ΤΟΥ
ΜΙΧΑΛΗ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ
ΛΙΛΑ ΚΟΝΟΜΑΡΑ, Οι ανησυχίες του γεωμέτρη, εκδόσεις
Κέδρος, σελ. 184
Εκτός
από το εναρκτήριο Μακάο, η συγκομιδή
της πρωτότυπης πεζογραφικής παραγωγής τής Λίλας Κονομάρα περιλαμβάνει τα
μυθιστορηματικά βιβλία Τέσσερις εποχές –
Λεπτομέρεια (2004), Η Αναπαράσταση
(2009) Το Δείπνο (2012), καθώς και το
μυθιστόρημα για παιδιά Στις 11 και 11
ακριβώς (2005). Μετά το αρχικό βήμα τού Μακάο,
η Κονομάρα στρέφεται προς τη μεγάλη αφηγηματική φόρμα την οποία υπηρετεί
συστηματικά και με επιτυχία, αξιοποιώντας, ίσως, και την παρακαταθήκη των
σπουδών της στη Γαλλία. Ωστόσο, η πρώτη της αγάπη για τη μικρή φωνή εξακολουθεί
φαίνεται να τη συγκινεί, γι’ αυτό και δεν παρέμεινε πιστή στην επιλογή τής
μυθιστορηματικής γραφής. Το ανά χείρας βιβλίο που φέρει τον τίτλο Οι ανησυχίες του γεωμέτρη σηματοδοτεί
την επιστροφή της στη μικρότερη φόρμα και συγκεκριμένα σε αυτήν του διηγήματος,
στο οποίο είχε ήδη ασκηθεί νωρίτερα, μεταφράζοντας το 2002 τα διηγήματα του Ernest Hemingway, Άντρες χωρίς Γυναίκες. Δικαιολογημένες, λοιπόν, οι ανησυχίες της
συγγραφέως-γεωμέτρη μπροστά στο εγχείρημα να δαμάσει το υλικό της, στο
οικονομικό και πυκνό πλέγμα της μικρότερης κλίμακας.
Οι ανησυχίες του
γεωμέτρη αποτελούν μια συλλογή 12 διηγημάτων, το
μεγαλύτερο από τα οποία καταλαμβάνει 41 σελίδες και το μικρότερο 9. Όπως και τα
προηγούμενα βιβλία της Κονομάρα, έτσι και τα κείμενα αυτά είναι προϊόντα σμιλεμένης
σύνθεσης, γιατί η συγγραφέας επιλέγει να δοκιμαστεί και να διαλεχθεί με το
επινοημένο και το φανταστικό, αντί να επαναλάβει αναδιαταγμένο τον κώδικα της
διάφανης αναπαράστασης και της εύληπτης συναγωγής στιγμιότυπων από την
καθημερινή ζωή· επιλέγει να αναμετρηθεί με τη δύστροπη συναίρεση και
εξισορρόπηση της νοησιαρχίας με τη συγκινησιακή φόρτιση, αντί να συμβιβαστεί με
την επιτηδευμένη ρητορεία της μετα-νεωτερικότητας· επιλέγει να διαστείλει τον
χρόνο και τον τόπο, αντί να τους εγκιβωτίσει σε εγκάρσιες ιστορικές και
πολιτισμικές τομές – κι αυτά είναι μόνον ορισμένα από τα χαρακτηριστικά που
κάνουν την ποιητική της Κονομάρα ξεχωριστή.
Ο
θεματικός καμβάς των 12 αφηγήσεων της συλλογής εδράζεται σε μια πλούσια παλέτα,
η οποία περιλαμβάνει όψεις της ανθρώπινης ζωής και εμπειρίας, όπως είναι: η
τραυματική ανάκληση της ιστορικής εμπειρίας· η σχέση του υποκειμένου με την
ατομική και τη συλλογική μνήμη· ο θάνατος και οι νηπενθείς τεχνικές διά της
ανάκλησης της παραμυθίας και του μύθου· η μοναχικότητα και ο εγκλωβισμός τού
ανθρώπου στο σύγχρονο αποπροσωποποιημένο αξιακό σύστημα· η επικυριαρχία τής
θυμικής διάθεσης και η διαταραχή της μελαγχολίας· το διαδικτυακό σύμπαν που
αφαιμάσσει και αποστεώνει την ψυχική ενέργεια· η τέχνη, το καλλιτέχνημα, ο
δημιουργός και η άφορη ή δύσκαμπτη πολλές φορές σχέση τους· η γλώσσα και τα
όριά της. Η συγγραφέας δεν έχει ως προτεραιότητά της την υποστύλωση αυτής της
θεματογραφίας, μέσα από τη συνήθη πρακτική της αφήγησης ιστοριών που
εγκαθιστούν την καθημερινότητα στο εσωτερικό της αφήγησης, δίνουν την εντύπωση
της αληθοφάνειας και κάνουν πιο εύκολη και τη ζωή του αναγνώστη. Αλλού, και με
άλλους τρόπους, κατασκευάζει τον ζωτικό της χώρο η Κονομάρα.
Το
εγχείρημά της αρδεύεται από ένα ευρύ, σύνθετο και κάποτε ετερόκλητο (αν όχι
αντιφατικό) ελληνοκεντρικό δίκτυο ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών και
πολιτισμικών-λογοτεχνικών αναφορών, τις οποίες το αφηγηματικό εγώ συνηθίζει να
αντιμετωπίζει διαλογικά και όχι αντιθετικά. Γι’ αυτό και η γραφή της Κονομάρα
δεν προσφεύγει στα άκρα των ετεροτήτων ή των αντιφάσεων, αλλά στη διαλογικότητα
και στο διάκενο, όπου οι πόροι του δικτύου αυτού διασταυρώνονται και
ενδεχομένως συμφιλιώνονται.
Η
ώσμωση του αναγνώστη με τη διαλογικότητα και με την υποψία για τα διάκενα δεν
μπορεί να πραγματωθεί έξω και πέρα από τα ίδια τα κείμενα και τα παρακειμενικά
τους στοιχεία. Ως τέτοια, οι τίτλοι των δώδεκα διηγημάτων δεν φαίνεται να
επιτελούν την αναγνωστική προσδοκία σχετικά με τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο.
Ελλειπτικοί και πολλαπλώς αμφίσημοι (ενδεχομένως και πολύσημοι), δεν είναι
σίγουρο ότι συντηρούν τον συνεκτικό ιστό που θα έπρεπε να τα ενώνει με το
κείμενο στο οποίο αναφέρονται· ενδεικτικά σημειώνω: «Εποποιία», «Στους
αντίποδες», «Γεωγονία», «Έργα και ημέρες», «Οι ανησυχίες του γεωμέτρη», «Η
θυσία» και «Του κάτω κόσμου».
Θα
αναφερθούμε παραδειγματικά στο πρώτο διήγημα, στην «Εποποιία». Η λέξη του
τίτλου χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά μεταφορικά, για να χαρακτηρίσει,
όπως είναι γνωστό, αξιοθαύμαστα πολεμικά γεγονότα στη διάρκεια των οποίων
έγιναν ηρωικές πράξεις. Στο διήγημα του βιβλίου, οι αξιοθαύμαστες πολεμικές
πράξεις αφορούν οδυνηρές στιγμές και εμφύλιους σπαραγμούς της ελληνικής ιστορίας,
από την αρχαιότητα, τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 και τα δραματικά χρόνια
1946-1949. Με την προφανή ειρωνική λειτουργία της, που θυμίζει, σε κάποιον
βαθμό, την καβαφική τεχνική της ειρωνείας, η λέξη του τίτλου, αντί να γεφυρώνει,
τελικά προκαλεί ρωγμές, που στην περίπτωση μάλιστα του τελευταίου διηγήματος
γίνονται ρήγματα: Ο τίτλος «Θν» αποτελεί ένα σύνολο από δύο φθόγγους συμφώνων,
ίσως από το όνομα της πόλης της Αθήνας που είναι η κεντρική τοπιογραφία του
κειμένου, και προσλαμβάνει τη σημασία του μόνον ενδοκειμενικά και μέσα από τη
χειμαρρώδη συγκατοίκηση ετερόκλητων εικόνων από την Αθήνα της διαχρονίας.
Η
ανθρωπολογία και η τοπογραφία των διηγημάτων του βιβλίου αποτελούν ένα άλλο
παράδειγμα διαλογικότητας, αλλά και μια πειστική απάντηση για τα πεπερασμένα
όρια της ανθρώπινης εμπειρίας και γνώσης, τα οποία η λογοτεχνική γραφή μπορεί
να πολλαπλασιάσει — αν όχι να επεκτείνει. Ο θίασος που παρελαύνει στα κείμενα
της Κονομάρα είναι εξίσου ετερογενής όσο και ελκυστικός. Αντλημένος άλλοτε από
την αειφόρο δεξαμενή της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής Ιστορίας και άλλοτε
από τη φλέβα του αρχαιοελληνικού μύθου, της δημοτικής παράδοσης και της
έντεχνης λογοτεχνίας, ο θίασος αυτός περιλαμβάνει τον Ορφέα και την Ευρυδίκη, τον
Αρίσταρχο και τον Διόδωρο, τον Εφιάλτη και τον Μνησίλοχο, οπλαρχηγούς και
κλέφτες της Επανάστασης, αντιστασιακούς της Κατοχής και αγωνιστές της Αριστεράς
που διώχθηκαν στα ξερονήσια, Έλληνες και ξένους μετανάστες αλλά και τον
Καραγκιόζη και τον πρωτομάστορα του γεφυριού της Άρτας και τον Μοσκώβ-Σελήμ του
Βιζυηνού.
Οι
μορφές αυτές διατηρούν την ιστορικότητά τους, και την ίδια στιγμή μπορούν να
διατρέχουν τους αιώνες και να συνυπάρχουν με άλλες μορφές, σε τόπους
πραγματικούς και φανταστικούς, ελληνικούς και ξένους, όπως είναι ο Άδης, η
Πελαγονία, η επαναστατημένη Ήπειρος, τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά λιμάνια της
μετανάστευσης και τα ορυχεία του Κογκό, τα νησιά της εξορίας και το εθνολογικό
μωσαϊκό της Αθήνας. Η συνύπαρξη μορφών, χωροχρονικών διαστάσεων και πολιτισμών
μοιάζει να συγκροτεί μια φανταστική, επινοημένη πολιτεία, που βρίσκει τη
λεκτική πραγμάτωσή της στη συναίρεση συστατικών αφηγηματικού ύφους από ποικίλα
πρότυπα. Κατασκευάζονται, έτσι, παλίμψηστα λόγων και υφολογικών χρωματισμών,
που έχουν ενσωματώσει στα στρώματά τους, μεταξύ άλλων, τις θουκιδίδειες
δημηγορίες, τη γλώσσα του λαϊκού παραμυθιού και του πολιτισμού της
προφορικότητας, τον λυρισμό της ημερολογιακής καταγραφής, τον επιστημονισμό του
δοκιμίου αλλά και τη μοντερνιστική γραφή της ροής της συνείδησης.
Ίσως
να μην ήταν άστοχο να έλεγε κανείς ότι τα διηγήματα του τελευταίου αυτού
βιβλίου της Κονομάρα μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία μιας πεζογραφικής
παραγωγής που φιλοδοξεί να ανατμήσει την ελληνική ταυτότητα και να
επαναπροσεγγίσει ζητήματα ελληνογνωσίας. Ωστόσο, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η
πρωτοτυπία του συγκεκριμένου συγγραφικού εγχειρήματος, το οποίο εδράζεται στην
υποψία και στη διαλογικότητα, και όχι στη βεβαιότητα του διδακτισμού ή του
επιδεικτικού και ωμού ρεαλισμού, καθώς τα ίδια τα υφολογικά παλίμψηστα
μεταθέτουν διαρκώς το νόημα «στην προσπάθεια να οριστεί το είναι από το μη
είναι, το μέσα από το έξω, το εγώ από το εσείς», όπως συμπεραίνει ο γεωμέτρης
στο διήγημα που τιτλοδοτεί ολόκληρη την έκδοση της συλλογής.
Τα
κείμενα της συλλογής απευθύνονται σε αναγνώστες που θα ήθελαν να αποδεσμευτούν
από την τυραννική καθοδήγηση που ασκούν η παντοδυναμία του αφηγηματικού εγώ και
η ρεαλιστική αναπαράσταση· σε αναγνώστες που θα ήθελαν να διασχίσουν (ή έστω να
δοκιμάσουν να διασχίσουν) το ορμητικό ρεύμα που χωρίζει την άδολη από την
υποψιασμένη ανάγνωση. Εάν είναι έτσι τα πράγματα, τότε η γραφή της Κονομάρα
ενεργεί ως ένα διαφορετικό λογοτεχνικό παράδειγμα, από την τάση εκείνη της
πεζογραφίας μας η οποία, συχνά με κάποια δόση φιλαρέσκειας και ναρκισσισμού,
επιμένει μονότονα να μας δηλώνει με τρόπο επιδεικτικό τη μετακίνηση του
«μεταμοντέρνου εγώ» από τη συνοχή και την τάξη στην αταξία και στην
πολυδιάσπαση. Η αλληγορική γραφή της Λίλας Κονομάρα καθίσταται ανθρωποκεντρική,
και ο λόγος της επενεργεί μέσα μας ως παραμυθία για τα πάθη, τις περιπέτειες
της ψυχής και της τέχνης αλλά και ως παρηγορία για την αδυναμία να μιλήσουμε
για εκείνα που θα παραμένουν εσαεί αθέατα, και τα οποία, όπως λέει ο φούρναρης
στο διήγημα «Του κάτω κόσμου», «απλώς δεν είμαστε σε θέση να [τα] δούμε».
Ο Μιχάλης Γ. Μπακογιάννης διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο
ΑΠΘ
Χριστίνα
Σγουρομύτη,
Αλληλογραφία/Αντιστοίχιση, 2015,
Carte-visite, υλικά αρχείου & ακρυλικά
σε καμβά, 60 x 40 εκ.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου