19/7/15

Υπό «καθεστώς εξαίρεσης»

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΛΙΔΑΚΗ

Man Ray, Dora Maar, 1936, Αργυροτυπία, σολαριζασιόν, μεταγενέστερη εκτύπωση, 28,8 Χ 38,8 εκ., Ιδιωτική συλλογή


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΣΟΥΡΗΣ, Δίκες των δοσιλόγων 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, Αθήνα, εκδόσεις Πόλις


«Ύστερα ήρθε η Βάρκιζα. Η εξουσία. Ήρθαν οι αρχές οι «νόμιμες». Μάλιστα. Ένας διευθυντής νομαρχίας που έκανε χρέη νομάρχη, ένας Πρόεδρος Πρωτοδικών (Γαλάνης λεγόταν) που έβγαλε την Κατοχή στην Άμφισσα, σοβαρός, αμίλητος, προσέχοντας να μην εκτίθεται ούτε υπέρ ούτε κατά κανενός. Ένα μικρό στρατιωτικό τμήμα».[1]

Με τον ελλειπτικό αυτό τρόπο περιγράφεται η αποκατάσταση του κράτους στη μικρή πόλη της Άμφισσας μετά την εαμική παρένθεση. Στο επίκεντρο της περιγραφής ο σοβαρός, αμίλητος πρωτοδίκης που είχε προσέξει να μην «εκτεθεί» κατά την περίοδο της Κατοχής -ένας λειτουργός της Δικαιοσύνης και σύμβολο της συνέχειας του κράτους που υπερβαίνει πρόσκαιρες αναταράξεις όπως π.χ. μια στρατιωτική κατοχή.
Με αυτό το θεμελιώδες ζήτημα, το κράτος και τη συνέχεια του, καταπιάνεται ο Δημήτρης Κουσουρής και το εξετάζει εξαντλητικά μέσα από τον πυλώνα της δικαστικής εξουσίας, αναδεικνύοντας την κεντρικότητά της. Η δικαστική εξουσία, όντας για ένα κρίσιμο διάστημα ο μόνος αναγνωρισμένος από όλες τις πλευρές, νόμιμος δημόσιος χώρος, κατόρθωσε να συμβάλει αποφασιστικά στις μεταπολεμικές εξελίξεις, σφραγίζοντας με κάθε επισημότητα μια αφήγηση για το πρόσφατο παρελθόν και νομιμοποιώντας δυνατότητες και όρια μιας μεταπολεμικής διευθέτησης, που όπως παρουσιάζει ο συγγραφέας, κινούνταν μεταξύ δύο «καταστάσεων εξαίρεσης». Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κρίσιμου ρόλου επετεύχθη μέσα από τις δίκες των δοσιλόγων και το έργο των Ειδικών Δικαστηρίων που στήθηκαν για τον σκοπό αυτό.

Το βιβλίο αυτό, με επίκεντρο τις δίκες των δοσιλόγων από το 1944 έως το τέλος του Εμφυλίου, ουσιαστικά παρακολουθεί τον πολιτικό ρόλο της δικαιοσύνης στην ανασύσταση του κράτους, στην επισφράγιση των αναγκαίων πολιτικών συγκλίσεων και στην οικοδόμηση πλευρών της κοινωνικής συναίνεσης.
Εξαρχής λοιπόν παρουσιάζει το κυρίως θέμα του βιβλίου, δηλαδή: «τις δικαστικές διώξεις δοσιλόγων στην Ελλάδα ως μηχανισμό νομιμοποίησης του μεταπολεμικού καθεστώτος, ως φορέα δημιουργίας μιας πρότυπης εθνικής μνήμης, και ως συνιστώσα της μετάλλαξης ενός "ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου"» (σ. 49). Συνδέει λοιπόν την ελληνική περίπτωση με το διεθνές πλαίσιο, το ευρωπαϊκό αλλά και όχι μόνο, στην περίοδο έναρξης του Ψυχρού Πολέμου. Διατυπώνει δε τον ισχυρισμό ότι εδώ, στην Ελλάδα, διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό η κυρίαρχη ρητορική του πολέμου αυτού για το λογαριασμό της Δύσης. Ο συγγραφέας παρακολουθεί λοιπόν το θέμα του μέσα στο διεθνές του πλαίσιο και επισημαίνει όχι μόνο τις διαφορές αλλά και τις ομοιότητες με τις ανάλογες δικαστικές διαδικασίες σε άλλες χώρες. Καταφέρνει έτσι να πραγματοποιήσει ένα ιστοριογραφικό ζητούμενο, τη σύνδεση της ελληνικής ιστορίας της περιόδου με το διεθνές πλαίσιο, προτείνοντας τη μελέτη της ελληνικής περίπτωσης όχι περιφερειακή ή εξαιρετική αλλά παραδειγματική, αν όχι τυπική, όπως αναφέρει.[2]
Το βιβλίο είναι μεγάλο σε όγκο και πλούσιο σε θεματικές, οπότε θα ήταν χρησιμότερο να παρουσιαστούν εδώ οι βασικές θέσεις του, όπως τις αντιλαμβανόμαστε.
Το πρώτο είναι πως, με βάση την κεντρικότητα της δικαστικής εξουσίας στη μεταβατική περίοδο του μεταπολέμου, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη, ο συγγραφέας διαφωνεί ρητά με την άποψη πως οι δίκες των δοσιλόγων ήταν απλά ένα φιάσκο, μια αποτυχία που οφειλόταν στο ανώμαλο καθεστώς αλλά αντιθέτως δείχνει λεπτομερειακά την επιτυχία τους που συνίσταται στο επιτυχές πέρασμα από μια κρίσιμη περίοδο (της Κατοχής) σε μια άλλη (του Εμφυλίου στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου). Κατάφεραν, μέσα από την ακροαματική διαδικασία και τις αποφάσεις τους, να κλείσουν συμβολικά το λογαριασμό με το παρελθόν -δικάζοντας αλλά όχι καταδικάζοντας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται-, να δημιουργήσουν ένα νέο αφήγημα για το τι ήταν η Κατοχή, η συνεργασία και η αντίσταση απόσπωντας τις έννοιες αυτές από το πρόσφατο ιστορικό τους πλαίσιο και να οδηγήσουν το καθεστώς σε ένα κράτος δικαίου τυπικά και στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης.
Ένα δεύτερο σημείο, που συνδέεται με την επιτυχία των δικών, είναι και η λειτουργία τους ως χώρος επισφράγισης του ιστορικού συμβιβασμού μεταξύ των διχασμένων μερίδων του αστικού κόσμου, των φιλελευθέρων και των μοναρχικών. Όπως αποφαίνεται ο συγγραφέας, με τη μεγάλη δίκη των κυβερνήσεων συνεργασίας, την ακροαματική διαδικασία εν είδει κοινοβουλίου και τον αποκλεισμό της περίπτωσης εκτελέσεων -σε αντίθεση με την δίκη των Εξ-, κλείνει συμβολικά ο Εθνικός Διχασμός και ενοποιείται τυπικά το αντικομμουνιστικό στρατόπεδο, ενοποίηση που θα αποδώσει αργότερα και τις κυβερνήσεις του Εμφυλίου.
Ένα τρίτο σημείο βρίσκεται στο ζήτημα του οικονομικού δοσιλογισμού. Στην ανοιχτή ακόμη συζήτηση περί της κοινωνικής βάσης της οικονομικής συνεργασίας και στο αν διατηρήθηκε η προπολεμική ιεραρχία ή ανατράπηκε από στρώματα νεόπλουτων μαυραγοριτών, ο συγγραφέας φαίνεται -από τα στοιχεία των δικών- να κλίνει προς την πρώτη εκδοχή. Μέσα από παραδειγματικές δίκες που αφορούν τα δημόσια έργα, τις τράπεζες και τη βιομηχανία, δείχνει τον έλεγχο που κρατούν οι εκπρόσωποι της μεγαλοαστικής τάξης και το πως οι αιτιάσεις τους λειτουργούν ως η επίσημη αλήθεια για το καλό της χώρας.
Ένα τέταρτο σημείο αποτελεί η νομιμοποίηση και επίσημη ανακήρυξη του Εμφυλίου πολέμου μέσα από τις αίθουσες των Ειδικών Δικαστηρίων Δοσιλόγων, πριν ακόμα οπλιστεί το καθεστώς με νέα νομικά μέσα από το Γ΄ Ψήφισμα και μετέπειτα. Η απόσπαση της αφήγησης για την Κατοχή και Αντίσταση από την ιστορική εμπειρία οδήγησε, μέσα από την ακροαματική διαδικασία και τα δεδικασμένα, σε μια κωδικοποίηση της εμπειρίας αυτής, σύμφωνα με την οποία, το ΕΑΜ είχε υποκινήσει τον εμφύλιο πόλεμο από το 1943 και τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν υπερασπιστεί το κράτος απέναντι σε αυτήν την επιβουλή, ενώ η αντίσταση ενάντιον του κατακτητή ταυτιζόταν μόνο με τις αντικομμουνιστικές συνιστώσες της. Το ΕΑΜ εξοβελιζόταν από την Εθνική Αντίσταση ενώ η δράση εναντίον του δικαιωνόταν αναδρομικά. Με τον τρόπο αυτό το ΕΑΜ τίθονταν εντέλει εκτός του αφηγήματος του ηρωικού, μαρτυρικού, αντιφασιστικού έθνους και μπορούσε να στοχοποιηθεί στο νεό πλαίσιο του αναδυόμενου Ψυχρού Πολέμου.
Ένα τελευταίο σημείο είναι η θέση του ίδιου του ΕΑΜ. Όπως δείχνει ο συγγραφέας, η Αριστερά δεν είχε παραιτηθεί από τη γραμμή της εισδοχής της ως ισότιμός εταίρος στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Ακολουθούσε ακόμη τη γραμμή της εθνικής ενότητας -που είχε καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής- και προσπαθούσε να δρέψει τους πολιτικούς καρπούς της Αντίστασης. Για το λόγο αυτό συναίνεσε στην τυπική δικαστική οδό δίωξης των δοσιλόγων, που είχε ξεκινήσει με την Πράξη 8 της ΠΕΕΑ και την Συντακτική Πράξη 1 της κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως με τη συμμετοχή του ΕΑΜ. Συνέκλινε δε στο αφήγημα του ομόθυμα αγωνιζόμενου έθνους εναντίον των ολίγων προδοτών, καθώς από τη μεριά της διεκδικούσε την πλειοψηφία του έθνους αυτού και επεδίωκε τον αποκλεισμό των δοσιλόγων από το σώμα του έθνους.
                                                                                  
Με βάση τα παραπάνω αλλά και άλλες πτυχές όπως το ζήτημα των διώξεων των μειονοτήτων (Τσάμηδων και σλαβόφωνων) μέσω των Ειδικών Δικαστηρίων Δοσιλόγων αλλά και τις δικαστικές περιπέτειες όσων Ελλήνων Εβραίων κατάφεραν να επιβιώσουν της Τελικής Λύσης, αναδεικνύεται η κεντρικότητα της δικαιοσύνης τόσο στη συνέχεια του κράτους όσο και στη συγκρότηση της εθνικής μνήμης.
Αυτό το «πραγματικό, μόνιμο και διαρκές αντικομμουνιστικό καθεστώς εξαίρεσης» διάρκεσε τριάντα χρόνια και συγκρότησε μνήμη και ιστορία με τρόπο βαθύτερο απ' ότι ίσως φανταζόμαστε. Άλλωστε χρειάστηκαν άλλα σαράντα για να γραφτεί το βιβλίο αυτό όπως και άλλα που φωτίζουν πτυχές της περιόδου εκείνης. Το πως η νέα ιστορική γνώση θα περάσει και θα διαμορφώσει τη δημόσια ιστορία και τη μνήμη είναι ζητούμενο.

Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι ιστορικός

[1] Γεώργιος Γ. Κουτρούκης, «Εν Ψυχρώ» Κατοχή-Βάρκιζα-Εμφύλιος, Αθήνα, Καπόπουλος, 1996, σ. 51.
[2] Το έργο βασίζεται στη διατριβή του συγγραφέα, την οποία υποστήριξε το 2009 στην EHESS, στο Παρίσι. Ο δε τίτλος της γαλλικής έκδοσης είναι χαρακτηριστικός: «Une épuration ordinaire: procès des collaborateurs en Grèce».

Δεν υπάρχουν σχόλια: