζε να επιτρέπεται το επισκεπτήριο. Ρώτησε ποιο ήταν το δωμάτιό της, ανέβηκε, δίπλα της ο σύζυγος της που δεν έφευγε στιγμή από εκεί. Χαιρέτησε, την ρώτησε πώς αισθανόταν και χωρίς να χάσει χρόνο άφησε την παρτιτούρα στο κομοδίνο δίπλα της. Αυτό είναι, όπως μου το ζητούσατε. Διαβάστε το με την ησυχία σας, είπε μόνο και βγήκε στο διάδρομο.
Μετά από είκοσι περίπου λεπτά, ήταν αρκετά μεγάλο σε διάρκεια και σύνθετο έργο, ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Ίδια εικόνα με πριν, μόνο που ο σύζυγος δεν καθόταν δίπλα της αλλά ήταν όρθιος, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Πλησίασε το κρεβάτι και πριν ρωτήσει καν την άκουσε να του λέει.
-Είναι πανέμορφο, το τελευταίο μέρος ειδικά είναι από τις πιο μελετημένες, οργανωμένες, αληθινές, με τόσο συναίσθημα πάρτες που έχω δει ποτέ. Μπράβο, πραγματικά μπράβο σου, είσαι σπουδαίος συνθέτης. Δεν θα προλάβω όμως να το παίξω...
-Μα τι λέτε.
Αυτό που είδε όμως στα μάτια της τον έκανε να μην μπορέσει να πει τίποτα άλλο. Μουρμούρισε μόνον ένα χαιρετισμό, γύρισε και βγήκε από το δωμάτιο αποφεύγοντας ακόμα και να κοιτάξει προς το παράθυρο. Δεν ήθελε να κάνει να αισθανθεί ακόμα πιο άσχημα ο ιδιότροπος, αυστηρός, σκληρός με τους πάντες, με τους μουσικούς και πριν από όλους με τον εαυτό του κορυφαίος μαέστρος που προσπαθούσε να κρύψει τα δάκρυά του κοιτάζοντας έξω.
Η επέμβαση έγινε την επομένη το πρωί, δεν συνήλθε ποτέ από αυτήν και δυο ημέρες μετά το auditorium, για πρώτη και μοναδική φορά στα τόσα χρόνια λειτουργίας του, παρέμεινε κλειστό για ένα τριήμερο εις ένδειξη πένθους. Από τότε, για περισσότερα από έξι χρόνια, η παρτιτούρα –του την είχε επιστρέψει εκείνος, την ημέρα μάλιστα της κηδείας, χωρίς κανείς τους να κοιτάξει έστω για ένα δευτερόλεπτο τον άλλο στα μάτια– είχε μείνει σε ένα συρτάρι του χωρίς ούτε να την ξαναγγίξει ποτέ. Όταν άρχισε όμως να γράφει το καινούριο έργο, περίπου δυο μήνες πριν, το άνοιξε χωρίς δισταγμό και την ξαναπήρε. Όχι γιατί δεν μπορούσε να γράψει ένα ακόμα θέμα αλλά γιατί αυτό το έργο, ειδικά το τελευταίο μέρος, έπρεπε επιτέλους κάπου, κάπως να παιχτεί. Το όφειλε σε εκείνη.
Δεν το χρησιμοποίησε βέβαια αυτούσιο και στην μορφή που ήταν, όχι μόνο γιατί δεν του άρεσε να το κάνει αυτό αλλά και γιατί, εκείνος τουλάχιστον, δεν ήξερε άλλον εκτελεστή βιολιού που να μπορούσε να το παίξει ή έστω να τον εμπιστευθεί ότι θα το απέδιδε έτσι όπως έπρεπε, ούτε το εξαίρετο πρώτο βιολί της ορχήστρας ούτε κανέναν άλλο ή άλλη. Για αυτό και το μετέγγραψε, μοιράζοντας στην ουσία το δικό της μέρος στις ομάδες των εγχόρδων. Και αυτό ίσχυε ιδίως από το σημείο το οποίο παιζόταν εκείνη η στιγμή και μετά, από εκεί δηλαδή που στο κονσέρτο άρχιζε το καθαρά σολιστικό της μέρος που ακριβώς πριν το φινάλε για περίπου τρία λεπτά γινόταν σολιστικό στην κυριολεξία, η ορχήστρα δηλαδή έπαυε να παίζει αφήνοντάς την μόνη της.
Η παραλλαγή που είχαν αρχίσει να παίζουν τα βιολιά ήταν αυτό ακριβώς, το καταληκτικό μέρος του βιολιού στο κονσέρτο. Όταν ξεκίνησε, όλοι οι μουσικοί πλην αυτών των εγχόρδων κατέβασαν τα όργανα τους. Τα βιολιά έπαιξαν μόνα τους τα πρώτα δέκα μέτρα και μετά επανήλθαν στην αρχή του θέματος, μόνο που αυτή τη φορά το άρχισαν μαζί με τις βιόλες και τα τσέλα και τρία από τα κοντραμπάσα. Το θέμα άρχισε να αναπτύσσεται σε ευφορική λα ματζόρε και μοντεράτο που του επέτρεπε να αναπνέει, με τα συνεχή γκλισάντι εναλλάξ από τα πρώτα και τα δεύτερα βιολιά να του δίνουν την ζεστασιά σχεδόν μιας ανθρώπινης αγκαλιάς.
Τα τσέλα ανέλαβαν να το οδηγήσουν στο τελευταίο τμήμα του, εκείνο που στο κονσέρτο ήταν μόνο για εκείνη, Ελαφρό κρεσέντο καθώς τα δεύτερα βιολιά μαζί με τις βιόλες και τα τσέλα άρχισαν αυτό που στην πρώτη μορφή ήταν ό,τι είχε γράψει για τις δύο χορδές της μόνο, τέτοια ήταν η δεξιοτεχνία της. Τα πρώτα βιολιά αντίστοιχα έκαναν αυτό που έκαναν οι άλλες δύο χορδές, έμπαιναν και έβγαιναν στο  σχήμα που έπαιζαν τα υπόλοιπα έγχορδα, ανέβαιναν και κατέβαιναν, το στόλιζαν με άπειρες γοητευτικές λεπτομέρειες, άλλοτε με παρατεταμένο βιμπράτο και άλλοτε με αισθαντικά λεγκάτο. 
Τς πρώτα βιολιά έγιναν φόρτε καθώς μπήκαν σε αυτό που στην πρώτη μορφή ήταν η καντέντζα με ένα δυναμικό σπικάτο. Εδώ υποχρεωτικά είχε χρειαστεί να προσθέσει αρκετά, ακούγοντας μέσα στο μυαλό του και προσπαθώντας να φανταστεί. Αυτό στο οποίο κατέληξε ήταν ένα ελικοειδές και σπειροειδές ταυτόχρονα σχήμα που κάθε τρία μέτρα επέστρεφε στην αρχή του για να ξαναφύγει αμέσως σαν να κυνηγούσε το ίδιο τον εαυτό με ταχύτατο βιμπράτο. Το σύντομο κρεσέντο έφτασε στο τέλος του με τα πρώτα βιολιά μόνα τους να παίζουν σε ουνίσονο για ένα σχεδόν λεπτό μία και μόνη νότα, πρώτα πρέστο και μετά πρεστίσιμο, όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατό, τα δοξάρια έμοιαζαν πιο πολύ με βέλη που άγγιζαν τις χορδές μάλλον συγκυριακά καθώς περνούσαν με βιάση δίπλα τους και μετά ντεκρεσέντο και πτώση καθώς τα πρώτα βιολιά επέστρεψαν στον πυρήνα όχι μόνο της παραλλαγής αλλά και του αρχικού θέματος, συνάντησαν τα υπόλοιπα έγχορδα και όλα μαζί έπαιξαν για τελευταία φορά το οστινάτο που είχε ήδη δείξει πόσο άρεσε κάνοντας τον κόσμο να χειροκροτήσει και πάλι.
Αν μπορούσε θα χειροκροτούσε και ο ίδιος, τόσο καλά, πολύ καλύτερα ακόμα και από την γενική πρόβα που τον είχε αφήσει απόλυτα ικανοποιημένο, το είχαν παίξει. Αυτό ήταν αδύνατο φυσικά, γύρισε σελίδα στην παρτιτούρα του και με μια κίνηση της μπαγκέτας του εισήγαγε και την υπόλοιπη ορχήστρα σε αυτό που ήταν το φινάλε του κονσέρτου. Ένα ευχάριστο θέμα με ισορροπημένη χρήση όλων των οργάνων που όμως στην αρχική μορφή θα κατέληγε και πάλι σε ένα δικό της σόλο, πάρα πολύ σύντομο αλλά και τρομερά δύσκολο και απαιτητικό. Και αυτό δεν μπορούσε να το υποκαταστήσει όπως όλα τα άλλα, έπρεπε να βρει κάτι άλλο που όχι μόνο να ταίριαζε με τα υπόλοιπα αλλά και να ήταν αντάξιό της όπως και αυτά. Και αυτό που βρήκε θα ξάφνιαζε σίγουρα το κοινό, εδώ είχε ξαφνιάσει στην ανάγνωση της παρτιτούρας ακόμα και κάποιους από τους μουσικούς.
Το κανονικά τελικό θέμα έφτασε στο τέλος του και οι μουσικοί άφησαν τα όργανα τους, όλοι εκτός από τα βιολιά και πάλι. Όλοι οι εκτελεστές τους όμως δεν κρατούσαν πια τα δοξάρια τους, τα είχαν αφήσει και τα δεξιά τους χέρια ήταν ανοιχτά πάνω και κοντά στις χορδές. Με την κίνηση της μπαγκέτας του ένα όχι απλά θλιμμένο αλλά γεμάτο οδύνη, της απώλειας μάλλον, μινόρε θέμα άρχισε να ακούγεται, παιγμένο φυσικά πιτσικάτι από την πρώτη σειρά τόσο των πρώτων όσο και των δεύτερων βιολιών και μετά, σαν κύμα,  άρχισε να περνάει στις επόμενες. Μόλις όμως έφτασε στην τελευταία το κύμα αυτό επέστρεψε αμέσως εκεί που ξεκίνησε ακολουθώντας τήν ακριβώς αντίστροφη διαδρομή, κάθε σειρά των βιολιών μόλις το έπαιζε κατέβαζε τα όργανα της αλλά αυτό γινόταν όλο και πιο σύντομο καθώς πήγαινε ξανά προς την πρώτη σειρά. Σύντομο όσο και η ζωή. Όταν έφτασε στην πρώτη σειρά ήταν πια μόλις τέσσερις συγχορδίες, όταν και η πρώτη σειρά των δεύτερων βιολιών κατέβασε τα όργανα της είχαν απομείνει μόνο τρεις στην αντίστοιχη των πρώτων για να παίξει, και όταν κατέβασε και αυτή τα όργανά της, εκτός από τον εξάρχοντα, τι;
Το πρώτο βιολί έπαιξε μόνο του για μία ακόμα φορά τις δύο από τις τρεις συγχορδίες τού θέματος και μετά, με μια τρίτη και πάντα πιτσικάτο, πέρασε ξαφνικά στο ματζόρε οστινάτο που ακούστηκε το ίδιο όμορφο με όλες τις προηγούμενες φορές αλλά και αρκετά διαφορετικό και κυρίως με άλλη εξέλιξη καθώς, με την πιο απρόσμενη λύση, κατέληξε σε ένα γλυκόπικρο σχήμα παιγμένο πολύ αργά. Αυτό, για όσους είχαν προσέξει, από το οποίο εκκινούσε το πρώτο μέρος του έργου.
Γιατί επέλεξε αυτό το φινάλε; Καταρχήν γιατί μπορούσε, είχε δαπανήσει ένα πολύ μεγάλο μέρος της ζωής του για να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο ενός και μόνο πράγματος, της παρτιτούρας κάθε νέου έργου του. Οποιοσδήποτε είχε μετά το δικαίωμα να έχει όποια γνώμη ήθελε, να του άρεσε πολύ ή καθόλου, όταν όμως συνέθετε την μουσική του κυρίαρχός της ήταν αυτός και κανείς άλλος. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι, ακριβώς με δεδομένο ότι μπορούσε να το κάνει, απολάμβανε το γεγονός του να ξαφνιάζει η μουσική του, τους ακροατές και πριν από όλα τον εαυτό του.
Τέλος, και ίσως σημαντικότερο όλων ίσως, ήταν η προσπάθειά του να δείξει σε όλους ένα μάθημα που η ζωή είχε διδάξει σε εκείνον από όταν ήταν πολύ μικρός. Ότι τα κρεσέντο, εκτός από όμορφα, είναι και απαραίτητα, όσο σύντομα κι αν είναι, όπως και οι στιγμές αληθινής χαράς ή και ευτυχίας, αν κανείς πίστευε ότι υπήρχε και αυτή. Ακριβώς γιατί πάντα τα ακολουθεί ένα ντεκρεσέντο που αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, φέρνει και μια πτώση στη μελωδία. Και αυτή η πτώση κάθε φορά είναι και χαμηλότερη και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συγκρατήσεις την μελωδία από το να μην φτάσει τόσο χαμηλά ώστε να γίνει σχεδόν υπόηχος που δεν ακούγεται, είναι πολύ δύσκολο να μην αφήσεις τις σκοτεινές κοιλάδες της ζωής να σε καταπιούν, κάνοντας σε να ξεχάσεις ότι υπάρχουν και φωτεινά υψώματα. Τότε είναι πολύ χρήσιμη η μνήμη των κρεσέντο, είναι αυτή που θα σε βοηθήσει να κρατήσεις την μελωδία σε μια ισορροπία ή απλά να συνεχίσεις να προχωρείς. Μαζί όμως και τον πόθο να ξαναζήσεις αυτή την αίσθηση που θα σου δώσει την ώθηση όχι τόσο για το επόμενο κρεσέντο όσο για να αναζητήσεις τον τρόπο για την επόμενη άνοδο της μελωδίας, την δύναμη να μη σε κάνει η σκοτεινή φθορά της καθημερινότητας να σταματήσεις να κοιτάς προς τα πάνω.
Και όταν έρθει το επόμενο κρεσέντο φρόντισε όχι απλά να το απολαύσεις αλλά να γεμίσεις από αυτό γιατί, μην το ξεχνάς, το μεγαλύτερο διάστημα αναπόφευκτα είναι πτώσεις, προσπάθεια λύσης των αρμονικών θεμάτων και όχι οι ίδιες οι λύσεις, κοπιαστική διαδρομή της ύπαρξης διαμέσου του χρόνου. Τουλάχιστον έτσι πάντα θα επιδιώκεις η επόμενη άνοδος να είναι ακόμα υψηλότερη τείνοντας προς την έστω και ανέφικτη κορύφωση, τουλάχιστον έτσι πάντα θα επιδιώκεις κάθε φορά να πλησιάζεις λίγο περισσότερο το φως, τουλάχιστον έτσι δεν θα αφήσεις το τετριμμένο να σε πείσει ότι είναι αναγκαία κανονικότητα  και όχι καταναγκασμός.

Ο εξάρχων κατέβασε και αυτός το βιολί του και την σιωπή έσπασαν αμέσως χειροκροτήματα και αυτή τη φορά και φωνές ενθουσιασμού. Έκανε νόημα να σηκωθεί η ορχήστρα, κατέβηκε από το πόντιουμ, αντάλλαξε την καθιερωμένη χειραψία μαζί του (και αυτήν με δυσκολία, ποτέ δεν είχε καταφέρει να συμφιλιωθεί με αυτά τα ανούσια τυπικά, κατάλοιπα μιας εποχής που δεν είχε καμία σχέση με την σημερινή) και, μετά από μια πολύ σύντομη υπόκλιση προς το ακροατήριο, βγήκε από τη σκηνή για να αφήσει την ορχήστρα να απολαύσει το χειροκρότημα του κόσμου, το άξιζε άλλωστε και με το παραπάνω, περισσότερο και από τον ίδιο. Άλλωστε για εκείνον ίσως και να έφτανε το χαμόγελο του φίλου του και  το σύντομο ανασήκωμα του δεξιού του χεριού με προτεταμένο τον αντίχειρα καθώς σηκωνόταν από το σκαμπό του αλλά και εκείνο του διευθυντή σκηνής που, δίπλα στην πόρτα που οδηγούσε στα παρασκήνια πια και έχοντας ξεχάσει εντελώς το ντροπιαστικό για εκείνον γεγονός που είχε προηγηθεί, χειροκροτούσε ασταμάτητα, κοιτάζοντας εκείνον και μόνο και με μια έκφραση σχεδόν ευτυχίας, μήπως όμως και ευγνωμοσύνης;  
Φυσικά ξαναβγήκε σχεδόν αμέσως για να ευχαριστήσει τον κόσμο μαζί με την ορχήστρα. Και τότε κοίταξε για πρώτη φορά χωρίς επιφύλαξη προς το κεντρικό θεωρείο. Δεν χειροκροτούσε βέβαια αλλά και δεν έδειχνε καθόλου οργισμένος όπως πριν. Ήταν αδύνατο να καταλάβει τι σήμαινε η έκφραση στο πρόσωπό του, όπως δεν μπόρεσε να δει και τίποτα μέσα στα μάτια του, ήταν σαν να ήταν κενά.
Έφυγε μαζί με την ορχήστρα από την σκηνή αλλά ο ενθουσιασμός του κόσμου τους υποχρέωσε να ξαναβγούν. Δεν σταμάτησαν όμως να χειροκροτούν ούτε όταν αποχώρησαν αν και μάλλον θα είχαν καταλάβει ότι δεν είχαν προετοιμάσει τίποτα για encore και τον ίδιο δεν τον δυσαρεστούσε καθόλου αυτό, δεν είχε διάθεση να παίξει οτιδήποτε άλλο εκείνη την ημέρα. Βγήκαν για δεύτερη φορά λοιπόν, κοίταξε και πάλι προς το κεντρικό θεωρείο και αυτό που είδε τον έκανε σχεδόν να παγώσει. Οι φίλοι του είχαν φύγει, καθόταν μόνος του και φυσικά δεν χειροκροτούσε. Όμως ο άνθρωπος αυτός που μπροστά του είχε ταπεινώσει πολλές φορές καθ’ όλα άξιους μουσικούς εξαιτίας της τελειομανίας του έκλαιγε, τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπο του ενώ βρισκόταν σε ένα σημείο που ήταν ορατό από όλη σχεδόν την αίθουσα και χωρίς να κάνει τίποτα για να τα συγκρατήσει.
Έφυγαν και πάλι από την σκηνή αλλά ελάχιστοι από το κοινό έκαναν το ίδιο, οι περισσότεροι ήταν ακόμα στην αίθουσα και χειροκροτούσαν με αμείωτη ένταση. Άντε, πάμε για τελευταία φορά, φτάνει πια, είπαν κάποιοι από τους μουσικούς και βγήκαν στη σκηνή για τρίτη φορά. Υποκλίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους και, πριν αποχωρήσει οριστικά, κοίταξε προς το μέρος του για μιαν ακόμα φορά. Έδειχνε λίγο πιο ήρεμος, τα δάκρυα συνέχιζαν να τρέχουν αλλά όχι τόσο όσο πριν όμως φαινόταν πιο αφηρημένος από ποτέ. Από το μυαλό του πέρασε και πάλι η σκέψη ενός πιθανού εγκεφαλικού επεισοδίου που προσπάθησε να την διώξει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Εκείνη όμως την στιγμή ο άλλος πρόσεξε ξαφνικά ότι τον κοιτούσε και έκανε κάτι που αν δεν το έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια και του το έλεγαν δεν θα το πίστευε: έφερε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς.
Και τότε έκανε και εκείνος κάτι που δεν φανταζόταν ότι θα έκανε ποτέ και σίγουρα ποτέ δεν θα επαναλάμβανε. Μόνος του στην άδεια πια σκηνή αφού όλοι οι μουσικοί είχαν ήδη αποχωρήσει, αλλά μπροστά στην σχεδόν γεμάτη ακόμα από κόσμο αίθουσα στράφηκε προς το κεντρικό θεωρείο, τον κοίταξε κατάματα και, αυτός που συνήθως απλά χαμήλωνε λίγο το κεφάλι, έκανε την πιο βαθιά υπόκλιση που είχε κάνει και θα έκανε ποτέ. Δεν ήταν στον μέντορα του, ούτε στον ιδρυτή του auditorium Ήταν σε έναν  άνθρωπο που είχε την γενναιοδωρία ψυχής αλλά και τη γενναιότητα να κάνει αυτή την απλή χειρονομία που όμως σήμαινε τόσα πολλά. Και στο πρόσωπό του ήταν και σε εκείνη που εδώ και έξι χρόνια δεν καθόταν πια στην διπλανή του πολυθρόνα αλλά και δεν ανέβαινε εκεί που ήταν η φυσική της θέση, στη σκηνή που στεκόταν ο ίδιος.
Ανασήκωσε το κεφάλι του και, χωρίς να κοιτάξει ξανά προς την αίθουσα, κατευθύνθηκε βιαστικά προς την πόρτα των παρασκηνίων και την πέρασε, μην έχοντας καμία αμφιβολία ότι από την επόμενη συναυλία τα δοξάρια θα ήταν και πάλι στη θέση τους. Και δεν θα έλειπαν ποτέ ξανά.                   

Ο κριτικός μουσικής Θάνος Μαντζάνας είναι συντάκτης της Αυγής και του μηνιαίου μουσικού της ενθέτου Κόκκινη Καρφίτσα και όταν το επιτρέπει ο χρόνος του προσπαθεί να κάνει με τις λέξεις επάνω σε μια επιφάνεια γραφής αυτό που κάνουν οι νότες στο μυαλό του 

Δεν υπάρχουν σχόλια: