14/12/14

Δημοτικά τραγούδια

Προδημοσίευση από τον πρόλογο στο ομότιτλο βιβλίο του Κωνσταντίνου Γκότση, που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Opportuna 

ΤΟΥ GUY (MICHEL) SAUNIER

Η δημοσίευση του παρόντος βιβλίου είναι από διάφορες απόψεις σημαντικό γεγονός, το οποίο χαιρετώ με ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Γνώρισα τον Κώστα Γκότση όταν παρακολούθησε στη Σορβόννη το σεμινάριό μου για τα δημοτικά τραγούδια και έκτοτε απόχτησα μεγάλη εκτίμηση για τη σκέψη του και για τις μελέτες του. Οι περιστάσεις δεν του επέτρεψαν να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη δημοτική ποίηση, αλλά τούτο το βιβλίο δείχνει ότι δεν έπαψε να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν τον τομέα, με σπουδαία αποτελέσματα.
Τα κεφάλαια που συνθέτουν το βιβλίο είναι άνισης έκτασης, αλλά και τα πιο μικρά περιέχουν ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, γενικά πρωτότυπες και αντίθετες προς τις εθνικιστικές αντιλήψεις που κυριάρχησαν επί ενάμισι αιώνα. Στο κεφάλαιο για την επανάσταση του ’21 βρίσκω επί πλέον τη σπουδαία παρατήρηση ότι στα τραγούδια δεν πρέπει ν’ αναζητηθεί η ιστορική πραγματικότητα αλλά, όπως διαπίστωσα ο ίδιος σε άλλες περιπτώσεις (ξενιτειά κ. ά.), η απήχηση των γεγονότων στη σκέψη και την ευαισθησία των τραγουδιστών.
Το κεφάλαιο για το ανθρώπινο σώμα πηγάζει εν μέρει από τη διατριβή που υποστήριξε ο Γκότσης στο Πανεπιστήμιο Παρίσι Ι. Η εργασία αυτή είχε πολλές αρετές, αλλά και θέμα υπέρμετρο : το ανθρώπινο σώμα σ’ ολόκληρη την προφορική λογοτεχνία. Εδώ ο περιορισμός στα κλέφτικα τραγούδια επιτρέπει μια σκέψη πιο συγκεκριμένη. Στο εκτενές πρώτο μέρος ξαναβρίσκουμε τον προβληματισμό για τη σχέση των τραγουδιών με την ιστορία. Στη συνέχεια υπάρχουν σπουδαίες παρατηρήσεις για το οπλισμένο σώμα, αλλά και για τη φιλαρέσκεια των κλεφτών.
Σημαντικό και άψογο είναι το κεφάλαιο για το «Κάστρο της Ωριάς». Ο Κώστας Γκότσης άρχισε να εργάζεται πάνω σ’ αυτό το θέμα την εποχή του σεμιναρίου. Τα πορίσματά του ήταν παράλληλα με εκείνα του σεμιναρίου αλλά εντελώς πρωτότυπα, ώστε δημοσιεύαμε το άρθρο του στη Revue des Etudes Néo-helléniques. Το παρόν κεφάλαιο είναι ξαναδουλεμένη εκδοχή εκείνου του άρθρου. Ο Γκότσης προχωρεί με υποδειγματική συνέπεια στην ανάλυση των στοιχείων που διαθέτει, και αποδεικνύει ότι το τραγούδι δεν έχει κανένα χαρακτήρα ιστορικό ή ηρωικό. Από σεμνότητα ίσως, δεν προχωρεί πιο πέρα και δεν σημειώνει ότι το τραγούδι έχει σαφώς εφηβικό και προγαμιαίο μυητικό χαρακτήρα : ο θάνατος της ηρωίδας  στην αγκαλιά του νεαρού θυμίζει πολύ την «petite mort» της ερωτικής ηδονής.

Σημαντικό επίσης είναι το κεφάλαιο για τον Μιχαήλ Λελέκο. Ο Γκότσης ασχολείται εδώ και χρόνια με αυτόν το σπουδαίο και παραγνωρισμένο συλλογέα δημοτικών τραγουδιών. Προβαίνοντας εδώ σε εξονυχιστική ανάλυση των δεδομένων για τη σταδιοδρομία του Λελέκου, δείχνει ότι το επίσημο κράτος ενέκρινε μεν και χρηματοδότησε τη συλλογή υλικού από τον Λελέκο, δεν του ανέθεσε όμως την επεξεργασία του. Ο Γκότσης συμπεραίνει ορθώς ότι αυτή η δυσπιστία δεν οφειλόταν τόσο στη δημοσίευση από τον Λελέκο των Πριαπείων, παρά στην παρουσία στις συλλογές του μερικών ανορθόδοξων τραγουδιών που απουσιάζουν από τις άλλες συλλογές. Η πιθανή αυτολογοκρισία πολλών συλλογέων είναι καίριο και εξαιρετικά δυσερεύνητο ζήτημα. Το γεγονός αυτό καθιστά ακόμα πιο σπουδαίο και αξιοσέβαστο το πρόσωπο του Λελέκου.
Το πιο εκτενές κεφάλαιο, το αφιερωμένο στις «Εκλογές» του Ν. Γ. Πολίτη, αν και συζητήσιμο  σε ορισμένα σημεία του,  παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Γκότσης προβαίνει πρώτα σε μια άριστη παρουσίαση της ακαδημαϊκής ζωής και των θεωρητικών θέσεων του Ν. Πολίτη. Ερχόμενος ύστερα στις «Εκλογές», κάνει μια αυστηρή κριτική της μεθόδου του Πολίτη. Το θέμα δεν είναι καινούριο. Οι αυθαιρεσίες του Πολίτη είναι γνωστές από την εποχή του Γ. Αποστολάκη (1929). Αλλά η ανάλυση του Γκότση είναι πιο συστηματική και παραμένει πρωτότυπη. Σ’ αυτό το σημείο δυστυχώς παρασύρεται ο Γκότσης από τις απόψεις του Δαμιανάκου και της Κυριακίδου Νέστορος. Προσάπτει λ.χ. στον Πολίτη την αντίληψή του για λαό «εθνικό, ενιαίο και αδιαίρετο», και ως εκ τούτου αμφισβητεί την ιδέα του ότι τα τραγούδια εκφράζουν «την διανόησιν» του ελληνικού λαού. Οι πολιτισμικές αντιθέσεις των διάφορων περιοχών του ελληνικού κόσμου είναι αναμφισβήτητες. Η μελέτη των τραγουδιών δείχνει όμως ότι, παρά τις διαφορές αυτές, υπάρχει όντως ενιαία σκέψη, π.χ. στο καίριο ζήτημα της λαϊκής αντίληψης του κακού και της αδικίας. Δεν είναι τόπος εδώ για συστηματική συζήτηση αυτού του λεπτού και πολύπλοκου προβλήματος. Σημειώνω μόνο –άλλη μια φορά– ότι οι ανθρωπολόγοι δεν είναι αναγκαστικά, παρά τα φαινόμενα, οι πιο αρμόδιοι για να κρίνουν το περιεχόμενο των τραγουδιών, το οποίο άλλωστε συνήθως δεν μελετάν.
Αλλά το κεφάλαιο του Γκότση κλείνει με μια εξαιρετική εξονυχιστική ανάλυση της δουλειάς του Ν. Γ. Πολίτη στην επεξεργασία της δικής του παραλλαγής του τραγουδιού «Σαράντα παλληκάρια». Πρώτη φορά, όσο ξέρω, γίνεται μια τόσο συστηματική και τόσο τέλεια ανάλυση, που αποδεικνύει πλήρως τον τραγελαφικό χαρακτήρα του κειμένου του Πολίτη.
Συνολικά λοιπόν, το βιβλίο του Κ. Γκότση προσφέρει πρωτότυπες και πολύτιμες πληροφορίες και σκέψεις, και πολύ συχνά άπταιστα μεθοδολογικά παραδείγματα. Εύχομαι να τύχει υποδοχής άξιας των αρετών του.

O GuyMichel Saunier δίδαξε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Από το 1984 μέχρι και τη συνταξιοδότησή του το 2003, υπήρξε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris IV) και διευθυντής του Νεοελληνικού Ινστιτούτου. Για το δημοτικό τραγούδι έχει εκδόσει τις μελέτες του: Adikia, le mal et l’ Injustice dans les chansons populaires grecques· Τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς· Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τα μοιρολόγια· Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, συναγωγή μελετών (1968-2000)     

Γιάννης Βαρελάς, Χωρίς τίτλο, 2002, μικτή τεχνική, 250x200cm

Δεν υπάρχουν σχόλια: