20/12/15

Ο Καβάφης αρτιμελής

Πέτρος Μώρης, Columns (Time, Brain, Transformation, Skeleton), 2015, χάλυβας, γύψος, εξηλασμένη πολυστερίνη
Μεταβλητές διαστάσεις


Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Τα ποιήματα. Δημοσιευμένα και αδημοσίευτα, επιμέλεια Δημήτρης Δημηρούλης, εκδόσεις GUTENBERG, σελ. 814

Μια έκδοση υποδειγματική, όσον αφορά την πληρότητά της. Περιλαμβάνονται τα ποιήματα και πεζά του Καβάφη όλων των κατηγοριών (δημοσιευμένα/αναγνωρισμένα, αδημοσίευτα, μεταφράσεις κλπ), με πρωτότυπη εισαγωγή και κατατοπιστικά σχόλια, με λειτουργικά ευρετήρια, χρονολόγιο, βιβλιογραφία, και όλα αυτά σε έναν μόνο τόμο, ένα επίσης λειτουργικό βιβλίο υψηλής εκδοτικής φροντίδας και αισθητικής. Ο τόμος ήρθε για να μείνει, και θα ενταχθεί στο σώμα των καβαφικών εκδόσεων ως η πλέον σύγχρονη, πλήρης εκδοχή και εικόνα του καβαφικού έργου. Ως εκ τούτου, η αποτίμησή του μέλλει να κριθεί εν τη χρήση του, αφού δεν «καταργεί» τον δικό μας Καβάφη, δηλαδή τον ποιητή που ο καθένας μας έχει εισπράξει, και συνεχίζει να διαβάζει και να ανακαλεί, αλλά έρχεται να μας τον παραδώσει πλήρη και αρτιμελή και όχι πλέον κατακερματισμένο, μαζί με τις πληροφορίες της ιστορικότητας της εκδοτικής του περιπέτειας, συνάρτηση της οποίας άλλωστε είναι και ο Καβάφης του καθενός μας – έρχεται δηλαδή να φωτίσει τον δικό μας Καβάφη στο φόντο του σύνολου καβαφικού έργου.
Εδώ, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από την «Εισαγωγή» του Δημήτρη Δημηρούλη, ενδεικτικά της πολυπρισματικότητας της προσέγγισης αλλά και της ίδιας της έκδοσης.
Κ.Β


Ὁ ποιητὴς καὶ ἡ πόλη
῾Ο ᾽Αλεξανδρινός. ῾Η προσωνυμία μπορεῖ νὰ στεγάσει τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ ποιητῆ Κ. Π. Καβάϕη μὲ ἀκρίβεια καὶ ἐπάρκεια. Σπάνια συγγραϕέας ἔχει συνδεθεῖ κατὰ τέτοιο ἀπόλυτο ἀλλὰ καὶ διαρκὴ τρόπο μὲ τὸν τόπο διαβίωσής του. Στὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνία τὸ παράδειγμα εἶναι μοναδικό. Τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν εὐρωπαϊκή, παρὰ τοὺς στενοὺς δεσμοὺς ὁρισμένων συγγραϕέων μὲ συγκεκριμένες πόλεις. ῾Ο ποιητὴς ἔχει ἀμετάκλητα ταυτιστεῖ μὲ τὸν τόπο ὅπου γεννήθηκε, ἔζησε καὶ πέθανε. ῾Η γενικὴ αὐτὴ ἀποδοχὴ ἐπιτρέπει τὴν ὑποκατάσταση τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τὸν ἐπιθετικὸ προσδιορισμὸ τῆς καταγωγῆς καί, συνάμα, τὴν προσθέτει ὡς ἀναπόϕευκτη προοπτικὴ στὴ θέαση τοῦ ἔργου του.
Βέβαια, ἡ ᾽Αλεξάνδρεια δὲν ἦταν κάποια συνηθισμένη αἰγυπτιακὴ πόλη. Τὸ ὄνομά της ἀνακαλοῦσε τόσο τὸν Μακεδόνα στρατηλάτη ὅσο καὶ τὴ δυναστεία τῶν Πτολεμαίων τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τὴ ρωμαϊκὴ ἐπικυριαρχία ποὺ ἀκολούθησε. Εἶχε ἑπομένως παρελθὸν πλούσιο σὲ μνῆμες καὶ ϕήμη. Στὸ παρελθὸν αὐτὸ ἡ περιπέτεια τοῦ «ἑλληνικοῦ» βρῆκε τὴν πιὸ ἀπρόσμενη τύχη, τὶς πιὸ παράδοξες ἀναμείξεις, τὶς πιὸ ἀνοίκειες προσαρμογές. ῾Ο Καβάϕης τὰ συνάντησε ὅλα αὐτὰ σὲ μι ὰ Αἴγυπτο ποὺ ἦταν (μετὰ τὸ 1882) κτήση τῆς Βρετανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ μέσα στὸ περιβάλλον τῆς ἀκμάζουσας ἑλληνικῆς παροικίας, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἡ πιὸ σημαντικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα, ὅπως ἀποδείχτηκε ὄχι ἐκ τῶν ὑστέρων ἀλλὰ ὅσο ζοῦσε.
῾Η πόλη δὲν ὁρίζει μόνο τὸν κύκλο τοῦ βίου του ἀλλὰ καὶ ἕνα σημαντικὸ μέρος τῆς ποιητικῆς του. Τὴν πέρασε στὸ συμβολικὸ στημόνι τῆς γραϕῆς, καθιστώντας την οἰκουμενικὴ συνεκδοχὴ («᾽Αποχαιρέτα την, τὴν ᾽Αλεξάνδρεια ποὺ χάνεις») ἢ ἐπιχειρώντας συσχετισμοὺς στοὺς ὁποίους ἀνακαλεῖται εἰρωνικὰ τὸ παρελθὸν («Κ᾽ οἱ ᾽Αλεξανδρινοὶ τὸν πάρουν στὸ ψιλό, / ὡς εἶναι τὸ συνήθειο τους, οἱ ἀπαίσιοι» ἢ «Οἱ ᾽Αλεξανδρινοὶ ἔνιωθαν βέβαια / ποὺ ἦσαν λόγια αὐτὰ καὶ θεατρικὰ») γιὰ νὰ προκαλέσει συνειρμοὺς μὲ τὸ παρόν. ῾Η πόλη καὶ οἱ κάτοικοί της, μαζὶ μὲ στιγμιότυπα ἀπὸ τὴν ἱστορία της, ἔχουν ἀπορροϕηθεῖ ἀπὸ τὸν καβαϕικὸ λόγο ποικιλοτρόπως, σὲ μιὰ συμπύκνωση βίου καὶ τέχνης ὅπως κορυϕώνεται στὸν στίχο: «Πάντα ἡ ᾽Αλεξάνδρεια εἶναι».
Δὲν στάθηκε, ἑπομένως, τυχαῖο ποὺ ἡ μετωνυμία «ὁ ᾽Αλεξανδρινὸς» ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι δραστικὴ καὶ σαϕής, ἀποκλείοντας κάθε παρεξήγηση ἢ σύγχυση. Τὸ ὄνομα τῆς πόλης ἀνακαλεῖ ἐπίσης μιὰ πολυσχιδὴμυθολογία ποὺ συνοδεύει μόνιμα, ἀλλὰ ὄχι πάντοτε ϕανερά, τὴν καβαϕικὴ ποιητικὴ ἐνδοχώρα.Καμιὰ (ἐκτενὴς ἢ συνοπτικὴ) βιογραϕία τοῦ ποιητῆ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτιμήσει τὴ βαρύτητα τῆς ᾽Αλεξάνδρειας γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του.῎Εζησε τὴν πόλη μοιρασμένα: τριάντα περίπου χρόνια στὸν 19ο αιώνα, ἄλλα τόσα καὶ κάτι στὸν 20 ό.

Μέτρο καὶ ρυθμός
῾Η μορϕὴ στὴν ποίηση ἦταν πάντα τὸ πεδίο σϕοδρῶν ἀντιπαραθέσεων, καὶ αὐτὸ γιατὶ καμιὰ ἑρμηνεία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τουλάχιστον ἐπαρκὴς χωρὶς νὰ συναρτήσει τὶς πεποιθήσεις καὶ τὶς διαπιστώσεις της μὲ τὸ πεδίο τῆς γραϕῆς, ἐκεῖ ὅπου κρίνεται κάθε ποιητικὸς λόγος. ῾Η μορϕὴ περιλαμβάνει ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν αὐτὸν τὸν λόγο: γλώσσα, ὕϕος, ρυθμός, ρητορικὴ συγκρότηση, τυπογραϕικὴ ἐμϕάνιση, κάθε ἄλλο γνώρισμα ποὺ ἀποτυπώνεται στὴν εἰκόνα καὶ στὴ ϕράση τοῦ ποιήματος.
῾Η μορϕὴ ὡστόσο δὲν εἶναι κάτι ἁπλὸ ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα μὲ ἕνα νόημα τὸ ὁποῖο καλούμαστε νὰ ἀνασύρουμε ἀπὸ τὸ σκοτάδι, ἀντίθετα ἀναπτύσσεται σὲ ἐλεύθερη πτήση, χωρὶς τελικὸ προορισμὸ ἢ μόνιμο ἀγκυροβόλι. Παραμένει προσωρινά, ὅταν βρίσκει ϕιλόξενο χῶρο σὲ θεωρήσεις ποὺ δὲν εἶναι ἀποσπασματικὲς ἢ μηχανιστικὲς ἀλλὰ ὁλικές, δηλαδὴ σὲ προτάσεις ἀνάγνωσης ποὺ συνεκτιμοῦν ὅλα τὰ δεδομένα γιὰ νὰ ἀνανεώσουν τὴν προοπτικὴ καὶ νὰ ἀναθερμάνουν τὸν νοηματικὸ πυρήνα.
῾Ο Καβάϕης δὲν εἶναι ἡ ἐξαίρεση ἀλλὰ ὁ κανόνας τῶν ἱκανῶν ποιητῶν ποὺ συναρτοῦν τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια μὲ τὴ συνολικὴ εἰκόνα. Τίποτε δὲν ἔχει σπουδαῖο νόημα ἀπὸ μόνο του, ὡς ἐπικόσμηση τῆς μορϕῆς, τὸ ἀποκτᾶ ὅμως ὅταν συνδεθεῖ μὲ τὸ περιβάλλον του. ῾Ο Καβάϕης ἦταν λάτρης τῆς λεπτομέρειας καὶ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. ᾽Εὰν ἐξαιρέσουμε αὐτοματισμοὺς καὶ ἀβλεψίες, ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι αὐστηρὰ προσδιορισμένα: γλωσσικὲς ἰδιομορϕίες, ὑϕολογικὲς παρεκκλίσεις, ρυθμικὲς ἀναπτύξεις, μετρικὲς σταθερές, μορϕικοὶ παρατονισμοὶ καὶ κάθε εἴδος εἰκονικῆς παράστασης τοῦ λόγου. ᾽Εὰν διαβάσουμε ϕέρ᾽ εἰπεῖν τὸ «Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους» καὶ τὸ «᾽Εν τῷ μηνὶ ᾽Αθύρ», χωρὶς τὴν καβαϕικὴ ρύθμιση ὅλων τῶν μορϕολογικῶν παραμέτρων, ἢ ἐὰν ἁπλῶς τὰ ἀκούσουμε, ἡ ἀντίληψη τῶν δύο ποιημάτων δὲν θὰ εἶναι ἡ ἴδια μὲ ἐκείνη ποὺ ἔχουμε ὅταν διαβάζουμε τὰ ποιήματα μὲ τὶς καβαϕικὲς ὑποδείξεις.
῾Η μετρικὴ ἑπομένως δὲν πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ὡς κάτι μονομερῶς θαυμάσιο καὶ σπουδαῖο, ὅταν πρόκειται νὰ μιλήσουμ ε γιὰ τὸ οὐσιῶδες τῆς ποίησης. Καμιὰ μελέτη στιχουργίας καὶ μετρικῆς, καμιὰ μελέτη ρυθμοῦ ἢ ἀϕήγησης δὲν ἔχει νόημα ἂν δὲν συνδεθεῖ μὲ τὸ συνολικὸ πρόταγμα λόγου ποὺ εἶναι τὸ ποίημα ἤ, ἀκριβέστερα, ἡ συνολικὴ ποιητικὴ πρόταση. ᾽Εκ τῶν προτέρων συνεπῶς καθίσταται ἄγονη κάθε συζήτηση περὶ μέτρου καὶ στίχου ἢ περὶ ρυθμοῦ καὶ ἀϕήγησης στὸν Καβάϕη, ἂν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὴ συνολικὴ θεώρηση τῆς ρητορικῆς συγκρότησης.
Οἱ μεμονωμένες μετρικὲς ἐνασχολήσεις εἶναι ἀσκήσεις στὴ ϕιλολογικὴ ματαιοσπουδία. Χωρὶς ἑρμηνευτικὴ ματιά, δηλαδὴ χωρὶς θεωρητικὸ ὁρίζοντα, ποὺ νὰ «διαβάζει» τὸ ποίημα μὲ ἀντίστοιχα ἐπεξεργασμένες ἔννοιες, καὶ χωρὶς ὁλικὴ θεώρηση τοῦ ζεύγματος μορϕὴ-περιεχόμενο ἐντὸς τοῦ εὐρύτερου πολιτισμικοῦ καὶ ἱστορικοῦ περιβάλλοντος, ὅλες οἱ προσεγγίσεις τῶν καβαϕικῶν ποιημάτων παραμένουν ξεκρέμαστες εἴτε ὡς ἀντικειμενικὲς περιγραϕὲς ἄνευ περαιτέρω σημασίας (π.χ. ὁ ἴαμβος τοῦ Καβάϕη) εἴτε ὡς αὐθαίρετοι συσχετισμοὶ τοῦ ρυθμοῦ, τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἀϕήγησης. ῾Ο Καβάϕης εἶχε τὸν δικό του τρόπο νὰ ταιριάζει γλώσσα, μέτρο, στίχο καὶ ρυθμό. ῾Ο τρόπος αὐτὸς ἀποτυπώνεται στὸ ποίημα, ἀκολουθεῖ τὴ γραϕὴ σὰν ϕυσικὴ ἀνάγκη, σὰν κάτι ποὺ ὑϕί σταται τὴ διαρκὴ ϕροντίδα του: ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕως τὸ τέλος.
Εἶναι μιὰ διαδικασία ταυτόχρονα τεχνικὴ καὶ ϕαντασιακή. ῾Ο ποιητὴς ἐγγράϕει στὸ σῶμα τοῦ κειμένου τὶς ὁδηγίες του γιὰ τὴν ἁρμονικὴ/μουσικὴ ἐκϕορὰ τοῦ λόγου. Πρόκειται γιὰ σημειογραϕία ποὺ περιμένει τὴν ἐκτέλεσή της ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη. ῞Οποιες καὶ ἂν εἶναι οἱ ρυθμικὲς προθέσεις τοῦ ποιητῆ, ὁ ἀναγνώστης καλεῖται νὰ τὶς ἀνιχνεύσει καί, τελικά να  τὶς ἐνσωματώσει στὸν δικό του ρυθμό, στὸ δικό του μουσικὸ αὐτί. Γι᾽ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει μόνο ἕνας τρόπος νὰ διαβάσουμε τὸν ρυθμὸ καὶ τὸ μέτρο, ὅπως δὲν ὑπάρχει μόνο ἕνας τρόπος νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ νόημα.
῞Ολα τὰ στοιχεῖα ποὺ ἐγγράϕονται στὴ μορϕὴ ἀνήκουν συνολικὰ στὴ «γλώσσα τοῦ κειμένου». Σὲ αὐτὴν ἀπορροϕᾶται ἡ πρόθεση τοῦ ποιητῆ, ἡ ψυχολογικὴ συνθήκη, ἡ συναισθηματικὴ κατάσταση, οἱ ἐξωτερικὲς ἐπιδράσεις, τὸ ἱστορικὸ περιβάλλον, τὸ διακειμενικὸ δίκτυο καὶ ἡ σκιὰ τῆς παράδοσης. ῾Ο τρόπος ὅμως ποὺ κατανέμονται στὸ κείμενο εἶναι τόσο περίπλοκος ὥστε ἐξαρχῆς, ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ πρόθεση τοῦ ποιητῆ, δημιουργεῖται μιὰ τεράστια διαθεσιμότητα πρόσληψης.
῾Η μεγαλύτερη αὐταπάτη εἶναι νὰ πιστέψει κανεὶς ὅτι μπορεῖ νὰ χειραγωγήσει τὸ κείμενο καὶ νὰ ἀποκαταστήσει μιὰ τέλεια ἁρμονία ἀνάμεσα στὴ μορϕὴ καὶ τὸ περιεχόμενο. Πρόκειται γιὰ αὐταπάτη ποὺ ὁδηγεῖ σὲ σοβαρὴ πλάνη: ὅτι ἡ «μετρικολογία» εἶναι κάτι σὰν αὐτόνομο πεδίο ποὺ ἀναδεικνύει τὴν ποιητικὴ ἀξία, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα ἐπιχειρεῖ νὰ ἐνσωματώσει, νὰ ἐξομαλύνει ἢ νὰ περιθωριοποιήσει ὅ,τι σχετικοποιεῖ ἢ ἀναιρεῖ τὰ εὑρήματά της, ἀπομονώνοντας τὸ μέτρο σὰν νὰ εἶναι γνώρισμα ἀπολύτως ἀντικειμενικὸ καὶ νὰ ἔχει νόημα ἀπὸ μόνο του.

Εἶναι τέτοια ἡ ἐπιρροὴ τῆς αὐταπάτης ὥστε οἱ θιασῶτες τῆς μετρικολογίας δὲν ἀντιλαμβάνονται πὼς ὅροι ὅπως μέτρο καὶ ρυθμός, ἂν ἐξαιρέσουμε τὶς γενικὲς τεχνικὲς πληροϕορίες, δὲν εἶναι ἀντικειμενικὰ δεδομένα ἀλλὰ χρησιμοποιοῦνται κυρίως καὶ κατ᾽ οὐσίαν ὡς ἑρμηνευτικὰ ἐργαλεῖα. Συνήθως οἱ σπουδαῖοι ποιητὲς δὲν μᾶς ἐντυπωσιάζουν μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς πεπατημένης ἀλλὰ μὲ τὴν παρέκκλιση, μὲ τὴν παράβαση τοῦ κανόνα, μὲ τὸν αἰϕνιδιασμό, μὲ τὶς ἐξαιρέσεις, τὶς παύσεις καὶ τὶς σιωπές.
῍Αν ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρήσουμε στοιχεῖα μετρήσιμα στὴ ν περιγραϕὴ τῆς μορϕῆς καὶ τῆς σχέσης της μὲ τὴ ρευστότητα τοῦ νοήματος, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ξεκαθαρίσουμε ὅλο τὸ τοπίο ποὺ ἐμπλέκει τὴ ρητορικὴ τοῦ κειμένου, νὰ τοποθετηθοῦμε ἀπέναντι στὴν πρόθεση τοῦ ποιητῆ, νὰ διευκρινίσουμε τὰ κριτήριά μας, νὰ προσδιορίσουμε μὲ ἀκρίβεια τὸ περιεχόμενο τῆς ὁρολογίας ποὺ χρησιμοποιοῦμε καί, στὸ τέλος, νὰ δείξουμε, τι ἔχει νὰ προσϕέρει ἡ προσέγγισή μας στὴν ἀνάγνωση τῆς ποίησης καὶ στὴν ἀναζωογόνηση τοῦ λόγου της.
Τὸ ποίημα ἀνήκει στὴν ποίηση καὶ ἡ ποίηση εἶναι μιὰ ὁλοκληρωμένη πολιτισμικὴ πρόταση λόγου, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ὁλοκληρωμένη ἀνάγνωση, ὅπου ὅλα τὰ στοιχεῖα συνάπτονται καὶ ἀλληλενεργοῦν. Αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἑπομένως ρητορικὴ τοῦ κειμένου ὑπερβαίνει τὰ σχήματα λόγου, τὰ καλολογικὰ στοιχεῖα, τὴ στίξη, τὸ μέτρο, τὴν ὀρθογραϕία, γενικὰ τὰ μορϕολογικὰ στοιχεῖα, γιατὶ προϋποθέτει μιὰ θεωρία γιὰ τὴν ποιητικὴ γλώσσα ἐντὸς τῆς ὁποίας ὅλα τὰ ἐπιμέρους ἀποκτοῦν ἄλλη διάσταση, ὅπου ἡ τεχνολογία τῆς μορϕῆς ἀναπτύσσεται σὲ διαρκὴ συνάρτηση μὲ τὸ πολιτισμικὸ δίκτυο ποὺ συνέχει τὸ ποίημα.
῾Η συνάρτηση εἶναι μιὰ ἔννοια ποὺ ὑποδεικνύει ὅτι ἡ ποίηση εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ τὸ κείμενο, ἐνῶ παραμένει πάντα κείμενο: ὅλα ὅσα σχεδίασε ὁ ποιητὴς ὡς μορϕὴ καὶ ὡς νόημα εἶναι σημάδια στὸ χαρτὶ ποὺ περιμένουν νὰ διαβαστοῦν γιὰ νὰ ζωντανέψουν. ῾Υπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ γίνει αὐτό. ῾Η ἐμμονὴ ὁρισμένων ϕιλολόγων νὰ μᾶς ἐπιβάλλουν τοὺς μετρικολογικοὺς ἐξονυχισμούς τους ὡς ἀνάγνωση τῆς ποίησηςἀγγίζει τὰ ὅρια τοῦ ἀκραίου ϕορμαλισμοῦ.
Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Τέλλου ῎Αγρα ὅτι ὁ Καβάϕης γράϕει σὲ ἕνα κοινὸ μέτρο γιὰ τὸ ἑλληνικὸ αὐτί, τὸ ἰαμ βικό. Σπανιότατα οἱ στίχοι του εἶναι ἰσοσύλλαβοι, συνήθως κυμαίνονται ἀπὸ 6 ἕως 17 συλλαβές. ᾽Επίσης, στὶς περιπτώσεις ποὺ ὑπάρχει ὁμοιοκαταληξία (δηλαδὴ στὶς λιγότερες), ὁρισμένοι μελετητὲς θεώρησαν ὅτι παραπέμπει στὴν εἰρωνικὴ κατάχρηση ἢ στὴ σκόπιμη παρωδία.
Βέβαια, μπορεῖ ὁ ἴαμβος νὰ κυριαρχεῖ ἀλλὰ ἡ χρήση του εἶναι πολύτροπη καὶ δὲν συμβαδίζει πάντα μὲ τὸν ρυθμό. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις ὁ ρυθμὸς τοῦ Καβάϕη μπορεῖ νὰ πατάει στὴν παράδοση ἀλλὰ ἀκολουθεῖ ἄλλη διαδρομή, ποὺ θυμίζει τροπὲς τοῦ ἐλεύθερου στίχου.  Αὐτὴ τὴν ἤπια παρέκκλιση οἱ ζηλωτὲς τῆς μετρικολογίας τὴν ὀνόμασαν «ἐλευθερωμένο στίχο». Σὲ αὐτὰ πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ ἄλλα στοιχεῖα ποὺ ἐπηρεάζουν τὴν ἀπαγγελία καὶ τὴν ἀνάγνωση (στίξη, τομές, παύσεις).
῎Εκριναν ἐπίσης ὅτι ἄλλο σημαντικὸ ζήτημα εἶναι ἡ χρήση τῆς συνίζησης, τῆς χασμωδίας καὶ τοῦ διασκελισμοῦ στὸν Καβάϕη. Τὰ εὑρήματα εἶναι γνωστά, ὅπως καὶ οἱ ἐπιμέρους διαϕωνίες. Γενικὰ διαπιστώθηκε ὅτι ὁ Καβάϕης εἶναι κάτι ἀνάμεσα στὴν παράδοση καὶ τὸ μοντέρνο, κάτι ἀνάμεσα στὸ «ἐλευθερωμένο» καὶ τὸ «ἐλεύθερο».
Τί συμπεραίνουμε ἀπὸ ὅλα αὐτά; ῞Οτι ὁ Καβάϕης γράϕει πάνω σ᾽ ἕνα κοινὸ μοτίβο τὴ δική του παρτιτούρα μὲ παρεμβάσεις καὶ λοξοδρομήσεις ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν δοκίμασε ἕως τότε. Τὸ ἴδιο κάνει καὶ μὲ τὴ γλώσσα, τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴ βιοτεχνία τῆς ποιητικῆς του. Πράγματι ἔρχεται λουσμένος στὰ νάματα τῆς παράδοσης σὲ ὅλα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν τέχνη τῆς ποίησης. Αὐτὸ εἶναι τὸ κοινὸ ἔδαϕος. ῍Αν ἔγινε ὅμως σημαντικὸς ποιητὴς εἶναι γιατί, μετὰ ἀπὸ πολλὴ ἐργασία καὶ μεγάλο κόπο, κατάϕερε νὰ ὑποτάξει τὸν κοινὸ λόγο στὴ δική του θέληση.
Αὐτὸ εἶναι ποὺ κατανοεῖ ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ ἀπόμακρος ἀναγνώστης: ὅτι ἔχει μπροστά του κάτι ἀσυνήθιστο, κάτι πρωτόγνωρο, κάτι μοναδικό. Μπορεῖ νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται τὸν ἴαμβο καὶ ἄλλα σχήματα τῆς μορϕῆς, ἀντιλαμβάνεται ὅμως τὴν τροπὴ τοῦ λόγου. ῾Ο λόγος τοῦ Καβάϕη ἐξακολουθεῖ νὰ αἰϕνιδιάζει, νὰ ἐξάπτει τὴν περιέργεια, νὰ προσκαλεῖ σὲ πρωτόγνωρες ἐμπειρίες. Εἶναι τὸ στοιχεῖο στὴ γλώσσα, στὸ ὕϕος, στὴν ἀϕήγηση, γενικὰ στὴ μορϕή, ποὺ τὸν ϕέρνει στὰ ρεύματα τοῦ μοντερνισμοῦ παρὰ τὶς ὀϕειλές του στὴν παράδοση.
᾽Αντὶ λοιπόν νὰ ἀναζητοῦμε τί εἶναι τὸ παραδομένο σὲ αὐτό, δὲν θὰ ἦταν πιὸ ἐνδιαϕέρον νὰ δοῦμε τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει διαϕορ ετικό, γιατί ἐπέλεξε νὰ παρακάμψει, νὰ προκαλέσει, νὰ ἀρνηθεῖ; Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀπαλλάξουμε τὸν Καβάϕη ἀπὸ ἕνα ποιητικὸ συντακτικὸ καὶ μιὰ ἀντίστοιχη γραμματικὴ τὰ ὁποῖα, ἀντὶ νὰ μᾶς ὁδηγοῦν πρὸς τὴν ποίησή του, μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ αὐτή; Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ μελετηθεῖ συνολικὰ ἡ ρητορικὴ τοῦ καβαϕικοῦ λόγου καὶ νὰ ξεϕύγουμε ἀπὸτὴν ἀδιέξοδη μονομέρεια τῆς μετρικολογίας;

 ῾Ο εἴρων ἀναγνώστης
῍Αν δεχτοῦμε ὅτι ἡ εἰρωνεία στὴν ποίηση δὲν ἀνιχνεύεται ὡς πραγμάτωση συγκεκριμένης πρόθεσης ἀλλὰ ὡς τροπολογικὴ δυνατότητα τοῦ κειμένου, τότε δὲν συγκροτεῖται ὡς μονομερὲς ϕαινόμενο ἀλλὰ ὡς δέσμη ἐπενεργειῶν ἄλλοτε πιὸ κοντὰ στὴ δράση τῆς ἴδιας τῆς γραϕῆς καὶ ἄλλοτε κρυμμένη στὶς ἐπενδύσεις τῆς ἑρμηνείας κατὰ τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀπόδοση τοῦ ἔργου. Σὲ μιὰ τέτοια εἰρωνικὴ στιγμὴ ἀνακύπτει ἡ παράδοξη αἴσθηση τοῦ μὴ πραγματικοῦ, ὅταν ὁ ἀπὼν ποιητὴς ϕαίνεται νὰ ἔχει προβλέψει τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ἀναγνώστη του, νὰ τὸν ἔχει ὑπολογίσει στὰ σχέδιά του, κι ἔτσι νὰ τὸν ἔχει συμπεριλάβει προληπτικὰ στὸ μέλλον τῆς γραϕῆς του.
᾽Εκεῖ ποὺ ὁ ἀργοπορημένος ἀναγνώστης νομίζει ὅτι αἰχμαλώτισε τὸν ποιητὴ καὶ ἀνέσυρε τὴν ἀλήθεια τῆς γραϕῆς, μετατρέπεται ὁ ἴδιος σὲ ἥρωα τῆς ποιητικῆς πρόβλεψης, ἐνῶ συνεχίζει νὰ συντηρεῖ τὴν αὐταπάτη ὅτι κατέχει τὴν ἐξουσία τοῦ ἐπιζῶντος, δηλαδὴ τὴ διαχείριση τοῦ νοήματος καὶ τὴ χειραγώγηση τῆς ἑρμηνείας. Αὐτὴ εἶναι μιὰ κατάσταση εἰρωνικῆς ἀντίϕασης στὴν ὁποία διαπρέπει ἡ καβαϕικὴ γραϕὴ καθὼς διαβάζει ὅσους τὴ διαβάζουν, διατρέχοντας τὸν χρόνο ποὺ ἔρχεται.
Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ ἰσχυρὴ ἐκδοχὴ τῆς εἰρωνείας στὸν Καβάϕη, ἡ αἴσθηση δηλαδὴ ὅτι εἶσαι κι ἐσὺ μέρος τῆς ἀνάγνωσής του, ὅτι δὲν ὑπάρχει ἕνα σημεῖο νὰ σταθεῖς καὶ νὰ στα ματήσεις τὴν ἐπανάληψη τῆς διαδικασίας. ῾Ο Καβάϕης δὲν εἶναι μόνο ἕνας εἴρων ποιητὴς ἀλλὰ πρωτίστως ἕνας εἴρων ἀναγνώ στης. ῾Η ὕψιστη εἰρωνεία εἶναι νὰ μὴ δεῖς αὐτὴ τὴ ματιὰ ποὺ σὲ παρακολουθεῖ ἐντατικὰ καθὼς διαβάζεις τὰ ἔργα του, νὰ μὴν ἀντιληϕθεῖς τὸ ἀλλόκοτο σκηνικὸ αὐτῆς τῆς κατάστασης. ᾽Ανάγνωση καὶ εἰρωνεία εἶναι ταυτόσημα στὸν ᾽Αλεξανδρινό. ᾽Επάνω σὲ αὐτὰ τὰ δύο στήνει τοὺς ποιητικούς του συμβολισμοὺς καὶ τὶς λογοτεχνικές του ἀλληγορίες.
Σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ ἔργο του θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ἀναπτύσσεται γύρω ἀπὸ τὸν πυρήνα μιᾶς βαθύτατης καὶ πολυπλόκαμης εἰρωνικῆς ἀλληγορίας, τὸ καταϕύγιο ἢ ἡ πανοπλία ἑνὸς ποιητῆ ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει, ὅπως ὁ Μπωντλαὶρ τοῦ Μπένγιαμιν, τὴν ὕπουλη ὑπαρξιακὴ μελαγχολία ποὺ ὀξύνεται ἀπὸ τὶς ἀντιϕάσεις τῆς νεωτερικότητας.
῾Η εἰρωνικὴ ἀλληγορία εἶναι ἐπίσης ἡ ἀπάντηση τοῦ Καβάϕη στὴν ἐπίσημη ἱστορία, στὴν πολιτική, στὴν κρατούσα ἠθική, στὸν ἐξομολογητικὸ λυρισμό, στὸν τρέχοντα ποιητικὸ συρμό. Γι᾽ αὐτὸ δὲν εἶναι περίεργο ποὺ ὅλα ὑπόκεινται στὴ μεσολάβηση τῆς μνήμης καὶ τῆς ϕαντασίας, τὰ πιὸ ἀναγκαῖα μέσα γιὰ τὴν ἐπεξεργασία τοῦ λόγου σὲ ὅλους τοὺς ποιητές, ἀϕοῦ πάντα ἡ ποίηση ἔρχεται μετὰ γιὰ νὰ ἀνασυστήσει στὸν λόγο ὅ,τι πέρασε στὴ ζωή. Κακὴ ποίηση εἶναι συνήθως ἐκείνη ποὺ συμμετέχει στὴν ἀμεσότητα, ποὺ καλπάζει στὴ ράχη ἑνὸς ἐξημμένου λυρισμοῦ. Γιὰ ἕναν εἴρωνα, ὅπως ὁ Καβάϕης, τὰ λόγια εἶναι πάντα μετρημένα, ἐνῶ ἡ ματιά του ϕροντίζει νὰ τηροῦνται οἱ ἀποστάσεις.

῾Η εἰρωνικὴ ἀλληγορία, ἑπομένως, παρεμβάλλεται ὡς ἐνδιάμεση ὀθόνη ποὺ ἀντανακλᾶ καὶ τροποποιεῖ τὸν λόγο τῆς τέχνης καὶ τὸν λόγο τοῦ πραγματικοῦ. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν στηρίζεται στὴ ν ἀμεσότητα τῶν αἰσθημάτων ἢ στὴν ἔνταση τῶν ἀντιδράσεων ἀλλὰ καλλιεργεῖ τὴν ἀμϕισημία καὶ τὴν ἀπορία. Δὲν εὐνοεῖ τὴν κραυγαλέα ἀντιπαράθεση ἀλλὰ τὴ διϕορούμενη ὑπονόμευση. ῾Η ϕύση τῆς ἑλληνικῆς ποίησης τοῦ εἶναι ξένη, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ ταιριάξει μὲ τὴ ματιὰ τῆς εἰρωνικῆς ἀλληγορίας. Στὸν κόσμο τοῦ Καβάϕη δὲν ὑπάρχει λύτρωση ἢ διαϕυγή. ῾Υπάρχει μόνο μνήμη, ἀπόσταση, παρελθὸν ὡς ἔννοιες τοῦ ἄμεσου παρόντος ποὺ συντονίζεται μὲ νευρωτικὴ προσκόλληση στὸν κόσμο τῶν ἀντικειμένων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: