2/8/15

Ο κύριος Σνωκ και η γυναίκα του


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

                                                                    τα  ψάρια
  
      Καμιά φορά που χώνομαι κι εγώ μαζί με τον κόσμο στην ψαραγορά της Βλάλη, στο Καπάνι, πιο πολύ για να απολαύσω τη θέα των ποικίλων ψαριών παρά για ν’ αγοράσω, μου έρχεται στο νου ο γείτονάς μου κύριος Σνωκ – ποτέ δεν ρώτησα τι σήμαινε αυτό το μονοσύλλαβο επίθετο με τα πολλά σύμφωνα που πιο πολύ ταιριάζει σε σκύλo παρά σε άνθρωπο.
     Ο κύριος Σνωκ δεν έπαιρνε ποτέ το λεωφορείο προκειμένου να κατέβει στην κεντρική αγορά της πόλης μας. Ξεκινούσε από το σπίτι του πάντα με τα πόδια, μ’ εκείνο το κοντό σουλούπι και το γρήγορο βάδισμά του. Από το ύψος της οδού Μοναστηρίου διένυε όλο το Βαρδάρι, έπιανε την Εγνατία κι από κει κατευθυνόταν στα ψαράδικα της Βλάλη απ’ όπου αγόραζε τα πιο μικρά, τα πιο φτηνά ψάρια και τα πήγαινε στη γυναίκα του για τηγάνισμα. Εκείνη στραβομουτσούνιαζε κάθε φορά που τα ’βλεπε, επειδή καταλάβαινε από τη μυρωδιά τους ότι ήταν «χτεσινά» και συνήθιζε να μουρμουρίζει, «ό,τι δώσεις θα πάρεις, η φτήνια τρώει τον παρά, το φτηνό και ακριβό, φάτε μάτια ψάρια» – το τελευταίο βέβαια δεν ταίριαζε και τόσο – αλλά εκείνος έκανε πως δεν άκουγε.
   Στα ψαράδικα της αγοράς Μοδιάνο δεν πατούσε, και συνήθιζε να λέει, εκεί είναι για τους πλούσιους, όχι για μας.

    Ένα μεσημέρι που η γυναίκα του κυρίου Σνωκ άνοιξε την χαρτοσακούλα και είδε τι σαμιαμίδια, τι τσατσούδια της είχε φέρει ο άντρας της, κολλημένα μεταξύ τους, σαν  πολτός, τα τύλιξε όπως όπως, βγήκε στο πλατύσκαλο της κουζίνας και τα εκσφενδόνισε στον κήπο, οπότε σάλταραν από παντού οι γάτες της γειτονιάς  κι έκαναν ένα λουκούλλειο γεύμα ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και τις γαριφαλιές, κι ο κύριος Σνωκ μουρμούρισε, σαν να μιλούσε στον εαυτό του: τελικά, τίποτα
δεν πάει χαμένο.

                                                                                    η  πολυθρόνα

     Τα χέρια του κυρίου Σνωκ έπιαναν απ’ όλα κι όλο κατιτίς εύρισκε να μαστορέψει. «Ακάθιστο ύμνο» τον ανέβαζε και τον κατέβαζε η γυναίκα του.
    Μια φορά, με κάτι στοιβαγμένα υλικά σε μια γωνιά της μικρής αποθήκης του, του ήρθε η επιθυμία να φτιάξει ένα οποιοδήποτε επιπλάκι, αλλά αργούσε ν’ αποφασίσει τι μορφή θα του έδινε.
    Μια μέρα η γυναίκα του άκουσε μέσα από το σπίτι κάτι γκαπ γκουπ καθώς και ήχους πριονιού, βγήκε πάραυτα στο μπαλκόνι, τι κάνεις εκεί, του φώναξε, λέω να φτιάξω μια πολυθρόνα, της απάντησε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Μ’ αυτές τις παλιατζούρες; σταυροκοπήθηκε εκείνη, γέλασε ειρωνικά και μπήκε μέσα, στις δουλειές της.
   Όταν το μεσημέρι ο κύριος Σνωκ στρώθηκε στο καναπεδάκι της κουζίνας για το μεσημεριανό φαγητό, ένα πράμα θα σου πω πρώτη και τελευταία φορά, είπε η γυναίκα του, αν την κάνεις κι αν δεν την κάνεις αυτή την πολυθρόνα γούστο σου και καπέλο σου, εγώ πάντως, να ξέρεις, δεν πρόκειται να τη βάλω μέσα στο σπίτι μου, το Θεό μπάρμπα να ‘χεις. Θα τη βάλεις και θα πεις κι ένα τραγούδι, της απάντησε εκείνος, στο κάτω της γραφής θα κάθομαι μόνον εγώ.
    Ένα βράδυ που ο κύριος Σνωκ γύριζε απ’ το καφενείο, είδε από μακριά ένα φως παράξενο να βγαίνει απ’ την αυλή του κι όσο πλησίαζε μια μυρωδιά καμένου ξύλου να του φλομώνει τα ρουθούνια. Θυμήθηκε άξαφνα ότι ήταν τ’  Αγιαννιού αλλά έμεινε σύξυλος την ίδια στιγμή όταν είδε καμιά δεκαριά παιδιά μαζί και η γυναίκα του να πηδούν με γέλια και φωνές πάνω από την φλεγόμενη πολυθρόνα του.

                                                                                     το καρφί

     Η κόρη της κυρίας Καίτης, της απέναντι, έχει φίλο έναν στρατιώτη, είπε ο κύριος Σνωκ στη γυναίκα του, κάποιο πρωί που πίνανε καφέ. Γκόμενο θέλεις να πεις, ή φίλο, φίλο; είπε εκείνη. Πλάκα έχεις βρε γυναίκα, γκόμενο σου λέω, τους έπιασα στα πράσα ένα βράδυ σ’ ένα σκοτεινό σοκάκι, στα Λαδάδικα. Κι εσύ τι γύρευες εκεί νύχτα ώρα; είπε  η γυναίκα του. Να, πήγα για λάδι στον κυρ Νίκο κι εκείνος κατέβασε το κεπέγκι για να πιούμε κάνα τσίπουρο με ελιές Καλαμών και κάτι τουρσάκια, έτσι πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβω. Και πώς σου φάνηκε εσένα αυτός ο στρατιώτης, μπορείς να μου πεις; είπε εκείνη. Ήτανε σκοτεινά και δεν μπορούσα να τον δω καλά, είπε ο κύριος Σνωκ. Ε, τότε πώς είσαι βέβαιος ότι η κοπέλα που είδες ήταν η κόρη της κυρίας Καίτης κι όχι κάποια άλλη; Όσο γι’ αυτό είμαι σίγουρος, αυτή ήταν. Μάλιστα σκέπτομαι να το πω  στην κυρία Καίτη να  το ξέρει, είπε ο κύριος Σνωκ. Κι εσένα τι σε νοιάζει, κόρη σου είναι; Να κάτσεις λοιπόν στ’ αυγά σου και να μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν, είπε η γυναίκα του. Απλώς θέλω να το ξέρει η μάνα της, να λάβει τα μέτρα της, κι αυτό είναι όλο, είπε εκείνος. Ποια μέτρα εννοείς χριστιανέ μου, νέο κορίτσι είναι, βράζει το αίμα του, ξέχασες φαίνεται τα δικά σου αγαπητιλίκια... Μετανιώνει κανείς που σου μιλάει εσένα, πάντα θέλεις να έρχεσαι καπάκι και να μ’ εκνευρίζεις, είπε ο κύριος Σνωκ.
    Το απόγευμα, η γυναίκα του, κρυμμένη πίσω απ’ την κουρτίνα του παραθύρου που έβλεπε στον κήπο, παρακολουθούσε τον κύριο Σνωκ να μιλάει με την κυρία Καίτη στον φράχτη τους, χωρίς ν’ ακούει τι λένε, μόνο που κάποια στιγμή είδε την γειτόνισσα, να γυρίζει απότομα την πλάτη της στον κύριο Σνωκ και να μπαίνει, σχεδόν κλαίγοντας, στο σπίτι της κι όταν μπήκε κι αυτός στο δικό του, σαν βρεγμένη γάτα, η γυναίκα του τον κοίταξε ασκαρδαμυκτί και του είπε: τι κατάλαβες λοιπόν τώρα; Καρφί!..

                                                                                  κούκου

    Επιπλέον, ο κύριος Σνωκ ήταν και ερασιτέχνης ωρολογάς. Όλοι οι γείτονες τού πήγαιναν τα ρολόγια τους για επιδιόρθωση. Ρολόγια επιτραπέζια, ρολόγια του χεριού, ρολόγια για το τσεπάκι του γιλέκου που κάποιοι ηλικιωμένοι άντρες  επέμεναν να διατηρούν, έτσι, για το ονόρε, ή από μια αγάπη για το παλιό, ακόμα και ρολόγια του τοίχου, παραδείγματος χάριν «κούκους» που ήταν της μόδας να φέρνουν όλοι απ’ τα ταξίδια τους στη Βιέννη, την δεκαετία του ’50.
   Σκυμμένος ολότελα σ’ ένα αυτοσχέδιο τραπεζάκι που όμως δεν είχε τίποτα να ζηλέψει σε πρακτικότητα από ενός επαγγελματία ωρολογά, σφήνωνε τον μικρό φακό βαθιά στην κόγχη του ματιού του και με μια μικρή τσιμπίδα τακτοποιούσε άξονες και  ελατήρια, γρανάζια και τικ τακ, με απαράμιλλη δεξιοτεχνία.
     Κάποια μέρα, για μιαν επιβεβαίωση ακριβείας ή για να διασκεδάσει, κανόνισε σε πέντε «κούκους» να χτυπήσουν όλοι μαζί δώδεκα φορές, την ίδια ακριβώς στιγμή.
    Όρθιος στη μέση του δωματίου, με τα χέρια πίσω, σαν ένας μαέστρος έτοιμος να δώσει το πρόσταγμα της έναρξης στην ορχήστρα, στεκόταν ακίνητος διατρέχοντας με αετίσια μάτια και τα πέντε εκκρεμή ρολόγια, ώσπου πέντε μικρά πορτάκια άνοιξαν συγχρόνως, πέντε χρωματιστά πουλάκια άρχισαν ομοφώνως τα κούκου κούκου τους, κι όταν ακούστηκε και το δωδέκατο κούκου κι έκλεισαν όλα τα πορτάκια, πρόβαλλε η γυναίκα του το κεφάλι της απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου και με τσαχπίνικο, όλο γλύκα χαμόγελο του ‘κανε: κούκου...


                                                                              Αίολος

  Μολονότι ο κύριος Σνωκ ήταν ισχυρογνώμων και δεν έδειχνε να κατανοεί τις ευαισθησίες της γυναίκας του, ενέδιδε καμιά φορά στις απαιτήσεις της, ακόμα και στις πιο παράλογες , όπως, παραδείγματος χάριν, τον χειμώνα, για να στεγνώσει η μπουγάδα της γυναίκας του στην αυλή, να κουνάει τα σύρματα μ’ ένα μακρύ κοντάρι διχαλωτό στην κορυφή του.
  Οι γειτόνισσες που τον κοίταζαν από δίπλα κι από απέναντι  ν’ αναδεύει μ’ αυτόν τον τρόπο την μπουγάδα της γυναίκας του, έλεγαν, γελώντας ειρωνικά, βγήκε πάλι ο Αίολος να κάνει το θαύμα του.
   Μια μέρα που φυσούσε ένας δυνατός αέρας και κόντευε να πάρει τα κεραμίδια απ’ τις σκεπές μας, ο κύριος Σνωκ βγήκε στο μπαλκονάκι τους να μαζέψει κάτι γλαστρούλες πριν πέσουν σε κανενός κεφάλι, και έτσι μικροκαμωμένος κι ανάλαφρος που ήταν τον έριξε ο αέρας κάτω, με αποτέλεσμα να σπάσει χέρι και πόδι . Αυτό έγινε αιτία να μη ξανασηκωθεί ο κύριος Σνωκ και ν’ αποδημήσει τάχιστα εις Κύριον.  Όταν όλη η γειτονιά παραβρέθηκε στην κηδεία του, κάποιοι είπαν αναμεταξύ τους, πού θα δίνουμε τώρα τα ρολόγια μας για επιδιόρθωση, ενώ μια γειτόνισσα ψιθύρισε, τον πήρε και τον σήκωσε για τα καλά ο Αίολος τον κύριο Σνωκ.

                         

Δεν υπάρχουν σχόλια: