30/8/15

Το μικρόβιο της διάσπασης

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

«Όσο ο Καπιταλισμός και ο Σοσιαλισμός διαρκούν, δεν μπορούμε να ζούμε σε ειρήνη. Στο τέλος, ο ένας ή ο άλλος θα θριαμβεύσει – ένα πένθιμο ρέκβιεμ θα ακουστεί είτε για το Σοβιετικό ρεπουμπλικανισμό, είτε για τον παγκόσμιο Καπιταλισμό. Ζούμε την παράταση ενός πολέμου».[i]
Η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε στα τέλη του 20ού αιώνα, όχι με πάταγο αλλά μ’ έναν κλαυθμυρισμό. Τα κομμουνιστικά κόμματα εξαφανίστηκαν από την Ευρώπη, και όσα επέζησαν, όπως σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες ο θεσμός της Βασιλείας, επέζησαν ως «γραφικότητες». Πρόσφατα, η μόνη εναπομένουσα κομμουνιστική χώρα, η Κούβα, αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις της με τις ΗΠΑ και προσχώρησε στον παγκόσμιο Καπιταλισμό. Να υποθέσουμε ότι τελικά η «παράταση» εξέπνευσε κι ότι ο Καπιταλισμός επικράτησε ως θριαμβευτής; Η σημερινή καπιταλιστική Ρωσία, δεν αφήνει πια καμιά αμφιβολία.
Την κενή θέση που άφησε ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός και το δόγμα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ήρθε να καταλάβει η ευρωπαϊκή, δημοκρατική Αριστερά, και στις μέρες μας, εδώ στην Ελλάδα, το πολιτικό πείραμα ΣΥΡΙΖΑ, ιδρυτική αρχή του οποίου ήταν η χωρίς αποκλεισμούς σύνθεση της διαφορετικότητας ποικίλων αριστερών κομμάτων και κινημάτων σε μια πολιτική «ενότητα». Τη βάση αυτής της «ενότητας» αποτέλεσε, κατά τη γνώμη μου, η μεταμοντέρνα έννοια της υβριδικότητας η οποία αποκλείει τόσο την «ομογενοποίηση», μέσω της μετατροπής του «άλλου» σε ίδιο, όσο και την παραδοχή, με πρότυπο την «εθνικότητα», μιας «ουσιώδους», αναλλοίωτης και αδιαπραγμάτευτης πολιτικής ταυτότητας του «άλλου». Στο επίπεδο της πράξης, η σύνθεση προϋπέθετε τη δημοκρατική αρχή του σεβασμού των αποφάσεων της πλειοψηφίας.

 Όπως είναι πρόδηλο, το «πείραμα» αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το δόγμα του Υπαρκτού Σοσιαλισμού που επέβαλε ο Στάλιν ο οποίος, έχοντας διαβλέψει τον κίνδυνο παράλυσης που διέτρεχε η επανάσταση στο επίπεδο της συντεταγμένης πράξης από την πολυφωνία και τις ασυμβίβαστες «διαφοροποιήσεις» της θεωρητικής κομμουνιστικής σκέψης, κατέφυγε, ως γνωστόν, στη λύση των βίαιων «εκκαθαρίσεων», προκειμένου να διαφυλάξει ακέραιο το δόγμα: «Ένα είναι το Κόμμα».
 Έτσι, ο ανταγωνισμός που ίσχυε στις αστικές δημοκρατίες μεταξύ των κομμάτων που διεκδικούσαν την ψήφο του λαού για την κατάκτηση της εξουσίας, στον υπαρκτό σοσιαλισμό έπαψε να ισχύει. Εκλογές έγιναν μία και μοναδική φορά, και σε αυτές το κόμμα των Μπολσεβίκων ήρθε τελευταίο σε ψήφους! Άλλωστε, ο ίδιος ο Λένιν είχε επισημάνει πως «η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία με κανένα τρόπο δεν είναι ανακόλουθη με την εξουσία και τη δικτατορία ενός προσώπου», δεδομένου ότι υπάρχουν στιγμές όπου «η βούληση μιας τάξης πραγματοποιείται πολύ καλλίτερα από ένα Δικτάτορα».[ii] Συνακόλουθα, ο Στάλιν και το υπεράνω όλων «Κόμμα» ως φορέας της μιας και μοναδικής «αλήθειας», παρέα με την υποταγμένη στα κελεύσματά του κομματική «νομενκλατούρα», κυβερνούσαν απρόσκοπτα με τα γνωστά επακόλουθα. Κάθε παρέκκλιση από την κομματική γραμμή, πραγματική ή επίπλαστη, καταδικαζόταν στο πυρ το εξώτερον. Για όσους και όσες θήτευσαν στο ΚΚΕ, το σλόγκαν: «Ένα είναι το Κόμμα» παραμένει ανεξίτηλο! Έτσι, ο διαχωρισμός των εξουσιών ανάμεσα σε κόμμα/κυβέρνηση, που χαρακτήριζε τις αστικές δημοκρατίες, στη Σοβιετική Ένωση έπαψε να ισχύει.
Ωστόσο, παρά την επιβολή του δόγματος, το «μικρόβιο» της αμφισβήτησης ως προς την επίσημη «ερμηνεία» και «αλήθεια» των Ιερών Γραφών και την υλοποίησή τους σε πράξη, δεν έπαψε διαχρονικά να προσβάλει το κομμουνιστικό θεωρητικό και ιδεολογικό Σύστημα, σε τέτοιο βαθμό ώστε το φαινόμενο της «πατροκτονίας», δηλαδή, εκείνο της συνεχούς «διάσπασης» και της δημιουργίας νέων κομμάτων και κινημάτων, με επικεφαλής επίδοξους αρχηγούς, να λειτουργεί πλέον ως «εγγενές» στοιχείο της ίδιας της θεωρητικής και ιδεολογικής δομής. Και αυτό, ανεξαρτήτως των απαιτήσεων της ιστορικής συγκυρίας και των συνεχών μετασχηματισμών του παγκόσμιου καπιταλιστικού Συστήματος. Το οποίο, μέσω της στρατηγικής οικειοποίησης του «άλλου», κατάφερνε να εξουδετερώνει κάθε «επαναστατικό» αίτημα ενσωματώνοντάς το στη δική του ιδεολογική φαρέτρα. Παράδειγμα: οι μαρξιστικές, μετά-αποικιοκρατικές, φεμινιστικές και queer σπουδές στα αγγλοσαξονικά, ελίτ πανεπιστήμια.
Επιστρέφοντας στο ανθεκτικό «μικρόβιο» της διάσπασης, θα σημειώναμε ότι στις μέρες μας, αποκλειστικά και μόνο εδώ στην Ελλάδα, μια λίστα θα έδειχνε όχι μόνο τον εντυπωσιακό αριθμό των διασπάσεων που ακολούθησαν από το κόμμα καταγωγής, αλλά και τις διασπάσεις οι οποίες, εκ των υστέρων, σημάδεψαν το εσωτερικό εκείνων ακριβώς των αποσχισθέντων κομμάτων, αφού στην πορεία «φράξιες», «τάσεις» και νέοι «αρχηγίσκοι» διέκριναν ασυμβίβαστες μεταξύ τους «διαφορές», οι οποίες οριστικά απέκλειαν την «συνύπαρξη»! Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε εδώ το συναίσθημα και την εκδήλωση ενός διαρκούς και αγεφύρωτου μίσους που συνόδευε πάντα αυτές τις διασπάσεις.
Σε μια τέτοια κρίσιμη κατάσταση διάσπασης, αν όχι διάλυσης, βρίσκεται σήμερα και το πειραματικό, ενωτικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Εκ πρώτης όψεως, το αίτιο αυτού του επικείμενου ρήγματος αποδίδεται στα γνωστά και πολυσυζητημένα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν τους τελευταίους έξι μήνες: η «πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση», υπό την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα, απέτυχε να περάσει τις θέσεις της στις διαπραγματεύσεις με τους Δανειστές, και μπρος στην άτακτη χρεοκοπία της Χώρας και την απειλή του Grexit (που σηματοδοτούσε το ήδη σχεδιασμένο και προαποφασισμένο από τον κ. Σόιμπλε τέλος του πειραματόζωου των μνημονίων), προκειμένου να μην αθετήσει τη βασική προεκλογική δέσμευση του κόμματος, ότι η χώρα θα παρέμενε εντός της Ε.Ε και εντός του Ευρώ, ύστερα από σκληρή διαπραγμάτευση και κάτω από τις εκβιαστικές πιέσεις των Δανειστών, ο πρωθυπουργός βρέθηκε αναγκασμένος να υπαναχωρήσει και να υπογράψει ένα 3ο Μνημόνιο.
Η απόφαση θα πρέπει να ήταν βαθύτατα επώδυνη για τον ίδιο: από τη μια, το προσωπικό κύρος ενός αριστερού ηγέτη, από την άλλη, το αβέβαιο και καταστροφικό μέλλον της Χώρας. Υπήρχαν, ωστόσο, και ορισμένα θετικά σημεία στη χαμένη, άνιση αυτή μάχη: η διεθνοποίηση της ελληνικής τραγωδίας, οι ρωγμές που επήλθαν στο μπλοκ της γερμανικής κυριαρχίας, η κατοχύρωση ως κυρίαρχου θέματος της αναγκαίας μείωσης του δυσβάστακτου χρέους, η τελειωτική ίσως αποφυγή ενός “Grexit”.
 Επακόλουθο όλων των παραπάνω, ήταν να ξεσπάσει η από καιρό σοβούσα κρίση στο Κόμμα. Και λέω «από καιρό», γιατί θα ήταν αφελές να πιστέψει κανείς ότι ο κίνδυνος διάσπασης του κόμματος ήταν απόρροια απλώς και μόνο των τελευταίων δραματικών γεγονότων και της ταπεινωτικής υπογραφής ενός Μνημονίου. Γιατί, οι αντιθέσεις: «ευρώ ή δραχμή», «εντός ή εκτός Ε.Ε.», ήταν απόρροια άλλων, προηγούμενων αντιθέσεων και εσωκομματικών αντιπαλοτήτων, που συνδέονται με πρόσωπα, ανακατατάξεις, συμβάντα και ταραχώδη Συνέδρια που χρονολογούνται ήδη από την εποχή του Συνασπισμού. Αντιθέσεις, οι οποίες, όταν αποφασίστηκε η σύσταση του πειραματικού εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, μετασχηματίστηκαν συν τω χρόνω, οδηγώντας σε δύο διασπάσεις -ΑΕΚΑ, ΔΗΜΑΡ- φτάνοντας τελικά στην διχαστική αντιπαράθεση: «Ευρώ ή Δραχμή;». Το ρήγμα αυτό, μαζί με μια μεθοδευμένη «αποδόμηση» του προέδρου Α. Τσίπρα, οδήγησαν το κόμμα, από τα κορυφαία όργανα έως τη βάση, σε μια παραλυτική αντιπαλότητα και εσωστρέφεια. Για να φτάσουμε στο σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα: στον τον κίνδυνο μιας διάσπασης, μιας πλήρους αποτυχίας του δύσκολου αλλά εφικτού ενωτικού πειράματος, με επιτακτικό το ερώτημα: ποιόν αλήθεια ωφελεί;
[Το κείμενο αυτό σταμάτησε να γράφεται στις 21 Αυγούστου όταν διάβασα πως ο σ. Παναγιώτης Λαφαζάνης, ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός νέου, αντιμνημονιακού κόμματος (της δραχμής) με την επωνυμία Λαϊκή Ενότητα.]
Παραφράζοντας τον ποιητή, ως απλό μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ένα μόνο μπορώ να πω: Ο καθείς και το Κόμμα του.

Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας του ΑΠΘ

[i] Lenin, Collected Works, ed.1923, Vol. XVII, σ. 398.
[ii] Στο ίδιο, σ. 89.

Αιμιλία Παπαφιλίππου


Δεν υπάρχουν σχόλια: