26/4/15

Γενέθλιος τόπος

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ, Η χώρα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 140

Πώς αλήθεια κτίζεται η πλοκή, πώς εκμαιεύεται η συγκίνηση και πώς παρασύρεται ο αναγνώστης να περιπλανηθεί στα ψυχικά τοπία του συγγραφέα και να παραδοθεί στη δίνη των στοχασμών και των εικόνων του χωρίς αντιστάσεις και χωρίς ενδοιασμούς;
Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη είναι ξεχωριστές και παράξενες. Σύντομες και μεστές, καυστικές και ανατρεπτικές μοιάζουν άλλοτε με ευφρόσυνα όνειρα και άλλοτε με στενόχωρους εφιάλτες. Παρόλο που εκκινούν από το οικείο, το γνωστό, το καθημερινό τις περισσότερες φορές εκτρέπονται δείχνοντας την ανεστραμμένη όψη των πραγμάτων. Διολισθαίνουν στο ανορθολογικό και το παράδοξο, στο κρύφιο, το μυστικό και το ακατάληπτο καθώς μορφές και σχήματα διαλύονται σε μια ομίχλη ασάφειας και απροσδιοριστίας και τα πρόσωπα, οι χώροι και τα πράγματα χάνουν σταδιακά τα σταθερά χαρακτηριστικά τους και την καθησυχαστική όψη τους και παραμορφώνονται δυσοίωνα. Αφηγήσεις ενδιαφέρουσες με οικονομία λόγου και εκφραστικών μέσων αλλά με υποβλητική ατμόσφαιρα, οι οποίες δημιουργούν μια συναισθηματική και διανοητική εγρήγορση, μια πυρετική προσμονή στον αναγνώστη για την ανατροπή που ξέρει πως απαρέγκλιτα θα συμβεί. Χωρίς ποτέ να μοιάζουν επινοημένες για να εντυπωσιάσουν.

Η «χώρα» δεν είναι ένας υπερβατικός τόπος της φαντασίας, μια νοητική σύλληψη αλλά μια γεωγραφικά προσδιορισμένη περιοχή. Είναι ο γενέθλιος τόπος των μνημών και των αναπολήσεων, των βιωμάτων και των εμπειριών, η πόλη της παιδικής ηλικίας, των εφηβικών φαντασιώσεων, των νεανικών αγωνιών, των ενήλικων απωλειών και απωθήσεων. Ένας τόπος πραγματικός όσο και ενδόμυχος, με τομές και χάσματα που κατοικείται από την αμφιβολία, την αβεβαιότητα και την αστάθεια. Διαβρωμένος όπως και οι ψυχές των ανθρώπων από την κρίση που υποφώσκει και παραλύει αλλά δεν κατονομάζεται. Ο χώρος, ένα σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφονται τα δρώμενα, αν και αποτυπώνεται με ευκρίνεια και γνώση δεν είναι γεωμετρημένος και ορθολογικός. Συστρέφεται και αναποδογυρίζει σαν τις εικόνες-οφθαλμαπάτες του Escher που ξαφνιάζουν και αποδιοργανώνουν τις βεβαιότητες. Ένα οπτικό-δομικό παιχνίδι αντικατοπτρισμών και αλυσιδωτών μεταμορφώσεων που δημιουργεί αμηχανία και επιφυλακτικότητα διαταράσσοντας τη λογική χωρική εποπτεία.
Οι ιστορίες που διηγείται ο Μανώλης Λυδάκης, «αληθινές» μάλιστα τις χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, αιφνιδιάζουν με την τελική έκβασή τους. Αρχίζουν απλά και ανώδυνα για να αποκαλύψουν στη συνέχεια αυτό που ελλοχεύει αγχωτικό και τρομώδες πίσω από την ατσαλάκωτη επιφάνεια των πραγμάτων. Πίσω από τα ερμητικά πρόσωπα, τα σφιγμένα χείλη, τα κλειστά σπίτια, τα καθημερινά λόγια, τις ασήμαντες σκηνές, τις πολιτισμένες αντιδράσεις, τις αξιοπρεπείς σχέσεις. Οι αφηγήσεις αν και χαρακτηρίζονται από μια μετατόπιση στη δεσπόζουσα οπτική, μια αντισυμβατικότητα στην επιλογή των χαρακτήρων και στην απόδοση των καταστάσεων, τις διακρίνει μια ξεχωριστή ευαισθησία και διορατικότητα στην αποτύπωση των αντιφάσεων και των αντινομιών της ανθρώπινης κατάστασης. Διχασμός, παράνοια, αδυναμία προσαρμογής, εγκλωβισμός σε δυστοπικές συνθήκες, ετερογένεια, μοναξιά, αναχωρητισμός, αποπροσανατολισμός. Οι ήρωες πιάνονται στο δίχτυ των εμμονών, των φοβιών, των παθών και των παραισθήσεών τους. Ακολουθούν τους ίδιους γνωστούς δρόμους, συμβουλεύονται το χάρτη, κινούνται στις ράγες της καθημερινότητας, αλλά χάνονται. Άνθρωποι χωρίς σκιά που αφήνονται να ξεθωριάσουν και να σβήσουν.  Άνθρωποι χωρίς πυξίδα που παραλύουν μπροστά σε  άυλα όρια και αόρατους λαβυρίνθους. Άνθρωποι μοναχικοί και ασυντρόφευτοι που μαραζώνουν στο περιθώριο της ζωής των άλλων. Κατοικούν σε στοιχειωμένα σπίτια, έρημους κήπους, άγνωστες ακτές, πνίγονται σε ναυάγια, παγιδεύονται σε συμβολικούς χώρους-κρύπτες του ενδόμυχου εαυτού. Έρημοι και ξένοι μέχρι το τέλος.
Ξεχωρίζω την ιστορία με τον πεθαμένο πατέρα που στην αρχή σαν αεράκι και μετά σαν ανεμοστρόβιλος έρχεται να δώσει τον τελευταίο χαιρετισμό στον αγαπημένο του γιο πριν χαθεί για πάντα από κοντά του, για την αυθεντική συγκίνηση που αναβλύζει. Ή την ιστορία με την ατίθαση γιαγιά που πεθαμένη πια αρνείται να συμβιβαστεί και να αναπαυθεί εν ειρήνη δίπλα στο σύζυγο που υπηρετούσε για εβδομήντα χρόνια και το σκάει κάθε βράδυ από τον τάφο της μέχρι να βρει τον πεθαμένο νεανικό έρωτά της και να ησυχάσει οριστικά στο πλάι του, για το μειδίαμα που χαρίζει στον αναγνώστη η αποκάλυψη ότι το χούι αυτό των μεταθανάτιων αποδράσεων έχει γίνει οικογενειακή παράδοση. Ή την ιστορία του ζευγαριού που στο νέο τους σπίτι θα βρουν στο δίπολο υπόγειο-σοφίτα από έναν χώρο καταφυγής και απόδρασης ο καθένας για να στεγάσουν το αρχείο της προηγούμενης ζωής τους. Όλο το συνονθύλευμα των ετερόκλητων αναμνήσεων από πρόσωπα, πράγματα και τόπους.
Ο συγγραφέας καρφιτσώνει πινέζες στο χάρτη της πόλης του. Ιχνηλατεί διαδρομές δίπλα στη θάλασσα, πάνω στα τείχη, μέσα στους λαβυρίνθους της παλιάς καστροπολιτείας, αλλά δεν είναι η νοσταλγία, η περιπλάνηση ή το ταξίδι που κινεί τα νήματα της αφήγησης αλλά μια εσωτερική ανάγκη να δει και να δείξει αυτό που δεν φαίνεται και δεν κατονομάζεται, αυτό που σκοτεινό και αδηφάγο κατοικεί μέσα μας και μαζί μας.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας  

Schminkschrank, 2012, λάδι σε καμβά, 81 x 54 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: