ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Xavier Hallauer, Useful Life and Beyond
|
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΙΤΣΙΑΚΟΣ, Πεκλάρι. Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας, Ιωάννινα, Εκδόσεις
Ισνάφι, σελ. 112
Τα
εγχειρήματα κοινωνικής οικονομίας έχουν πολλαπλασιαστεί στη χώρα μας τα
τελευταία χρόνια. Παράλληλα, έχουν ενταθεί και οι συζητήσεις και δημοσιεύσεις
αναφορικά με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της κοινωνικής οικονομίας. Η
θεωρητική αυτή παραγωγή βασικά κεφαλαιοποιεί από την εμπειρία ορισμένων
κοινωνιών της Δυτικής Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής όπου η κοινωνική και
αλληλέγγυα οικονομία συνιστά μια ζώσα πραγματικότητα για μεγάλα τμήματα του
πληθυσμού. Το βιβλίο του κοινωνικού ανθρωπολόγου Βασίλη Νιτσιάκου ακολουθεί μια
πρωτότυπα διαφορετική πορεία: αναζητά όψεις αυτού που σήμερα ονομάζεται
κοινωνική οικονομία σε διαδικασίες της προ-νεωτερικότητας που ακόμα επιβιώνουν
στην ορεινή Ήπειρο. Η εν λόγω εθνογραφική του μονογραφία αφορά το χωριό Πεκλάρι
της περιοχής Κόνιτσας. Ο Νιτσιάκος εστιάζει την προσοχή του σε ένα φαινομενικά
απλό και καθημερινό γεγονός, στα κλαδερά, για να ξετυλίξει το κουβάρι ενός
ολόκληρου τρόπου ζωής βάσει του οποίου διατηρήθηκαν ορισμένες ορεινές
κοινότητες της Ηπείρου.
Τα
κλαδερά είναι δέντρα που κλαδεύονται με συγκεκριμένο τρόπο σε συγκεκριμένους
χρόνους για να εξασφαλίσουν την τροφή των ζώων τους χειμερινούς μήνες. Τα
δέντρα αυτά τελούν υπό την προστασία και τη διαχείριση της κοινότητας εντός
ενός συγκεκριμένου πολιτισμικού πλαισίου κανόνων. Ο συγγραφέας επισημαίνει στον
πρόλογο: «συνειδητοποίησα ότι τα κλαδερά δεν συνιστούν απλά μια πολύ σημαντική
παραγωγική πρακτική αλλά ένα είδος κοινωνικού φαινομένου, με βάση το οποίο
μπορεί κανείς να μελετήσει το σύστημα της τοπικής οικονομίας σε μια δεδομένη
ιστορική περίοδο μακράς διάρκειας… το κλαδερό μας δίνει τη δυνατότητα να
διεισδύσουμε στα μυστικά των στρατηγικών επιβίωσης της κοινότητας και μέσω
αυτών στην ίδια τη διαδικασία οικειοποίησης της φύσης, διαδικασία που
παραπέμπει στην ίδια την έννοια του πολιτισμού με την ολική σημασία του όρου.
Συνεπώς, το κλαδερό είναι ένα μέσο για να μελετήσουμε την οικονομική, κοινωνική
και την εν γένει πολιτισμική υπόσταση της κοινότητας. Επιπλέον, αυτή η
συγκεκριμένη διαδικασία οικειοποίησης της φύσης, που θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ‘βιωματική αειφορία’, συνδυάζεται με έναν ιδιότυπο κοινωνικό
εξισωτισμό…».
Στα
πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ο Νιτσιάκος διαπραγματεύεται τη διάκριση φύσης και
πολιτισμού και τον πολιτισμικό προσδιορισμό της φύσης. «Βασική θεωρητική
παραδοχή συνιστά για μας η άποψη ότι η ‘φύση’ δεν αποτελεί μια αιώνια ουσία εξωτερική
της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού, αλλά συγκροτείται μέσω των
κοινωνικών σχέσεων παραγωγής νοήματος» (σελ. 18). Στη συνέχεια, εξετάζοντας
αναλυτικά το Πεκλάρι και τα κλαδερά ο συγγραφέας υποδεικνύει τους τρόπους με
τους οποίους οι άνθρωποι συνεχώς συγκροτούν και ανασυγκροτούν το χώρο (χωριό,
κήποι, χωράφια, δέντρα κλπ.) και το χρόνο (περίοδος μετανάστευσης, περίοδος
γιορτών, περίοδος συνεύρεσης των ζευγαριών, περίοδος κλαδέματος, περίοδος
βοσκής σε εξωτερικό χώρο ή ταίσματος των ζώων μέσα στους στάβλους). Η επιλογή
εστίασης στο χώρο και το χρόνο συνιστά άλλωστε διαχρονικό χαρακτηριστικό του
έργου του συγγραφέα (βλ. προηγούμενες μονογραφίες τους Χτίζοντας το Χώρο και το Χρόνο, Παραδοσιακές
Κοινωνικές Δομές,
Λαογραφικά Ετερόκλητα).
Το ενδιαφέρον
είναι ότι το βιβλίο αυτό καταπιάνεται με μεγάλα ζητήματα (διάκριση φύσης
πολιτισμού, ορισμός του δάσους, τρόποι παραγωγής, διάρκεια και ρήξη των
κοινωνικών δομών στο χώρο και το χρόνο) εκκινώντας από μια μικρή ορεινή
κοινότητα της Ηπείρου που σήμερα κατοικείται από λίγες δεκάδες συνταξιούχων. Η
επιλογή αυτή είναι θεωρητικά συνεπής με το όλο έργο του συγγραφέα που
προνομιακά «αξιοποιεί» τον κόσμο των μικρών ορεινών κοινοτήτων για να μιλήσει
για πολύ ευρύτερα θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα (βλ. προηγούμενα έργα του Οι Ορεινές κοινότητες της Βόρειας Πίνδου,
Ο Ορεινός Χώρος της Βαλκανικής:
Συγκρότηση και Μετασχηματισμοί). Ο Νιτσιάκος φανερώνει με συγκεκριμένα
εθνογραφικά παραδείγματα τους τρόπους με
τους οποίους οι άνθρωποι στο Πεκλάρι επιβίωσαν τους τελευταίους αιώνες χωρίς να
αυτοκαταστραφούν ή να εξαντλήσουν τους διαθέσιμους σε αυτούς φυσικούς πόρους.
Τα κατάφεραν σε «όχι ιδανικές καταστάσεις αλλά εφευρίσκοντας στρατηγικές
επιβίωσης και αναπαραγωγής μέσα σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, φυσικές και
ιστορικές». Το πιο σημαντικό από όλα είναι η συγκεκριμένη κοινότητα όχι απλά
κατάφερε να επιβιώσει αλλά παρήγαγε και τρόπους κοινωνικού εξισωτισμού, δηλ.
τρόπους μείωσης της κοινωνικής ανισότητας. Για μέχρι πριν από έναν περίπου
αιώνα τα συστήματα με τα οποία ζούσαν (ανάμεσα σε αυτά και η πρακτική των
κλαδερών), εξασφάλιζαν μια ισοκατανομή πόρων για την επιβίωση και αναπαραγωγή
τόσο της εστιακής ομάδας όσο και της κοινότητας. Αρκετά από τα θεωρητικά
ζητήματα που θίγει η συγκεκριμένη μελέτη έχουν εντοπιστεί και από πολλούς
άλλους μελετητές των αγροτικών κοινοτήτων της προβιομηχανικής κοινωνίας. Τα
βασικά πλεονεκτήματα και η ειδική συνεισφορά αυτής της μονογραφίας συνίσταται
σε τρία στοιχεία της. Αφενός στην οικονομία της ανάλυσης. Αφετέρου, στην
ανάδειξη ενός οικείου εθνογραφικού παραδείγματος ως επιτομή ενός συγκεκριμένου
τρόπου σύνδεσης της φύσης, του πολιτισμού, του κοινωνικού εξισωτισμού και της
κοινωνικής αναπαραγωγής. Τέλος, στη σύνδεση των θεωρητικών αναζητήσεων της
κοινωνικής οικονομίας με διαδικασίες και πρακτικές των ορεινών κοινοτήτων του
ελλαδικού χώρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου