11/4/15

Εκ Δυσμών το Φως;

Προδημοσίευση από το βιβλίο Εξελληνισμός και Οριενταλισμός στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέσα 19ου - αρχές 20ού αιώνα, που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου στις 15 Απριλίου

Χωρίς τίτλο,  2012-2013, λάδι σε καμβά,   210 x 245 εκ.


ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΕΞΕΡΤΖΟΓΛΟΥ

Η μελέτη αυτή διερευνά τις σχέσης «Δύσης-Ανατολής» στα πολιτισμικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συσχετίζοντας ζητήματα που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ίσως διαφορετικής τάξης, όπως η επιδοκιμασία της δυτικής τεχνολογίας και των δυτικών θεσμών, τα εκπολιτιστικά προγράμματα του ελληνικού εθνικισμού και οι οριενταλιστικές αποτυπώσεις της Ανατολής. Η «Δύση» και η «Ανατολή» μπορούν να κατανοηθούν μόνο στη σχέση τους, στη βάση συγκροτημένων λόγων, όπως ο οριενταλισμός και ο εθνικισμός που διαμόρφωσαν με διαφορετικούς τρόπους το νόημα αυτής της συμβολικής γεωγραφίας. Οι όροι αυτοί αποτελούσαν μέρος των γενικεύσεων που ήσαν σε χρήση κατά την περίοδο του 19ου αιώνα μέσα στα εγγράμματα αστικά στρώματα. Τα δρώντα υποκείμενα και οι συλλογικότητες της εποχής διαχειρίζονταν τους λόγους αυτούς για να διαμορφώσουν τα σχέδιά τους, να καταγράψουν την εμπειρία τους και τις προσδοκίες τους,  τελικά για να μιλήσουν για τους «άλλους» και τον εαυτό τους σε εποχές κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού. Η σχέση Δύση-Ανατολή δήλωνε πάντα μια διαφορά, είτε με την έννοια που έδινε σε αυτήν ο οριενταλισμός,  είτε με την έννοια της απόστασης που θεμελίωσαν τα εθνικά αφηγήματα. [….] Ειδικότερα για την ελληνική περίπτωση η άρνηση της «Ανατολής» αποτελούσε τη συνθήκη συγκρότησης της ελληνικής εθνικής ιδέας.
Η «Ανατολή» μπορούσε να γίνει αντικείμενο επίκλησης ή σημείο αναφοράς μόνο ως εξελληνισμένη και αποκαθαρμένη από «ξένα στοιχεία» και μόνο στο μέτρο αυτό μπορούσε να συνδεθεί με μια εθνική παράδοση και να αποτελέσει αντικείμενο υπεράσπισης απέναντι στη «Δύση» και τις διαβρωτικές συνέπειες της επιρροής της. Αλλά αυτή η πρόσληψη της «Ανατολής» ήταν η ίδια προϊόν εσωτερίκευσης δυτικών λόγων. […] Η επισήμανση της διαφοράς της «Ανατολής» από την «Δύση» είχε ως αφετηρία την αναγνώριση των ελλειμμάτων της πρώτης σε σχέση με την τεχνολογία, την οικονομική οργάνωση και την εκπαίδευση. Η «αμάθεια» και η «καθυστέρηση» της «Ανατολής» αποτελούσαν μέρος μιας δυτικής γλώσσας  που εσωτερικεύτηκε από δρώντα υποκείμενα στην «Ανατολή» στην αναζήτηση μετασχηματισμού της ίδιας τους της κοινωνίας. Στο σημείο αυτό η «Δύση» αποτέλεσε ένα πρότυπο προς μίμηση καθώς συμπύκνωνε μια τεχνολογική, οικονομική και στρατιωτική δυναμική ταυτόχρονα με την καλλιέργεια των γραμμάτων και την παιδεία. Η ισχύς των δυτικών κρατών εμφανιζόταν να θεμελιώνεται σε αξίες και πρακτικές που η «Ανατολή» όφειλε να υιοθετήσει. Από την άλλη πλευρά μια τέτοια προοπτική έθεσε εκ των πραγμάτων το ζήτημα της «μίμησης». Όφειλε η «Ανατολή» να ακολουθήσει τη «Δύση» γενικά ή υπήρχε κάποιο σαφές όριο μετά από το οποίο η «μίμηση» αυτή δεν θα ήταν επωφελής; Το ερώτημα αυτό δεν ήταν ουδέτερο αλλά τέθηκε στη βάση της επίδρασης του εθνικισμού και της εθνικής ιδέας που θεμελιωνόταν σε μια αντίληψη  αυθεντικότητας και μοναδικότητας των εθνικών πολιτισμών. Αν και η εθνική ιδέα είχε καθαρά δυτική αφετηρία η εσωτερίκευσή της στην Ανατολή είχε ως αποτέλεσμα την αναζήτηση της διαφοράς με τη Δύση και την δυτική ιστορική εμπειρία. Ο ελληνικός εθνικός λόγος –όπως και ο  βουλγαρικός, ο ρουμανικός, ο σερβικός και αργότερα ο τουρκικός– τοποθέτησε την εθνική αφετηρία σε ένα παρελθόν που προγραμματικά ήταν μοναδικό και επομένως σε απόσταση από την δυτική ιστορική τροχιά. Στην ελληνική περίπτωση η ενσωμάτωση της κλασικής αρχαιότητας στο αφήγημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού καθιστούσε την διατύπωση αυτής της απόστασης περισσότερο σύνθετη υπόθεση αλλά δεν την απέτρεπε. Εδώ ο τονισμός της διαφοράς με τη Δύση δεν παραπέμπει σε μια προοπτική σύγκλισης –το αίτημα να φθάσουμε τη Δύση– αλλά οριοθετεί ένα σημείο πέραν του οποίου η δυτική επιρροή θεωρείται καταστροφική για τον εθνικό πολιτισμό. Η αμφιθυμία απέναντι στη Δύση απορρέει από την ίδια την μεταφραστική διαδικασία των δυτικών λόγων στην Ανατολή. Είναι ακριβώς το πεδίο στο οποίο αρχίζει η επινοητική διαδικασία των εθνικών ιδεών και παράγεται η επιστημονική γνώση που κατοχυρώνει την εθνική αυθεντικότητα και μοναδικότητα μέσα από τις νέες πειθαρχίες της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της φιλολογίας κ.λπ. Στο επίπεδο αυτό η μετάφραση των δυτικών επιρροών διαμορφώνει τις βάσεις αφηγημάτων και πρακτικών που διεκδικούν την αυτονομία τους από τη Δύση στο όνομα εθνικών συμφερόντων αποδίδοντας νέο νόημα τόσο στο παρόν όσο και το παρελθόν.

Ωστόσο, τα εθνικά αφηγήματα αναφέρονται στην ανάγκη αποκατάστασης του εθνικού πολιτισμού και της διάχυσής του στα μέλη της εθνικής ομάδας, αναφέρονται δηλαδή στην ανάγκη ενός εκπολιτιστικού σχεδίου  όπως ακριβώς η αναγνώριση και η αποκατάσταση των «ελλειμμάτων» του μη δυτικού κόσμου αποτελούσε στοιχείο νομιμοποίησης της δυτικής αποικιακής εξάπλωσης.  Υπάρχει εδώ μια σύνθετη σχέση ανάμεσα στα εθνικά αφηγήματα, τον οριενταλισμό και τους αποικιακούς λόγους. Τα σχέδια αυτά θεωρήθηκαν μέσα αφύπνισης της λανθάνουσας εθνικής  συνείδησης παρά μέσα επιβολής σε εθνικά αλλότριους πληθυσμούς. Η αφύπνιση αυτή θα αποκαθιστούσε την εθνική συνείδηση και θα «εξορθολόγιζε» την ιστορική πορεία των ελληνικών  πληθυσμών επαναφέροντάς τους στην κοίτη  του εθνικού πολιτισμού από την οποία τους απομάκρυναν οι ιστορικές ατυχίες του έθνους, δηλαδή οι ξένες κυριαρχίες. Οι πολιτικές του «εκπολιτισμού» συνδύαζαν κατά βάση την οργανωμένη παροχή γνώσεων μέσω κυρίως του σχολείου –την εκμάθηση της εθνικής γλώσσας και της ιστορίας στην περίπτωση των μη μουσουλμανικών ομάδων– με μορφές πειθάρχησης που διαχέονταν στο κοινωνικό σώμα της αυτοκρατορίας. [….]Έτσι ο δυτικός λόγος γύρω από τα ελλείμματα της Ανατολής διαπότισε τις εθνικές κινήσεις στην οθωμανική αυτοκρατορία σε τέτοιο βαθμό που ανέλαβαν οι ίδιες να φέρουν σε πέρας εκπολιτιστικά σχέδια προορισμένα να διασώσουν τον εθνικό πολιτισμό ενώ τον δημιουργούσαν την ίδια στιγμή. Η εθνική πολιτική που διαμόρφωσαν οι ισχυρές ελληνορθόδοξες ελίτ, ακόμη και όταν περιοριζόταν στην παράθεση συνεκτικών σχεδίων επί χάρτου, δεν μπορούσε να αναιρέσει το γεγονός ότι θεμελιωνόταν σε ένα «εκπολιτιστικό» σχέδιο. Ο «εκπολιτισμός» υπήρξε βασικό στοιχείο της εθνικής κινητοποίησης αλλά και της ίδιας της αστικής ταυτότητας των μεσαίων στρωμάτων που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν.
Από την άλλη πλευρά την ίδια ακριβώς αξίωση φαίνεται πως εκδήλωσε και το οθωμανικό κράτος που σχεδίασε τον εκσυγχρονισμό του προς μια αντίστοιχη κατεύθυνση. Εδώ ο «εκπολιτισμός» συνδεόμενος με τις αυτοκρατορικές επιταγές εκσυγχρονισμού διαπότισε σε μεγάλο βαθμό το οθωμανικό αυτοκρατορικό κέντρο που βρήκε ένα μέσο εδραίωσης της κυριαρχίας του στους μουσουλμάνους. Αν και οι προτεραιότητες στην περίπτωση αυτή δεν ήσαν ανάλογες με αυτές των εθνικιστικών κινήσεων θεμελιώθηκαν εν τούτοις σε ανάλογα μέσα: στην εκπαίδευση και την διοικητική αναδιοργάνωση με στόχο την ανασύνταξη της κρατικής μηχανής και της οικονομίας και τελικά την ενδυνάμωση της συνοχής της αυτοκρατορίας. Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, ο απολυταρχικός εκσυγχρονισμός του Αβδούλ Χαμίτ αλλά και ο αδιέξοδος συγκεντρωτισμός  των Νεότουρκων, διαμόρφωσαν ένα κράτος που διέφερε από την αυτοκρατορία προηγούμενων αιώνων. Ανεξάρτητα από τον βαθμό επιτυχίας και αποδοχής των εκσυγχρονιστικών μέτρων η κρατική εξουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διαχειρίστηκε την πρόκληση της αναδιοργάνωσης ακολουθώντας «δυτικά μονοπάτια» παρά τις αντιδράσεις που εμφανίστηκαν στο εσωτερικό της. Ωστόσο στην περίπτωση αυτή διαπιστώνεται μια ένταση. Η αναζήτηση μιας εκσυγχρονιστικής προοπτικής δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με την εσωτερίκευση δυτικών λόγων και πρακτικών αλλά ανέτρεξε και στις ισλαμικές ρίζες, δηλαδή σε ένα χωροχρόνο «αμόλυντο» από τη δυτική επιρροή.
Είτε πρόκειται για τις εκπολιτιστικές πολιτικές των εθνικών κινήσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είτε πρόκειται για αυτό που ονομάστηκε «δάνεια αποικιοκρατία» και αφορούσε την κυβερνητική διαχείριση από πλευράς του οθωμανικού κράτους, η Ανατολή μετατράπηκε σε χώρο εφαρμογής σχεδίων με εκπολιτιστικό περιεχόμενο.[..…] Από την άποψη αυτή η «Ανατολή» βρέθηκε  πολύ εγγύτερα στην «Δύση» από ό,τι η τελευταία ήθελε να πιστεύει. Απέναντι στην ριζική διαφορά των δύο χώρων που θεμελίωσε ο οριενταλισμός έρχονται τα εκπολιτιστικά σχέδια να γεφυρώσουν το συμβολικό χάσμα παρά τις διαφορετικές αφετηρίες και ενδεχομένως τις διαφορετικές λογικές που τα διέπουν.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ατζέντες του «εκπολιτισμού» εμπεριείχαν εγγενώς το στοιχείο της έντασης που αργότερα, στις αρχές του 20ού αιώνα οδήγησε στην έκρηξη της δεκαετούς σύρραξης που άλλαξε το πρόσωπο της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής με τρομακτικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές; Μπορούμε να πιστέψουμε με άλλα λόγια ότι αυτό που παρατηρούμε σε τοπικό επίπεδο, δηλαδή την σύγκρουση διαφορετικών δυνάμεων σε περιοχές όπως η Μακεδονία για τον έλεγχο ανθρώπων, χώρου  και θεσμών προεικόνιζε μια σύγκρουση μεγαλύτερης κλίμακας; Ή αντίθετα οι συνθήκες του ίδιου του «μακρού πολέμου» (1912-1922) οδήγησαν σε μια διαφορετικού τύπου κλιμάκωση της διαχείρισης του «άλλου» που απομακρύνθηκε από τους ισχύοντες τρόπους διαπραγμάτευσης του αυτοκρατορικού κέντρου με τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς ανατρέποντας τις ήδη αμφίρροπες ισορροπίες που διαμορφώθηκαν μετά την Μεγάλη Ανατολική Κρίση; Οι έγκυρες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά ενδέχεται να είναι περισσότερες της μιας, αλλά ο «κίνδυνος» αυτός, αν πρόκειται πράγματι για κίνδυνο, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να τις προσφέρουμε. Σε κάθε όμως περίπτωση η διάσταση του εκπολιτισμού και η στενή σχέση των βαλκανικών εθνικισμών μαζί του θα πρέπει να αποτελέσουν κεντρική παράμετρο ερμηνείας.


Ο Χάρης Εξερτζόγλου είναι ιστορικός και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: