ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Μπία Ντάβου, Σειραϊκές Δομές, 1978, μελάνι σε χαρτί, Συλλογή Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης |
ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ
Ὁ Γιῶργος Κοτζιούλας, πρωτότοκος γιὸς τοῦ Κώστα Κοτζιούλα
καὶ τῆς Εὐαγγελίας Μαντζούτσου, γεννήθηκε στὶς 23 Ἀπριλίου τοῦ 1909 στὴν Πλατανούσα, ἕνα
μικρὸ χωριὸ τῶν Τζουμέρκων, δυτικὰ τοῦ ποταμοῦ Ἄραχθου. Ἡ γενιά του ἦταν
διασταύρωση ἀγροτῶν καὶ κτηνοτρόφων, μὲ ἀπώτερη καταγωγὴ τῆς οἰκογένειας τοῦ
πατέρα του ἀπὸ τὸ Σούλι καὶ παπποῦδες βλάχους καὶ ἀπὸ τὶς δύο μεριές. Ἡ
γεωμορφολογία τῶν Τζουμέρκων καθιστοῦσε τὴ νομαδικὴ κτηνοτροφία ἀναπόφευκτη ἐπιλογή,
ποὺ εἶχε μακρὰ ἱστορία στὸν τόπο καὶ καθόριζε τὶς συμπεριφορὲς καὶ τοὺς κώδικες
ἀξιῶν τῶν κατοίκων του. Τὰ ἤθη καὶ ἡ πολιτεία τῶν τσελιγκάδων γοήτευαν ἰδιαίτερα
τὸν Κοτζιούλα, ἔχαιραν ἐκ μέρους του ἑνὸς ἱεροῦ σχεδὸν σεβασμοῦ καὶ ἔπαιξαν
πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὴν ποίηση, τὴν πεζογραφία ἀλλὰ καὶ τὴ ζωή του, τὴν ὁποία
πέρασε σχεδὸν ὁλόκληρη στὰ βουνά: τοῦ γενέθλιου τόπου, τῆς Ἀττικῆς, τῆς Ἀντίστασης.
Στὰ κακοτράχαλα Τζουμέρκα, ἀπομακρυσμένα ἀπὸ πόλεις καὶ
δημόσιους δρόμους καὶ ὀθωμανοκρατούμενα ὣς τὸ 1913, ἡ ἐπιβίωση ἦταν δύσκολη.
Βασικὰ εἴδη διατροφῆς ἀπουσίαζαν, ἡ ἰατροφαρμακευτικὴ περίθαλψη ἦταν ἀνύπαρκτη
καὶ οἱ δάσκαλοι λιγοστοὶ καὶ ἀνειδίκευτοι, ὅπως συνέβαινε γενικότερα ἐκεῖνα τὰ
χρόνια στὶς ὀρεινὲς περιοχὲς τῆς χώρας.
Τὴν ἀλφαβήτα ὁ ποιητὴς τὴ διδάχτηκε ἀπὸ τὸν πατέρα του, ὁ
ὁποῖος εἶχε τελειώσει τὸ δημοτικὸ καί, λόγω τῆς καλλιγραφίας του
καὶ τῆς συνήθειάς του νὰ διαβάζει ἐφημερίδα, ἔδινε τὴν ἐντύπωση «σχεδὸν λογίου»
στοὺς ἀγράμματους κατοίκους τῶν Τζουμέρκων. Ὁ Κώστας Κοτζιούλας ἄσκησε ἀπὸ τὰ ἐννιά
του τὴν τέχνη τοῦ βαρελᾶ, ἀργότερα θέλησε νὰ γίνει ἐφημέριος καὶ ἐντέλει
στάθηκε ὁ πρῶτος ἄντρας τῆς εὐρύτερης περιοχῆς ποὺ μπῆκε στὴ δημοσιοϋπαλληλία ὡς
ταχυδρομικὸς διανομέας, προσφέροντας ἔτσι στὸν γιό του τὴ μοναδική, γιὰ τὰ μέρη
ἐκεῖνα, εὐκαιρία νὰ διαβάζει ὅσα ἔντυπα ἀποστέλλονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα σὲ
συγχωριανούς του. Καθὼς ὁ πατέρας ἔλειπε μῆνες ὁλόκληρους ἀπὸ τὸ σπίτι
δουλεύοντας ὡς βαρελὰς στὸ Ξερόμερο ὅταν ὁ Κοτζιούλας ἦταν μικρός, ὁ ποιητὴς
μεγάλωσε μὲ τὰ τρία ἀδέρφια του, τὴ μητέρα καὶ προπάντων τὴ γιαγιά του, τὴν
πρωταγωνιστικὴ στὸ ἔργο του βάβω. Σὲ περιβάλλον θρησκευτικὸ ἀλλὰ ὄχι
θρησκόληπτο, μὲ ἔντονη τὴν αἴσθηση τῆς συλλογικότητας καὶ ἀδιάλειπτη τὴ
συμμετοχὴ στὶς ἑορταστικὲς καὶ ἄλλες τελετουργίες τῆς κοινότητας, ὁ Κοτζιούλας ἀνατράφηκε
μὲ τὰ παραμύθια καὶ τὶς ἀφηγήσεις τῆς γιαγιᾶς του.
Ὅπως πολλὰ χωριατόπουλα, ὁ Κοτζιούλας βοηθοῦσε ἀπὸ τρυφερὴ
ἡλικία στὴ βοσκὴ τῶν γιδιῶν («Τὶς γίδες μας τὶς ἤξερα μιὰ-μιὰ μὲ τὰ ὀνόματά
τους. Γκέσα, Σίβα, Ζωνάρω, Κανούτα, Λιάρα, Παρδαλή, Ρούτα, Κουρέλω καὶ λοιπά, ἀνάλογα
μὲ τὸ χρῶμα ποὺ εἶχαν ἢ τὰ σημάδια τους», γράφει ἀργότερα). Ἄνθρωποι καὶ ζῶα στὸν
τόπο του ζοῦσαν κοντά, σύντροφοι καὶ συνεργάτες στὸν καθημερινὸ μόχθο γιὰ ἐπιβίωση.
Μὲ τὴν ἐπιστράτευση τοῦ 1915-1916 ὁ τόπος ἀποψιλώθηκε ἀπὸ
τὸ ἀνδρικὸ δυναμικό του καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς ἔκανε ἀκόμη ἀνεπαρκέστερη τὴ διατροφὴ
τῶν τζουμερκιωτόπουλων, ποὺ ὑπέφεραν συχνὰ ἀπὸ τὶς «θέρμες» τῆς ἐλονοσίας. Ἔχοντας
ἀσθενικὴ κράση, ὁ Κοτζιούλας ἦταν συχνὰ ἄρρωστος. Περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα τὸν
ταλαιπώρησε ἕνα σοβαρὸ πρόβλημα μὲ τὸ αὐτί του, ποὺ τοῦ κόστισε συνεχεῖς ἀδιαθεσίες,
μιὰ ἐπέμβαση στὴν Ἀθήνα στὰ δεκαπέντε του χρόνια καί, σταδιακά, τὴ μερικὴ ἀπώλεια τῆς ἀκοῆς του, ἡ ὁποία τοῦ
δημιούργησε ἕνα αἴσθημα μειονεξίας. Στὸ αὐτοβιογραφικὸ ἀφήγημά του Πικρὴ ζωὴ
ἀναφέρεται διὰ μακρῶν στὸ πρόβλημα αὐτό, στὰ συμπτώματα, τὰ γιατροσόφια, καὶ ἐντέλει
τὴν ντροπὴ.
Ἡ πεντατάξια πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση τοῦ Κοτζιούλα
σφραγίστηκε ἀπὸ συνεχεῖς ἀλλαγὲς δασκάλων. Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ στὴν Ἀθήνα ἱδρυόταν
ὁ Ἐκπαιδευτικὸς Ὅμιλος καὶ πραγματοποιοῦταν, ἀπὸ τὸ καλοκαίρι τοῦ 1917, ἡ ἐκπαιδευτικὴ
καὶ γλωσσικὴ μεταρρύθμιση τῆς κυβέρνησης τοῦ Βενιζέλου, οἱ κάτοικοι τῶν
Τζουμέρκων δὲν διέθεταν παρὰ ἀνεξέλεγκτους ἀπὸ ἐπιθεωρητές, ἀνεπαρκεῖς καὶ συχνὰ
βάρβαρους στὶς σωφρονιστικὲς μεθόδους τους δασκάλους, ποὺ θὰ ὁδηγοῦσαν τὸν
Κοτζιούλα σὲ μιὰ ἀδιάφορη ὣς καὶ ἀρνητικὴ πρόγευση τῆς σχολικῆς γνώσης ἂν στὴν
τελευταία τάξη τοῦ δημοτικοῦ δὲν ἐρχόταν στὴν περιοχή τους ὁ ποιητής, ζωγράφος
καὶ μετέπειτα ἀγωνιστὴς στὸν ΕΛΑΣ Γιῶργος Ἀράπης, ποὺ μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὴν ἀγάπη
του γιὰ τὰ παιδιὰ πρόσφερε στὸν ποιητὴ τὴν πρώτη γόνιμη ἐκπαιδευτικὴ ἐμπειρία
του. Ὁ ζῆλος τοῦ Κοτζιούλα γιὰ τὰ γράμματα, ἡ ὑπόληψη ποὺ ἔτρεφε στὴ μόρφωση ὁ
πατέρας του ἀλλὰ καὶ ἡ οἰκονομικὴ δυνατότητα ποὺ τοῦ πρόσφερε τὸ πέρασμά του στὴ
δημοσιοϋπαλληλία, ὁδήγησαν τὴν οἰκογένεια στὴ σπάνια, γιὰ ἐκεῖνα τὰ μέρη, ἀπόφαση
νὰ στείλει τὸν μικρὸ Κοτζιούλα στὸ Σχολαρχεῖο ποὺ ἕδρευε στὸ Καλέντζι, ἕνα
μεγαλοχώρι στὰ Κατσανοχώρια, κοντὰ στὰ Γιάννενα. Ἀργότερα ὁ ποιητὴς θυμᾶται τὴν
ἀπογοήτευση ποὺ τοῦ προξένησαν ἡ πλήρης παραμέληση τῶν μαθημάτων τῆς ἔκθεσης καὶ
τῶν νεοελληνικῶν καὶ ἡ ἀπουσία βιβλίων ἀπὸ τὸ νέο περιβάλλον του, καθὼς «δὲ
βρισκόταν κι ἐκεῖ κανένας νὰ διαβάζει κάτι ἐξὸν ἀπὸ φημερίδα». Ἦταν τότε, ὅμως,
στὸ σπίτι μιᾶς κουμπάρας τους, ποὺ ἔπιασε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ χέρια του «σοβαρὸ
βιβλίο τῆς φιλολογίας». Ἐπρόκειτο γιὰ τὸ ἔμμετρο λυρικὸ δράμα τοῦ Παναγιώτη
Σούτσου Ὁ ὁδοιπόρος (1831), ἔργο-σταθμὸ γιὰ τὸν ἀθηναϊκὸ ρομαντισμό.
Ἡ δεύτερη μεγάλη ἀλλαγὴ στὴ ζωὴ τοῦ Κοτζιούλα ὑπῆρξε ἡ ἐγκατάστασή
του στὴν Ἄρτα στὰ δεκατρία του, προκειμένου νὰ ἐγγραφεῖ στὸ Γυμνάσιο.
Συντροφευόταν, ὅπως καὶ στὸ Καλέντζι, ἀπὸ τὸν ξάδερφό του, τὸν ἐπονομαζόμενο
Νάκο τῆς Λένας. Ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ δὲν ἄγγιξε τοὺς δυὸ γοητευμένους ἀπὸ
τὴν Ἄρτα καὶ ἀνήσυχους γιὰ τὸ μέλλον τους νέους: Ξεκίνησαν τὶς σπουδές τους μὲ
ζῆλο, ἀλλὰ καὶ μιὰ ἔντονη αἴσθηση κατωτερότητας –τουλάχιστον ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ
Κοτζιούλα– ἀπέναντι στοὺς νέους
συμμαθητές τους:
Παρὰ τὶς ἀντιξοότητες, τὰ δυὸ ξαδέρφια ἀρίστευσαν καὶ ὡς
τελειόφοιτοι ἀπολάμβαναν τὸν θαυμασμὸ τῶν μικρότερων. Κυρίως, βρῆκαν γιὰ πρώτη
φορὰ φίλους μὲ τοὺς ὁποίους μοιράζονταν τὸ πάθος γιὰ τὴ λογοτεχνία καὶ τὶς
νεανικὲς φιλοδοξίες γιὰ λογοτεχνικὴ φήμη. Τὰ πρῶτα διαβάσματα στὸ χωριὸ –τὸν
Ναστρεντὶν Χότζα, τὴ φυλλάδα τοῦ Μπερτόλδου, ληστρικὰ μυθιστορήματα, βίους ἁγίων
ἀλλὰ καὶ τὰ βαρετὰ σχολικὰ ἀναγνώσματα (ὁ Κοτζιούλας τελείωσε τὸ δημοτικὸ λίγο
πρὶν ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ ἀναγνωστικοῦ Τὰ Ψηλὰ βουνὰ τοῦ
Ζαχαρία Παπαντωνίου στὴν ὕλη τῆς πρωτοβάθμιας ἐκπαίδευσης) διαδέχεται τώρα ἡ οἰκονομικὰ
προσιτὴ σειρὰ τῶν «Ὠφελίμων βιβλίων» (οἱ Τυφλοὶ τοῦ Δροσίνη, τὸ Γάλα
τοῦ Ρ. Δημητριάδου κ.ἄ.) καὶ τὰ Νεοελληνικὰ ἀναγνώσματα, ποὺ «εἶχαν
γίνει καλὸς ὁδηγός μου κι ἂς μὴ μᾶς δίδαξε ὁ ἀρχαιόπρεπος καθηγητὴς παρὰ δυὸ
τρία πεζὰ σὲ ἀλύγιστη καθαρεύουσα».
Μεγάλο παράπονο τοῦ Κοτζιούλα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἡ οἰκονομικὴ
δυσπραγία του, ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ἀγοράζει τὰ βιβλία ποὺ διακαῶς ἐπιθυμοῦσε.
Περιοριζόταν, μὲ τὸν ξάδερφό του, στὸ διάβασμα τιμοκαταλόγων, «ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ
μὴ μπορώντας νὰ ταξιδέψουν παρηγοριοῦνται μὲ δρομολόγια ταξιδιῶν», σχολιάζει ἀργότερα.
Στὴν Ἄρτα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν δίνονταν διαλέξεις, δὲν ὑπῆρχε
κινηματογράφος, οὔτε ἔκαναν τὴν ἐμφάνισή τους πλανόδιοι θίασοι. Τὶς ἐλλείψεις αὐτὲς
ἀναπλήρωναν, ὅπως ἀργότερα γράφει, τὸ ἱερὸ κήρυγμα καὶ οἱ ἀγορεύσεις τοῦ εἰσαγγελέα.
Ἰσχυρὴ ἐντύπωση ἔκαναν στὸν Κοτζιούλα οἱ ἐλάχιστοι ἄνθρωποι ποὺ ξεχώριζαν ἀνάμεσα
στοὺς κατοίκους τῆς πόλης, μὲ τὶς λογοτεχνικὲς ἐπιδόσεις καὶ τὴν ἀντισυμβατικὴ
συμπεριφορά τους. Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ ὀνομαζόμενος Σταῦρος Γαλιάνος, ποὺ
σπούδαζε στὴν Ἀθήνα Νομικὰ καὶ πήγαινε στὴν ἐπαρχία τὸ καλοκαίρι: «Κι ἦταν
σοσιαλιστής, λέει∙ ζητοῦσε τὴν ἰσότητα τῆς κοινωνίας. Τί μεγαλόψυχος, ἀσύγκριτος
πού μου φαινόταν! [...] Ἂς μάθαινα κάποτε τί εἶναι αὐτὸς ὁ σοσιαλισμός, ποὺ δὲν
ἤξερε κανένας ἐδῶ γύρω νὰ μὲ πληροφορήσει». Πέρα ἀπὸ προνομιοῦχος
τόπος γιὰ τοὺς λογοτέχνες, λοιπόν, ἡ Ἀθήνα ἦταν γιὰ τὸν Κοτζιούλα καὶ ἡ πόλη τῆς
ἀνάπτυξης τῶν ἀριστερῶν ἰδεῶν, στὶς ὁποῖες ἐπρόκειτο σύντομα νὰ μυηθεῖ.
Ξεχωριστῆς σημασίας πνευματικὸ κέντρο γιὰ τοὺς νεαροὺς
σπουδαστὲς στὴν Ἄρτα –«τόπος καθημερινοῦ προσκυνήματος»– ἦταν τὸ πρακτορεῖο ἐφημερίδων,
ποὺ τοὺς ἔφερνε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν περιοδικὸ τύπο τῆς πρωτεύουσας, κυρίως μὲ τὸ πρῶτο
περιοδικὸ ποικίλης ὕλης τοῦ Μεσοπολέμου, τὸ τεράστιας ἀναγνωστικῆς ἀπήχησης Μπουκέτο
(1924-1946). Τὸ Μπουκέτο διαμόρφωσε, σὲ μεγάλο βαθμό, τοὺς ἐπαρχιῶτες
λογίους (ἐνῶ οἱ Ἀθηναῖοι εἶχαν στὴ διάθεσή τους πιὸ «σοβαρὰ» ἢ καὶ «σοβαροφανῆ»
ἔντυπα). Δὲν φανταζόταν τότε ὁ Κοτζιούλας ὅτι λίγο πρὶν τελειώσει τὸ Γυμνάσιο,
τὸ 1925, θὰ ἔβλεπε δημοσιευμένη σὲ αὐτὸ τὸν «βασιλέα», ὅπως ἀργότερα τὸν ἀποκαλεῖ,
τῶν λαϊκῶν περιοδικῶν, «ποὺ ἔπαιξαν ἕνα ρόλο γιὰ τὰ γράμματά μας», τὴν πρώτη ἀπόπειρά
του νὰ μεταφράσει ποίημα ἀπὸ τὰ γαλλικά: ἦταν τὸ ποίημα τοῦ Αὔγουστου Μπριζὲ «Ἡ
γιορτὴ τῶν νεκρῶν».
Τῶν μεταφραστικῶν προσπαθειῶν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἄσκηση στὸν
ποιητικὸ λόγο. «Πιὸ βολικοὺς» γιὰ ὁδηγοὺς στὶς πρῶτες ποιητικὲς δοκιμές του βρῆκε,
ὅπως γράφει ἀργότερα, τὸν Γεώργιο Στρατήγη καὶ τὸν Ἀριστομένη Προβελέγγιο.
Σταδιακὰ ἄρχισε νὰ μιμεῖται τοὺς ρητορικοὺς τρόπους τοῦ Βαλαωρίτη καὶ τοῦ Παλαμᾶ
καὶ νὰ συνθέτει ἔργα πατριωτικῆς στόχευσης, στὸν ἀντίποδα τοῦ μεταγενέστερου ἔργου
του. Τελειώνοντας τὴν πρώτη τάξη τοῦ γυμνασίου, ἔγραψε ἕνα χαμένο σήμερα ποίημα
γιὰ τὸν ἀρτινὸ Νικόλαο Σκουφᾶ, ποὺ ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας.
Τὸ ποίημα ἀπήγγειλε στὰ ἀποκαλυπτήρια τῆς προτομῆς τοῦ
Σκουφᾶ στὸ Κομπότι τῆς Ἄρτας ἕνας συμμαθητής του –«μὲ τὴν ἀπαγγελία… δὲ θὰ τά ᾿βγαζα
πέρα. Δὲν εἶχα καλὴ φωνή, μοῦ ἔλειπε καὶ τὸ θάρρος, μποροῦσα νὰ τὰ παρατήσω στὴ
μέση», γράφει στὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὸ περιστατικὸ. Τὴν ἴδια ἐποχὴ συνθέτει τὴν
ἐπίσης χαμένη πατριωτικὴ σύνθεση ποὺ τιτλοφόρησε «Μαγικὴ φλογέρα»
(παραπέμποντας, ἴσως, στὴν παλαμικὴ
Φλογέρα τοῦ βασιλιά). Ἡ ἀτελέσφορη, λόγω οἰκονομικῆς δυσπραγίας,
προσπάθειά του νὰ τὴ δημοσιεύσει ἦταν ἡ πρώτη σὲ μιὰ σειρὰ ματαιωμένων ἐκδοτικῶν
ἐγχειρημάτων, ποὺ θὰ τὸν γεμίσουν ἀπογοήτευση στὴ διάρκεια τῆς ἐνήλικης ζωῆς
του. Ὁ ἀγώνας γιὰ τὸ δούλεμα τοῦ στίχου συνεχίστηκε, μὲ κυρίαρχη, ὅπως ἀργότερα
γράφει, τὴν ἔγνοια γιὰ μετρικὴ καὶ μορφικὴ τελειότητα, ἐμμονὴ ποὺ δὲν θὰ τὸν ἐγκαταλείψει
ἀκόμη καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς πανηγυρικῆς ἐπικράτησης τοῦ ἐλεύθερου στίχου.
Τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1924, στὰ δεκαπέντε του χρόνια, εἶδε τὶς
προσπάθειές του νὰ ἐπιβραβεύονται: τὸ τεχνικὰ ἄρτιο ἀλλὰ ἔντονα συναισθηματικὸ
ποίημά του «Φεγγάρι», γραμμένο στὰ χνάρια τοῦ γαλλικοῦ ρομαντισμοῦ,
δημοσιεύτηκε, με το ψευδώνυμο Φώτος Πούλιος, στὴ γιαννιώτικη ἐφημερίδα Ἠπειρωτικὴ
Ἠχὼ τοῦ Εὐθύμιου Τζάλλα. Στὴ συνέχεια ἦρθαν καὶ ἄλλες δημοσιεύσεις σὲ
γιαννιώτικα καὶ ἀρτινὰ φύλλα, χρονογραφήματα καὶ ἀνταποκρίσεις στὴν Ἠπειρωτικὴ
Ἠχώ, μεταφράσεις στὸ Μπουκέτο, τὸ ὁποῖο πάντως ἄργησε περισσότερο νὰ
ἐκπορθήσει ὡς ποιητής. Μὲ συγκινησιακὴ ἔνταση χρωματισμένη μὲ ἐλαφρά (αὐτο)εἰρωνεία
ὁ Κοτζιούλας ἀναφέρεται ἀργότερα στὶς ἀγωνίες τῶν φιλολογούντων νέων τῆς ἑλληνικῆς
ἐπαρχίας, ὅπως ὁ ἴδιος:
Ἐμεῖς μαραζώναμε στὴν ἐπαρχία. Σὰν ξεπεσμένοι εὐγενεῖς, ἀλληλογραφούσαμε
ὅλο βαρυστέναχτη ἀνία μὲ τοὺς κοντινούς μας γειτόνους […] Λαβαίναμε περιοδικὰ ἀπὸ
ἄλλους ὅμοιους μας, ποὺ κι αὐτοὶ ἔλιωναν ἀπὸ ἐφηβικὲς
φιλοδοξίες, ἐξόριστοι τῶν Μουσῶν στὶς τέσσερες γωνιὲς τῆς Ἑλλάδας – Μεσολόγγι,
Καρδίτσα, Ἡράκλειο, Σουφλί. Θέ μου, τί θὰ γινόταν μ’ μᾶς, τὰ παράξενα παιδιά;
Μόλις ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο, ὁ Κοτζιούλας ἐπέστρεψε
στὸ χωριὸ γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ γιὰ τὴν κάθοδο στὴν Ἀθήνα. Νιώθοντας ξένος ἀνάμεσα
στοὺς συμπατριῶτες του, ἄλλοτε ἀνώτερός τους («Θὰ πέθαιναν χωρὶς ν’ ἀκούσουν τ’
ὄνομα τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Σολωμοῦ. Τί κοινὸ εἶχα ἐγὼ μαζί τους;») καὶ ἄλλοτε κατώτερος
(«δὲν ἤμουν ἄξιος νὰ πάρω κι ἐγὼ τὸ τσαπί, νὰ πέσω στὴ σκληρή τους δουλειά»), ἀλλὰ
καὶ ἔχοντας ἔρθει σὲ σύγκρουση μὲ τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος τὸν προόριζε γιὰ
δάσκαλο στὴν περιοχή, ὁ Κοτζιούλας ἀποχωρίστηκε τὸν τόπο καὶ τοὺς δικούς του μὲ
ἕναν τριπλὸ στόχο: τὴν ἐγγραφὴ στὴ Φιλοσοφικὴ Σχολή, τὴν εὕρεση ἐργασίας καί, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὴν ποιητικὴ ἀναγνώριση.
***
Σημαντικὸς ποιητὴς καὶ ἐνδιαφέρων πεζογράφος, εὐαίσθητος
κριτικὸς καὶ χαλκέντερος μεταφραστής, ο Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956) ήταν
ένας ἐπίμονος καὶ ἀσυμβίβαστος ἰδεολόγος τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης του.
Ὁ Κοτζιούλας ὑπῆρξε μιὰ προσωπικότητα περισσότερο σύνθετη
ἀπὸ ὅσο δείχνει τὸ κατεξοχὴν ἀντιμοντερνιστικὸ και γνωστότερο στους μελετητές
κείμενό του, «Ποῦ τραβάει ἡ ποίηση;». Διατηρεῖ τὴν πνευματικὴ ἀνεξαρτησία καὶ τὸ
κριτικὸ πνεῦμα του ἀπέναντι στὴν ἐπίσημη γραμμὴ τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος, ὅπου
ἰδεολογικὰ ἀνῆκε· προασπίζεται τὸν λαϊκὸ πολιτισμὸ και τη λαογραφική
κληρονομιά, αλλά αποφεύγει τις Συμπληγάδες του τοπικισμού και του εθνικισμού. Εἶναι
ἕνας πολύγλωσσος, παθιασμένος μεταφραστὴς τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας και ένας
δεινός φιλόλογος, που μεταφράζει τους αρχαίους όχι για να προβάλει ένα φυλετικό
συνεχές, στο οποίο δεν πιστεύει, αλλά για να διαπαιδαγωγήσει το κοινό σε ένα
λόγο που, πέρα από την κοινώς αναγνωρισμένη αξία του, θεωρούσε υπόδειγμα
εκφραστικής διαύγειας. Αν και κλασικιστής, και
θεωρητικός υποστηρικτής του κλασικού στην τέχνη, υπήρξε ιδανικός σεισμογράφος
μιας πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά μεταιχμιακής εποχής και εκφραστής μιας
υβριδικής, θα λέγαμε, μοντερνικότητας.
Αν η
ηθογραφία δεν είναι τόσο ένας λογοτεχνικός τρόπος αλλά ένα κοινωνικό και
πολιτισμικό φαινόμενο, τότε ο Κοτζιούλας συνεισέφερε στην υπόθεση της
ηθογραφίας με τα περισσότερα από τα γραμματειακά είδη που υπηρέτησε: την
ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, την αυτοβιογραφία, τη λαογραφική μελέτη, τα
οδοιπορικά, τον κριτικό και δοκιμιακό λόγο. Ανέδειξε με ρεαλισμό τις
ιδιαιτερότητες και τις ομορφιές της ζωής της υπαίθρου, τις παθογένειες των
κατοίκων της επαρχίας και του χωριού και τα βάσανα της βιοπάλης, τον σταδιακό
μετασχηματισμό της επαρχιακής Ελλάδας, τη μετάβαση από το χωριό στην Αθήνα, και
τις συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες προσαρμογής στο άστυ· διεκδίκησε τη διατήρηση,
στον λόγο της λογοτεχνίας, της τοπικής ιδιαιτερότητας (και πρωτίστως των
γλωσσικών ιδιωμάτων), αντιστάθηκε στην εθνική ομογενοποίηση, πρότεινε μια
εναλλακτική εθνική ταυτότητα σε εκείνη των μοντερνιστών· κι ακόμη, αποτύπωσε τη
νοσταλγία του ξενιτεμένου από τον γενέθλιο τόπο και ενίοτε εξιδανίκευσε έναν
οριστικά χαμένο ειδυλλιακό χρονότοπο. Αυτός ο σκληρός μαχητής, στα πεδία της
λογοτεχνίας και της πολιτικής, έγραψε τους ισχυρότερους στίχους του (αλλά και
τα καλύτερα κριτικά κείμενά του) υμνώντας όσους χάθηκαν, πενθώντας για όσα
χάθηκαν.
ULTIMUM
AD PRIMAM·
Μὲ τ’ αὐτοκίνητό της,
λέει, τὴν ἔχουν δεῖ
–ναί, κάποιανου ἔτυχε τὸ μάτι νὰ τὴν πάρει.
Παίζω στὰ χέρια μιὰ ἁλυσίδα
μὲ κλειδὶ
καὶ τὴ θυμοῦμαι ἀκόμα
κάτου ἀπ’ τὸ φεγγάρι.
Μάνα μου, πῶς δὲ μοῦ ’χε
φύγει τὸ μυαλὸ
κεινοὺς τοὺς μῆνες πού ἠμουν
ἄμαθο παιδάκι!
Οἱ ἄπιστοι φίλοι μου θὰ μ’
ἔλεγαν τρελὸ
κι ὄχι, ὅπως τώρα, μιμητὴ
τοῦ Καρυωτάκη.
Μὰ ἡ φύτρα μου ἀπὸ σόι ἀθάνατο
κρατᾶ,
γιὰ μένα δούλευαν
σκαφτιάδες καὶ τσοπάνοι·
ξύπναγαν σύναυγα, γελοῦσαν
δυνατὰ
κι εἶχαν δραγκοῦλες οἱ
γυναῖκες στὸ φουστάνι.
Καθὼς μὲ σύνταζαν νὰ πάω
στὴν ξενιτιά,
μοῦ εἶπαν: «δὲ χάνεσαι ποτὲ
μὲ τὴν ἰσιάδα».
Φοροῦσα ἀκόμα τοῦ σπιτιοῦ
μου τὰ σκουτιὰ
καὶ τὸ ἔχος μου ὅλο ἦταν δὲν ἦταν
μιὰ χιλιάδα.
Το
βιβλίο Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα, θα κυκλοφορήσει τις
επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Κίχλη
Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου