24/5/15

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΦΩΝΗΣ

Η κραταιά αγωνία στο έργο του Ηλία Λάγιου

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΗΛΙΑ

Ο θάνατος ο πιο ακριβός μου φίλος
θα ’ρθή να μεταλάβη την φωνή μου
(υπάρχεις η φωνή μου;  […] 
                                                                                                                        
Ηλίας Λάγιος
      
Η διαμόρφωση και ανάπτυξη προσωπικής ποιητικής φωνής, διαδικασία βραδεία και δύσκολη, ανοιχτή σε μετατοπίσεις, μεταλλαγές ή ακόμα και ρήξεις πλην όμως πολύτιμη και αναγκαία αν θέλουμε να μιλάμε για ποίηση σημαντική, είναι μια διαδικασία η οποία κατά κύριο λόγο προκύπτει κατά την γραφή και λιγότερο υπακούει σε προγραμματικές αποφάσεις και διακηρύξεις. Με δεδομένο ότι η γραφή δεν λαμβάνει χώρα αποκομμένη από τις ανά τους αιώνες λογοτεχνικές —πρωτίστως— καταθέσεις και με δεδομένο, επίσης, ότι τελείται και υπηρετείται από ανθρώπους ζωντανούς, σε παροντικό χώρο και χρόνο, με παρακαταθήκη αλλά και βασανισμό τους το ρεύμα της ατομικής αλλά και της συλλογικής ανθρώπινης ιστορίας —πλήθος ακμαίο και λιτανεία πένθιμη, άλλοτε ευκρινέστερων και άλλοτε ασαφών και αξεδιάλυτων προσώπων, τόπων και πραγμάτων, πορεύεται στο εσωτερικό σκοτάδι και προσμένει— το ποιητικό σώμα εμπερικλείει και απηχεί περιεχόμενο, φορτίσεις και τονισμούς από υλικό το οποίο είναι εν μέρει οικείο αλλά και εν μέρει ανέλεγκτο, άγνωστο, μακρινό. Το περιεχόμενο που θα αναδυθεί και θα επιλεγεί καθώς και ο τρόπος της κατεργασίας και μορφοποίησής του, η γλώσσα, ο ρυθμός, τα εκφραστικά μέσα, ο βαθμός της ελευθέρωσης του συγκινησιακού φορτίου, ο τόνος της διάθεσης, η ποιότητα του στοχασμού, δεν θα προκύψουν τυχαία ούτε θα μπορέσουν να εξηγηθούν ως απλά προϊόντα φιλοπονίας και διανοητικού έργου. Η ποιητική διεργασία αποτελεί διεργασία εσωστρεφή, υπό την έννοια ότι ο ποιητής στρέφεται στον δικό του εσώτερο χώρο προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια, να ψηλαφίσει, να λαμπρύνει αισθητικά, φωτίζοντας και μετασχηματίζοντας, τις δικές του, διαρκώς αναδυόμενες και ανανεούμενες νησίδες αδιαφάνειας, οι οποίες πιέζουν για μια θέση περισσότερο αποκαλυπτική, θέση συνομιλίας μέσα από ένα φανερωμένο σώμα: το σώμα του ποιητικού λόγου. Το σώμα αυτό θα συγκρουστεί και θα αναμετρηθεί με την πραγματικότητα, ενίοτε με βίαιο τρόπο, όμως συγχρόνως πρέπει να έχει την ικανότητα να την προσεγγίζει και να αφομοιώνει ορισμένους διαλεκτούς όρους της, διαφορετικά η ελπίδα επιβίωσής του θα είναι μάλλον ανύπαρκτη. Το ποίημα θα πρέπει να μπορεί να ζήσει στον έξω χώρο και χρόνο, φιλοδοξία και προορισμός του είναι να αγγίζει και να διαλέγεται με το καθολικό, χωρίς, όμως, να προδίδει και να εγκαταλείπει τους δεσμούς της προέλευσής του.

Και όλα δεν ήταν παρά πόνος, καθημερινή τριβή και μια αόριστη υπόσχεση ελεύσεως· τα μάτια εγκαλούσαν μια παιδική ηλικία από γλώσσα και θάνατο κατοικημένη· […] εν ονόματι, εν ονόματί σου, θα πω τις πιο παλιές πορτοκαλιές, την μάνα μου, ωραία μάνα μου, όπως την βλέπω στις φωτογραφίες […] και να είμαι εγώ, πλέον, κάτι από λίγο τίποτε. [Το εικοσιτετράωρο της Δηούς]. Το καταληκτικό ποίημα του εν λόγω έργου κατατίθεται πλήρες συγκίνησης, μ’ έναν βηματισμό περήφανης νοσταλγίας και μια αύρα ερήμωσης να διατρέχει τις εκτάσεις της μνήμης, με ατόφιο βιωματικό υλικό να ξεχωρίζει και με την γλώσσα να προσπαθεί ματαίως να ανασυστήσει και να μεταπλάσει τους κήπους της τότε Άρτας, τα πλούσια εσπεριδοειδή —βλέμμα, γεύση, αφή— την μητέρα και τον πατέρα. Αλλά μην, μην αποστρέφεις το πρόσωπο./ Μίλησα και δεν μ’ άκουσαν. Έλα,/ έλα λοιπόν λιωμένη γλώσσα, σπασμένη γλώσσα,/ σφαγμένη, κομμένη μου γλώσσα/ να μιλήσεις της αγάπης μου. [Η ιστορία της Λαίδης Οθέλλος]. Η ποιητική γλώσσα, επιχειρώντας να πράξει το αδύνατο, δηλαδή μια νεκρανάσταση, μια πλήρωση των διαταρακτικών ελλειμμάτων με σάρκα καθησυχασμού, μια χρυσή επιχωμάτωση των τάφων της απουσίας, μέσα στους οποίους ο ποιητής βρέθηκε, έστω για λίγο, λαμβάνοντας πρόγευση θανάτου, κινδυνεύει ν’ απελπιστεί, να σπάσει, να κομματιαστεί. Κι εδώ το σημείο είναι κρίσιμο. Αν κινητοποιηθούν δυνάμεις αποδιοργανωτικές, εξαρθρωτικές, παραμορφωτικές —δυνάμεις οι οποίες θέτουν σε προσωπική δοκιμασία αλλά ταυτόχρονα κρατούν σε καλλιτεχνική εγρήγορση τον ποιητή— αν εξεγερθούν νησίδες αδιαφάνειας του εσώτερου χώρου προς μια βίαιη αποκάλυψη, είναι πιθανόν, κομμάτια λόγου ατελώς κατεργασμένα και φορτία υπερβολικής έντασης να επιχειρήσουν να συμπεριληφθούν, να ενσφηνωθούν ή και να κυριαρχήσουν στο ποιητικό σώμα. Στην περίπτωση που ο ποιητής καταφέρει να εντάξει τα ανωτέρω στο έργο του με τέτοιον τρόπο ώστε να υφίσταται ανοιχτή και δεκτική η πύλη της συνομιλίας, χωρίς δηλαδή αυτή να γκρεμίζεται σε εκτόνωση και εκφορτίσεις, αν καταφέρει να επιτύχει μια φυσική σύμμειξη της ευαισθησίας και της ωμότητας, της λεπτότητας και των αισθησιακών κυμάτων, του ωραίου και του τρομακτικού, τότε οι ανωτέρω δυνάμεις θα έχουν τεθεί στην υπηρεσία της ποίησης, θα αθροίζουν ομορφιά και συγκίνηση πάνω σε βάση δύναμης και αλήθειας, διαμορφώνοντας και ενισχύοντας, συγχρόνως, τον χαρακτήρα της προσωπικής ποιητικής φωνής.
Ο Ηλίας Λάγιος, στις καλύτερες στιγμές του, το επιτυγχάνει αυτό, με εντυπωσιακά αποτελέσματα, προσφέροντας στίχους σπάνιας εκφραστικής δύναμης, δοκιμάζοντας την αντοχή της γλώσσας, σε μια σχέση πάθους χωρίς δισταγμούς, χωρίς υπονόμευση και εγκατάλειψη της μείζονος επιθυμίας, χωρίς αποστασιοποίηση από την υπόμνηση του βάθους των απαρχών της ζωής, του παρελθόντος, της ιστορίας. Γιατί δεν ήσουν παρά θίν’ αλός στην Τροία βασίλισσα,/  ο γκρίζος θρύλος του Ρονσάρ, του Περς η ολάσπρη πέτρα,/ αυτή που χρόνοι σκεφτικοί εξύμνησαν σε αρχαία και νέα μέτρα,/ του Έλιοτ κουαρτέτο, ρίμα του Λαφόργκ ή του Τσελάν το μαύρο γάλα,/ παρά ένα κορίτσι ουρανός που αγάπησα και φίλησα/ στα παραμύθια καστανά του μάτια τα μεγάλα (Φεβρουάριος 2001). Δεν έφαγα την μάνα μου, κομμάτι το κομμάτι, τρεις μέρες κρατώντας την ζωντανή και τα ουρλιαχτά της εύφραιναν τις πλησίον συνοικίες; [Φεβρουάριος 2001]. Όταν καταλαγιάζη η λυρική θέρμη του ποιήματος/ και πάνε νήπια φρόνιμα να κοιμηθούν οι λέξεις,/ μεταφέρεσαι από τόπο πορφυρού παραληρήματος/ σε μια τεφρήν ερμιά. [Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν]. Ω σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι,/ στριγγή πνευματική καταχνιά, άναστρε θόλε, ευλογημένη/ δύναμη που ήσουν κι όχι πια, φτωχή κι αλλοιωμένη/ υπόμνηση της δύναμης, φωνή που υπομένει,/ κουλή, ταγκισμένη φωνή, χρυσοκέντητο ξεσκισμένο υφάδι [Μουζικούλες].
Ωστόσο, σ’ ένα άλλο μέρος του ποιητικού του έργου η συγκράτηση και ο έλεγχος των ίδιων αυτών δυνάμεων φαίνεται να εξασθενεί, η κατεργασία, η ανάπτυξη και η μορφοποίηση του υλικού, οι προθέσεις και ο προσανατολισμός της γλώσσας, δείχνουν προς μια κατεύθυνση διεγερμένης, στασιαστικής ελευθερίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο αδρός ή εκτραχύνεται σημαντικά, φορτίζεται με μεγάλη ένταση —ένταση όχι τόσο θεμελιακή αλλά περισσότερο επιφανειακή— οικειοποιείται μια γλώσσα απηνούς ιδιοτυπίας και ποικιλομορφίας, τείνει να αμφισβητήσει την ίδια την υπόστασή του. Και ο λόγος περί Θεού —του εκπεπτωκότος, του αθύρματος. […] Είναι το πανταχού απόν μπου-χου-χου-χου. […] Ο φώκιας, ο παρόραμας, ο πιερόττος, ο λάσπης. [Πράξη υποταγής]. Ακούστε και χωθήτε ακόμη πιο βαθειά στο ασφαλισμένο λογικό σας, γιατί έπεται να ειπωθή ο σπαραγμός του στρεβλωμένου που τριγυρνάει ξερνώντας αποσπάσματα προτάσεων και κάθε τόσο μανιασμένος κοπανά τσακίζοντας και αιματώνοντας τ’ αρσενικά του μέλη στους παγερά αδιάφορους τοίχους. Άκου, η γλώσσα μου, και ντράπου και αισχύνου [Φεβρουάριος 2001]. Φτερχέρια· γέναν πύκνωμα φωτιάς και συνδαυλίζουν την ανάσα μου,/ όθεν —πολύ λαμπρώς— με ξεναγείς στην Μογγολία του Τσεγκισχάνου. [Το εικοσιτετράωρο της Δηούς]. Ακόμα και σε έμμετρα ποιήματα παραδοσιακής φόρμας, φόρμα την οποία ο Λάγιος τίμησε και ανανέωσε με σύγχρονους όρους, υπάρχει, ορισμένες φορές, αντίστοιχο αίσθημα, έντονα αντιθετικό προς το εύσχημο και εύτακτο της δομής τους. Είμαι ογκώδης και μέγας, αντρικός κι υπερόπτης,/ ανθρώπινη φιγούρα στην σάπια κοιλιά μιας μαϊμούς./ Θ’ απαγχονιστώ πλήρης κλέους στους Αιγός Ποταμούς,/ φυλάκτωρ και κτήτωρ του ύπνου, του ενυπνίου μου επόπτης. [Πράξη υποταγής].Το Ον υφίστατο τας πολλαπλάς μεταμορφώσεις./ Την πρώτ’ ημέρα εγένετο αγγελότατο κουνάβι/ την άλλη ασπάλαξ, υπογείως, χθονίως, ναν κατασκάβη/ τα θεμελιάκια της ζωής. Κάποτε ναν το λυώσης// θέλησες, ως σου εφάνη τρισαπαίσια κατσαρίδα. [Περί ζώου].  
Ο τόνος του σαρκασμού και της παρωδίας, όταν ενεργοποιείται, κάθε άλλο παρά αντηχεί τις νότες ενός ασφαλούς παιχνιδιού. Αυτή η ελλείπουσα ασφάλεια πιθανώς δεν είναι ασύνδετη με την απειλή μιας απροσδόκητης, βίαιης αποκάλυψης ατελώς επεξεργασμένου, σκοτεινού υλικού, από τις νησίδες του εσώτερου χώρου, οι οποίες προεκβάλλουν αλλά και μένουν θαμμένες, γνωρίζουν και δεν γνωρίζουν τις λέξεις, φέρουν και θυμούνται αισθήσεις και παραστάσεις, θα πέθαιναν για να τις ζωντανέψουν. Σε ακραίες περιπτώσεις μιας τέτοιας αυτονόμησης, ο ποιητής κινδυνεύει να μετατραπεί σε έντρομο παρατηρητή της ανάδυσης και της έκφρασης ενός ρηγματώδους, σχεδόν ακατανόητου τόπου απωλειών. Θα βρισκόταν τότε διπλά χαμένος. Ο τόνος του σαρκασμού και της παρωδίας, όταν εκπτύσσεται πάνω σε προσωπικές, πληγωμένες εκτάσεις, είναι, συχνά, ένας αμυντικός τόνος. Αφαιρεί από το αναδυόμενο υλικό μέρος του φυσικού του βάρους, χαλαρώνει τους δεσμούς του ποιητικού σώματος με την μήτρα της γέννησής του, προσπαθεί απεγνωσμένα να πείσει ότι ο ποιητικός λόγος δεν εννοεί την έντασή του, σπεύδει να παραλλάζει και να καλύπτει τις πιο μύχιες δονήσεις της προσωπικής φωνής.                                                                                                 
Μια παρόμοια λειτουργία, με διαφορετικές προεκτάσεις και περιπλοκές, μπορεί να επιτελεί και η συστηματική, πέραν κάποιων ορίων, γλωσσική απόκλιση από το πεδίο της πιο φυσικής, συγχρονικής ομιλίας και γραφής. Η αξιοποίηση γλωσσικών στοιχείων απ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, επίτευγμα που υποστήριξε τους ποικίλους τροπισμούς της ποιητικής έκφρασης του Ηλία Λάγιου και άνοιξε, σε οργανικό επίπεδο, διαύλους επικοινωνίας με το παρελθόν και με το εύρος της ιστορίας, έρχεται, ορισμένες φορές, να δημιουργήσει την αίσθηση ενός ανοίκειου πέπλου, που επενδύει και καλύπτει πυρήνες προσωπικούς, επώδυνους ή και ανελέητους, οι οποίοι, ευρισκόμενοι σε κίνηση ταραχώδη, κοχλάζουν και εγκλωβίζονται μέσα σε μια νέα, άλλου είδους αδιαφάνεια. Πρόκειται για το κράτος μιας πρωτεϊκότητας, μιας δοκιμής και άσκησης, εις το διηνεκές, της δυνατότητας για ανεξάντλητες συνηχήσεις και μεταμορφώσεις της ποιητικής φωνής. Πυρήνες προσωπικοί, σπαράγματα δηλαδή των νησίδων αδιαφάνειας του εσώτερου χώρου, από τους οποίους θα ανέμενε κανείς να υπηρετούν τον σχηματισμό και την λειτουργία της πιο προσωπικής φωνής, πασχίζοντας να λησμονήσουν αλλά και να αναδημιουργήσουν τον εαυτό τους, συντήκονται με θραύσματα του σύμπαντος των φωνών των άλλων, που έρχονται να θαμπώσουν, να ναρκώσουν και να διαμοιράσουν το βάρος της, ούτως ή άλλως, ανεκπλήρωτης και αδύνατης επιθυμίας για μια ταυτόχρονα ζωντανή και άφθαρτη, σωματική και υπερβατική ποιητική φωνή — φωνή ονειρεμένη, που κανείς ποτέ δεν «μιλησάκουσε». Ουδείς με είπεν κάποτες/ την απουσίαν/ της Βασιλείας, ή περί γέψεων ερωτικών/ που εγέναν στάχτη μες στον στόμα [Μουζικούλες]. […] και συνομιλούσα ανέμελα με διάφορους ανθρώπους, άγνωστούς μου μάλλον, και με την πρόοδο της κουβέντας διέκρινα στα χαρακτηριστικά τους πρηξίματα και εξογκώματα και κατόπιν καθολική παραμόρφωση και κρέας σεσηπός και καθώς μ’ έπαιρνε να σκιαχτώ ο πανικός μου μεγεθύνονταν, ως τ’ άπειρο διαστελλόμενος, γιατί πια ήξερα πως πεθαμένος ήμουν, όμοιος και απαράλλαχτός τους. [Πράξη υποταγής]. Εγέρθητι, Προσκυνητή! Έλαβε τέλος η θυμωμένη τάξη του ηττημένου σκοταδιού, έληξεν, επιτέλους, το ενύπνιο από σακατεμένη αφήγηση. Μακρία πολύ ευρίσκεται ο ορίζοντας του φλογισμένου πυρετού να τον εγγίσης [Φεβρουάριος 2001]. Ίνα τι δακρύζης η γραφή μου,/ολίγιστή μου, θεμελιώτρα, μακελεύτρα μου; [Μουζικούλες].
Ο Ηλίας Λάγιος, στο ύψος της λυρικής θέρμης και της αγωνίας, με συναίσθηση και βίωση των φυγόκεντρων, ως προς την έννοια του υποκειμένου, τάσεων της εποχής, αλλά και αρνούμενος να εγκαταλείψει το νόημα και τις ρίζες μιας εκ βαθέων προσωπικής φωνής, αμφισβητώντας την λειτουργία του ποιητή ως αυτόνομης μονάδας ανάδειξης και διάσωσης ενιαίου προσώπου, αλλά νιώθοντας, επίσης, την ανάγκη για μια εστιασμένη ελευθέρωση και μορφοποίηση ενδότερου, μοναδικού υλικού, ταλαντεύτηκε ανάμεσα σε δύο όχθες. Ο ποιητής ο οποίος κατέθεσε ψηφίδες εσωτερικότητας, τιθασεύοντας και θέτοντας, συχνά, στην υπηρεσία της ποίησής του δυνάμεις αποδιοργανωτικές και εξαρθρωτικές, είναι ο ίδιος που συχνά έθραυσε την φωνή του, αφήνοντας κομμάτια της να αφομοιωθούν από ένα πλήθος φωνών μακρινό, πλήθος που συνεχώς τον πλησίαζε αλλά και απομακρυνόταν, που τον αναγνώριζε αλλά και δυσκολευόταν να τον θυμηθεί, που συνομιλούσε μαζί του όμως ενίοτε αδυνατούσε να τον κατανοήσει. Αυτή η δύσκολη, αμφίθυμη συγγένεια, παρά τους κινδύνους, δημιουργεί τους όρους για μια διαφορετικού είδους συγκίνηση, συγκίνηση που γεννιέται ακριβώς μέσα στην αγωνία της εν λόγω ταλάντευσης και, επίσης, μέσα στην κάθε στιγμή όπου ανασαίνει και διακρίνεται το πιο προσωπικό στοιχείο της φωνής του —όπως αυτό υπάρχει ή όπως θα μπορούσε να υπάρξει— το οποίο σκορπίστηκε για να επανακτάται, σε μια αέναη κίνηση των πολλών παρά του ενός, ως υλικό κοινής μοίρας, οικείο και ανοίκειο μαζί. Συγχρόνως, η ποιητική φωνή καταφέρνει, ως έναν βαθμό, να ανασυγκροτεί προσωπικό στοιχείο και αρκετά πιο έμμεσα, εγείροντας, δηλαδή, τις πιο ειδικές ερωτήσεις καθώς και μια συνολικότερη προβληματική, οι οποίες αφορούν στο γιατί και με ποιον τρόπο η ίδια απομακρύνθηκε από τον εαυτό της, γιατί και με ποιον τρόπο αμφισβήτησε την δυνατότητα της ενότητάς της, γιατί, πώς και υπό ποιους όρους κλιμάκωσε την διάσπασή της και αφομοίωσε μέρος των φωνών των άλλων, αναζητώντας και δημιουργώντας ένα πολυσχιδές, μεικτό, νέο σώμα. Μαζί με τον τρόμο μιας έλξης, προς την μήτρα της ποιητικής φωνής, συνθλιπτικής, με εκλάμψεις απόπειρας πυρπόλησης της ερημιάς και της αφωνίας, καταφάσκοντας προς την ζωή και την ποίηση πάνω στα συντρίμμια της ζωής και της ποίησης, δεν σταματά ν’ ακούγεται ο σπαραγμός για μια πραγματική, εκ σπλάγχνων συνομιλία, ο σπαραγμός για λύτρωση και για απέραντη ελευθερία. Κανείς δεν μπορεί να διαβεί αυτές τις εκτάσεις χωρίς, ουσιωδώς, να προβληματιστεί.
Ιδού, λοιπόν εγώ, φτασμένος/ εκεί που σώθηκαν τα νιάτα μου. Μην έχοντας/  τίποτε για δικό μου, μην κατέχοντας/ καν υλικά αγαθά. Ν’ αναλογίζομαι το τίμημα/ της άλλοτε χαράς […] διώξ’ τον τον τρόμο, πετροβόλα τον τρόμο,/ τούτο το κακάσχημο, τούτο το ασουλούπωτο,/ το μεγαλόκορμο θηλαστικό. […] Η νεραντζούλα,/ δες την, ασάλευτη,/ στον τόπο που την άφησες. Και το απροσδόκητο κοτσύφι/τ’ ακούς να τιτιβίζη,/ κι είναι αυτό το ίδιο, το παλιό. Όμως το γκρίζο πατρικό σου/ αφάνεια, γκρίζος κουρνιαχτός. […] Εσχατότατες μορφές/  συμπλέκονται στην άκυρη στιγμή./ Λιώνουνμορφέςσυγχέονται. […] Ω, δεν υπάρχει/ το θέλημά σου γενηθήτω, υλακή σκυλιού, ω, δεν υπάρχει κάτι/ να μοιάση οδός διαφυγής. [Μουζικούλες]. Έχουν προηγηθεί, λίγα χρόνια πριν, τα λόγια μιας λαβωμένης και παθιασμένης, ανησυχαστικής γυναικείας μορφής. Μέσα σ’ έναν δραματικό φαύλο κύκλο, έρωτα και θανάτου, δημιουργίας και καταστροφής, οι λέξεις της θα επιστρέψουν ως ηχώ από το παρελθόν, για να εισέλθουν στο παρόν της προαναφερθείσας ποιητικής «πράξης», υποβάλλοντας και υπενθυμίζοντας την κραταιά αγωνία και επιθυμία, δείχνοντας πλέον, σήμερα, εξακολουθητικά προς το μέλλον. Με αιμάτινα χείλη, σώζοντας και σκοτώνοντας: Πήρα φωνή —μ’ ακούς;— φώναξα. […] Δεν υπάρχει/ το θέλημά σου γεννηθήτω, καν η φωνή σου/ υλακή σκυλιού, ω, δεν υπάρχει κάτι/ να μοιάσει οδός διαφυγής. […] Ιδού λοιπόν εγώ, φτασμένη/ εκεί που σώνονται τα νιάτα μου. Μην έχοντας/ τίποτε το δικό μου, μην κατέχοντας/ υλικά αγαθά. Ν’ αναλογίζομαι το τίμημα/ της προηγούμενης χαράς. […] Παράξενο, παράξενο πολύ να συνδιαλέγεσαι/ με τους νεκρούς […] Κι ο θάνατός σου, αγάπη μου,/ θα ’ναι περίλαμπρος και θα ’ναι ένα τετράγωνο/ εγκλωβισμένο σ’ έρωτα αθάνατο./ Σου επιστρέφω την φωνή σου. [Η ιστορία της Λαίδης Οθέλλος].

Ο Αλέξανδρος Μηλιάς (γέν. 1982) είναι ποιητής

Τιμολέων Μπατσαούρας, she Past away, 2012, ψυφιακό έργο, 40 x 50 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: