Έφη Σπύρου, Edged Sun,
2014, χρώμα τοιχογραφίας, πλεξιγκλάς, νερό, λάδι
|
Καιρό είχε
να στοχαστεί ο ερημίτης πάνω στα πράγματα του βίου του. Κάτι παλιές σημειώσεις
για μια αγαπημένη φίλη ήταν η αφορμή γι' αυτές τις σκέψεις. Λαθραία αγάπη,
λαθραίος έρωτας. Δεν ήταν ποτέ μια σχέση φυσιολογική, αλλά μια σχέση της σκιάς,
των βλεμμάτων, μια σχέση εξόριστη. Όπως και ο καπνός που κάπνιζε, λαθραίος ήταν
από τα βουνά της Ροδόπης, καπνός εξαιρετικός, φτιαγμένος με μόχθο των γυναικών.
Πάντα οι γυναίκες με μόχθο φτιάχνουν τα πράγματα, ακόμη και τα όνειρα τους,
αυτά τα λαθραία όνειρα που πλέκουν ιστορίες που ποτέ δεν θα διηγηθούν. Πάντα οι
ρωγμές των σωμάτων τους κρύβουν στιγμές ηδονικές, μη ομολογημένες.
Έστριψε ένα
λαθραίο τσιγάρο και άφησε τον καπνό να μπει μέσα του ακούγοντας τζαζ, και βλέποντας
το θρακικό πέλαγος μπροστά στα μάτια του αφέθηκε στις λαθραίες μνήμες. Από την
έκνομη λογοτεχνία και την ποίηση, μέχρι τον καπνό, και πάνω απ' όλα αυτό που
συνέχει τα πάντα. Το λαθραίο όνειρο. Ναι, σκεφτόταν την άλλη πλευρά του κόσμου,
όχι αυτήν την καθημερινή που είναι μέσα στο πλαίσιο της κοσμιότητας. Χρόνια
τώρα είχε διαχωρίσει την θέση του από αυτόν τον κόσμο. Μέσα στο είναι του γινόταν
ένα παιχνίδι περίεργο, έβλεπε πρόσωπα, άλλων καιρών, πρόσωπα που με κάποιον τρόπο
μυστικό είχαν συνδεθεί με τη ζωή του. Τότε που νόμιζε ότι θα άλλαζε τον κόσμο,
εκεί στα σκαλάκια της Φιλοσοφικής. Εκεί που δεν συνάντησε εκείνο το βλέμμα που
αργότερα θα του άλλαζε την ζωή. Που θα τον δίδασκε, χρόνια μετά, τη γοητεία του
λαθραίου.
Έπιασε το
σακουλάκι του με τον καπνό από τα βουνά. Έσκυψε ευλαβικά και μύρισε το άρωμά
του. Τα ευγενή λαθραία σκέφτηκε. Τώρα, στα στερνά του χρόνου, μια γλυκιά
αίσθηση ερχόταν να ζεστάνει τα μέλη του. Ένα βλέμμα που τον συνοδεύει πάντα, κι
ας μην είναι ομολογημένο. Έβλεπε τα παιχνίδια που έκανε ο καπνός στο φως του
ήλιου. Απέναντι ήταν η Σαμοθράκη. Θύμηση λαθραία και αυτή. Μια καλοκαιρινή
νύχτα ψηλά στα Καβείρια μυστήρια. Σκεφτόταν πως όλα αυτά τα αγαπημένα λαθραία
συνέθεσαν το είναι του. Σ' αυτά τα τιμαλφή χρωστούσε την ζωή του. Αυτό θα ήθελε
να πει σ' όποιον θα τον ρωτούσε. Πως τα λαθραία πράγματα τον κράτησαν στην ζωή,
και όχι οι φορμαλιστικοί κανόνες της επίσημης ζωής. Αυτοί που μυρίζουν φορμόλη.
Αυτοί που χωρίς αιδώ στιγμάτισαν τις ζωές των ανθρώπων. Αυτό καταλάβαινε σιγά-
σιγά, πως τα λαθραία αγαπημένα είχαν πάντα μια συστολή, μια ευγένεια, πόρρω απέχουσα
από την βαρβαρότητα των επίσημων. Τω αναξίω δούλω Σου, σκέφτηκε. Μόνο τώρα
καταλάβαινε την αξία της φράσης. Τώρα συνταίριαζε το βλέμμα που τον συνοδεύει
με τη σεμνότητα που πάντα υπήρχε. Πόσο γενναιόδωρο ήταν αυτό το λαθραίο βλέμμα.
Πόσο πλούτο έχει μέσα του. Δεν του ταίριαζε η φράση "νομιμοποιήστε τα
λαθραία». Αυτό μπορεί να ταιριάζει στα οικονομικά σκέφτηκε, αλλά όχι σε αυτά
που δείχνουν το δρόμο για τη ζωή των ανθρώπων. Για κείνον τον κόσμο τον
λατρεμένο που κρύβεται μόνιμα πίσω από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων.
Κίνησε για
το εκκλησάκι που βρίσκονταν αγνάντι στη θάλασσα, της Μαρίας της Αιγυπτίας. Έκανε
τον σταυρό του, στα στερνά του χρόνου. Υπέρ των λαθραίων κεκοιμημένων, ψέλλισε.
Υπέρ των αγαπημένων. Γιατί ήξερε πως ακόμα κι αν κοιμούνται είναι αεί παρόντα,
να κινήσουν πάλι την ζωή.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ
ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου