Ταξίδια στα Βαλκάνια (5)
Λία Πέτρου
|
ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Για να κατανοήσουμε πληρέστερα τα αδιέξοδα του δυτικο-ευρωπαϊκού εγχειρήματος της διαβαλκανικής σύγκλησης, την οποία ανέλαβε να εγκαινιάσει η βενιζελική κυβέρνηση –το Λαϊκό κόμμα υπό τον Π. Τσαλδάρη δήλωσε εξαρχής ότι θα απόσχει (Μακεδονία 5-10-30, 8)–, θα ανατρέξουμε σε δυο εναλλακτικά αλλά διαμετρικά αντίθετα σχέδια, που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε αστικούς και σοσιαλιστικούς κύκλους στη βάση διαφορετικών γεωπολιτικών και ιδεολογικών ισορροπιών και συμμαχιών. Ανάμεσα στους τελευταίους χαρακτηριστική περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ένας «άνθρωπος της επαναστατικής παράταξης», ο ΠΕΤΡΙ (κάποτε υπογράφει Π. Πέτρι στο δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΕ Ριζοσπάστης), που προτιμά συνομαδώσεις σε σοσιαλιστική/ ταξική βάση και που αμφισβητεί συλλήβδην τη μεταπολεμική τάξη και το εν εξελίξει αστικό σχέδιο διαβαλκανικής Ένωσης· ειδικότερα κατακρίνει την επιφανειακή ελληνο-βουλγαρική «συμπάθεια» αλλά και την κοινή κατασταλτική στάση των δύο αλληλέγγυων κρατών απέναντι στους «κοινωνικούς επαναστάτες».
Γνωρίζοντας λοιπόν από πρώτο χέρι τόσο τον ευρωπαϊκό «τωρινό μοντερνισμό» όσο και τη βουλγαρική λογοτεχνική παραγωγή, γράφει στον πρόλογο του βιβλίου του Η νέα Βουλγαρική λογοτεχνία (1931): «[…] Και πάντα, μα ξεχωριστά σήμερα, μεταπολεμική εποχή κ εποχή δα της συνθήκης των Βερσαγιών και λοιπών συνθηκών, εποχή, τέλος, της… Κοινωνίας των Εθνών, είναι τόσο ανοιχτές οι πόρτες ανάμεσα στις δύο χώρες, Ελλάδα Βουλγαρία, που, όσο και να το πεθυμής, όσο και να το θέλης να επικοινωνήσης πνεματικά, κάπως πλούσια, με την πέρα από το Μπέλες και τον Όρβηλο (Πέριν) χώρα, σού είναι αδύνατο. Έτσι συμπαθεμένα –ας είν’ καλά η σημερινή μπουρζουάδικη κατάσταση– βλέπουνται οι δύο γειτόνισσες χώρες αναμεταξύ τους, ώστε κάθε παραγγελία από βιβλίο, περιοδικό ή και απλή ακόμα εφημερίδα από τη μια χώρα στην άλλη, να κατασχέτουνται όλ’ αυτά από τα κάθε λογής ‘εντεταλμένα’ όργανα, σαν επιλήψιμα και προπαγανδιστικά κ ανατρεφτικά, λέει, έντυπα και… περίμενε συ, αν ίσως και δεν βαριέσαι. Χωρίς, βέβαια, να λησμονούμε, πως μονάχα στην περίπτωση της έκδοσης από κοινωνικούς επαναστάτες αλληλομειδιάζουνται τα δύο ‘ελεύθερα’ κράτη και καλοβλέπουνται, καλοσυνεννογιούνται. […]».
Από την αντίπερα όχθη, ο έντονος σκεπτικισμός του γνωστού ιστορικού Ν. Γιόργκα απέναντι στο ίδιο σχέδιο βαλκανικής σύγκλησης μπορεί να εξηγηθεί με βάση την ιστορικιστική του σύλληψη της ιστορίας Χερσονήσου ως χώρου διακριτού λόγω του ζωντανού ακόμη, στο «βάθος της σκέψεως» των αγροτών, πολιτιστικού της υπόβαθρου. Ο Ρουμάνος ιστορικός, που είχε εννοιολογήσει με τον όρο «βαλκανισμός» μια παλαιότερη φάση της εθνικής του ιστορίας (Histoire des États balkaniques á l’époque moderne, 1914, 35 “le «balcanisme» des Roumains”), τον απορρίπτει αναφορικά με τη σύγχρονη ιστορία της χώρας του, την οποία εντάσσει στη «νοτιοανατολική Ευρώπη». Σε μια προσπάθεια μάλιστα θετικής σημασιοδότησης της ιστορίας της Χερσονήσου/ «νοτιοανατολικής Ευρώπης», ο Γιόργκα, πολιτικός και ιδρυτής του Εθνικιστικού κόμματος, την προσεγγίζει από παραδοσιακές ιδεαλιστικές θέσεις αλλά και από νεοφανείς, όπως την πολιτισμική ιστορία (αντίθεση υλικού-πνευματικού κόσμου) και την ψυχολογία των μαζών. Σ’ ένα κόσμο που αλλάζει ταχύτατα και στον οποίο πολιτικο-οικονομικές συσπειρώσεις κρατών καθίστανται αναγκαίες, αυτός επιστρέφει σ’ ένα είδος αγροτο-ιθαγενισμού για να αναδείξει μια βαθύτερη ηθική «ενότητα» ανάμεσα στα έθνη της νοτιοανατολικής Ευρώπης, μέσα από το θρακο-ιλλυρικό υπόβαθρο «κληρονομία ενός πολιτισμού αιωνοβίου, ο οποίος ανευρίσκεται εις αυτό το βάθος της σκέψεως των αγροτικών μαζών σήμερον». Με βάση αυτή την τελευταία θέση του, απορρίπτει την επιχειρούμενη Βαλκανική ένωση, συνηγορώντας όχι μόνο στην αναπαραγωγή του ρουμανικού κοινωνικού status, δηλαδή της εξαθλίωσης των αγροτικών μαζών, αλλά ακόμα περισσότερο στη διεύρυνσή του σ’ ολόκληρη σχεδόν την αγροτική ακόμη τότε Χερσόνησο: «[…] Αλλά δι’ εκείνους, γράφει, που δεν θέλουν να λάβουν υπ’ όψιν των την ιστορίαν και τον σύνδεσμον των ψυχών [των χωρικών] –ζώμεν εις εποχήν όπου όλα αυτά περιφρονούνται συχνότατα– δι’ όλους εκείνους που κατασκευάζουν θεωρίας οικονομικάς και καταρτίζουν σχέδια «Παραδουναβείου ενώσεως» ή «Βαλκανικής ενώσεως» και τα τοιαύτα, χωρίζοντες την ανατολικήν Ευρώπην ανά τομείς εκμεταλλεύσεως διά των αργών σήμερον κεφαλαίων των –υπάρχει παρ’ όλα ταύτα, είτε το θέλουν, είτε όχι, η ενότης αυτή που αξίζει πολύ περισσότερον από τα δήθεν Βαλκανικά σύνορα.[…]» (Αλήθεια ή παραδοξολογία; Ο κ. Ιόργκα κατά της λέξεως «Βαλκάνια», H Πρωΐα 24-12-1933 από τη «Βαλκανικήν Εγκυκλοπαιδείαν»).
Αμέσως πιο κάτω παραθέτουμε αποσπάσματα από δύο, δημοσιευμένες σε εφημερίδες διαφορετικής ιδεολογικής απόκλισης, συνεντεύξεις του Γιόργκα, που έδωσε στην Αθήνα, όπου ήρθε για να συμμετάσχει στο Γ΄ Βυζαντινολογικό συνέδριο. Σ’ αυτές ο φαναριωτικής καταγωγής (από τη μητέρα του Ζωή κόρη του «Ελληνορρουμούνου Ιωάννη Αργυρόπουλου γιου φαναριώτη») καθηγητής του πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου, άρτι αφιχθείς από την Αμερική, απαντά σε ερωτήσεις του Κ. Μπαστιά από την παραπάνω ιδεαλιστική προ-αστική αφετηρία για τον καπιταλισμό και την κρίση του 1929. Στο δεύτερο απόσπασμα ο ίδιος αναφέρεται στις φυγόκεντρες γεωπολιτικές τάσεις καθενός βαλκανικού κράτους –ιδέες που είχε μόλις αναπτύξει στις Αμερικανικές διαλέξεις του– και στην ακαταλληλότητα των προσώπων που καλούνται να υλοποιήσουν το διαβαλκανικό εγχείρημα.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Από το «‘βαλκανισμό’ των Ρουμάνων» στην «ενότητα» των χωρικών της νοτιοανατολικής Ευρώπης
«[…] Χθες το βράδυ εις το σαλόνι της Μεγάλης Βρεττανίας τον είδα ακούραστον να σταματά μίαν μακράν συνομιλία με αντιπρόσωπον σερβικής εφημερίδος διά να συνομιλήση με τον υποφαινόμενον. Τον έβλεπα μετά τέσσερα έτη […]. Αυτήν την φοράν έρχεται από ένα μεγάλο ταξείδι. Έρχεται από την Αμερικήν και την Ισπανίαν. […] Μετά ένα τόσον μεγάλο ταξείδι και με μίαν τόσην σοφίαν ο καθηγητής Γιόργκα έχει κάθε αρμοδιότητα να ομιλήση διά τον δρόμον που ακολουθεί η ανθρωπότης.
Πού κατευθυνόμεθα; Προς την κυριαρχίαν ενός υλικού πολιτισμού ή προς μίαν πνευματικήν άνθησιν;
Επανέρχομαι –μου λέγει– από την Αμερικήν, όπου ο μεγαλύτερος υλικός πολιτισμός είναι συνδεδεμένος με τας υψηλοτέρας επιδιώξεις του πνεύματος. Όταν όμως λέγωμεν υλικόν πολιτισμόν, εάν αυτό το φαινόμενον είναι πολιτισμός, δεν εννοούμεν, βέβαια, την υλικήν εργασίαν μέσα εις τον ματεριαλισμόν, αλλά την άρνησιν κάθε μόχθου, εννοούμεν μίαν ψυχήν που δεν είναι ικανή παρά ν’ αγαπήση το χρηματικόν κέρδος και την τρέλλαν των απολαύσεων, ήτις είναι κατ’ εμέ η μεγαλυτέρα πηγή των δεινών μας.
Μήπως και εις αυτό οφείλεται και η οικονομική κρίσις, η οποία μαστίζει την ανθρωπότητα;
Αναμφιβόλως. Η οικονομική κρίσις, αποτέλεσμα της προϊούσης κοινωνικής εξαρθρώσεως, δεν είναι δυνατόν ν’ αντιμετωπισθή με μόνας οικονομολογικάς συνταγάς, εφόσον η ανθρωπότης δεν θελήση ν’ αντιληφθή μερικά πολύ απλά πράγματα. Εφόσον υπάρχει η δίψα διά την πολυτέλειαν και κυριαρχεί το μίσος προς την εργασίαν, όχι βέβαια την άνετον αλλά την κοπιώδη, και διαμορφώνη την διανοητικότητα των λαών ένας στενός και μικρόψυχος εθνικισμός, δεν κατανοείται δε η σημασία μιας παγκοσμίου οικονομικής συνεργασίας, η κρίσις θα βαίνη αύξουσα με άγνωστα φυσικά αποτελέσματα. […]
Και διά την προσπάθειαν προσεγγίσεως των βαλκανικών λαών με απώτερον σκοπόν την ένωσίν των εις μίαν ομοσπονδίαν, ποίαν γνώμην έχετε;
Δεν πιστεύω ότι, ως έχουν σήμερον τα πράγματα και τα πνεύματα, ημπορεί να γίνεται καν σήμερον λόγος περί βαλκανικής ενώσεως. Εφόσον δεν λύεται το ζήτημα των μειονοτήτων και εφόσον έκαστον κράτος αντιμετωπίζει με ίδιον τρόπον τας μειονότητάς του, δεν ημπορεί, νομίζω, να γίνεται λόγος περί βαθυτέρας συνεννοήσεως. Εφόσον το σχολείον, η εφημερίς, το βιβλίον είναι και γράφονται όπως σήμερον, αι γενεαί που θα μας διαδεχθούν θα ανατραφούν μέσα εις την αυτήν ατμόσφαιραν και θα έχουν τα αυτά με ημάς αισθήματα, ηλιθίας ματαιοδοξίας και εγκληματικού μίσους. Μόνον εάν αρχίσωμεν να μορφώνωμεν διαφορετικά την νεότητα, υπάρχει ελπίς τα ιδικά μας παιδιά κάπως ψυχραιμότερον να κατωρθώσουν να συζητήσουν παρόμοια προβλήματα. Προς το παρόν οργανούμεν συνέδρια κοσμικού μάλλον παρά πολιτικού χαρακτήρος εις το πρόγραμμα των οποίων τα γεύματα αποτελούν, νομίζω, τα πλέον ουσιώδη σημεία. Η πολιτική έχει κάποιαν ωμότητα και νομίζω ότι επ’ εσχάτων οι Βαλκάνιοι έχουν εξαίρετα γαντοφορεθή. Εάν ήκουε κανείς τας αγορεύσεις των βαλκανικών αντιπροσώπων θα διερωτάτο διατί δεν έγινεν ακόμη αυτή η βαλκανική ένωσις και τί περιμένουν. Κάτι όμως εμποδίζει και αυτό το κάτι νομίζω ότι ελησμονήθη εις την διάσκεψιν. Το ενθυμούνται, ξέρετε, όμως οι λαοί, οι οποίοι, φαίνεται, πολλάκις έχουν καλυτέραν γνώμην από τους αντιπροσώπους.».
Κωστής Μπαστιάς, «Διεθνείς πνευματικαί μορφαί. Με τον Νικόλαον Γιόργκα διά τον κοινοβουλευτισμόν, την δικτατορίαν και την οικονομικήν κρίσιν. Αδύνατος η Βαλκανική συνεννόησις», Η Πρωΐα, 16-10-1930.
«[…] Η συνομιλία περιεστράφη γύρω από την Βαλκανικήν Διάσκεψιν. Έχει πολύ πρωτοτύπους χαρακτηρισμούς “γι’ αυτό το …πράμμα” ο κ. Ν. Γιόργκα. Και τόσον ελάχιστα “διπλωματικούς”, ώστε βρίσκομαι στην ανάγκην να παραλείψω τους περισσότερον χαριτωμένους. Εν πάση περιπτώσει δεν του φαίνονται “διόλου σοβαρά αυτά τα πράμματα”.
–Ποιοι, σας παρακαλώ, είνε οι πραγματικώς βαλκανέζοι μέσα σ’ αυτήν τη δουλειά; Εμείς είμεθα Καρπάθιοι, σεις είσθε χώρα της Μεσογείου, οι Σέρβοι ανήκουν εις την Μεσευρώπην, οι Τούρκοι εις την Ανατολήν…
–Και η Βουλγαρία; Έ, μα να! Αυτό είνε όλον! Καθαρώς Βαλκανικόν κράτος είνε μόνον η Βουλγαρία! Έ, τι Βαλκανική Συνδιάσκεψις είνε αυτή!
Ως προς τους αντιπροσώπους οι χαρακτηρισμοί του κ. Γιόργκα είνε σταράτοι. Μεταξύ άλλων επιθέτων που παρασιωπώμεν, τους αποκαλεί: “πολιτικούς τρίτης ποιότητος”.
–Εν τούτοις ο κ. Πέλα! …
Χαμογελά ο κ. Γιόργκα: Βεβαίως αξιοσέβαστος… Τ ρ α ν σ υ λ β α ν ό ς!...
–Ο κ. Πώπ;
–Θαυμάσιος πρόεδρος της Βουλής, αλλά … μαύρα μεσάνυκτα απ’ τα βαλκανικά ζητήματα…
–Ενώ ο κ. Μπατσαρία;
–Αυτός μάλιστα! Πρώην υπουργός των… Νεοτούρκων! Ενδιαφέρεται πολύ διά τα ρουμανικά συμφέροντα!
–Επρόκειτο όμως να παίρνατε μέρος κι εσείς!
–Και μήπως δεν παίρνω μέρος στα… γεύματα! Εξ άλλου ούτε εκεί ούτε αλλού πρόκειται να αντιμετωπισθή το μεγάλο ψητό… το ζήτημα δηλαδή των μειονοτήτων! Δίχως αυτό μπορούν να σκαρώσουν όσες Διασκέψεις θέλουν!...».
Οι επιφανείς ξένοι. Μίαν ώραν με τον καθηγητήν κ. Γιόργκα, τον άνθρωπον που εκτιμά η Ευρώπη και φοβάται η Ρουμανία […] Οι χαρακτηρισμοί του διά την Βαλκανικήν Διάσκεψιν, Πατρίς, Αθήνα 15-10-1930.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου