15/2/15

Φιλοξενούμενη στη Γη

ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ


 ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ, Ελεγείες του Βορρά, μετάφραση Ασπασία Λαμπρινίδου, Εκδόσεις poema, σελ. 45

Το εγχείρημα της μετάφρασης και της έκδοσης του κύκλου της Άννας Αχμάτοβα Ελεγείες του Βορρά δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Φαινομενικά απλοί στίχοι της ποιήτριας, η γλώσσα της οποίας ξεχωρίζει για την διαύγεια και την προσιτότητά της, αποτελούν μια ολόκληρη κωδικοποιημένη αφήγηση για τη ζωή και το περιβάλλον της ποιήτριας, για την εποχή τη δική της, κι εκείνων που έφτιαξαν αυτό το θαυματουργό μελάνι, στο οποίο η ίδια μούσκευε την πέννα της. Οι Ελεγείες του Βορρά είναι μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια, και κάθε λέξη της αποτελεί ένα λήμμα με πολυσέλιδη επεξήγηση, αποτελεί νότα μιας ολόκληρης συμφωνίας, που μπορεί να ακουστεί μόνο χάρη σε έναν άριστο μαέστρο.
Το κομψό βιβλίο της Ασπασίας Λαμπρινίδου είναι μια πολύτιμη συνεισφορά στη γνωριμία και τη μελέτη του έργου της Άννας Αχμάτοβα στην ελληνική γλώσσα, όχι μόνο χάρη στην πολύ καλή και ακριβή μετάφραση, τόσο εννοιολογικά όσο και μουσικά, αλλά και χάρη στο επίμετρο -συγκροτημένο και εμπεριστατωμένο-, το μικρό χρονολόγιο και κυρίως, στις πολύτιμες σημειώσεις, που παραθέτει η μεταφράστρια στο τέλος του βιβλίου. Και όλα αυτά μέσα σε μόλις 45 σελίδες ενός «μικρού μήκους» βιβλίου.

Το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό, αν η μεταφράστρια μπορούσε να κρατήσει τον ιαμβικό πεντασύλλαβο χωρίς ομοιοκαταληξία του πρωτότυπου (φόρος τιμής στους μεγάλους προκατόχους της, Φιόντιρ Τιούτσεφ κα Αλεξάντρ Πούσκιν, τους στίχους των οποίων η Αχμάτοβα επέλεξε ως επίγραφα).
Η αλήθεια είναι, ότι οι σημειώσεις-σχόλια δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν ούτε σε 450 σελίδες, αλλά τότε δεν επρόκειτο για λογοτεχνικό βιβλίο αλλά για μελέτη, και πίσω από το πυκνό δάσος από ημερομηνίες, ονόματα και ιστορικές αναφορές δεν θα βλέπαμε εκείνο το μοναδικό «δέντρο» - τα ίδια τα ποιήματα. Οι συντελεστές του βιβλίου κράτησαν απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην ποιότητα και την ποσότητα.
Οι Ελεγείες του Βορρά, κύκλος από τα πιο μυστικιστικά, πιο δύσκολα ποιήματα της Αχμάτοβα, γραφόταν μια ζωή. Από το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’20, τις απαρχές της προσωπικής τραγωδίας της ποιήτριας και της τραγωδίας της πατρίδας της (όποιο στρατόπεδο κι αν επιλέξουμε), έως σχεδόν το θάνατό της, το 1966. Προφανώς, αν η Αχμάτοβα είχε περισσότερα χρόνια ζωής, αυτή η βιωματική εγκυκλοπαίδεια θα συμπληρωνόταν και με άλλες αποκαλύψεις. Η μνήμη της ήταν ένα άρτια συντηρημένο απύθμενο πηγάδι, απ’ όπου η ποιήτρια διαρκώς ανέσυρε γεγονότα, ονόματα, πράξεις.
Οι Ελεγείες του Βορρά, όσο κανένα άλλο έργο της, μας φέρνουν κοντά στην ποιήτρια, είναι η διαθήκη και η ομολογία της, είναι ο καθρέφτης μπροστά στον οποίον στέκεται γυμνή. «Η Αχμάτοβα δε θα υπήρχε, αν δεν υπήρχε το ρωσικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, αν δεν υπήρχε Τολστόι με την Άννα Καρένινα», ισχυρίζεται ένας από τους μελετητές του έργου της. Και πράγματι, η ποίηση της Αχμάτοβα είναι πολύ πιο κοντά στη ρώσικη πρόζα του 19ου αιώνα, παρά στην ποίηση, ακόμα και στην πρόζα του Πούσκιν, ίσως γι’ αυτό οι στίχοι της, ακόμα και γεμάτοι συνειρμούς, έφταναν και φτάνουν ως τους πιο απαίδευτους αναγνώστες, όπως φτάνει η Αγία Γραφή.
Η Αχμάτοβα πολύ νωρίς συνειδητοποίησε τη διαφορετικότητά της. Το 1913, 24 χρονών, θα ξεκινήσει Τα επικά μοτίβα με την εξής φράση: Εκείνη την εποχή ήμουν φιλοξενούμενη στη Γη... Μόνο που λόγω του νεαρού της ηλικίας, δεν μπορούσε να εξηγήσει το μυστήριο της γέννησής της, γι’ αυτό και μια ολόκληρη ζωή προσπαθούσε να βρει την απάντηση. Η πορεία αυτής της προσπάθειας αντικατοπτρίζεται στις Ελεγείες του Βορρά.
Υπήρχε πάντα η απόσταση ανάμεσα στην Αχμάτοβα και τον υπόλοιπο κόσμο. Απόσταση φυσική, όχι τεχνητή, επιβεβλημένη. Ο Ανατόλι Νάιμαν, που πέρασε πολύ χρόνο δίπλα στην Αχμάτοβα, συνεργαζόμενος μαζί της στο μεταφραστικό έργο, τα τελευταία χρόνια της ζωής της, ένοιωσε αυτή την απόκοσμη ψυχράδα από την πρώτη του επίσκεψη στην Αχμάτοβα. «Ήταν μεγαλοπρεπής, απροσπέλαστη, στεκόταν μακριά από ό, τι συνέβαινε δίπλα της, από τους ανθρώπους, από τον κόσμο, σιωπηλή και ακίνητη». Και αυτό παρόλο που η Αχμάτοβα ήταν φιλόξενη, ζεστή, συμπαντικά υπεύθυνη για κάθε κακό που συνέβαινε στην οικογένειά της, στους φίλους της, στην χώρα της.
Στις Ελεγείες του Βορρά υπάρχει μια φράση, που κόβει τον κόσμο της Αχμάτοβα και την ίδια τη Ρωσία στα δύο. Η φράση αυτή δεν λέει απολύτως τίποτα σε έναν ξένο αναγνώστη, αλλά λέει και τα πάντα σε ένα Ρώσο. Υπάρχει μια προσπάθεια εξήγησής της στα σχόλια στο τέλος του βιβλίου, αλλά ως είναι φυσικό περιορίζεται στα στοιχειώδη. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς όμως, για τους λόγους, που ήδη αναφέραμε.
Στην πρώτη Ελεγεία, στην «Προϊστορία», η Αχμάτοβα πετάει μεταξύ άλλον, σε παρενθέσεις: «...και ούτε στην Όπτινα πηγαίνω πια». Το σωστότερο θα ήταν «Και στην Όπτινα δεν θα ξαναπάω», γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο... Πρόκειται για τη Σκήτη Όπτινα, Σταυροπηγιακή Μονή, στα 250 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, που ιδρύθηκε σύμφωνα με το θρύλο τον 15ο αιώνα από έναν μετανοημένο ληστή, τον Όπτα, και λειτούργησε επί σχεδόν πέντε αιώνες, ώσπου έκλεισε οριστικά το 1923 με ένα από τα επαναστατικά διατάγματα.
Η Όπτινα υπήρχε τόπος προσκυνήματος σχεδόν όλης της διανόησης της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας. Ο Ντοστογιέφσκι την επισκέφτηκε μια φορά το 1878, ο Τολστόι πέντε ολόκληρες φορές, ακόμα και αμετανόητος, ακόμα και αφορισμένος, ακόμα και στην τελευταία του φυγή από την Γιάσναγια Πολιάνα το 1910, λίγες μέρες πριν πεθάνει.
Οι γέροντες της Όπτινα ήταν πνευματικοί πολλών Ρώσων καλλιτεχνών, ζωγράφων, συγγραφέων, ποιητών, ήταν συνομιλητές και  καθοδηγητές τους: η περίφημη βιβλιοθήκη και οι εκδόσεις της Σκήτης δεν αφήνουν περιθώρια να αμφισβητήσουμε το εύρος των γνώσεων των πεφωτισμένων γερόντων της.
Στην Όπτινα την Αχμάτοβα προσκάλεσε ο γέροντας Νεκτάριος, ο τελευταίος εκλεγμένος γέροντας της Σκήτης. Την προσκάλεσε, αφού διάβασε τα ποιήματά της: «Είναι άξια και ευσεβής...ας έρθει στην Όπτινα... Εδώ υπάρχουν γι’ αυτήν δυο ελεύθερα δωμάτια».
Ο γέροντας Νεκτάριος της προφήτεψε το μαρτυρικό αγκάθινο στεφάνι: καμιά τέτοια προφητεία δεν έλαβε ούτε ο Ντοστογιέφσκι, ούτε ο Τολστόι, που επισκέφτηκε την Όπτινα ένα χρόνο μετά τον Ντοστογιέφσκι. Και οι δύο τιτάνες της ρωσικής λογοτεχνίας έγιναν δεκτοί από  τον γέροντα Αμβρόσιο: για τον Ντοστογιέφσκι ο γέροντας είπε «Είναι μετανοημένος», για τον Τολστόι «Αλαζόνας»...
Η Αχμάτοβα επισκέφτηκε την Όπτινα τις παραμονές της καταστροφής της Σκήτης, μετά το θάνατο του Νικολάι Γκουμιλιόφ, και ο γέροντας Νεκτάριος είδε στο πρόσωπό της κάτι που δεν διέκρινε ο προκάτοχός του ούτε στον Ντοστογιέφσκι, ούτε στον Τολστόι. Αγία Άννα την αποκαλούσε η Μαρίνα Τσβετάγιεβα, «Άββα Άννα» ο κριτικός λογοτεχνίας Β. Νεντόμπροβο. Ίσως γι’ αυτό στην Άννα Αχμάτοβα αποκαλύφθηκαν οι αλήθειες όχι μετά το θάνατο, «εκεί, που τα ξέρουν όλα» (Τρίτη ελεγεία, σελ 16), αλλά εν ζωή.
Η Αχμάτοβα συνειδητά επέλεξε την φτώχεια, την αφάνεια, τον πόνο, την απώλεια, διά Χριστόν μωρία, ειλικρινά και αμετάκλητα. Την μοίρα του Μάντελσταμ την θεωρούσε «ιδανική», την εξορία του Μπρόντσκι στη Σιβηρία τεράστια τύχη, «σαν να πλήρωσε κάποιον για να του ‘φτιάξει’ το βιογραφικό του», όπως είπε χαρακτηριστικά. Εντελώς χριστιανικά (αλλά και σωκρατικά) η Αχμάτοβα έλεγε: «Δεν μπορούμε να δεχόμαστε μόνο τα καλά από τον Θεό και να μην δεχόμαστε τα κακά». Ήταν έτοιμη να θυσιάσει και να θυσιαστεί.
Μετά το κλείσιμο της Σκήτης Όπτινα το 1918 και την οριστική της καταστροφή το 1923, διεκόπη η κοινή πορεία της Αχμάτοβα με τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι, με όλο τον 19ο αιώνα, η κοινή τους προϊστορία.
 Ξεκίνησε η μοναχική της πορεία, όπου είχε την προσωπική πλέον ευθύνη για ό,τι συμβαίνει και ό,τι συμβεί.

Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: