40
χρόνια από το θάνατό του
Γιάννης Τσαρούχης, Ο
μανάβης, 1947-’50, λάδι σε καμβά, 32 Χ 55 εκ.
|
ΤΟΥ
ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Μια
συζήτηση πάνω στην ανάγνωση του έργου του Παζολίνι είναι σήμερα επιτακτική.
Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «ανάγνωση» ή «δεύτερη-ανάγνωση», αρκεί ο όρος
αυτός να ορίζει μια επιπλέον σκέψη πάνω στα έργα του συγγραφέα μας. Αυτή η
ανάγκη περιγράφεται από την διαπίστωση της παραμόρφωσης που πήρε κάθε αναφορά στο
όνομά του, μετά το θάνατό του.
Τον
Παζολίνι τον ερμήνευσαν, τον χρησιμοποίησαν, τον χειραγώγησαν και, στο τέλος,
τον παραποίησαν, ή ακόμη και τον σπίλωσαν. Η έρευνα για τον Παζολίνι είχε ως κύριο ενδιαφέρον το παρεξηγημένο βιογραφικό
πρόβλημα που, από μόνο του, δεν σημαίνει τίποτε, αλλά, στην περίπτωση του
Παζολίνι, δημιούργησε πραγματικές κριτικές αποκλίσεις.
Σπάνια
σ’ έναν ιταλό συγγραφέα, το έργο ταυτίζεται με τη ζωή, όπως συμβαίνει με τον
Παζολίνι. Κάτω από αυτή την οπτική, ο συγγραφέας αναζήτησε τον τύπο μιας
λογοτεχνικής γλώσσας που θα μπορούσε να τον βυθίσει σαν σε μια ξανακερδισμένη
μητρότητα: ο λόγος, στη λογοτεχνική του μορφή έγινε, για τον Παζολίνι, εικόνα
και σώμα μιας δεύτερης μητέρας, στην οποία εμπιστεύτηκε το βάρος των αντιθέσεών
του, της νοσταλγίας του, της αναλλοίωτης δίψας του για διάλογο.
Μια
τέτοια σχέση με τον λόγο μπορεί, σε πρώτο επίπεδο, να δώσει εκφραστικά και
σημασιολογικά αποτελέσματα συνδεμένα με τις φόρμες του ασυνείδητου και τα
αποσπάσματα του μύθου. Αντίθετα, κοιτάζοντας τη σκάλα αξιών, μπορεί να
διοχετευτεί μόνο στο μοντέλο του Νάρκισσου, που μέσα από τον εαυτό του
αναλαμβάνει το βάρος μιας κριτικής ή ελέγχει, διαρκώς, στην πορεία της ζωής, την
ίδια του τη διάσταση μέσα στον κόσμο.
Σ’
αυτή την προοπτική, όλα διαφαίνονται μέσα από μια αγχώδη επανάληψη του ίδιου
θέματος, εκείνου ενός αρχαϊκού μύθου που τροφοδοτεί το εγώ, το υποστηρίζει και
το απελευθερώνει από το πλέγμα της πλαστότητας. Αυτός ο μύθος διατρέχει έντονα το
εγώ: το αλυσοδένει και του επιστρέφει τη δύναμη του πετάγματος, του ανοίγει το
βλέμμα σε υποσυνείδητα τοπία και απελευθερώνει την ανάγκη της πραγματικότητας.
Η
εμμονή δεν έχει όμως, στην εγκεφαλική γραμμή των αισθήσεων, τον κανονικό ρυθμό
της εγκεφαλικής γραφής: αναπηδά, αναζητά αιχμές θυμού, ξαναπέφτει στην
τρυφερότητα της νοσταλγίας, κατρακυλά στη νεύρωση, αφυπνίζεται με τη φλόγα της
ουτοπίας, αναδημιουργεί τον δημιουργικό της μύθο κάτω από άλλες μορφές.
Το
να δώσουμε λοιπόν βάρος σε ένα βιογραφικό ενδιαφέρον για τον Παζολίνι,
παραμένει μια λεπτή αμφισημία. Αναπτύσσοντας ένα τέτοιο ενδιαφέρον ισοδυναμεί
με το να ασχοληθούμε με ολόκληρο το έργο που εκτείνεται από την αφήγηση στην
ποίηση, από τη δημοσιογραφία στη γραπτή θεατρική μορφή, από τον κινηματογράφο
στις γλωσσολογικές θεωρίες, σαν ένας πίνακας περιεχομένων ενός ημερολογίου,
άμεσου ή υφασμένου με τα χρόνια, αλλά πάντα αποτελούμενο από γεμάτα εσωτερικά
φύλλα, από κομμάτια ενός καθρέφτη που αναζητά να συνθέσει την πραγματικότητα.
Ως
δημόσιο πρόσωπο ο Παζολίνι ακολούθησε την τύχη
εκείνου που εξαναγκάστηκε να παρακολουθήσει μια ρήξη ανάμεσα στην
προσωπική του εικόνα και τη λογοτεχνική του δημιουργία: το έργο πέρασε σε
δεύτερη μοίρα για ν’ αφήσει χώρο στο πρόσωπο και, μ’ αυτή την έννοια,
αναγκάστηκε να παρακολουθήσει την αποσύνθεση του δημόσιου και ιδιωτικού του
σώματος, μόνο σε συνάρτηση με τη βιογραφία του.
Ίσως
από την έρημο είναι πιο εύκολο, τώρα, να επανασυνδέσουμε τη συζήτηση πάνω σε
μια ολική ανάγνωση του Παζολίνι, αν και τα σκελετωμένα ερείπια της θεματικής
προσωπογραφίας παρεμπόδισαν, με βαθιά τραύματα, τη δυνατότητα να διεισδύσουμε
στα μύχια του ανθρώπου-ποιητή, του ανθρώπου-συγγραφέα, του ανθρώπου-σκηνοθέτη
και του ανθρώπου-προβοκάτορα.
Η
ιταλική κουλτούρα, με τη συνεχή ανάγκη εγκαθίδρυσης αρκαδικών και ακαδημαϊκών
ιδεών, μέσα στις οποίες να εισάγει προσωπικές αναζητήσεις και, μ’ αυτόν τον
τρόπο, να δώσει χώρο σε κάστρα νέο-μπαρόκ και μετα-διαφωτισμού, μετά τον θάνατο
του Παζολίνι είδε να πέφτει το κενό πάνω στις διαλεκτικές της δυνατότητες.
Η
αντιπαράθεση με το έργο του Παζολίνι, δεν βρίσκεται σε μια πράξη αγιογραφίας
και, πόσο μάλλον, σε μια ανελέητη επιλογή λογοτεχνικών υφολογικών
αποτελεσμάτων: είναι μια μακρά δήλωση υποθέσεων που ψάχνουν να τεθούν επί
τάπητος. Η «σώμα με σώμα» σύγκρουση δεν αφορά την κρίση της αξίας, αλλά τη
μεθοδολογία που διαφαίνεται στο έργο του.
Το
έργο του Παζολίνι απαιτεί αυτές τις προϋποθέσεις: να μην πέσει επάνω του το
άξεστο, χυδαίο και θεαματικό φως του υπερφίαλου κομφορμισμού, χωρίς σπόνδυλους
και κόκαλα, χωρίς αντιφάσεις και θυμούς, χωρίς τρυφερότητα και μεταμέλεια. Ο
Παζολίνι ζητά ν’ αφήσουμε κατά μέρος το πρόσωπο και να επιστρέψουμε στη βαθιά
θαλπωρή της μήτρας-λόγου: στις σελίδες εκείνων που θέλουν να επαναφέρουν στο έργο όχι μόνον ένα συνολικό νόημα και μια
εξειδικευμένη αναγνώριση, αλλά να
αποστάξουν τις μεθόδους, τις προοπτικές και να παράγουν μια εσωτερική κριτική
ανάπτυξη.
Από ιδεολογική σκοπιά, δεν είναι εύκολο να
τοποθετήσουμε τον Παζολίνι, από τη φύση του και τις επιλογές του, μέσα στα
συνήθη σχήματα: δεν είναι ούτε δεξιός ούτε αριστερός, δεν είναι ούτε
ολοκληρωτικά καθολικός ούτε ολοκληρωτικά άθεος, δεν είναι πεπεισμένος
κομμουνιστής και δεν είναι πεπεισμένος αντικομουνιστής: είναι, κάθε φορά, το
ένα και το άλλο από αυτά τα πράγματα και κανένα από αυτά. Στην πράξη,
διαφορετικά από πολλούς άλλους συναδέλφους του, ο Παζολίνι έχει την άποψη ότι
σκοπός του συγγραφέα δεν είναι ο άκρατος αντικομφορμισμός αλλά η ικανότητα να
εξάγει από τον ιδεολογικό ολοκληρωτισμό τις μεθοδολογικές και ηθικές προοπτικές
που απαιτεί το πάθος του διανοούμενου. Έτσι, η ιδεολογία στον Παζολίνι είναι
κλειδί ανάπτυξης της λογοτεχνίας και της τέχνης, αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί
στην ολότητά της, επειδή δεν θα βοηθούσε τον καλλιτέχνη στην ανάγνωση της
αλήθειας.
Ο Παζολίνι κρατά μια διαλεκτική στάση προς
την ιδεολογική συζήτηση και προσδίδει πρωταρχικό ρόλο στο «πάθος» του. Έτσι, η
αναζήτηση της αλήθειας, μέσα από τις ιδεολογικές υπαγορεύσεις, βιώνεται από τον
Παζολίνι με ακραίους όρους. Μέσα από αυτούς τους δρόμους, το πνευματικό πάθος
γίνεται αντιπαράθεση ανάμεσα στην ιδεολογία και τη θεσμική εφαρμογή της στο
εσωτερικό της αλήθειας. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό ολόκληρης
της μεθόδου του Παζολίνι, που βασίζει τις κρίσεις του όχι σε μια ουτοπική
αισθητική συνειδητοποίηση, αλλά σε μια αναζήτηση που πραγματοποιείται μέσα από
την εξέλιξη του ιστορικού προτσές.
Η
ιδεολογία δεν συμβαδίζει με την ανάγκη της Ιστορίας, γιατί ο Θεσμός, που θα
πρέπει να διαφυλάσσει την πλήρη εφαρμογή της, εκ των πραγμάτων προδίδει τις
προθέσεις της. Έτσι, η αλήθεια βγαίνει ηττημένη: τα παιχνίδια της Εξουσίας
καταβροχθίζουν τα ιδανικά και εξανεμίζουν τη δυνατότητα δημιουργίας της
συνείδησης.
Ο
πρώτος διαχωρισμός που πρέπει να κάνουμε, για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα
της ιδεολογίας του Παζολίνι, είναι εκείνος ανάμεσα στην «ιδεολογία» και τον
«μύθο». Η ιδεολογία, κατά τον Παζολίνι, τείνει σε μια επαναστατική πρακτική που
είναι σε θέση να δώσει μια νέα μορφή στην κοινωνία, βασισμένη σε αξίες που
αποτελούν σημείο αναφοράς για την κοινωνική ζωή και για την εγκαθίδρυση πιο
ορθών ανθρώπινων σχέσεων. Ο μύθος, αντίθετα, τείνει στο να αναγνωρίσει την
ύπαρξη αξιών που βρίσκονται στις απαρχές της κοινωνίας και που αποτελούν την
πρωτόγονη και φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Η ιδεολογία κάνει λοιπόν μια πράξη
εισαγωγής και δημιουργίας νέων και διαφορετικών αξιών, ενώ ο μύθος διαφυλάσσει
και διαιωνίζει τις παραδοσιακές αξίες, όχι μέσα από μια συντηρητική πρακτική,
αλλά μέσα από την συνειδητοποίηση ότι πρόκειται για αναντικατάστατες
αξίες.
Στο
έργο του Παζολίνι ιδεολογία και μύθος συνυπάρχουν και δίνουν υπόσταση στον
λόγο: η ιδεολογία μάλιστα, γίνεται ο τρόπος με τον οποίο επανέρχονται και
ενσωματώνονται οι μυθικές μορφές της αλήθειας, σε μια υπόθεση ελπίδας που συχνά
είναι απογοητευτική. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να πούμε, τόσο για τον τύπο της
ιδεολογίας στον οποίο αναγνωρίζεται ο Παζολίνι, όσο και για την μυθική αλήθεια
στην οποία βασίζει τον διανοητικό του συλλογισμό. Γράφει ο ίδιος σχετικά:
«Ειπώθηκε πως έχω τρία είδωλα: τον Χριστό, τον Μαρξ και τον Φρόιντ. Στην
πραγματικότητα το είδωλό μου είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ».
Η
ανακάλυψη του Μαρξ στα τέλη της δεκαετίας του ’40 έχει, για τον Παζολίνι, τα
χαρακτηριστικά της «φρεσκάδας της ελπίδας», αλλά γρήγορα η ελπίδα μετατρέπεται
σε ουτοπία, κι αυτό δεν είναι χωρίς επιπτώσεις: πράγματι, είναι σαν η ελπίδα
της λύτρωσης, να καταναλώνεται και ν’ αφήνει πίσω της τη φρίκη της
απογοήτευσης. Για τον Παζολίνι πάντως, ο μαρξισμός αντιπροσωπεύει την κατ’
εξοχήν ιδεολογία, έστω και με κριτικό πνεύμα στο επίπεδο της θεσμικής και
κομματικής πρακτικής∙ ο κριτικός στόχος, αντίθετα, είναι η καταναλωτική ιδεολογία.
Πράγματι, ενάντια στην ιδεολογία της κατανάλωσης και το κενό της αστικής τάξης
που αντιπροσωπεύει τις κοινωνικές δομές, ο συγγραφέας επιτίθεται κατ’
επανάληψη, με επισημάνσεις που εμπλέκουν όλη την υπαρξιακή του αντίληψη.
Ο
μύθος που ο Παζολίνι αντιπαραθέτει στον «καταναλωτισμό» είναι εκείνος της
«βαρβαρότητας»: «θαυμαστός βάρβαρος», όπως τον εννοούσαν αυτός και η Έλσα
Μοράντε, που επιβιώνει στις κοινωνίες που ακόμη δίνουν στον άνθρωπο τον τρόπο
να αισθανθούν ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι, και που συνίσταται στην ικανότητα να
διατηρήσουν τον πρωτόγονο εαυτό τους, εκείνη την αίσθηση που αποξενώνει και
προφυλάσσει από τον αστικό πολιτισμό. Ο ορισμός που δίνει ο Παζολίνι για τον
«θαυμαστό βάρβαρο» έχει ως εξής: «Η πρωτόγονη βαρβαρότητα έχει κάτι το αγνό, το
καλό. Η αγριότητα εμφανίζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Πάντως, όσο πιο
πρωτόγονη είναι, τόσο λιγότερο είναι συμφεροντολόγα, επιθετική, τρομοκρατική».
Σ’
αυτή την προοπτική, ο μύθος ταυτίζεται με το ιδανικό, γιατί αντιπροσωπεύει τη
μορφή και την ουσία της πραγματικότητας. Σ’ αυτόν τον μύθο ο άνθρωπος βρίσκει
τις αξίες του: όχι μόνο καταφέρνει να είναι ο εαυτός του, επειδή δεν έχει
εξαρτήσεις και επιρροές, αλλά η σχέση με τη φύση και τη γη τον τρέφει με
αγιότητα, θρησκευτικότητα, συνείδηση και αξία κι αυτός ο αυθορμητισμός των
πράξεών του είναι εγγύηση αλήθειας. Για τον Παζολίνι όλα αυτά μπορούν να
πραγματοποιηθούν μόνο σε μια κοινωνία που ευνοεί τη σχέση με την ανθρώπινη
φύση. Αν ο μύθος είναι το ιδανικό και, σαν τέτοιο, αντιπροσωπεύει την
τελειότητα, την πρακτική του πραγμάτωση, η ιδεολογία λειτουργεί σαν μηχανή για
να φτάσουμε στην κοινωνική ευτυχία που παραχωρείται στον άνθρωπο.
Στο
έργο του Παζολίνι η ιδεολογία έχει μια μεταβατική λειτουργία: θέτει τις βάσεις
για την ανθρώπινη εξέλιξη και για την αναγνώριση των σχέσεων μέσα στην
κοινωνία, αλλά το υποκείμενο είναι πάντα ο άνθρωπος: η ιδεολογία υπάρχει και
δρα μόνο γι’ αυτόν, για να δώσει ζωή σε μια ανθρώπινη οργάνωση που επιτρέπει
στα άτομα να πραγματοποιήσουν πρακτικά το μυθικό ιδανικό. Επιπλέον, για τον
Παζολίνι, η σχέση με την ιδεολογία και την πραγματικότητα περνά πάντα μέσα από
μια προσωποποίηση του ιδανικού, σε σχέση με την ατομική ελπίδα. Σ’ αυτό το
πεδίο, εξάλλου, η αντικειμενικότητα του συγγραφέα διαβρώνεται από έναν
υποκειμενισμό που εκμηδενίζει την πίστη σε οποιαδήποτε ιδεολογική πράξη και
παρουσιάζει εκείνο που ονομάζει «το σκάνδαλο» των αντιφάσεών της.
Γενικότερα,
στην ολότητα του έργου του, ο Παζολίνι αναλύει τα κομβικά περάσματα της
εξέλιξης της ιταλικής κοινωνίας, αλλά κοντοστέκεται ειδικά μόνο σ’ εκείνα που
κατά κάποιο τρόπο είναι μέρος της πνευματικής και συναισθηματικής του
αυτοβιογραφίας. Εξάλλου, για τον Παζολίνι, δεν υπάρχει ολοκληρωμένη ανάλυση αν
δεν προϋπάρξει η εμπειρία του φαινομένου κι αν αυτό το φαινόμενο δεν γίνει μύχιο
στο εσωτερικό κάλεσμα του συγγραφέα.
Για
να έχουμε μια επιβεβαίωση του πώς η ιδεολογική εξέλιξη διαπλέκεται με τις
βαθιές εσωτερικές αναζητήσεις του ποιητή, φτάνει να διασχίσουμε παράλληλα τους
σταθμούς της βιογραφίας του και την ιστορία των έργων του: θα δούμε τότε με
ποιο τρόπο κάθε κριτικός ή κοινωνικός λόγος είναι σε άμεση σχέση με την
βιογραφική προβολή. Κι αυτό, στον Παζολίνι, δίνει τροφή σε διατυπώσεις που, αν
και αληθοφανείς, αποτελούν ψηφίδες της αλήθειας, υποθέσεις ανάπτυξης και
θεωρήματα των οποίων η εξήγηση ανακαλεί, ακόμη κι από την αρχή, τις βάσεις της
ουτοπίας.
Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος
καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου