11/4/15

Οίκοι

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΑΛΑΒΕΡΑ

1956. Μεγάλη Πέμπτη
Ο πατέρας της, υποψήφιος αποτυχών βουλευτής, και, πολιτευτής γενικώς, διατηρούσε καφεκοπτείο,
αποτυχών και ως έμπορος (τότε ο καφές στο χρηματιστήριο ήταν δεύτερος μετά τον χρυσό). Η εισαγωγή του καφέ και της ζάχαρης από τον πόλεμο και μετά άνθισαν ποικιλοτρόπως, άλλοτε τιμίως και άλλοτε ατίμως υπό την σκέπην του εκάστοτε υπουργού εμπορίου.
Διατήρησε δύο καφεκοπτεία με την γερή χρηματική βοήθεια του πρώην συνεταίρου του Εβραίου, τον οποίον οι γνωριμίες της μητέρας και του πατέρας της με τους Εγγλέζους, κατά την διάρκεια διώξεων των Εβραίων, της Θεσσαλονίκης, τον είχαν διασώσει με την εισαγωγή του στο Άγιον Όρος μαζί και με άλλους Εβραίους. Ψιθυρίζεται ακόμη ότι τα έλεγαν συχνά πυκνά, μόνον μεταξύ τους οι τότε, Ραβίνος της Θεσσαλονίκης και ο Πρωτεπιστάτης του Αγίου Όρους. Αλήθεια α-θησαύρητης ζωής μόνον με ψιθύρους.
Ο Σολομών Ρ., ευγνώμων, ξεπλήρωνε το χρέος ζωής του προς τον πατέρα της με τρυφερότητα και με αρκετά χρήματα. Το κατάλαβε η μικρή, γιατί πού τα βρήκε ο πατέρας να κάνει το πρώτο τεράστιο μαγαζί, κόσμημα μέσα στη Θεσσαλονίκη; (πως να κρυφτείς απ τα παιδιά,/ έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν, όλα, λέει ο Σαββόπουλος). Και οι δικοί της όλο κρυβόντουσαν, μα δεν της ξέφευγε τίποτα.
Ο Σολομών τα συζητούσε αργότερα με την δημογεροντία των επαγγελματοβιοτεχνών Χριστιανών κι Εβραίων της οδού Αγίου Μηνά, όπου τώρα το Εβραϊκό Μουσείο. Ωστόσο ποτέ δε μίλησε για τα χρήματα. Το συμπαθούσε το παιδί του παλιού συνεταίρου του που χωνόταν για να μάθει, να μάθει, κι αυτός γινόταν γλαφυρότερος στην αφήγησή του, μέσω της οποίας ένας I.N.G Ενεστώς διαρκείας.

Οι γονείς δεν ήσαν παντρεμένοι. Ο πατέρας αλύτρωτος, η πρώτη γυναίκα του δεν του έδινε διαζύγιο, μα έλα που ως φιλόδοξος μικροπολιτικός, υποψήφιος βουλευτής στο “Κόμμα των Εργαζομένων” του Μπερνίτσα, (το κόμμα το αναφέρει ο J. Meynaud, με την συνεργασία των Π. Μερλόπουλου και Γ. Νοταρά: “Οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδος”) και, πάντα, αποτυχών, είχε πάρει από νωρίς την κάτω βόλτα, και η μητέρα της, μιας σπάνιας κουλτούρας όμορφη γυναίκα, μία Αλίντα Βάλι σε διαρκή ερωτική μελαγχολία με την άσπρη λίγο λερή, ίδια, καμπαρντίνα στον “Τρίτο άνθρωπο”, έκανε μαζί του τρία παιδιά, ώσπου έγινε μια εξαρτημένη, ξευτελισμένη ing -στον ενεστώτα διαρκείας- Διάρκεια
Αυτή, έτσι, ήταν η μητέρα της και τώρα πριν λίγους μήνες που ξανασυναντήθηκαν μάνα και κόρη,
είναι η μητέρα της,/ υπόχρεη, κοκκινομάλλα, αδύνατη, πολύ χλωμή,/ αλαβάστρινη απ τον καιρό του πολέμου/ απόξενη, απομονωμένη/ όμως χωρίς προσωπείο καταθλιπτικού, κυρίως χωρίς τροχοπέδες συστήματος./ Τη ρώτησε μετά από χρόνια, καλά γατί τέσσερα παιδιά; Απάντησε γενναία, χαμηλόφωνα: “γλυκάθηκα”. Άκου, γλυκάθηκε. Η Ν. όταν της είχε πει: “ποιός δεν θα το ήθελε/ να ήταν στη θέση της;”
Φυσικά, το πρόγραμμα ρύθμισης ενθουσιασμών/ δεν την ενέταξε στον διακριτικό,/ αλλά στον απόλυτο έλεγχο ώσπου/ να γυρίσει στο χιόνι, βαδίζοντας/ αργά ακολουθώντας την ίδια διαδρομή,/ όπως η επιστροφή κλωθογυρίζει μες στα σπλάχνα, στροφή,/ και πάλι επιστροφή,/ σα μια γενική θεωρία, για την αντιμετώπιση της ύφεσης – διαρκείας
Η νεαρή κοπέλα σπούδαζε στο καθολικό σχολείο του Αγίου Βικεντίου, όπου τα μισά μαθήματα γινόντουσαν απ' τις αδελφές του ελέους. Μεγάλη Πέμπτη του 1956 βοηθούσε στο μαγαζί τον πατέρα της, νευρικός πηγαιν-ερχόταν, δεν της μίλαγε κι αυτή σιωπούσε, περίμενε, με ελεγχόμενη τη σιωπή της να δει τι θα έφερνε η μέρα. Με την αναδουλειά, κατέρρεε. Της ζήτησε να μείνει λίγο να πάει, κάπου...κι όταν έρθει “μία” ... να της πει ότι πήγε σε κάτι επείγον και να τον περιμένει, θα έρθει. Η “μία” ήρθε, μες στα μαύρα με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, αυτός δεν ερχόταν. Μεγάλη Πέμπτη. Της μικρής δεν της είχε αρέσει η σκληρή πένθιμη ενδυμασία μιας προχωρημένης υστερίας./ Τώρα συχνά αναρωτιέται πως θα είναι το ένδυμα μετά την καταστροφή; Αργότερα έμαθε ότι ήταν η πρώτη φορά που θα του έδινε το πολυπόθητο διαζύγιο, χρειαζόταν χρήματα για την αγορά ενός διαμερίσματος, κι ο πατέρας, ίσως... πάλι ο Σολομών...“Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός”.
Λες και πάνω στα κεφάλια πλησίαζε ένα μαύρο σύννεφο κάτι, σαν ατμοσφαιρικός σεισμός από πάνω από ψηλά, που έκρυβε πολλά. Ερχόταν από έναν ενεστώτα διαρκείας, ένα κάτι, το κάπου, μιά μία, εν τω μέσω του χλιαρού απογεύματος. Συγκεκριμένα πράγματα; Αλλά το: εγώ, τι έφταιγα; κι ο Οίκος:“Τι ραθυμείς, αθλία ψυχή μου;/ τι φαντάζει ακαίρως μερίμνας αφελείς; τι ασχολείς προς τα ρέοντα; εσχάτη ώρα έστιν απ' άρτι, και χωρίζεσθαι μέλλομεν των ενταύθα. έως καιρόν κεκτημένη, ανάνηψον κράζουσα. Ημάρτηκά σοι, Σωτήρ μου. Μη εκκόψης με, ώσπερ την άκαρπον συκήν, αλλ' ως εύσπλαχνος, Χριστέ, κατοικτίρησον, φόβω, κραυγάζουσαν. Μη μείνωμεν έξω του Νυμφώνος Χριστού.
Ήρθε λοιπόν “αυτή”, και με ρώτησε: Ξέρεις ποιά είμαι; Δεν απάντησε, γνώριζε ή δεν ήξερε; Είμαι η γυναίκα του πατέρα σου. Δεν απάντησε. Πού είναι αυτός; Θα έρθει; Δεν απάντησε. Πες του ότι ήρθα και δεν ήταν. Έτσι; Όχι κι έτσι, είπα, μέσα μου. Έτσι;
Ο πατέρας επέστρεψε. Ήρθε “μία”; Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Δεν ήρθε; Σήκωσα τους ώμους. ΄Οχι, δεν ήρθε. Επιστρέψαμε στο σπίτι αμίλητοι. Χώθηκα στο κρεββάτι. Δε σηκώθηκα ούτε τη Μεγάλη Παρασκευή, ούτε το Μεγάλο Σάββατο. Με ρωτούσε: Τι έχεις τώρα; Δεν μιλούσα. Σκεπασμένη με την κουβέρτα ως τα μάτια. Δεν ήρθε αυτή; Δεν απαντούσα. Δεν απάντησα ποτέ, τι; Μεγάλη Πέμπτη 1956. Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου και ενέδυσάν με με χλαμύδα κοκκίνην. ΄Εθηκαν επί την κεφαλήν μου στέφανον εξ ακανθών και επί την δεξιάν χείρα έδωκαν κάλαμον, ίνα συντρίψω αυτούς ως σκεύη κεραμέως.

1989. Μεγάλη Παρασκευή
΄Ωρα Ενάτη ψαλμός ΞΗ (68). Σώσον με ο Θεός, ότι εισήλθοσαν ύδατα έως ψυχής μου. Ενεπάγην εις ιλύν βυθού, και ουκ έστιν υπόστασις. ΄Ηλθον εις τα βάθη της θαλάσσης και καταιγίς κατεπόντισέ με.
Το εμφύλιο σώμα της οικογένειας θα διαλυόταν, σαν ένα σύννεφο που γύριζε γύριζε γύριζε στον ουρανό κι ακόμα πιο ψηλά. Την προηγούμενη μέρα Μεγάλη Πέμπτη ήρθε στην υπηρεσία που δούλευα η τότε “μία” με μία φίλη της. Σηκώθηκα και τις χαιρέτησα. Η τότε “μία” ίδια μαύρα ρούχα, μαύρο μαντήλι. Ήθελε εξυπηρέτηση για τη φίλη της. Πήγα στον στριφνότερο συνάδελφό μου και έδειξα τα χαρτιά. Συμπλήρωσα ό,τι χρειαζόταν και γύρισα στις δύο-μία'. Θα περιμέναμε λίγο, να κεράσω έναν καφέ; Όχι ΄Οχι. Καθίστε, δεν θ αργήσει. Και τι σου είναι οι συνάδελφοι, έμπαιναν έβγαιναν και αναρωτιόνταν πίσω από την πλάτη των γυναικών, ποιές ήταν και γιατί τις εξυπηρετεί ο στρίφνας; Ο στρίφνας δεν κατάλαβε τίποτα, ούτε έβγαλα λέξη, αλλά μάλλον μαγεύτηκε από την τεχνική της γληγοράδας. Από την μηχανισμό γρηγοράδας. Πως βλέπεις σήμερα τα παλληκάρια και τα κορίτσια τζιπάκια να τρέχουν, ενώ σ 'εσένα κατακάθονται κινητικά προβλήματα;
Πήγα δίπλα τής “μίας του τότε” κι αυτή άρχισε να μου διηγείται για το αγόρι της που πέθανε βρέφος, ξέρεις την ιστορία; Έγνεψα καταφατικά. Σου την είπαν; Όχι. Πως να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα. Η μαυροφορεμένη απόρησε. Μα ποιός; Μόνον αυτή δεν ήξερε ότι έβαλαν στην συμβολαιογραφική πράξη του εξωγάμου τέκνου την ημερομηνία γέννησης μου, την ημερομηνία γέννησης του ετεροθαλούς πεθαμένου αδελφού μου. Πώς το έμαθα; Μα τα παιδιά έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα. Δ.Σ. Διονύση Σαββόπουλε, Διοικητικό Συμβούλιο,
Δημοτικό Συμβούλιο.
Ήρθε ο στρίφνας, έφερε τελειωμένη τη δουλειά. Ευχαριστίες, κλπ, πάντα ήσουν καλό παιδί, μου έλεγε. Καθώς της έδινα το χέρι, την τράβηξα πάνω μου, έβαλε το κεφαλάκι της στο βαθούλωμα της ωμοπλάτης μου, αγκαλιαστήκαμε σα να ήμουν η μάνα της κι αυτή το παιδί μου. Της έτριψα την πλάτη, έκλαιγε σιωπηλά, και της ψιθύρισα, μη στενοχωριέσαι μάνα. Και χώθηκε πιο βαθειά κλαίγοντας. Έλα. Έμαθα ότι μετά λίγο καιρό πέθανε.
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής του 1989, μέσα μου την αποκαλούσα μάνα. Όχι μάνα-μου,
μάνα, και ήταν η “μία” τότε, μάνα. Έκλαιε πικρώς η πανάμωμος μήτηρ σου, Λόγε, ότε εν τω τάφω εώρακέ τον άφθαστον και άναρχον Θεόν. Άξιον εστί.

2014. Μεγάλο Σάββατο
Με μια βαριά ίωση, τρέμοντας από ρίγη, ξάπλωσε, ξημέρωμα Κυριακή του Πάσχα. Το ένα πάπλωμα το γύρισε στο σώμα της μα δε μπορούσε να πάρει και το δεύτερο να σκεπαστεί. Έτρεμε. Δεν είχε δύναμη ν' απλώσει το χέρι της να πάρει το σκέπασμα. Δίπλα της, με την άσπρη λίγο λερή καμπαρντίνα ίδια που φορούσε η Αλίντα Βάλι στον “Τρίτο Άνθρωπο”, η μητέρα της, χλωμή αλαβάστρινη, άφθαρτη, σύννεφο καπνισμένο. Την ένιωσε, ησύχασε, έκλεισε τα μάτια σε βαθύ ύπνο.

Το πρωί ξύπνησε ζεστή κι ανάλαφρη και το δεύτερο πάπλωμα γυρισμένο μέσα στην πλάτη μου. Ο Άδης φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω./ Επικράνθη και γάρ κατηργήθη./ Επικράνθη/ και γαρ ενεπαίχθη./ Επικράνθη, και γαρ καθηρέθη./ Επικράνθη, και εδεσμεύθη./ ΄Ελαβε σώμα και Θεώ περιέτυχεν. ΄Ελαβεν γην και συνήντησεν ουρανώ.

Χωρίς τίτλο,  2014,  λάδι σε καμβά, 180 x 180 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: