24/5/15

Το ανεπίδοτο της γενεαλογίας

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΕΔΑΚΗ

Σολομών Μουστάκας, Phenotype I, 2012, σίδερο και ακρυλικό, 265 x 220 x 180 εκ. 


Ο μυθολογικός κόσμος του Ηλία Λάγιου διατρέχεται από αγοραίες αφηγήσεις, πάθη, ερωτοτροπίες και θρησκευτικές ρήσεις. Ένας κόσμος ακούραστης ποιητικής, όπου η ωμότητα της γλώσσας μετουσιώνεται μέσα στο αλάτι της λογοτεχνικής ιστορίας· ένα πεδίο που συνθέτει και συμπυκνώνει το απροσπέλαστο της γενεαλογίας, το ανεπίδοτο μήνυμά της. Το ανεπίδοτο όλων των μηνυμάτων.
Εν τέλει απέβαλεν. Χάιδεψα το προϊόν. Ήτο
γλοιώδες και αισχρόν. Πυορρούσεν. Το κατέταξα
στα ανόσια άστρα
Οι στίχοι του υφαίνουν ένα σύγχρονο θεογονικό αμάλγαμα. Αποδίδουν μια δομή που ιδρύεται μέσα από την ανοσιότητα και σταδιακά αποκρυσταλλώνεται ως ιερή. Κατά αυτόν τον τρόπο ανακύπτει στον Λάγιο η ποιητική υπερβατικότητα της χυδαιότητας, μέσα από ένα μείγμα γλωσσικού υλισμού και ζοφερού λυρισμού που παραπέμπει ευθέως στον Georges Bataille. Η ευτελής, και ενίοτε κοινότοπη, εικονογραφία, αναμιγνύεται εδώ με σημαίνοντα όπως η θυσία, το ιερό και η κυριαρχία. Η ευτέλεια κομίζει την ανανέωση του λόγου και την προσαρμογή του στην σύγχρονη εμπειρία. Η ενασχόληση με τα μυθικά ταμπού μετέρχεται μια πολύτροπη νόηση, τυπική της ποιητικής διάστασης του bricoleur, όπως αυτή περιγράφηκε από τον Claude Lévi-Strauss και αργότερα μετεξελίχθηκε από τον Michel De Certeau. Τα στοιχεία αυτά φέρνουν αναπόφευκτα στο νου τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ο Λάγιος ωστόσο, καταστατικά αντι-οιδιποδιακός, αντιτάσσεται στο μνημείο του προκατόχου του: ανακατεύει όλες τις μορφές και τις αναφορές, ακυρώνοντάς τες και εγκαθιστώντας τη δική του γλώσσα πάνω στα ερείπιά τους. Η ποίησή του δεν παραμένει πιστή στην εμπειρίκια παράδοση, όχι γιατί δεν παρουσιάζει θεματολογικές συνάφειες τέτοιες εμφανίζει αρκετές. Σε μια λεπτή προσωδιακή ανάλυση όμως διακρίνεται σαφώς η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο, η οποία έγκειται κυρίως στην απόλυτη απουσία ηρωισμού στο έργο του Λάγιου. Ο Λάγιος σε αντίθεση με τον Εμπειρίκο που διακατέχεται από φουτουριστικά λιβιδινικά οράματα και ουτοπικές εξάρσεις, παραμένει πάντοτε αυτοσαρκαστικός και καταραμένος· πανηγυρικά θλιμμένος μέσα στους θριάμβους του και πανηγυρικά εξαίσιος δοξαστικός μέσα στις ήττες του, δηλαδή ένας τυπικός αντι-ήρωας.

Η γενεαλογία του μύθου, έστω και αποδιαρθρωμένη, επανέρχεται στο έργο του ταυτόχρονα ως θέμα και ως φόρμα. Κάθε φορά επανευρίσκεται και μονίμως διατρέχεται από μια ιλιγγιώδη αιμομικτική σύγχυση, η οποία επιβεβαιώνεται διαμέσου της σύνθετης γραμματολογικής διαναφορικότητας: μια καταγωγική σχέση που τον εξωθεί σε παραληρήματα και θολώσεις, σε ένα θάμπωμα που οφείλεται τόσο στην επιρρέπειά του στην αρχιτεκτονική και την ιστορικότητα της γλώσσας, όσο και στην ίδια του την εξαιρετική ικανότητα να διασχίζει τις πηγές, να αναπαράγει και να αναδιοργανώνει ετερογενείς ποιητικές διαλέκτους. Εξάλλου για τον Λάγιο η ιστορική λογοτεχνική παρακαταθήκη δεν αποτελεί μνημείο, συνιστά ζωντανό υλικό. Με αυτό συνδιαλέγεται και το μεταπλάθει.
Έτσι ευλογήθηκα μια νύχτα του Δεκέμβρη αξημέρωτη·
σαν από λήθαργο και ξύπνησα μες στην καρδιά της Ιστορίας.
Αυτό το σκοτεινό τρεμάμενο υλικό, της ιστορίας και του μύθου, αναδύεται ως θραυσματική εικόνα που μιλά για το σύγχρονο οντολογικό δράμα. Η Ελένη, που τόσο απασχολεί τα κείμενά του, δεν είναι μόνο η μυθική Ελένη της ομηρικής εποποιίας αλλά –κυρίως– μια προσωποποιημένη εκδοχή της διαφωράς: μια συνεχώς διαφεύγουσα και διαβλητή προέκταση του διανοητού κόσμου, όπου το νόημα και τα πρόσωπα είναι ασταθή, μεταβάλλονται, γλιστρούν μέσα στη ρευστότητα των σημαινόντων, ανταλλάσσονται, τελούν υπό διαρκή μετατρεψιμότητα. Η Ελένη, στοίχημα εκ των προτέρων χαμένο, εξακολουθητική ματαίωση, αιωνίως καταργημένη και την ίδια στιγμή ακυρωτική, συνιστά κάποιο ήδη αποποιημένο αντικείμενο, ένα πρωταρχικό σημαίνον ελλείψει του οποίου ο κόσμος εξωθείται σε οριστική και ανεξέλεγκτη διάσπαση. Ίσως η Ελένη σηματοδοτεί τελικά την μορφοποίηση της σωρευτικής βίας των απαγορεύσεων, ίσως η Ελένη στον Λάγιο δεν είναι παρά μια Αντιγόνη.
Υπόσχομαι, το λοιπόν, ένα ποίημα με ιστορικότητα σάμπως, μόνο που σαν κέρμα ιδρωμένο απ’ το χέρι απαλά θα κυλά,
κι εγώ, παρακαλώντας σιγανόφωνα, το ποίημα στα παράπλευρα δρομάκια με αποθυμιά θ’ αναζητώ,
απ’ τον υπερσυντέλικο αρχίζοντας και φθάνοντας μέχρι τον άκρο μέλλοντα,
που ‘ναι ο πιο καθοριστικά τετελεσμένος.
Ελένη, Ελένη, απ’ της Σελήνης το ολοδρέπανο,
από του σέλαος την εκλαμπρότητα, απ’ το ελελεύ των πανταχόθεν,
καταστροφή παντός του συνήθους, Ελένη πικραγάπη, μοναγάπη μου,
την ιστορία της Ιστορίας θα ξαναπώ, με κόλπα της διαλέκτου μου.
Η Ελένη και ο Ελπήνορας του Λάγιου δεν είναι απλώς φιλτραρισμένοι μέσα από την ποίηση του Σεφέρη (ίσως και του Σινόπουλου), είναι γαλουχημένοι μέσα στη συνθήκη της μετανεωτερικότητας και της μεταπολιτευτικής κρίσης, της κρίσης των ταυτοτικών παγιώσεων και σταθερών. Η Ελένη του ακροβατεί μεταξύ ωραιότητας, καταστροφής και αυτοκαταστροφής. Μια Ελένη που συμβαδίζει αρμονικά δίπλα στον απερίσκεπτο ναύτη Ελπήνορα, τον ομηρικό αντι-ήρωα που έχει μετοικήσει οριστικά στην νεωτερική ποιητική και υποθάλπεται υπολειμματικά στη σύγχρονη σκέψη. Στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό περιβάλλον, η μυθική μέθοδος μετατρέπεται σε μια διαβρωτική ορμική επιθυμία, ένα έκρυθμο και απειλητικό λιβιδινικό πλεόνασμα που ανακατανέμει και μεταπλάθει τα εννοιολογικά ορόσημα της ποίησης: μια απελπιστική ζωτικότητα που σφύζει και ασφυκτιά, που εκλύεται καταλύοντας κάθε κανόνα και κανονικότητα, κάθε αρχή, κάθε τάξη, τελικά μια ζωτικότητα που απειλεί το πνεύμα του ίδιου του συγγραφέα.
Η υφολογία του Λάγιου βρίθει από διασταυρώσεις ασύμμετρων θέσεων: η ταλανιζόμενη ζωή και ο αντι-ηρωισμός των μποέμ, το έπος, το σονέτο, οι χριστιανικές γραφές, το ευφυολόγημα, η ποίηση-ντοκουμέντο της παρέας. Τα στοιχεία αυτά συναρτούν μια προσωπική μυθολογία, η οποία αφήνει το ίχνος μιας ολόκληρης εποχής, σαν ιδιόμορφη ηθογραφία. Το έργο του μπορεί να αποτιμηθεί στην διακειμενική του διάσταση, ως σύνολο, ως γλωσσικό πλέγμα. Η διακριτή πληθωρική γραφή και η ενίοτε γκροτέσκα θεματολογία ορίζουν το γραμματολογικό διακύβευμα στο οποίο αφιερώθηκε, ως αντικείμενο αμιγώς μεταμοντέρνο. Ένα αντικείμενο του οποίου τυπικό χαρακτηριστικό είναι η μετατρεψιμότητα του νοήματος ανάλογα με το επίδικο ζήτημα που κάθε φορά προκρίνεται.
Είπε ο τραγικός: Να κρεμαστείς σ’ ένα κελί, αυτό είναι το εύκολο.
Μα που κρεμάστηκα σαν ματωμένη νύχτα έχω ανθίσει.
Ο κόσμος είναι για να τον ξεχνάς, να σε ξεχνά και μόνος να πεθαίνεις.
Μέρες του ’77, η Αντιγόνη είμαι, η δικιά σου κάποτε γυναίκα.
                                             Το κανένα.
Με αυτούς τους στίχους –που είναι αφιερωμένοι στη μνήμη της Gudrun Ensslin–, ο ποιητής ανατρέχει στον μύθο ώστε να μιλήσει για την κατακρήμνιση του ριζοσπαστικού αγωνισμού των άκρων και να αναφερθεί στην πολιτική σκηνή των πολιτικών κρατήσεων και τη μετέωρη ενδεχομενικότητα που συνεπάγονται οι πολιτικές αντινομίες. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο εδώ σκιαγραφεί τη συγκυρία του τέλους του 20ού αιώνα. Το αδιέξοδο περιγράφεται με όρους μιας αδιαφοροποίητης παράταξης, ενός αποσιωπητικού λόγου που ενσωματώνεται μέσα σε συντομογραφίες και σε σημεία στίξης. Η εξάρθρωση του πολιτικού ορίζοντα και η ακύρωση των μεταπολιτευτικών προσδοκιών, συνοψίζονται περιεκτικά. Αυτή η μεθόριος τού επιτρέπει την απαρίθμηση των λογοτεχνικών σημαινόντων που συνέστησαν το προσωπικό του λεξιλόγιο.  
ω, πλέον δεινό μου, δειλό μου θανατάκι:
Ηλίας Λάγιος· κράτα το για πάντα
(την ύστατη ώρα θα κρατούν αβάντα
στίχοι Κάλβου, Καβάφη, Καρυωτάκη)·
Στο τελευταίο βιβλίο του, Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία, ανθολογούνται αποσπάσματα χριστιανικών κειμένων τα οποία υφαίνονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε σχηματίζουν ένα ιδιοποιημένο κειμενικό συνεχές, μια ιδιόλεκτο θρησκευτικής απεύθυνσης, μια δική του απολογία και έκκληση άφεσης. Το ύστατο έργο του συναρμόζει λειτουργικά και πατερικά χωρία, λόγους που ολοκληρώνουν το πρόγραμμα της γραμματολογικής αφομοίωσης του ποιητή. Περνά έτσι, προγραμματικά δηλωτικά, από το ποίημα-ντοκουμέντο στη μεταμυθοπλασία, δηλαδή σε μια παράλληλη και ανάλογη μέθοδο με αυτή της μεταμοντέρνας πεζογραφίας της εποχής μας. Το έργο του αναδύεται ως πεδίο γλωσσικής απο-επένδυσης και επανανοηματοδότησης, πεδίο αποκρυστάλλωσης μιας υφολογίας που προϋποθέτει έναν πολυεπίπεδο αναστοχασμό. Το τραύλισμα της ποιητικής του Ηλία Λάγιου διαμορφώνει μια σχιζοειδή ζωτική γραμματική και αποτελεί σήμερα μια μειονοτική δημιουργική κριτική. 

Η Ευαγγελία Λεδάκη είναι κοινωνική ανθρωπολόγος και επιμελήτρια εκθέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια: