ΔΙΗΓΗΜΑ
Παναγιώτης
Τέτσης, Τα βουνά της Ύδρας ΙΙ,
2011-2014, λάδι σε μουσαμά, 74x157 εκ.
|
ΤΗΣ
ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Την
έβλεπε συχνά να περνά με το ποδήλατό της, του άρεζε. Του άρεσαν τα δυνατά της
πόδια, οι γάμπες της γίνονταν σφιγμένες γροθιές, τα νεανικά της μπράτσα, τα μαλλιά της. Ανέμιζαν πίσω απ’ το σώμα της
σα να ήθελαν να το ανασηκώσουν με το ποδήλατο μαζί.
Ήθελε
κάποια μέρα να την βάλει στο πίσω κάθισμα της μηχανής του.
Σιγά
– σιγά τον πλημμύριζε η τρυφερότητα, η ανάγκη να περπατήσει πλάι της,
καταλήγοντας να την συνοδεύει με την μηχανή του, ώσπου εκείνη γύριζε το κεφάλι
και τον κοίταζε με απορία και δυσφορία μαζί.
Όχι,
δεν έπρεπε να τον περάσει για χαζοκορτάκια. Έπαψε να το κάνει, δηλαδή να πηγαίνει
σημειωτόν δίπλα της. Του έλλειπε το γύρισμα του κεφαλιού της προς αυτόν και τα
μαλλιά της που κάποια στιγμή τον άγγιζαν.
Όμως
ήταν ενθουσιασμένος. Μέσα του η χαρά
ζεστός αέρας. Συχνά υπέκυπτε στην
ονειροπόληση.
Στο
καφενείο μαζί με τους συναδέλφους του αστυνομικούς ήταν ιδιαίτερα καλοσυνάτος,
έλεγε αστεία, γελούσε, μόνο κάπου-κάπου χάνονταν στις σκέψεις του και οι φίλοι
τον σκουντούσαν.
Ένιωσε
γρήγορα την ανάγκη να μιλά γι αυτήν. Τους περιέγραφε τα πόδια και τα χέρια της,
τα μαλλιά της, το ποδήλατό της.
Πρέπει
να της μιλήσεις του έλεγαν. Εντάξει, δεν είσαι καλλονός, αλλά με την στολή σου,
και την μηχανή έχεις έναν αέρα σπουδαίου. Καλά, το σημάδι στο μάγουλό σου δεν
είναι ότι καλύτερο, αλλά αν σε συμπαθήσει δεν θα το βλέπει καν.
Ξεθαρρεύτηκε
και την πλησίασε ένα απόγευμα, εκείνη είχε αφήσει το ποδήλατό της και
κατευθύνθηκε με τα πόδια προς τους φίλους της. Πόσο γλυκιά ήταν όταν έσκυψε και
κούμπωσε την αλυσίδα του ποδηλάτου της. Όλα της τα μαλλιά είχαν πέσει στο
πρόσωπό της και το σκέπασαν. Η κοντή μπλουζίτσα της είχε τραβηχτεί προς τα πάνω
και φάνηκαν ένα δυο κοκαλάκια της πλάτης της. Κρίκοι από την αλυσίδα της σπονδυλικής
στήλης. Σε αντίθεση με τα στιβαρά της πόδια η πλάτη της ήταν λεπτή και αδύναμη.
Να
σας βοηθήσω; την ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Γύρισε
και τον κοίταξε, είδε στα μάτια της την αποστροφή που της προκάλεσε το πρόσωπό
του.
Μπα
όχι του είπε χωρίς να τον ξανακοιτάξει. Είχε στρέψει το βλέμμα προς την θάλασσα
στο απέραντο γαλάζιο, το ήρεμο και δροσερό.
Είχε
σκοπό να ρωτήσει το όνομά της, αλλά τώρα δίσταζε. Εκείνη τον έσπρωξε με τον ώμο
της για να περάσει. Ήταν μεγαλόσωμος, λεβέντη τον έλεγαν στο τμήμα, αυτή δεν έβλεπε τίποτα από το παράστημά του.
Πώς
σε λένε, ρώτησε. Δεν του απάντησε, απλώς
τάχυνε το βήμα της, όμως το κεφάλι της ήταν ολόρθο, τόσο ολόρθο σα να του έλεγε
να κατεβάσει το δικό του.
Πεισμάτωσε.
Εκείνη είχε απομακρυνθεί, την έφτασε με δυο δρασκελιές και την άγγιξε στο
μπράτσο. Ένιωσε το τρέμουλο της απώθησης στο σώμα της ενώ τα χείλη της
σφίχτηκαν σπασμωδικά. Με χαμηλωμένο κεφάλι, χωρίς να τον κοιτάξει, με θυμωμένη
φωνή του είπε:
Μη
μ’ αγγίζεις κι έτρεξε προς τους φίλους
της.
Μετά
την υπηρεσία κλείνονταν στο σπίτι του, δεν πήγαινε ούτε στον κινηματογράφο που
τόσο του άρεσε, παρά μόνο στο γωνιακό
γυράδικο όπου έτρωγε αμίλητος με το κεφάλι σκυμμένο λες και είχε προσωπική
συνομιλία με το φαγητό του.
Δυσκολεύτηκε
να την ξεχάσει, την σκεφτόταν με οργή. Όλη του η ταπεινοφροσύνη μεταμορφώθηκε
σε μίσος.
Πέρασε
καιρός, την έβλεπε κάπου – κάπου στο δρόμο αλλά δεν την ξαναπλησίασε. Στις
πουτάνες που πήγαινε φέρνονταν βίαια, ώσπου κάποια του είπε, ώπα παλικάρι μου,
δεν θα πηδήξεις πάνω μου όλη την κοινωνία.
Και
τώρα την είδε μες στο πλήθος με τους απεργούς και τους άνεργους να κραδαίνει κι
αυτή ένα πλακάτ με συνθήματα. Η συγκέντρωση ήταν μεγάλη, εκτοξεύονταν πέτρες,
χημικά, μερικές μολότοφ, ο έλεγχος ξέφυγε απ’ τα χέρια της αστυνομίας, αλλά οι
διαδηλωτές επέμεναν ακόμα. Άρχισε το ξύλο αδιαλείπτως κι αδιακρίτως. Η εικόνα της στο ποδήλατο τον άρπαξε και τον
πέταξε περιφρονητικά μέσα στον όχλο.
Την
πλησίασε. Με το κλομπ της έδωσε μια δυνατή στο κεφάλι. Λίγο αίμα λέρωσε τα ωραία της μαλλιά. Της τα άρπαξε και γύρισε
το πρόσωπό της προς αυτόν. Ήθελε να τον
δει. Να ξέρει. Εκείνη τον κοίταξε μ’ απέχθεια, και…σα να μην υπήρχε κανένας
άλλος πλάι τους, σα να ήταν οι δυο τους σε μια άδεια πλατεία, σήκωσε το λεπτό
της χέρι και τον μπάτσισε. Με το άλλο
κρατούσε την πληγή στο κεφάλι της. Το αίμα κυλούσε μέσα απ τα δάχτυλά της κι
έσταζε πάνω στην μπλουζίτσα της. Έβγαλε το μαντίλι του κι άρχισε να της
σκουπίζει την πληγή. Εκείνη μισοζαλισμένη, είχε αφεθεί. Δεν έκανε καμιά
προσπάθεια να τον σπρώξει ή ν’ απομακρυνθεί. Το βλέμμα της είχε χάσει την
σκληράδα του.
Ένιωσε
το σημάδι στο πρόσωπο του να ξεθωριάζει. Την φαντάστηκε πάνω στο ποδήλατό της,
δυνατή και αγέρωχη να κατεβαίνει απ’ αυτό και να κάθεται στο πίσω κάθισμα της
μηχανής του. Τα ζεστά της χέρια στη μέση του, τα μαλλιά της στον λαιμό και στο πρόσωπό του, να σκεπάζουν το σημάδι.
Δίπλα
στον Λευκό Πύργο, λευκός για να σβηστεί το αίμα των τότε φυλακισμένων, η θάλασσα άπλωνε ένα γαλάζιο
χέρι τρυφερά πάνω τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου