11/7/15

Στιγμές χειραφέτησης

Το δημοψήφισμα και τα επακόλουθά του, μέσα στη μελαγχολία της ιστορίας αλλά και μέσα από την ποίηση του Κώστα Βάρναλη



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Αυτές τις ώρες η τύχη τής χώρας και η προοπτική τής Ευρώπης βρίσκονται στο μεταίχμιο, αλλά ταυτόχρονα υπόκεινται σε ένα μεγάλο γεγονός: στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Με ένα ποσοστό που ξεπέρασε κατά πολύ και την πιο αισιόδοξη πρόβλεψη ή επιθυμία, ήταν μια κορυφαία στιγμή κοινωνικής χειραφέτησης. Ανεξαρτήτως του πώς φθάσαμε εκεί, και πού θα καταλήξει όλη αυτή η διαδικασία, ανεξαρτήτως του άμεσου αποτελέσματος που θα έχει για την πορεία της Ευρώπης, και της χώρας μας μέσα στην κρίση, η στιγμή του δημοψηφίσματος, και μάλιστα με αυτό το ποσοστό, αποτελεί ένα κορυφαίο γεγονός, μια κορυφαία στιγμή χειραφέτησης. Συνέβη. Μας άγγιξε όλους, μας άλλαξε όλους, κατ’ αρχήν όσους συμμετείχαμε καταφατικά, ή έστω όχι αρνητικά, σε αυτή τη στιγμή χειραφέτησης∙ άλλαξε επίσης, σε ένα βαθμό, και το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα. Αποτελεί μια εμβληματική στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία, αφού η πλειοψηφία των πολιτών μιας χώρας, τώρα λειτούργησε όχι πια ως πληθυσμός αλλά ως λαός, ως δημοκρατικό, πολυφωνικό υποκείμενο, και τοποθετήθηκε επί των ερωτημάτων που καθορίζουν σήμερα την προοπτική της Ευρώπης.
Έτσι συμβαίνει άλλωστε με τις στιγμές χειραφέτησης. Ξεπερνούν κάθε πρόβλεψη, και κάθε πρόθεση. Πιθανόν τα αιτήματά τους να μη διαθέτουν τη σαφήνεια που απαιτεί ο αντίλογος απέναντί τους, δηλαδή η κοινωνική αδράνεια, ενδεχομένως να διαπερνώνται από μεγάλες αντιφάσεις, μπορεί τις περισσότερες φορές να ηττώνται στο πεδίο των συσχετισμών και της εξουσίας, ως στιγμές να σβήνουν γρήγορα, το ίχνος τους σχεδόν να εξαφανίζεται μέσα στη μακαριότητα της κρατούσας κοινωνικής συνθήκης∙ όμως, παρ’ όλα αυτά, είναι γεγονότα που όντως συνέβησαν, που όντως αλλάζουν τους ανθρώπους, την κοινωνία, που επηρεάζουν βαθιά τις μετέπειτα εξελίξεις, την ίδια τη ζωή. Τέτοια παραδείγματα, στιγμών χειραφέτησης, είναι η Ισπανία των Δημοκρατικών, στη δεκαετία του 1930, ή ο γαλλικός Μάης του 1968, που τελικά άλλαξαν τον τρόπο που σκέπτονταν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, και μάλιστα ανεξάρτητα απ’ το αν οι ισπανικές πολιτοφυλακές ηττήθηκαν και τα παιδιά του Μάη ενσωματώθηκαν. Μια τέτοια στιγμή ήταν και το ΕΑΜ, όπου η χειραφέτηση υπερέβαινε και αυτή ακόμη την συγχρονική αυτοαφήγησή του και αυτοπεριγραφή του απ’ τον επίσημο λόγο του (εξ ου και ο συνακόλουθος εμφύλιος - και η ταπείνωση της «υπέρογκης» αυτής χειραφέτησης). Εκείνη η εαμική χειραφέτηση, των ίδιων των ανθρώπων που μετείχαν στις διαδικασίες της, καθόρισε ολόκληρη τη ζωή τους για συναπτές δεκαετίες και σφράγισε το μεταπολεμικό τοπίο (εξ ου το 25% της ΕΔΑ το 1958, η περιβόητη «Άνοιξη» της δεκαετίας του 1960 και ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός). Στους ανθρώπους αυτούς, η διαρκής ώθηση της χειραφέτησης υπερέβαινε και ανταγωνιζόταν ακόμα και την ανοικτά δηλούμενη άρνηση και ακύρωση της ίδιας της στιγμής της χειραφέτησής τους, δηλαδή την αυτοβιογραφική τακτοποίηση, του συγκλονιστικού για τους ίδιους συμβάντος, μέσα στη λαθολογία, στην ευθυνολογία και σε όλες τις αφηγηματικές κατασκευές στις οποίες κατέφευγαν, προκειμένου να καταλαγιάσουν τη χειραφέτησή τους και να αντέξουν τη δύσκολη πραγματικότητα που επακολούθησε. Έτσι γίνεται πάντα...

Οι στιγμές χειραφέτησης συμπυκνώνουν, με καταιγιστικούς ρυθμούς, όχι μόνο το χρόνο αλλά και διαδικασίες πολύ ευρύτερες, και συχνά αθέατες, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνονται σε κάθε επιμέρους ατομικότητα, αφού αλλάζουν και τους ανθρώπους ως πρόσωπα. Γιατί τους εγκαλούν ως πρόσωπα. Μόνο έτσι οι άνθρωποι παύουν να είναι ζουλάπια, για να θυμηθούμε τον Άγγελο Ελεφάντη. Ως είναι δε φυσικό, αυτές οι στιγμές αλλάζουν, διευρύνουν, χειραφετούν, και τον λόγο μας. Ακόμα και τον δημόσιο λόγο μας. Έτσι λοιπόν, κι εγώ, για πρώτη φορά σε δημόσιο κείμενό μου, απολύτως προσωπικά θέλω να μιλήσω γι’ αυτό το μείζον γεγονός, το οποίο το βίωσα, μέσα (και) από το 34ο Συμπόσιο ποίησης στην Πάτρα (3-4 Ιουλίου), που ήταν αφιερωμένο στον Κώστα Βάρναλη κι εγώ ήμουν εισηγητής στην ενότητα «Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης». Ένα συμπόσιο που δεν απέφυγε την τρομακτική δίνη του δημοψηφίσματος, αλλά εγκολπώθηκε την έντασή του, αλλάζοντας και νοηματοδοτώντας εκ νέου τον χαρακτήρα του.
***
Πριν από λίγο καιρό, ο αγαπητός Σωκράτης Σκαρτσής μου είχε ζητήσει τον τίτλο της εισήγησής μου στο συμπόσιο, και μάλιστα χάρηκε μόλις του τον έδωσα [«Ο ποιητής Κώστας Βάρναλης. Από την παρανάγνωση στην απώθηση»], γιατί κι εκείνος στην ίδια κατεύθυνση σκεφτόταν τον Βάρναλη. Έκατσα λοιπόν κι έγραψα όσα είχα να πω. Εν τω μεταξύ, όμως, μεσολάβησαν όλα όσα γνωρίζετε.
Δηλαδή, η χώρα να κλονίζεται, οι ζωές μας να κλονίζονται, το ίδιο το συμπόσιο ποίησης να κλονίζεται, αφού, για παράδειγμα, φέτος ίσως δεν θα εκδοθούν τα πρακτικά, ή δεν υπήρχε δυνατότητα φιλοξενίας των συνέδρων. Κάποιοι, μάλιστα, αντί για το ρήμα κλονίζεται, που μόλις χρησιμοποίησα τρεις φορές, θα προτιμούσαν το ρήμα καταρρέει, για να περιγράψουν την κατάσταση που ζούμε. Ίσως να έχουν δίκιο. Θα δούμε.
Την Πέμπτη πριν το δημοψήφισμα, που έφυγα απ’ την Αθήνα, τύπωσα την εισήγησή μου και την πήρα μαζί μου στο χωριό μου, στα Δολιανά Αρκαδίας. Βρισκόμενος εκεί, σε μια ωραία ρεματιά, γεμάτη ιστορία και συναισθήματα, άρχισα να σκέφτομαι την εισήγησή μου, το δημοψήφισμα, την προσωπική μου συνθήκη, άρχισα να σκέφτομαι πάλι τον Βάρναλη. Χωρίς να έχω μαζί μου ούτε ένα βιβλίο του, κάθισα κι έγραψα τις σκέψεις που ακολουθούν, στον υπολογιστή μου. Και, ελλείψει εκτυπωτή, το Σάββατο, λίγες ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες του δημοψηφίσματος, και αφού παρουσίασα την (προ)ετοιμασμένη εισήγησή μου, συνέχισα, διαβάζοντας αυτές τις σκέψεις στο Συμπόσιο ποίησης της Πάτρας, απ’ την οθόνη του υπολογιστή μου.
Γιατί όλα αυτά; Γιατί είχα την αίσθηση, ότι όσο ρηξικέλευθη κι αν ήταν η (προ)ετοιμασμένη εισήγησή μου, τελικά ήταν προβλέψιμη, ή, αν θέλετε, προβλέψιμα ρηξικέλευθη. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Ήδη βέβαια μου είχε τεθεί το ερώτημα, αν θα πάω στην Πάτρα, ή θα στείλω την εισήγησή μου με ένα μέιλ, ώστε να τη διαβάσει κάποιος άλλος. Τελικά, αποφάσισα να πάω αυτοπροσώπως. Αμέσως, όμως, μου ετέθη το δίλημμα: από ποιο δρόμο θα πάω, απ’ το χωριό μου στην Πάτρα; Μέσω Κορίνθου, που είναι ο πιο βατός αλλά και πιο σύντομος δρόμος; Ή διασχίζοντας την δύσβατη κεντρική και βόρεια Πελοπόννησο, απ’ όπου χρειάζεται περισσότερος χρόνος και περισσότερα καύσιμα; Έχοντας όλες τις οικογενειακές «αποταμιεύσεις» στην τσέπη μου, όλα κι όλα 1000 ευρώ, ακόμα κι αυτό έχει σημασία, μια τέτοια στιγμή.
Αποφάσισα να διασχίσω την ενδοχώρα, μαζί με τον δεκαοκτάχρονο γιο μου. Έχοντας γράψει δύο βιβλία για τον εμφύλιο στην Πελοπόννησο, θέλησα να περάσω πάλι απ’ το Μαίναλο, να συνεχίσω στα σύνορα Αχαΐας και Αρκαδίας, να φθάσω στην Κάπελη, στο δάσος των βελανιδιών, και να κατέβω σιγά σιγά προς την Πάτρα. Μέρη γνώριμα, αφού τα έχω περάσει πολλές φορές, ενώ το καθένα τους έχει συνδεθεί για μένα με ωραίους ανθρώπους, γέροντες και γερόντισσες, που μου αφηγήθηκαν ιστορίες για τον εμφύλιο και τη ζωή τους. Να περάσω απ’ το χωριό Δάρα, της Γιώτας, απ’ το χωριό Πάος, του Μήτσου, από τον Αγιώργη της Μόρφως.
Ήθελα να αναπνεύσω, πάλι, λίγο από το άρωμα της ιστορίας. Να νιώσω πάνω στο κορμί μου τη μελαγχολία της ιστορίας. Να νιώσω τη δικιά μου, προσωπική μελαγχολία, να αναπνέει μέσα στη μελαγχολία της ιστορίας. Γιατί αυτό που σκέφτηκα, εκεί στη ρεματιά του χωριού μου, ήταν πως ο Βάρναλης έζησε δύο μεγάλες και σημαντικές ιστορικές στιγμές, όπου η μελαγχολία της ιστορίας ήταν κυρίαρχη. Όπου η χώρα κατέρρεε και οι ζωές των ανθρώπων κατέρρεαν. Έζησε, και έγραψε, το σημαντικό κομμάτι του έργου του, το όντως έργο του, ακριβώς από το 1922 και μετά. Έζησε, αλλά δεν έγραψε τίποτα, και τη δεκαετία του 1940.
Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Τι επιπλέον θέλω, και έχω, να σας πω; Μήπως, για παράδειγμα, ότι το να ασχολείται κανείς με την ποίηση είναι αυτόχρημα μια πράξη επαναστατική; Άρα, η απόφασή μου να πάω στο συμπόσιο ποίησης, και να μιλήσω για τον Βάρναλη, υπό αυτές τις συνθήκες, ενώ η χώρα κλονίζεται, ενώ οι ζωές μας κλονίζονται, είναι μια ηρωική πράξη; Όχι, δεν είναι. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες, το να ασχολείται κανείς με την ποίηση δεν σημαίνει πως είναι ήρωας, πως είναι επαναστάτης. Μήπως, έστω, πρόκειται για κάτι λιγότερο, που όμως κι αυτό διεκδικεί κάποιες δάφνες; Μήπως είναι μια πράξη αντίστασης; Κατά τη γνώμη μου, ούτε αυτό είναι.
Ο Βάρναλης, λοιπόν, το 1922 με Το φως που καίει, αλλά και στη συνέχεια, δεν έγραψε ποιήματα επαναστατικά, σαν αυτά που γράφονταν σε όλη την Ευρώπη. Γιατί δεν ήταν, και δεν έγινε, Μαγιακόφσκι. Δηλαδή, δεν πίστεψε, γι’ αυτό και δεν διαψεύστηκε. Να θυμίσω την αποχαιρετιστήρια επιστολή του Μαγιακόφσκι: η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε στο ρεύμα της ζωής. Ο έρωτας για την επανάσταση, για το μέλλον, που το έβλεπε να ακυρώνεται, αλλά ακόμα κι ο έρωτάς του για την Λίλιαν Μπρικ, που ακυρωνόταν κι αυτός, αφού η κυρία Μπρικ προτιμούσε να είναι και με τον άντρα της. Ούτε η επανάσταση ολόκληρη, δική του, όπως την ονειρεύτηκε και τη θέλησε, προέκυπτε, ούτε καν μια γυναίκα ολόκληρη, αποκλειστικά δική του σύντροφος, του αναλογούσε. Η ματαίωση του Μαγιακόφσκι ήταν απόλυτη, όπως είναι πάντα η ματαίωση, όταν τα πράγματα σοβαρεύουν: όχι μόνο ιδεολογική, αλλά και προσωπική. Αντίθετα, ο Βάρναλης, στο περίφημο ποίημά του «Οι μοιραίοι», κατέθετε τον σκεπτικισμό του, απέναντι στις διαδοχικές κοινωνικές αποφάνσεις, των θαμώνων της «υπόγειας της ταβέρνας», σχετικά με το ποιος «φταίει», απαντώντας: Ποιος φταίει; ποιος φταίει;/ Κανένα στόμα/ δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.
Στη δεκαετία του 1940, ο Βάρναλης δεν έγραψε τίποτα. Ούτε, έστω, τον ύμνο τού ΕΑΜ. Ούτε, βέβαια, τον ύμνο της ΕΠΟΝ. Τι να έγραφε δηλαδή; Καμαρωτά, χαρούμενα τα νιάτα, σαν σε χορό βαδίζουν πάντα εμπρός; Αυτό να έγραφε; Προφανώς, δεν του πήγαινε. Γιατί, όπως παρατήρησαν κάποιοι ατάλαντοι αριστεροί επικριτές του, ο Βάρναλης ήταν απαισιόδοξος. Δηλαδή, ζούσε, βίωνε, τη μελαγχολία της ιστορικής στιγμής. Φυσικό λοιπόν να μη γράψει ούτε έναν από τους «αισιόδοξους» ύμνους της περιόδου της κατοχής, αλλά ούτε έστω ένα Πνευματικό εμβατήριο, σαν τον, παντός καιρού, «ταγό» και «μύστη» Σικελιανό. Ούτε καν μια ελεγεία της ήττας, αργότερα. Ο Βάρναλης σιώπησε. Δεν καβάλησε στον καιρό, ούτε εκμεταλλεύθηκε το συναίσθημα. Φανταστείτε, πως δεν έκανε ούτε καν μια δήλωση κατά της χούντας, όπως ο «οιωνοσκόπος» Σεφέρης... Όλο αυτό το διάστημα, από το 1922 μέχρι τον θάνατό του, ο Βάρναλης ήταν εκεί που έπρεπε, στην αριστερά. Ούτε για μια στιγμή δεν είχε κάποια αμφιταλάντευση, κάποια πολιτική αμφιθυμία. Αλλά δεν ήταν στην αριστερά ως επαναστατημένος ή αντιστεκόμενος επίδοξος ποιητής. Ήταν ως όντως αριστερός, και όντως ποιητής. Ως αριστερός, όμως, και ποιητής του μακρού χρόνου και της μακράς διάρκειας.
Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μου, και ο λόγος που τα ποιήματά του έχουν ως θεματική τους τόσο μεγάλα ζητήματα, όπως π.χ. τον Προμηθέα ή τον Χριστιανισμό, ζητήματα δηλαδή που άπτονται των μεγάλων, διαρκών ερωτημάτων του ανθρώπου, που ψαύουν τη συνθήκη της διαρκούς υποταγής του. Αν θέλουμε να ορίσουμε το ιδεολογικό πρόταγμα της ποίησης του Βάρναλη, αυτό δεν είναι, λοιπόν, ούτε η επαναστατικότητα ούτε η αντιστασιακότητα. Είναι ένα πολύ διαρκέστερο πρόταγμα, που διατρέχει, αλλά και συνοψίζει, ολόκληρο τον ιστορικό χρόνο∙ που διεκδικεί, και εντάσσει στην αφήγησή του, όλες τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας. Τις στιγμές της μελαγχολίας, αλλά και τις στιγμές της έξαρσης. Εννοηματώνοντας τις μεν, και γειώνοντας τις δε. Το πρόταγμα της ποίησης του Βάρναλη είναι η χειραφέτηση. Ένα πρόταγμα που υπερβαίνει το εκάστοτε επικαιρικό, ακόμη και το ιστορικά επικαιρικό. Αλλά και φωτίζει κάθε επιμέρους στιγμή μέσα στην ιστορική διαδρομή. Στιγμή κοινωνική, στιγμή ιδεολογική, στιγμή αισθητική, αλλά και στιγμή προσωπική.
Για παράδειγμα, αίφνης, με αυτό τον τρόπο προκύπτει στη συζήτηση, και διαυγάζεται, το αίτημα της χειραφέτησης του πολίτη, όπως ετέθη και πραγματώθηκε με τη Γαλλική επανάσταση: Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι, κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές - τίποτα! Για παράδειγμα, προκύπτει και διαυγάζεται το αίτημα της προσωπικής χειραφέτησης, χειραφέτησης από το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων και συμβάσεων. Ακόμα και το αίτημα της γυναικείας, εν ταυτώ όμως και της αντρικής χειραφέτησης. Θυμίζω το ποίημά του «Ο τρελός», από τους Σκλάβους πολιορκημένους (1927), ποίημα που αρχίζει με τους διάσημους στίχους: Είχα γυναίκα, είχα και ζα,/ είχα μια Βάσω με βυζά. Το οποίο ποίημα οργανώνεται γύρω από το θέμα της μετάβασης σε μια άλλη κοινωνία, σε μια άλλη ζωή, σε έναν άλλο τόπο, ο οποίος τόπος με βαριούς συμβολισμούς επισημαίνεται ως Αντίκρα [δηλαδή, αντίκρυ, απέναντι]. Όμως το ποίημα δεν τελειώνει «αισιόδοξα», δεν τελειώνει με την ελπίδα ότι θα προλάβουμε να δούμε «τον κόσμο ανάποδα», να περάσουμε απέναντι. Η τελική διαπίστωση του ποιήματος αποτελεί τη συμπύκνωση της μελαγχολίας της ιστορίας, αφού το ποίημα καταλήγει με τον θάνατο να μας πάει εκεί, «Αντίκρα, στο βασίλειο της Λευτεριάς, της Αλήθειας και της Ομορφιάς».
Εδώ είναι κατά τη γνώμη μου το ανώτατο στάδιο του χειραφετητικού προτάγματος του Βάρναλη. Όχι μόνο ως χειραφέτηση από το δέος, από τον τρόμο του θανάτου, αλλά ως χειραφέτηση απέναντι στη μοίρα, απέναντι σε όλες τις συμβάσεις της, κοινωνικές και προσωπικές, απέναντι και σ’ αυτήν την ιστορία. Η χειραφέτηση, κοινωνική και προσωπική, διά της ταύτισης της άλλης ζωής ακόμη και με τον θάνατο∙ η χειραφέτηση, ως αίτημα, ως διαδικασία, ως καβαφικό ταξίδι, τελικά ως βίωμα και ιδεολογία. Γιατί η χειραφέτηση δεν κρίνεται εκ του αποτελέσματος, αφού το όποιο αποτέλεσμα, ακόμα και το πιο αντιστασιακό, ακόμα και το πιο επαναστατικό, ή, ακόμα και το πιο ορθολογικό, το πιο πραγματιστικό, μέσα στην ιστορική διαδρομή δεν είναι παρά πρόσκαιρο, εν τέλει έωλο. Η χειραφέτηση αποτελεί αυταξία, νόημα της ζωής.
Κλείνοντας, ας γειώσω κι εγώ αυτό το αίτημα της χειραφέτησης, παραθέτοντας λίγους στίχους απ’ τον Νεκρόδειπνο του Τάκη Σινόπουλου, δηλαδή μια εικόνα χειραφέτησης, και εν ταυτώ ιστορικής μελαγχολίας, μια εικόνα απ’ τον εμφύλιο, μια εικόνα από τα χωριά της Πελοποννήσου απ’ τα οποία πέρασα λίγες ώρες πριν το δημοψήφισμα, μια εικόνα των γεροντισσών που κάποτε γνώρισα σε εκείνα τα χωριά, που μου αφηγήθηκαν, που με τίμησαν με τη φιλία τους, με την αγάπη τους, που μου έδωσαν την ευκαιρία να βιώσω τη χειραφέτησή τους: κορίτσια τού χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Kι' ήρθανε/ η Λίτσα κι' η Φανή γλυκομηλιές, [...] η Nτόνα κι' η Nανά, ψιλές σαν άχερο, η Eλένη/ ακόμα χλόη το χνούδι της, //δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές/ μικροί χαμένοι ποταμοί.[...] Σιγά-σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.// Σιγά-σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε./ Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν./
Όποιος λοιπόν θέλει να τιμήσει, να διαβάσει και να βιώσει, τον Βάρναλη και εν γένει την ποίηση, όποιος θέλει να ζήσει, και όχι να σαπίσει μέσα στην κατάθλιψη, ας διαλέξει το δρόμο τής χειραφέτησης. Αλλά για να τον ζήσει αυτό το δρόμο, για να γίνει ένας άλλος άνθρωπος, ολόκληρος, αρτιμελής, πρέπει να ξεπορτίσει – απ’ τη βολή του, απ’ τις αδράνειές του, απ’ τους φόβους του, από το πλαίσιό του. Δεν χρειάζεται κανείς να πάρει μαζί του τίποτα, ούτε καν λίγο νερό για την ξηρασία, όπως μας προέτρεπαν οι ποιητές της ήττας. Μόνο, μία άλλη προτροπή, εκείνη του Ηλία Λάγιου: διώξ’ τον τον τρόμο, πετροβόλα τον τρόμο,/ τούτο το κακάσχημο, τούτο το ασουλούπωτο,/ το μεγαλόκορμο θηλαστικό.
Συμπέρασμα (που θα έλεγε κι ο Εγγονόπουλος στον Μπολιβάρ): ο Βάρναλης διαρκεί πολύ, όπως και η ποίηση, όπως και το αίτημα της χειραφέτησης, όπως και η μελαγχολία της ιστορίας.

[Ευχαριστώ τους οργανωτές, τους συνέδρους και το κοινό του 34ου Συμποσίου ποίησης της Πάτρας, που μοιραστήκαμε αυτή την κορυφαία στιγμή χειραφέτησης∙ που μετείχαν, με την παρουσία τους και το συναίσθημά τους, τόσο έντονα στο λόγο μου και στα συμφραζόμενά του∙ ακόμα κι όσους τρόμαξαν απ’ τα λεγόμενά μου∙ ήσαν όλοι εκεί, με το σώμα τους και την ψυχούλα τους.] 


Δεν υπάρχουν σχόλια: