28/12/14

Ψυχανάλυση και λογοτεχνία: ένα «αναγκαίο συναπάντημα»

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΖΑΡΙΔΗ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (επιμέλεια, εισαγωγή), Ψυχανάλυση και Νεοελληνική Λογοτεχνία,  εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 262

Γιώργος Τσεριώνης, Χωρίς τίτλο
(από τη σειρά
MATURE TOPOGRAPHY) ,
50
x 40 εκ., 2012,
διπλωμένες φωτογραφίες με την τεχνική του οριγκάμι
 
Η λογοτεχνική δημιουργία αν και «σιωπηλή», περιέχει έναν πολυφωνικό θησαυρό σημείων, διατηρεί ένα σαγηνευτικό και συνάμα αινιγματικό χαρακτήρα και προσκαλεί αλλά και προκαλεί σε μια γόνιμη, ζωντανή και γεμάτη απρόσμενους αιφνιδιασμούς, συναλλαγή. Ωστόσο αντιστέκεται στις πεισματικές προσπάθειες πολλών να διεισδύσουν στον απροσπέλαστο πυρήνα της και να τον «αναλύσουν» με έναν τελεσίδικο και απονεκρωτικό τρόπο.
  
Οι φροϋδικές ανακαλύψεις

Η ψυχανάλυση δεν θα μπορούσε να παραμείνει αδιάφορη μπροστά στην «άλλη ζωή» που προβάλλει μέσα από την λογοτεχνική ανάγνωση και αποζητούσε να βρει απάντηση, ανάμεσα σε πολλά άλλα, για το πώς κανείς περνά από την ενδόμυχη φαντασιωτική δραστηριότητα στην δημόσια καλλιτεχνική έκφραση ή ακόμα γιατί εγκαταλείπει την άμεση ικανοποίηση στην καθημερινή ζωή και την μεταθέτει σε έναν άλλο χρόνο για μιαν αμφίβολη αναγνώριση του έργου του.
Έτσι δεν είναι διόλου παράξενο γιατί η λογοτεχνική σκηνή, αλλά και γενικότερα η σκηνή της τέχνης επιλέχτηκε σαν πεδίο ψυχαναλυτικής μελέτης. Μια διερεύνηση που έχει τουλάχιστον δύο σκέλη. Από την μια να κατανοήσει την ίδια την δημιουργική εργασία και να χαρτογραφήσει την σχέση του ψυχισμού του δημιουργού με το έργο του, ενώ από την άλλη να ιχνηλατήσει την συναλλαγή ενός ψυχαναλυτή, ενός απλού αναγνώστη, αλλά και ενός κοινωνικού συνόλου με το λογοτεχνικό προϊόν. Επιπλέον το λογοτεχνικό έργο παρείχε ένα μεθοδολογικό πλεονέκτημα: ένα ευρύ, δημόσιο, καταξιωμένο πεδίο ανάπτυξης και επιβεβαίωσης των κλινικών γνώσεων, υπερβαίνοντας μια περιοριστική μερικότητα.

Στην προσπάθεια να κατανοήσει την λογοτεχνική δημιουργία ο Freud κατέφυγε αρχικά σε μια «κατοπτρική υπόθεση». Τα κείμενα και οι ήρωες είναι γεννήματα των συγκρούσεων του συγγραφέα, εκφάνσεις ενός ασυνειδήτου που πάλλεται, που είναι αόρατο αλλά ωστόσο πανταχού παρόν. Ο κόσμος αυτός προδίδεται μέσα από τις μορφές αλλά και την πλοκή των έργων του. Επιμένοντας ότι βασική λειτουργία του ψυχικού οργάνου είναι η (ανα)παραστατική δυνατότητα ο Freud θεωρεί ότι το συνειδητό πεδίο του δημιουργού διηθείται και σιγά-σιγά καταλαμβάνεται από τα φαντασιωτικά ασυνείδητα σενάρια, απόηχοι της ψυχοσεξουαλικής του διαδρομής τα οποία πασχίζουν να βγουν στο φως. Συνδέει την φαντασιογενετική δραστηριότητα, το όνειρο, την ονειροπόληση, το παιχνίδι, τους μηχανισμούς της μετάθεσης, της συμπύκνωσης, της μετουσίωσης, στην κατασκευή ενός έργου τέχνης. Ωστόσο υπογραμμίζει την σημασία της στρατηγικής που απαιτείται ώστε να μετατραπούν οι ασυνείδητες επιθυμίες σε σχήματα που μπορούν να ξεγελάσουν την εσωτερική υπερεγωτική λογοκρισία αλλά και να μην συγκρουστούν καταστροφικά με τους κυρίαρχους κώδικες. Οι απολαύσεις που προσφέρει ένα κείμενο θα πρέπει να είναι προσεκτικά μετρημένες ώστε να ενεργοποιήσουν τον ψυχισμό του αναγνώστη αλλά και να μην πυροδοτήσουν μηχανισμούς καταστολής και διάψευσης.
Ο Freud έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο περιεχόμενο, παρά στην μορφή του έργου. Η μορφή γι' αυτόν έπαιζε περισσότερο τον ρόλο του δολώματος. Η προσέγγισή του καθορίζεται από τα κυρίαρχα σχήματα ιδεών της εποχής του. Ωστόσο κάποιες σκέψεις του στο Ανοίκειο και στο Αστείο φωτίζουν πληρέστερα την ανατρεπτική δύναμη του ασυνειδήτου και προσεγγίζουν προσεκτικά την αβεβαιότητα, το διφορούμενο, το άπιαστο που πάντα θα ξεγλυστρά από τον εγκλεισμό του στην συνειδητή επικράτεια.

Μεταφροϋδικές αναζητήσεις

Τα πρώτα κείμενα ψυχαναλυτών για την τέχνη εντάσσονται σε ό,τι ονομάστηκε «ψυχολογία της ενόρμησης» ή «ψυχοβιογραφία». Διακήρυτταν ότι ένα έργο έχει ενσωματώσει σχεδόν αυτούσιες, έστω και κρυπτογραφημένες, τις ασυνείδητες επιθυμίες και τις ψυχικές περιπέτειες του δημιουργού της. Η μέθοδος αυτή, φώτισε ουσιαστικά τον τρόπο μελέτης των εικόνων των κειμένων. Παραμένει όμως ισοπεδωτική η πεποίθηση ότι το κείμενο είναι ένα αναντίρρητο φερέφωνο του ψυχισμού του συγγραφέα, χωρίς δυνατότητες κάποιας έστω αυτονόμησής του.
Η ψυχολογία του Εγώ, έχει ως βασική της θέση ότι η αισθητική απόλαυση είναι το αποτέλεσμα μιας ελεγχόμενης, από το Εγώ του συγγραφέα, μετάπλασης του παιδικού υλικού ώστε να επικοινωνηθεί δημόσια. Μετατόπισε την προσοχή από την αποκάλυψη του ασυνειδήτου στην αξία του Εγώ και τα τεχνουργήματα της απώθησης. Παρότι προσπάθησε να εξημερώσει το ασυνείδητο και να απλοποιήσει την μικροοικονομία της επιθυμίας, φώτισε την «κοινή φαντασίωση» που γεννιέται ανάμεσα στον συγγραφέα, τον αναγνώστη αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και την σχετική αυτονόμηση του έργου Τέχνης.
Η θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων (M. Klein, D. Winnicott, Bion κ.ά.) επικεντρώθηκε στην συναλλαγή του διαμορφούμενου υποκειμένου με τα πρωταρχικά αντικείμενα που το φροντίζουν. Η κριτική που βασίστηκε σε αυτήν την σχολή επικεντρώθηκε στην σχέση του λογοτέχνη με το εκφραστικό του μέσο, αλλά και στην σχέση του αναγνώστη με το έργο. Τα συναισθήματα και οι αγωνίες που αναδύονται από την ανατολή της ζωής, οι λυσαλλέες επιθέσεις που δέχεται το μητρικό σώμα αλλά και οι απεγνωσμένες επανορθώσεις του αποτυπώνονται και στην καλλιτεχνική δημιουργία. Η αισθητική απόλαυση εκπηγάζει από την ολοκλήρωση ενός έργου που επιτελέστηκε μετά από σκληρές μάχες και επαναλαμβάνει την βίωση ενός αποχωρισμού και μιας «καταθλιπτικής θέσης». Ο Winnicott ανέδειξε την σημασία του παιχνιδιού και της αυταπάτης. Το «δυνητικό πεδίο» και τα «μεταβατικά αντικείμενα», τοποθετούνται στο θολό και παράδοξο τοπίο ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική πραγματικότητα. Το έργο τέχνης εκλαμβάνεται ως ένα υπερεπενδυμένο μεταβατικό αντικείμενο που συμπράττει και στην διαδικασία ωρίμανσης μιας κοινωνίας. Πολλοί ψυχαναλυτές επεξεργάστηκαν με ευρετικό τρόπο αυτές τις έννοιες και ανέδειξαν την διαλεκτική, διαναρκιστική συναλλαγή του αναγνώστη με ένα λογοτεχνικό γραπτό και την αναζήτηση των ιχνών που οδηγούν σε μια άλλη ανάγνωση.
Η σκέψη του Λακάν έφερε μια σημαντική ανατροπή στην προσέγγιση των κειμένων. Το ανθρώπινο ον γεννιέται σαν μια «άμορφη μάζα» υποταγμένη στις επιταγές της ανάγκης, μέσα σε έναν ωκεανό λέξεων και συμβολικών συντεταγμένων. Η θεμελίωση του Εγώ επιτελείται με την μύηση στην περιοριστική τάξη της γλώσσας. Για τον Λακάν τα κείμενα δεν αποτελούν ανάπλαση του ενδοψυχικού κόσμου του συγγραφέα και δεν είναι κτήμα κανενός. Μοιάζει να αυτονομούνται, παράγουν νέες σημασίες πολύ χαλαρά συνδεδεμένες με την πρόθεση του συγγραφέα, αλλά και τις διαθέσεις του αναγνώστη. Και οι δύο βρίσκονται στο έλεος της γλώσσας, και βυθίζονται σε ένα συνεχώς μεταλλασσόμενο κείμενο. Η προσοχή στρέφεται στην συνολική μορφή του έργου, την διάρθρωσή του, στον δομικό συσχετισμό προσώπων και πράξεων, στο ύφος του. Ο αναγνώστης μπορεί να διερευνήσει το κείμενο, πολύ περισσότερο από όσο φαινομενικά ελέγχει το ίδιο. Το σημαντικό είναι οι μετατοπίσεις της επιθυμίας μέσα στην γλώσσα. Ο αναγνώστης ιχνηλατεί την πορεία επιθυμιών που θα διαφεύγουν αέναα από την απόλυτη αποκάλυψη, καθώς δεν υπάρχουν λέξεις να τις δεσμεύσουν απόλυτα και γιατί η έλλειψη θα χάσκει πάντα εκεί υπονομεύοντας την αυταπάτη επανάκτησης μιας θρυμματισμένης ολότητας.

Συναντήσεις με την νεοελληνική λογοτεχνία

Το υπό συζήτηση βιβλίο συνιστά ίσως την συστηματικότερη προσπάθεια συνάντησης της «νεαρής» ψυχαναλυτικής μεθόδου με την νεοελληνική λογοτεχνία, που όμως θεμελιώνεται σε μια παράδοση αρκετών χιλιάδων χρόνων. Ο τόμος αποτελείται από δώδεκα άρθρα, με εισαγωγή και επιμέλεια του Θανάση Χατζόπουλου, ο οποίος έχει και την επιστημονική φροντίδα όλης της σειράς με τίτλο «Γραφές της Ψυχανάλυσης». Η Κωνστάνς Αθανασιάδου επιλέγει τον Μοσκώβ-Σελήμ του Γ. Βιζυηνού ως παράδειγμα ανάδυσης ενός υποκειμένου σε έναν δύσβατο οικογενειακό και κοινωνικό πεδίο. Καταγράφει με ιδιαίτερη αισθαντικότητα τον στροβιλισμό ενός παιδιού που πασχίζει να ανασυστήσει την γενεαλογία του και την ιστορικότητά του. Ο ήρωας αποζητά όχι μόνο ένα μητρικό σώμα, έναν τόπο ονείρου, αλλά τον πατρικό λόγο που δεν του δόθηκε ποτέ, ώστε να κατασιγάσουν οι αγωνίες του. Ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης επισκέπτεται το έργο του Α. Εμπειρίκου με την ψυχαναλυτική του γνώση, αλλά και το ποιητικό του αισθητήριο. Επιζητά να διακρίνει και να συμπαραθέσει τα ψυχαναλυτικά και γλωσσολογικά μοντέλα, όπως εξελίχτηκαν μέσα σε αυτό. Επισημαίνει τις συνέπειες του αμεταβόλιστου ναρκισσιστικού ιδεώδους του Εγώ και τις δυσκολίες ένταξης της ενόρμησης θανάτου στο όλο έργο του Α. Εμπειρίκου. Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης προσεγγίζει τον Δ. Σολωμό και επισημαίνει την πεποίθησή του ότι η κάθοδός του στον ορφικό χώρο είναι ένα άλμα ώστε να διαχειριστεί τα πένθη του και να διαφύγει από τα δεσμά της προσωπικής του ιστορίας. Παράλληλα επισημαίνει ότι η απώλεια και το πένθος είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την δημιουργία ενός ποιήματος. Ο Κώστας Γεμενετζής παρακολουθεί το έργο του Γ. Σεφέρη και υπογραμμίζει ότι η ψυχανάλυση δεν μπορεί να αρκείται στην διαχείριση «απωθημένων» παρελθόντων. Ο Θανάσης Γεωργάς επιλέγει τα έργα του Γ. Κιουρτσάκη γιατί εκτιμά ότι οι εμπειρίες υπαρξιακής απορίας, αποτελούν το πρωτογενές και πηγαίο έδαφός τους. Αποτολμά μια συνομιλία με αυτό το έργο από την πλευρά ενός Dasein-αναλυτή. Είναι μια οπτική που συνδιάζει την φαινομενολογία, την ψυχανάλυση και την οντολογία του Heidegger. Η Βιβή Θεοδοσάτου συμμετέχει με ένα πλούσιο κείμενο που αναδεύει πολλά ερωτήματα. Επιχειρεί την χαρτογράφηση των διαδρομών του επιθυμούντος υποκειμένου και την συνάντησή του με το αντικείμενο στο σύνολο σχεδόν του έργου του Γ. Χειμωνά. Το κατανέμει σε τρεις μεγάλες ενότητες. Η εγγραφή της επιθυμίας είτε επιμένει στον ενικό αριθμό και την ναρκισσιστική αναζήτηση είτε παρουσιάζεται ως αποτυχημένη απόπειρα ένωσης με τους άλλους στον πληθυντικό χωρίς να καταχτιέται ο δυϊκός, με εξαίρεση την συγχωνευτική αρχαϊκή σχέση με τα γονεϊκά αντικείμενα. Ο Γιάννης Κόντος καταπιάνεται με την Ιθάκη του Κ. Καβάφη. Εκλαμβάνει το ποίημα ως πρόγραμμα ζωής του ποιητή. Σε αυτό ανιχνεύει εντυπώματα από στιγμές της ψυχοσεξουαλικής του εξέλιξης και της σχέσης της μητέρας του με την αδελφή του, την οποία εν μέρει αντικατέστησε ο ποιητής. Ο Σωτήρης Μανωλόπουλος διαβάζει ψυχαναλυτικά το διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη «Οι ναυαγοσώστες». Το συνδέει με την κλινική εμπειρία και την περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης που «γεννιέται σε μια στιγμή στην ακτογραμμή, ανάμεσα στη θάλασσα και τη γη, σε ένα ναυάγιο που σκορπίζει και μαζεύει την ύπαρξη». Ο Νίκος Παπαχριστόπουλος έχει ασχοληθεί επανειλημμένα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση της καλλιτεχνικής δημιουργίας από Λακανική σκοπιά. Ανατρέχει στο διήγημα του Γ. Βιζυηνού Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας κι αναρωτιέται τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την τραγική μοίρα των πρωταγωνιστών αυτής της ερωτικής ιστορίας. Ο θάνατος και η φύση κρύβονται πίσω της, αποφαίνεται. Είναι ένα διήγημα, τονίζει, όπου εξιστορείται μια απονεκρωμένη σεξουαλική ενόρμηση. Η παντοδυναμία της Φύσης-Φαλλικής Μητέρας είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος εκφοράς αυτής της κατάστασης, αυτού του βωβού ερωτικού αιτήματος. Ο Νίκος Σιδέρης επιλέγει το έργο του Δ. Σολωμού και ιδιαίτερα τον Λάμπρο για να αναρωτηθεί πως και γιατί γεννιέται ένα ποιητικό έργο. Στο έργο αυτό ο ποιητής καταδύεται στον λαβύρινθο ενός οικογενειακού σχήματος που αρδεύεται από αρχαϊκές ενορμητικές πηγές και οδηγεί στον όλεθρο και στην συντριβή τις ποιητικές μορφές που πλάθει. Το ποιητικό εγχείρημα ναυαγεί καθώς προσκρούει στην αδυναμία απαρτίωσης της πατρικής μορφής και των λειτουργιών της. Ωστόσο αυτή καθαυτή η ποιητική πράξη υπερβαίνει το αφηγηματικό υποκείμενο και καθιερώνει έναν συμβολικό γενάρχη, έναν ποιητή-θεμελιωτή της λογοτεχνίας. Ο Θανάσης και η Ελένη Τζαβάρα διαλέγουν το πεζογράφημα του Α. Εμπειρίκου Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης για να αναπτύξουν τις απόψεις τους. Επισημαίνουν τα πολλαπλά ερωτήματα που ανακύπτουν από την συνάντηση ψυχαναλυτών και λογοτεχνικών κειμένων. Ερωτήματα ηθικά και μεθοδολογικά. «Ο ψυχαναλυτής προσφεύγει ικέτης στον βωμό της τέχνης, αντλεί από τις ιδέες των δημιουργών, συνδιαλέγεται με το έργο τους, αλλά δεν μπορεί να αναγορευτεί κριτής τους.» Ως προς το συγκεκριμένο κείμενο, ο συγγραφέας-αναλυτής παρουσιάζεται προσδεδεμένος στα πρώτα βήματα της φροϋδικής θεωρίας. Το κείμενο μοιάζει με μια διασκεδαστική άσκηση επί χάρτου της φροϋδικής θεωρίας, μία παιδιά διατυπωμένη με το χαρακτηριστικό λογοτεχνικό του ιδίωμα. Φέρει τα σημάδια των ιστορικών συγκυριών και των αισθητικών αναζητήσεων της εποχής που γράφτηκε, αποστρέφοντας το βλέμμα από την απειλητική όψη της ενόρμησης θανάτου της δεύτερης φροϋδικής υπόθεσης.

Στην Gradiva ο Φρόυντ προειδοποίησε για τον πειρασμό να επιχειρήσουμε χυδαίους ψυχαναλυτισμούς σε ένα έργο τέχνης. Οι συγγραφείς αυτού του τόμου με σεβασμό διερευνούν το μεταβιβαστικό δυναμικό που φωλιάζει σε ένα λογοτεχνικό κείμενο και τις πολλαπλές συνιστώσες που συμβάλλουν στην ολοκλήρωση, την δημόσια έκθεσή του, αλλά και την πρόσληψή του.
Η προσπάθεια αυτή, όπως τονίζει στον πρόλογο ο Θ. Χατζόπουλος, «γίνεται επί ελληνικού εδάφους, όχι μόνο γεωγραφικού αλλά κυρίως γλωσσικού, έχει ως πρόθεση να μιλήσουμε στην γλώσσα μας, όχι ως ψιττακοί μιας φερμένης, έτσι κι αλλιώς από την Εσπερία, μεθόδου αλλά να μιλήσουμε ως παίδες μιας γλώσσας από την οποία η ίδια η Εσπερία και ο ίδιος ο Freud άντλησαν, όπως αντλεί κανείς νάματα από τις πηγές». Παραμένει όμως ανοιχτή η επερώτηση για τα κίνητρα ενός αναλυτή να μελετήσει ένα έργο. Γιατί μια ψυχαναλυτική διερεύνηση αποκαλύπτει ταυτόχρονα και τον αναγνώστη-ψυχαναλυτή και αναδεικνύει και τα δικά του όρια, όσο και της εποχής του. Όλα τα κείμενα υπογραμμίζουν ότι μια ουσιαστική συναλλαγή με ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να ευοδωθεί αν δεν εγκαταλείψουμε την μεγαλομανιακή πεποίθηση ότι θα βρούμε την μία και μοναδική του αλήθεια, όπως δεν γίνεται να λησμονούμε ότι είναι αυτή η αίσθηση ανολοκλήρωτου που εκθρέφει την αναζήτηση τόσο σε ένα έργο όσο και στον εαυτό μας, αλλά και στους άλλους.

Ο Κώστας Μπαζαρίδης είναι ψυχίατρος-παιδοψυχίατρος-ψυχαναλυτής, μέλος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: