15/8/15

Ευρωπαϊκοί αναπροσανατολισμοί του «Βαλκανισμού»

Ταξίδια στα Βαλκάνια (3)

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Josip Štolcer Slavenski, 1935
Ανάμεσα στις εκδηλώσεις που οργανώθηκαν στο πλαίσιο της Α΄ Βαλκανικής Διάσκεψης, «η Βαλκανική συναυλία», ως έκφραση της «καλλιτεχνικής συναδελφώσεως» των Βαλκάνιων, στην ουσία προγραμματίστηκε έτσι ώστε να αναδείξει την παράλληλη, πάνω από μισό αιώνα, πορεία των εθνικών μουσικών παραδόσεων της Βαλκανικής των εθνικοτήτων προς τον εξευρωπαϊσμό τους, την «πολιτογράφησή» τους δηλαδή στη μουσική παράδοση της λεγόμενης Ευρώπης των εθνικοτήτων: Ειδικότερα μνημονεύονται η ελληνική παράδοση μέσα από το έργο του Μανώλη Καλομοίρη (Σμύρνη 1883-1962), η σερβική μέσα από το έργο του Josip Štolcer Slavenski (1896-1955), και η ρουμανική μέσα από εκείνο του Enescu George (1881-1955) –για να περιοριστούμε σ’ αυτές που παρουσιάστηκαν στο πρόγραμμά της. Από τα πιο χαρακτηριστικά νεοτεριστικά δείγματα  αυτής της σχολής, η συμφωνική σουΐτα του γνωστού διεθνώς Σέρβου συνθέτη «Βαλκανοφωνία» (Balkanophonia, 1927) δεν θα μπορούσε να μην ακουστεί σε μια διαβαλκανική συνάθροιση.
Η καλογραμμένη και διεισδυτική μουσικοκριτική της «Βαλκανικής συναυλίας» γράφτηκε από την κατεξοχήν ειδική, τη Σοφία Κ. Σπανούδη (το γένος Ιωαννίδη, 1878 ή 1880-1952, σύζυγος του Κ. Σπανούδη, 1871-1941, βουλευτή του κόμματος των Φιλελευθέρων και υπουργού). Το λιγότερο γνωστό αυτό κείμενο της μουσικοκριτικού και καθηγήτριας του Εθνικού Ωδείου δεν είναι απλώς περιγραφικό ούτε ανεπιφύλακτα επαινετικό. Μας εισάγει γενικότερα στις τάσεις και τα νεοτεριστικά ρεύματα της Ευρώπης, τη στιγμή που ο «καλλιτεχνικός σωβινισμός» των εθνικών σχολών συναντάει «την ψυχή ενός παγκοσμίου μουσικού πνεύματος», όπως αυτό ξέρει να το αποδίδει μουσικά ο «δαιμόνιος» πιανίστας συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960), σύμφωνα με την ίδια. Ταυτόχρονα με τα επαινετικά της σχόλια για τον Έλληνα «αρχιμουσικό», η Κωνσταντινοπολίτισσα μουσικοκριτικός δεν παραλείπει να επισημάνει την απουσία των έργων του από το πρόγραμμα της «Βαλκανικής συναυλίας», κριτικάροντας έτσι τα στενά όρια του ελλαδικού μουσικού «σωβινισμού».

Η Σπανούδη, γνωρίζοντας γενικότερα την ιστορία και τα τελευταία ρεύματα της μουσικής και βιώνοντας από μέσα τη βενιζελική πολιτική, αναδεικνύει ακριβώς την ευρωπαϊκή διάσταση της συναυλίας αλλά και του εγχειρήματος της Βαλκανικής Ένωσης.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Η «Balkanophonia» στη Διαβαλκανική Συναυλία
«Το θέατρον ‘Ολύμπια’ προχθές το βράδυ επανηγύριζε μια ιστορική βραδυά –μιαν ευοίωνη αφετηρία καλλιτεχνικής συναδελφώσεως, αλληλεγγύης και προόδου. Ύστερα από τους λευκούς αγώνας του Παναθηναϊκού Σταδίου της περασμένης Κυριακής, που συναδέλφωσαν τους πρωταθλητάς των Βαλκανικών εθνών, η συναυλία της Ελληνικής ορχήστρας με το διαβαλκανικόν πρόγραμμά της –όσον μικρόν και περιωρισμένον αν ήτο για την πρώτη αυτή φορά– μας έδωσε μια μικρογραφία της μουσικής δημιουργικότητος των ιδίων λαών, που μόλις τώρα πολιτογραφούνται και διεκδικούν κάποια δικαιώματα στον καλλιτεχνικόν χάρτην της Ευρώπης.
Για τη μελλοντική δημιουργικότητα των βαλκανικών λαών η Ειρήνη, η επιδιωκόμενη προ παντός με την σύγκλησιν της Διασκέψεως, είνε ο μεγαλύτερος συντελεστής. Ο αλησμόνητος [Γεράσιμος] Μαρκοράς [1826-1911] το είπε τόσο ωραία στον ύμνο του:
«Οι τέχνες αγαπούν
κλεισμένο το θηκάρι
το ξίφος να θωρούν…».
Το πρόγραμμα της πρώτης αυτής ‘Διαβαλκανικής Συναυλίας’ είχε πλείστας και στοιχειωδεστάτας ελλείψεις. Έλειπον πρώτα-πρώτα οι Έλληνες σολίστ, που είνε πάντα ο συγκεντρωτικός φακός της λάμψεως μιας μουσικής εορτής. Τέτοιους σολίστ έχομεν ευτυχώς αρκετούς αυτή τη στιγμή στας Αθήνας. Ο [Ιωάννης] Λάππας, η Μαρία Καλφοπούλου, ο [Σπύρος] Φαραντάτος, ο [Φρειδερίκος] Βολωνίνης. Έλειπε από το πρόγραμμα ο Μητρόπουλος ως συνθέτης. Η ‘Κρητική γιορτή’ του [1919], αν όχι το Concertο grosso [1928] του, επεβάλλετο να παιχθή. Γιατί άλλως ο αγαπητός αρχιμουσικός μας κινδυνεύει να παρεξηγηθή από τον Ελληνικόν κόσμον ότι μεθ’ όλην την θέρμην και την καλήν πίστιν με την οποίαν ερμηνεύει τα έργα των Ελλήνων συναδέλφων του, ενασμενίζεται σε κάποια περιφρόνησιν προς τα Ελληνικής μουσικής προγράμματα, από τα οποία συνήθως λάμπει διά της απουσίας του. Βεβαίως η φιλοδοξία κάθε νέου συνθέτου είνε το Βερολίνον και το Παρίσι. Αλλά και η κατάκτησις του Ελληνικού κόσμου που περιβάλλει πάντα με άδολη αγάπη κάθε γνήσιο καλλιτέχνη και μας έδειξε τόσες φορές πως έχει μια βαθειά διαίσθησι, είνε άξια να ξυπνήση τον καλλιτεχνικό σωβινισμό και μέσα στην ψυχή ενός παγκοσμίου μουσικού πνεύματος όπως είνε ο Μητρόπουλος.
Τι πνεύμα αλήθεια! Και τι δαιμόνιον! Πόσο μας έκανε να περηφανευθούμε προχθές εμπρός σε τόσους ξένους –μυημένους τους περισσοτέρους στα μυστήρια της μεγάλης μουσικής. Ο Μητρόπουλος έκαμε θαύματα με την Ελληνικήν ορχήστρα. Προσαρμογή και αφομοίωσις πλήρης προς τα έργα που ερμήνευε με την ευγλωττότερη πειθώ, Ελληνικά και ξένα. Μία ερμηνεία εμπνευσμένη και διαφανής ως τις παραμικρότερες λεπτομέρειες. Ρυθμική κυριαρχία υπέροχη και κατακτητική. Τα έργα της μεγάλης εμπνεύσεως, όπως είνε η ‘Συμφωνία της Λεβεντιάς’ [1918-1920] του [Μανώλη] Καλομοίρη [Σμύρνη 1883-Αθήνα 1962], και την περίτεχνη ‘Εισαγωγή’ του [Διονύσιου] Λαυράγκα που μας παρουσιάζει ένα πραγματικόν πλούτον ενορχηστρώσεως και αρτιότητα φόρμας γεμάτης φρεσκάδα και δροσιά, ο Μητρόπουλος ερμηνεύει με τη δική του ατομική σφραγίδα, από την οποίαν ακόμα και οι Συμφωνίες του Μπετόβεν πέρνουν μια νέα φλόγα, δόνησι και πνοή. Στα έργα της μετριώτερης ολκής, όπως είνε η ‘Ρουμανική Ραψωδία’ [1901] του Ενέσκο [Enescu George, 1881-1955], ο Έλλην αρχιμουσικός προβάλλει το αντιφέγγισμα της ιδίας του μουσικής ακτινοβολίας και τ’ αναδεικνύει ‘ανώτερα εαυτών’. Ο Ενέσκο είνε ο διασημότερος Ρουμάνος συνθέτης της συγχρόνου εποχής. Γνωστός και διάσημος σ’ όλη την Ευρώπη και στην Αμερική και ως έξοχος σολίστ του βιολιού, αλλά κυρίως ως εθνικός συνθέτης της πατρίδος του, συντηρεί διαρκώς την φήμην του με τας γενναίας επιχορηγήσεις του Ρουμανικού κράτους και πληρώνει τα έξοδα των καλλιτεχνικών του περιηγήσεων και τας μεγάλας ορχήστρας των πρωτευουσών που εκτελούν τακτικά τας συνθέσεις του κάθε χρόνο. (Nota bene [=σημειωτέον] δια τους ιδικούς μας ‘ιθύνοντας’ που αγνοούν ίσως και την ύπαρξι ακόμη των δύο ή τριών μεγάλων μουσικών μας).
Στο νεωτεριστικώτατον έργον του Σέρβου συνθέτου Γιοσίπ Σλαβένσκη ο Μητρόπουλος βρέθηκε στο στοιχείον του. Ο κ. Σλαβένσκη ‘στραβινσκίζει’ [=μιμείται τον Igor’ Fëdorovič Stravinskij, 1882-1971] προφανώς. Και οι στραβινσκισμοί του αυτοί είνε απ’ εκείνους που αγαπά ο Μητρόπουλος. Γι’ αυτό μας παρουσίασε προχθές μ’ έναν εξαιρετικό οίστρο την ‘Βαλκανοφωνία αυτή –έτσι ονομάζει ο Σλαβένσκη την συμφωνική Σουΐτα του, την εμπνευσμένη από μουσικά επεισόδια των Βαλκανικών χορών: Σερβικός Χορός - Αλβανικό τραγούδι - Χορός Δερβίσηδων - Ελληνικό Τραγούδι - Ρουμανικός Χορός - Το τραγούδι μου - Βουλγαρικός Χορός.
Όλα αυτά παρουσιάζονται με μουσικούς αιφνιδιασμούς, συμφωνικούς και ρυθμικούς, που καταπλήσσουν τον ακροατή –πολύ ευχάριστα μα την αλήθεια– με την καινοτομία τους. Ένα έργον εξόχως ενδιαφέρον από πάσης απόψεως και μια μουσική προσωπικότης ενός Σλαύου συνθέτου εξόχως ενδιαφέρουσα επίσης. Τώρα αν ‘Το Ελληνικό τραγούδι’ στερείται πάσης Ελληνικότητος και αν ο ‘Χορός των Δερβίσηδων’ δεν έχει ούτε ίχνος του θρησκευτικού παραληρήματος  που παρασύρει τους μαινομένους οργιαστάς ως τον τέλειο εκμηδενισμό, αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία… Στη σημερινή τέχνη η ακροτελεύτεια λέξις είνε το μηδέν στην έμπνευσι. Τέλεια γυμνότης. Απαράλλακτα όπως στα ‘Φορέματα του Βασιλέως’ [1837], το αριστουργηματικό διήγημα του Άντερσεν [Hans Christian Andersen 1805-1875]. Όλοι θαυμάζουν το ανύπαρκτο. Όλοι γίνονται συνένοχοι της μουσικής fumisterie [=απάτη] της σύγχρονης τέχνης. Αλλά και στο ‘ανύπαρκτο’ αυτό ακόμη ο Μητρόπουλος ξέρει να δίνη μίαν ωραία έστω και φανταστική υπόστασι. Το απέδειξε προχθές στη ‘Βαλκανοφωνία’ του Σλαβένσκη.
Τα δύο κομμάτια της ‘Συμφωνίας της Λεβεντιάς’ του Καλομοίρη, το ‘Κοιμητήρι στη βουνοπλαγιά’ και το ‘Σκέρτσο’ [β΄ και γ΄ μέρος], ακούσθηκαν από όλο τον κόσμο γενικά με τη συνοχή και τη συγκίνησι που επιβάλλουν τα μεγάλα έργα. Το θαυμαστό υποβλητικώτατο Adagio μεταγγίζει ευθύς από την αρχή έναν ευγενικά συγκρατημένο θρήνο για τα ‘λαμπρά παλληκάρια’ που μελετά η Δόξα στοχαστική και περήφανη. Μα ένα παντοδύναμο crescendo διαπερνά την πένθιμη σκηνογραφία με τις σπαθιές των χαλκίνων πνευστών και μια πνοή γεμάτη από αρήϊον [=πολεμικό] μένος πλημμυρεί σαν μια εξέγερσις την ορχήστρα. Το φλογερό συμφωνικό όραμα παρέρχεται για να διαδεχθή το μεγαλείο του η αποκαρδίωσις του μάταιου θρήνου…
Το ‘Σκέρτσο’ Ελληνικώτατο, πλημμυρισμένο από τον άκρατο Διονυσιασμό των μελλοθανάτων που γλεντούν, έρχεται να μας συγκλονίση απότομα σαν ζωντανή αντινομία. Είνε μια επιπλέον ωραία κατάκτησις του Καλομοίρη, γεμάτη ρεαλιστική διαίσθησι και άγριο ενθουσιασμό, που την φλογίζει μια παντοδύναμη λυρική πνοή. Στις αθώες φυσιολατρικές χαρές που γλεντούν τα παλληκάρια, το πολεμόχαρο μένος και η δίψα της αυτοθυσίας σμίγουν με καταπληκτική ενάργεια και υποβλητικότητα. Ζωντανώτατη σελίδα ενός μεγάλου έργου που πάλλεται από δύναμι, ενότητα, εμπνευσμένη ισορροπία και αλληλεγγύη του συνόλου.
Στην αρχή και το τέλος του προγράμματος ακούσαμε τους δύο ‘Ύμνους’ του κ. Λαμπελέτ [Λαμπελέτης Ναπολέων, Κέρκυρα 1864-Λονδίνο 1932] και στην μέση του β΄ μέρους το μονογενές συμπληρωματικόν έργον του ιδίου συνθέτου η ‘Γιορτή’, που παίζεται στερεότυπα σε κάθε παρουσιαζομένη ευκαιρία.».

Σοφία Κ. Σπανούδη, Από την μουσικήν μας κίνησιν. Η Βαλκανική συναυλία, Η Πρωΐα 10-10-30, σ. 3.

Δεν υπάρχουν σχόλια: