8/3/15

Η χρήση του λογοτεχνικού κειμένου στη διδασκαλία της ξένης γλώσσας

ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ

Έκδυμα, 2014, φύλλο mylar, 78 x 30 x 127 εκ. 
1. Γλώσσα και λογοτεχνία: ένα διώνυμο που πρέπει να αποσχιστεί
Στους προβληματισμούς που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια και στις συζητήσεις που ακολουθούν γύρω από τους τρόπους ανανέωσης της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης κυρίως, το διώνυμο γλώσσα-λογοτεχνία θεωρείται ένα διώνυμο που θα πρέπει να αποσχιστεί. Αυτή η θέση καθορίζεται από το γεγονός ότι:
α. έχει γίνει θεωρητικά αποδεκτό πως δεν μπορούμε να συγχέουμε τους δύο όρους αυτού του διώνυμου, ούτε είναι θεμιτό να υποτάσσουμε τον πρώτο στον δεύτερο. Θα μπορούσαμε μάλιστα να επισημάνουμε ότι η λογοτεχνία είναι ένα δευτερεύον σύστημα που κατασκευάζεται με τα υλικά ενός πρωτεύοντος συστήματος, τη γλώσσα, και ότι η λογοτεχνία είναι επίσης το υποσύνολο μιας ευρύτερης κατηγορίας, εκείνης δηλαδή όλων των αισθητικών μηνυμάτων,
β. από τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της σχέσης, στην παραδοσιακή διδακτική, έχει διαπιστωθεί ότι το να καταφέρουν οι χρήστες της γλώσσας να μιλούν όπως ένα <<καλό βιβλίο>> και να γράφουν ακολουθώντας όσο το δυνατόν πιο πιστά τους κανόνες της <<καλής γραφής>>, εδώ και καιρό αποτελεί φίλτρο κοινωνικής διαλογής.

Η αποδοχή των λογοτεχνικών κειμένων ως γλωσσικά μοντέλα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε μια συγκεκριμένη ιστορική και γλωσσική πραγματικότητα όταν, για παράδειγμα, η ιταλική ήταν ακόμη μια γλώσσα που υπήρχε σχεδόν αποκλειστικά στον χώρο της γραφής και αυτά τα κείμενα εμφανίζονταν ως το πιο κατάλληλο εργαλείο για τη γλωσσική της ενοποίηση. Σήμερα όμως η ιταλική δεν είναι μια γλώσσα που χρησιμοποιείται μόνο στο γραφείο, έχει αλλάξει σημαντικά και έχει διαρθρωθεί σε οριζόντια (γεωγραφική) και κάθετη (κοινωνική) κατεύθυνση, εμπλουτίστηκε με πολυάριθμες και ποικίλες λειτουργίες και περιεχόμενα (εξειδικευμένα γλωσσικά ιδιώματα). Σε μια τέτοια κατάσταση, δεν έχει πλέον νόημα, και καταλήγει να είναι αντιπαραγωγικό και επιβλαβές στην πραγματική εκμάθηση της γλώσσας, να εξακολουθούμε να βλέπουμε στη λογοτεχνική παραγωγή μια πηγή για την εξόρυξη γραμματικών κανόνων που ύστερα έχουν την απαίτηση να επιβλέπουν τις σωστές γλωσσικές χρήσεις σε κάθε επικοινωνιακή προσέγγιση. Έτσι ξεχνάμε, ανάμεσα στα άλλα, το γεγονός ότι μια τέτοια λογοτεχνική παραγωγή ανήκει σ' ένα σύστημα που, επειδή είναι γραπτό, διαφέρει κατά πολύ από το προφορικό.
Εξάλλου, ακόμη και στο χώρο της γραπτής παραγωγής, ανάμεσα σε όλα τα πιθανά γραπτά κείμενα, τα λογοτεχνικά κείμενα καλύπτουν μια συγκεκριμένη θέση, που ορίζεται από το γεγονός ότι σ' αυτά είναι πρωταρχική η ποιητική λειτουργία. Η <<λογοτεχνικότητα>>, δηλαδή αυτό που κάνει <<λογοτεχνικό>> ένα δεδομένο σύνολο κειμένων, είναι ακριβώς η υπεροχή αυτού του στοιχείου στο γλωσσικό παιχνίδι που παράγεται, έτσι ώστε το ποιητικό μήνυμα, όπως όλα τα καλλιτεχνικά προϊόντα, να είναι διφορούμενο και πολυσήμαντο, να υπόκειται πάντα σε νέες ερμηνείες και να είναι ικανό να τις δέχεται χωρίς δυσκολίες.
Αν λοιπόν η γλώσσα των λογοτεχνικών κειμένων είναι μια γλώσσα όπου στις ιδιαιτερότητες της γραφής προστίθενται εκείνες που ορίζονται από τη <<λογοτεχνικότητα>>, είναι λάθος να τη θεωρούμε ως μοντέλο για να προσαρμόσουμε όλη την πιθανή γλωσσική παραγωγή.
Μ' άλλα λόγια, από το διώνυμο γλώσσα-λογοτεχνία της παραδοσιακής διδακτικής, παράγονται ατελέσφορα, αν όχι και επιβλαβή αποτελέσματα και στο επίπεδο της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης και σ' εκείνο της αισθητικο-λογοτεχνικής. Για τους παραπάνω λόγους το παραδοσιακό διώνυμο πρέπει να αποσχιστεί.

2. Γλώσσα και λογοτεχνία: ένα διώνυμο που πρέπει να επαναπροσδιοριστεί
Από τη στιγμή που διαχωρίσαμε τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας από τη διδασκαλία της λογοτεχνίας, αναρωτιόμαστε αν είναι δυνατόν να επανασυνδέσουμε και επαναπροσδιορίσουμε, με νέους όρους, το διώνυμο που αποσχίσαμε. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική: μια καλή γλωσσική εκπαίδευση αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για μια σωστή αποκωδικοποίηση των λογοτεχνικών κειμένων, αν μη τι άλλο επειδή πρόκειται για προϊόντα που επιτυγχάνονται με τη χρήση ενός υλικού πρώτιστα γλωσσικού. Είναι ίσως λιγότερο προφανής η άλλη θετική πλευρά αυτής της σχέσης, εκείνη δηλαδή που κατευθύνεται από τη λογοτεχνία στη γλωσσική εκπαίδευση. Γιατί, δηλαδή, η ανάγνωση των λογοτεχνικών κειμένων είναι χρήσιμη στη γλωσσική εκπαίδευση, απ' τη στιγμή που μέχρι τώρα δεν έγινε τίποτε άλλο από την αμφισβήτηση της λειτουργίας τους;
Η απάντηση μπορεί να φαίνεται παράδοξη, αλλά τα λογοτεχνικά κείμενα είναι χρήσιμα ακριβώς επειδή δεν είναι <<φυσιολογικά>>, ακριβώς επειδή συχνά ξεφεύγουν από τις γλωσσικές σταθερές και τους λογοτεχνικούς κώδικες σχετικούς με το είδος στο οποίο ανήκουν. Η κοινωνιογλωσσολογία, μας προτρέπει να θεωρήσουμε τη γλώσσα όχι ως ένα μονολιθικό σύστημα αλλά ως ένα σύνολο συστημάτων (ή ποικιλιών) όπου το καθένα έχει τον δικό του χώρο χρήσης και επιλέγεται από γεωγραφικούς, κοινωνικούς, λειτουργικούς παράγοντες οι οποίοι δεν είναι απομονωμένοι αλλά συχνά διαπλέκονται μεταξύ τους με τρόπο εξαιρετικά σύνθετο.
Βέβαια, μια τέτοια αξιολόγηση θα μπορούσε να θεωρηθεί περιοριστική. Όμως είναι αναμφίβολο ότι τα λογοτεχνικά προϊόντα, είναι προϊόντα κυρίως γλωσσικά, και μια τέτοια άρνηση θα κατέληγε στη μη κατανόηση της ιδιαιτερότητάς τους: τα λογοτεχνικά κείμενα είναι προϊόντα επιλογών ύφους, που πάντα έχουν στο βάθος έναν (ή περισσότερους) κανόνες απ' όπου κρατούν αποστάσεις για να αναπτύξουν αντίθετα εγγενείς δυνατότητες στο γλωσσικό σύστημα, που δεν ενεργοποιούνται με τη χρήση.
Έτσι, σε ένα συνολικό πρόγραμμα ξενόγλωσσης εκπαίδευσης, τα λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να βρουν τη συγκεκριμένη θέση τους και να προταθούν στους διδασκόμενους ως προϊόντα μιας εφαρμοσμένης δημιουργικής πράξης, κυρίως σε γλωσσικό επίπεδο.
Εξετάζοντας λοιπόν τη γλωσσική εκπαίδευση γενικότερα, δεν υπάρχει αντίφαση στο να δώσουμε σε όλους την κυριότητα όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού κωδίκων, την πιο πλατιά επικοινωνιακή και γλωσσική εμπειρία και, ταυτόχρονα, τη δυνατότητα δημιουργικής χρήσης των στοιχείων αυτών των ίδιων των κωδίκων.
Μ' αυτό τον τρόπο χρησιμοποιείται το γλωσσικό υλικό που είναι, εξάλλου, το συστατικό των λογοτεχνικών κειμένων και προσφέρεται μεγάλη υπηρεσία και στη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Επίσης, μπορούμε να φτάσουμε στο να κατανοήσουμε καλύτερα τα λογοτεχνικά κείμενα, στην πολύπλοκη διάσταση των συνθετικών τους διαδικασιών, μπορούμε να αντιληφθούμε τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι συγγραφείς στο να υπερνικήσουν τις αντιστάσεις στους κανόνες, και μπορούμε, ταυτόχρονα, να καταλάβουμε ότι η <<λογοτεχνικότητα>> είναι θέμα διαβάθμισης.
Η ποιητική λειτουργία είναι εξάλλου συχνά παρούσα στα γλωσσικά μας μηνύματα, ακόμη κι όταν δεν το συνειδητοποιούμε απόλυτα, και αν κάνουμε αποδεκτά όσα εδώ και καιρό διατυπώνονται στις συζητήσεις γύρω από τη γλωσσική εκπαίδευση, σχετικά με την ανάγκη εξάσκησης των διδασκομένων στη χρήση όλων των γλωσσικών λειτουργιών, δεν θα πρέπει να παραμελήσουμε να ενεργοποιήσουμε και αυτή τη λειτουργία.
Ένα διώνυμο λοιπόν που μπορεί να επανασυνδεθεί, με την προϋπόθεση, φυσικά, πως ούτε η διδασκαλία της ξένης γλώσσας ούτε η διδασκαλία της  λογοτεχνίας εξαντλούνται στην ίδια τους την υπόσταση (ειδικότερα η λογοτεχνία, θα πρέπει να συμπεριληφθεί σ' ένα συνολικό πρόγραμμα αισθητικής εκπαίδευσης). Μπορεί βέβαια να προκύψει η αμφιβολία ότι αυτή η επανασύνδεση είναι πρώιμη, σ' ένα πλαίσιο απ' όπου δεν έχει εκλείψει η παραδοσιακή άποψη της σχέσης γλώσσα-λογοτεχνία. Αλλά αν είμαστε σύμφωνοι ότι η διαδικασία αλλαγής της πραγματικότητας δεν είναι γραμμική, ότι προχωρεί με άλματα και με υπερβάσεις των αντιφάσεων, μπορούμε ν' αρχίσουμε να εξετάζουμε μια διαφορετική παρουσία του διώνυμου γλώσσα-λογοτεχνία, στην κατεύθυνση που προσπαθήσαμε να ορίσουμε σ' αυτό το σύντομο κείμενο. Φυσικά, έγκειται στις ευαισθησίες των διδασκόντων να ανακαλύψουν τους δικούς τους τρόπους εφαρμογής και να συνειδητοποιήσουν την ανάγκη της επανασύνδεσης του διώνυμου αυτού.

Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: