ή αλλιώς εξανθρωπίζοντας το απάνθρωπο
ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ
ΚΟΡΝΕΤΗ
Εμμανουήλ
Μπιτσάκης,
Luigi
Boccherini, 2013, ακρυλικά
σε χαρτόνι,
9,5 x 12,5 εκ.
|
ΑΚΗΣ
ΠΑΠΑΝΤΩΝΗΣ, Καρυότυπος, εκδόσεις
Κίχλη, σελ. 117
«Ξέρεις ποιος είσαι γιατί ολόκληρη η ύπαρξή σου
οργανώνεται ως μια μορφή αφήγησης, είτε είναι η αφήγηση μιας ολόκληρης ζωής
είτε είναι η αφήγηση των γεγονότων μιας εβδομάδας. Η μνήμη είναι ένα σύνολο από
ιστορίες και χωρίς μνήμη δεν μπορείς να μιλήσεις για τον εαυτό σου. Η αφήγηση
λοιπόν δεν είναι ριζωμένη στις εμπειρίες μας ή στα γονίδια μας, είναι αυτό που
μας ορίζει», είπε ο γνωστός αμερικανός συγγραφέας Τζόναθαν Φράντζεν σε μια πρόσφατη
συνέντευξή του. Κι είναι ο Άκης Παπαντώνης, ο δραστικός έως δραματικός αφηγητής
μιας ιστορίας απεγκλωβισμού από τα γονίδιά του, για να μπορέσει
αποστασιοποιημένος εν τέλει να μιλήσει έμμεσα και για τον εαυτό του.
Ποιο γονίδιο φταίει για το κάθε τι που μας ξενίζει
επάνω μας ή μας ενοχλεί; Ποια σύνθεση γονιδίων ευθύνεται για την αποκλειστική
μου συνταγή, τη σύνθεση της μοναδικότητάς μου; Είναι ο καρυότυπος η βιολογική
μου σφραγίδα; Το υπαρξιακό μου αποτύπωμα; Είμαστε το δημιουργικό αποτέλεσμα του
συνδυασμού των γονιδίων μας; Η βιολογική ταυτότητα είναι ένας χρωμοσωμικός
αριθμητικός συνδυασμός. Η ύπαρξη συνοψίζεται σε αριθμούς ισοπεδώνοντας κάθε
ρομαντισμό και ποιητικότητα. Η κατάδυση στο βάθος της ύπαρξης βγάζει στο φως
καταχωνιασμένες αλήθειες τις οποίες αργότερα ο βιολόγος αφηγητής ανατέμνει με
τον ψυχρό επιστημονικό του τρόπο στο λευκό αποστειρωμένο εργαστηριακό τραπέζι
χωρίς αναισθητικό.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση που επιτρέπει στον Άκη
Παπαντώνη να αποκολλάται αποτελεσματικά από τον εαυτό του χαρίζει στην αφήγηση
την πρέπουσα οικειότητα, αλλά και ταύτιση του αναγνώστη με τον χαρακτήρα της
νουβέλας. Η λιτή ευθύβολη συγκροτημένη και συγκρατημένη γραφή που βρίθει από ξενόγλωσσα
στοιχεία κυρίως από βρετανικά τοπωνύμια και όχι μόνον λόγω της μακρόχρονης
παραμονής του πρωταγωνιστή στο Λονδίνο, δεν στερείται από μια γκάμα έντονων
λεκτικών αποχρώσεων.
Τα καθημερινά, στεγνά ενίοτε στυγνά «επεισόδια» της
ζωής του αφηγητή, που ξετυλίγονται με ημερολογιακού τύπου καταγραφή, σαν να
προσπαθεί να συγκρατήσει ή να συγκροτήσει τη μνήμη, φέρνουν έντονα στο νου τη
φράση του Πικάσο ότι «Η ζωγραφική είναι ένας τρόπος να κρατάς ημερολόγιο». Ίσως
και το ημερολόγιο να είναι ένας τρόπος να κρατάς τη ζωή. Εμβόλιμα στοιχεία ξενιστές
ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με ηλεκτρονική διεύθυνση αποστολέα και αποδέκτη είναι
μερικά από αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία της νουβέλας που συνδέουν τα
επεισόδια με μεταμοντέρνες πινελιές. Ζητείται: Στοργή, αγάπη, τρυφερότητα,
εγγύτητα. Είναι μια προσπάθεια να παγώσει το παρελθόν, τις οικογενειακές
σχέσεις, τα παιδικά βιώματα, τις πρώτες σκέψεις, τα βαθύτερα αισθήματα, την
ανάγκη να καταλάβει το κυριολεκτικό και μεταφορικό νόημα της ύπαρξης και τότε
αρχίζει να σκάβει στα λαγούμια της μνήμης, στο ορυχείο των θαμμένων πολύτιμων
λίθων, τότε αρχίζει να ξεθάβει άλλοτε κάρβουνα κι άλλοτε διαμάντια.
Η ζεστασιά της μνήμης του παιδικού δωματίου
αναβοσβήνει στο μυαλό του. Η ανάκληση της κάθε λεπτομέρειας μέσω μιας
τερατώδους μνήμης είναι βασανιστική. Πασχίζει να σηκωθεί από την απότομη
προσγείωση από την παιδικότητα στο μωσαϊκό της εφηβείας. Ενθύμιο; μια ουλή στο
φρύδι. Να αγγίξει ξανά το πρώτο ποδήλατο. Να συναντήσει εκείνο το δειλό εφηβικό
εαυτό. Να τον ρωτήσει: Μήπως θα θέλατε να ξανασυστηθούμε;
Αργότερα, περπατώντας στις παγωμένες τετράγωνες πλάκες
της μοναξιάς, στην άγνωστη ακόμα μεγαλούπολη, νιώθει μπροστά του κομμένο να
κρέμεται τον ομφάλιο λώρο της εφηβείας. Διαπιστώνει: Ο απογαλακτισμός των
πειραματόζωων προκαλεί αλυσιδωτή αντίδραση εξωγενούς στρες. Η μοναξιά είναι μια
παγοκύστη. Αδρανοποιεί τον πόνο. Κι είναι η αλληλουχία των ετερόκλητων
συναισθημάτων που τον οδηγεί στην πιο εγκεφαλική επιστημονική λύση. Να
καταψύξει το παρελθόν του και να αποψύχει συστηματικά κάθε μέρα με συστηματική
ημερολογιακού τύπου καταγραφή, ένα κομμάτι της σαν ήταν ωμό κρέας και να το
ανατέμνει με τα κυνικά δάχτυλα, αλλά και την επιστημονική περιέργεια ενός
παθολογοανατόμου. Να σκανάρει το σώμα, να τομογραφεί την ψυχή σε ψιλές διάφανες
φέτες, να μεγεθύνει το συναίσθημα, να εισβάλει εν τέλει στο άβατο του
γονιδιώματος, σκαλίζοντας στο βάθος του κυττάρου, σ’ εκείνον τον πυρήνα τον
σκοτεινό και ανεξήγητο να βρει κάποια απόδειξη που τον προσδιορίζει, που την
ιδιοσυγκρασία και την πορεία του δικαιολογεί. Γιατί ν’ αγαπά; γιατί από άλλους
συναισθηματικά να εξαρτάται; Γιατί την στοργή ν’ αναζητεί;
Είναι η
στοργικότητα ένα βιοχημικό λάθος;
Δεν μου το
είπες ποτέ αυτό μητέρα το τηλέφωνο καλεί σε ρυθμικά ζεύγη
Πώς θα
μιλήσουμε σήμερα;
Κάποια στιγμή απηυδισμένος αποφασίζει:
Τελειώσαμε με
τους έρωτες και με τη στοργή. Έτσι κι αλλιώς ο καθένας ζει με τον εαυτό του.
Ο ανήσυχος άνθρωπος, ο κουρασμένος της προσαρμογής στη
ζωή, ο περίεργος επιστήμονας που όλα τα μυστικά της ύπαρξης ξεσκεπάζει, δεν
αντέχει άλλο το δηλητήριο της πεζότητας και του κυνισμού στον οποίο οι
αλυσιδωτές διαψεύσεις έχουν οδηγήσει – μια ζωή άνοστη χωρίς καρύκευμα, χωρίς
χρώμα, χωρίς δόνηση, χωρίς ζεστασιά, χωρίς αγάπη, χωρίς συγκινήσεις, δεν έχει
άλλη επιλογή πια παρά να επιλέξει την σταδιακή επιστροφή στο «τίποτα» κουλουριασμένος
πρώτα σαν έμβρυο έπειτα σαν σκουλήκι να συστρέφει το σώμα του σαν ανώνυμο πρωτόζωο
απλοϊκή αμοιβάδα επιστρέφοντας στο τέλος του χρόνου που είναι η αρχή.
Για ποια εξέλιξη μιλάμε; και ποιο είναι το επίτευγμα; όλα
να έχουν εξιχνιαστεί όλα να έχουν εξερευνηθεί όλα να έχουν αποτυπωθεί κι ο άνθρωπος
να μην μπορεί ακόμα να ελέγξει τη σχέση με τη δυστυχία της μοναξιάς του να μην
μπορεί να εξημερώσει τον εαυτό του, να μην μπορεί να δαμάσει τη συνείδηση να
μην μπορεί απενεχοποιημένος τη ζωή, να μην μπορεί εν τέλει ν’ απολαύσει. Καλεί
κάθε μέρα τη μοναξιά της δυστυχίας του σε μονομαχία προκαλεί κι αυτή την
πρόσκληση αποδέχεται με μια βολή στην καρδιά κάθε μέρα άψυχο τον ξαπλώνει.
Μνήμη είναι
ό,τι θυμάσαι πώς έζησες άρα ό,τι παραμένει καρφωμένο στο πίσω μέρος του
κεφαλιού σου
Ξέρεις πόσες συνάψεις πρέπει να λειτουργήσουν για να
φτιαχτεί μια ανάμνηση; Μια κακή ανάμνηση
όλη κι όλη, γράφει ο συγγραφέας. Σε άλλο κεφάλαιο
του βιβλίου ο βιολόγος αφηγητής αναφέρεται στη χαρακτηριστική φράση του Γκωγκέν
που ανάρτησε στο facebook «Δεν πρέπει να συνταγογραφούμε τη μοναξιά στον
οποιοδήποτε». Η μοναξιά λοιπόν. Είναι πάθηση; Αποτελεί σύμπτωμα της κατάθλιψης;
Παγωμάρα ; Έχουν κτητικές οι μόνοι; γράφει
σε κάποιο σημείο ο αφηγητής που έχει ήδη περιγράψει πώς βίωσε με ψυχρό
εργαστηριακό τρόπο ερωτικές σχέσεις άφατης μοναξιάς.Τι είναι, όμως, η μοναξιά; Φταίμε εμείς οι ίδιοι γι’ αυτό το
αίσθημα; Σε ποιον μπορούμε να απευθυνθούμε; Το πόρισμα; Μην ανησυχείτε: Δεν
είστε οι μόνοι που νιώθετε μόνοι. Είναι αίσθημα –που το προκαλούμε οι ίδιοι; Μήπως
η μοναξιά αυτή η παναθρώπινη εμπειρία είναι ασθένεια; Ή μήπως κάτι άλλο; όπως
αυτό στο οποίο αναφέρεται ο Γιάννης Ευσταθιάδης στο βιβλίο του «Άνθρωποι από
λέξεις» όπου διαπιστώνει: «Τώρα κατάλαβα. Τώρα έχω μάθει τη φριχτή αλήθεια: πώς
η πραγματική μοναξιά δεν είναι να μην αγαπιέσαι, αλλά να μην αγαπάς».
Πώς είναι να μοιράζεσαι τη μοναξιά σου με τα
πειραματόζωα του εργαστηρίου; Πώς είναι να μοιράζεσαι την ίδια τη μνήμη της
στοργικότητας; Πόση τραγικότητα μπορεί να εμπεριέχει η διαπίστωση ότι ο
ερευνητής βιολόγος μοιράζεται το ίδιο συναίσθημα με τα πειραματόζωά του; ότι
αισθάνεται το ίδιο μόνος κι ενδεχομένως αβοήθητος μακριά από την μητρική στοργή
και την οικογενειακή ασφάλεια και θαλπωρή; Το δράμα της αφήγησης και η αφήγηση
του δράματος κορυφώνονται όταν ο βιολόγος σκοτώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά
τα εργαλεία της έρευνάς του τα πειραματόζωα που χρόνια τώρα μελετούσε,
σκοτώνοντας μεταφορικά τις βεβαιότητες της ζωής, επιλέγοντας τη διατήρηση των
μυστικών της που μας συντηρούν ψευδαισθητικά. Ομολογεί χαρακτηριστικά ο αφηγητής: Ξηλώνω
το δίχτυ ασφαλείας που έπλεκαν τόσα χρόνια οι βεβαιότητές μου. Ο βιολόγος -
πρωταγωνιστής στη διάρκεια της αφήγησης αιχμάλωτος κι αυτός στο κλουβί της ζωής
αναίσθητος στον πόνο και στο φόβο, θύμα του φαινομένου της εξοικείωσης του
υποδοχέα μοιάζει υπόκωφα να φωνάζει: Θέλω να μπω στο μυαλό του πειραματόζωου
Πώς είναι να σε παρατηρούν, να σε επεξεργάζονται, να
σε αναλύουν, να νιώθεις ένα πελώριο μεγεθυντικό φακό στο κεφάλι σου; Να νιώθεις
μικροσκοπικός και αβοήθητος. Να φοβάσαι και να μην μπορείς να ουρλιάξεις γιατί
τη γλώσσα σου κανείς δεν καταλαβαίνει και την κραυγή σου κανείς δεν ακούει; Πώς
είναι να νιώθεις εν τέλει αναίσθητος να μην πονάς πια έπειτα από υπερβολική
δόση πόνου, να μην φοβάσαι πια απαθής έπειτα από υπερβολική δόση φόβου. Πώς
είναι να αισθάνεσαι ότι τελικά είσαι ε σ ύ το πειραματόζωο κάποιου άλλου, μιας
δύναμης απροσδιόριστης και ακατανόητης; Ένα γιγάντιο χέρι σε ανασήκωσε ψηλά και
δύο θηριώδη δάχτυλα σ’ έχωσαν σ’ ένα κλουβάκι. Είναι γεγονός δεν σου ανήκεις
πια. Έγινες το πειραματόζωο του ίδιου του εαυτού σου.
Η Έλσα Κορνέτη είναι ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου