1/12/14

Μήδειας Μπούρκα

Παράφορη ελεγεία για τον ξένο μέσα μας

Χωρίς τίτλο (Νεκρό περιστέρι), 2014, λάδι σε ξύλο, 20 x 25 εκ. 

ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΥΤΣΙΛΑΙΟΥ

                                         «Περνώντας από παροξυσμούς, από εφιάλτες και ωκεανούς
                                          Με κρατάει στην επιφάνεια. Τα ρηχά είναι ο μαγικός μου
                                          Τόπος
                                          Η μαγική μου εγγύηση- από αυτήν την άποψη
                                          Και ο ήλιος ακόμα δεν μπορεί να με διορθώσει.
                                                                        […]
                                          Και, χωρίς να μετρώ κανέναν άντρα ανάμεσα στις απώλειές
                                          Μου
                                          Έχω φτιάξει από τα χέρια και τους μηρούς μου τελευταία
                                          Κατοικία»
                                         
                                         (Κίρκη, Michael Longley[1])
Την ιστορία μιας γυναίκας από την Ανατολή που ακολούθησε τον άνδρα που ερωτεύτηκε στη Δύση αποφασίζει να μας διηγηθεί ο Αν. Φλουράκης στο έργο του «Μήδειας μπούρκα», που ανεβαίνει στο θέατρο Επί Κολωνώ. Θα μπορούσε να είναι μια απλή ιστορία αγάπης και προδοσίας αν την ηρωίδα δεν την έλεγαν Μήδεια και αν δεν αντλούσε το υλικό της από την τρομαχτική αρχετυπική προγονική φιγούρα. Θα μπορούσε να είναι ένας μονόλογος- διαμαρτυρία για την αντιμετώπιση που παραδοσιακά επιφυλάσσει η Δύση στην Ανατολή, για την αιώνια εξορία που επιφυλάσσει στον ξενιτεμένο κάθε ετερογενής πολιτισμός που τον φιλοξενεί. Αλλά δεν είναι, ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό.
 Ο Φλουράκης κατά την αγαπημένη του συνήθεια μας «παγιδεύει» σε ένα πολύπλοκο σύμπαν γεμάτο οφθαλμαπάτες ,παραμορφωτικούς καθρέφτες ,αντανακλάσεις, φαντασιακούς κόσμους, αλυσιδωτές θεματικές που εμπλέκονται η μία με την άλλη, όπου τίποτα μα τίποτα δεν είναι όπως παρουσιάζεται.
Μια βαθιά ριζωμένη ενδυματολογική συνήθεια που κρύβει όλο το γυναικείο κεφάλι: την περίφημη μπούρκα χρησιμοποιεί εδώ ο συγγραφέας ως όχημα όχι μόνο για να διηγηθεί την ιστορία μιας σύγχρονής μας  γυναίκας από την Ανατολή που ξαναστήνει τη ζωή της από την αρχή στη Δύση, αλλά κυρίως για να νοηματοδοτήσει εκ νέου την έννοια του αλλότριου, του ξένου, του παρά-ξενου, του αλλόκοτου, του αδοκίμαστου («Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' άλλου φερμένο/ Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι»[2]) του μοναχικού και μοναδικού. Του πέρα από τα κοινά μέτρα.
Και πρώτα απ’ όλα ένας έρωτας. Απόλυτος. Καθηλωτικός. Άγριος. Ένας έρωτας άπατρις και πρόσφυγας όπως κάθε τι που ξεπερνά το μέτρο που συνοψίζεται λεκτικά στην έξοχη φράση : «Αγαπώ τον μπαμπά τους με κάθε πιθανή σύζευξη λέξεων».

Ένας έρωτας που για να πραγματωθεί αναγκάζει τη Μήδεια να γίνει αδελφοκτόνος. Ένας έρωτας που για να διατηρηθεί χρειάζεται να επιστρατευτούν τα μαγικά της «θείας Κίρκης», που δεν είναι μόνο –κατά τον Φλουράκη- η φοβερή μάγισσα της Οδύσσειας, αλλά μια ανύπαντρη, άκληρη γυναίκα που θα πεθάνει μόνη κι έρμη κάτω από τις τριανταφυλλιές της (κι αυτό δεν της στερεί τίποτα από την τρομαχτική μαγική της φύση). Ένας έρωτας που τελικά θα εκπέσει επειδή η Μήδεια ένιωσε ένα σπάνιο ανθρωποφάγο συναίσθημα για έναν κοινότατο άνθρωπο που δεν μπορεί να υψωθεί πέρα από τα μέτρα και έχει απλώς κρίση μέσης ηλικίας…
Η Μήδεια δεν είναι μόνο μια ανατολίτισσα που έχει να αντιμετωπίσει όλα τα εχθρικά και βλακώδη δυτικά κλισέ για τη λαγγεμένη Ανατολή. Είναι ένα μοναχικό τέρας, υπερκόσμιο που προκαλεί ιερούς τρόμους και «οι άλλοι» δεν το αντιλαμβάνονται και της επιφυλάσσουν αντιδράσεις εκθέματος σε τσίρκο. Είναι  η περιφρονημένη οξυδέρκεια, η ευφυής επινόηση που εκλήφθηκε ως εκτροχιασμένη παρανόηση από έναν πανίσχυρο και αποβλακωμένο κόσμο που έχει τη γελοία έπαρση να θεωρεί ότι μόνο αυτός δημιούργησε πολιτισμό. Είναι η μεταμόρφωση, η παραμορφωτική προστασία που προσφέρει η χρήση της μπούρκα. Η πικρή, αφελής σωτηρία τού να πιστεύουν όλοι ότι δεν έχεις πρόσωπο, επειδή κανείς δεν το έχει δει. Είναι η προφυλαγμένη, πικρή γύμνια του να μην σε γνωρίζει κανείς. Ένα ένδυμα, που ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή είτε πληρώνεις πρόστιμο αν το φοράς, είτε αν δεν το φοράς, υψώνεται σε παντιέρα προσωπικής επανάστασης, σε μια πειρατική σημαία τρόμου.
Ένα ταξίδι στον μέσα μας άπατρι, ένα επώδυνο και αιμάτινο οδοιπορικό στην εσωτερική μας αναζήτηση προς την εύρεση πατρίδας, επιχειρεί ο Ανδρέας Φλουράκης σε μια ελεγεία στη μυστηριώδη, παράφορη, εκπεσούσα, απροστάτευτη, φθαρτή ανθρώπινη φύση για να καταλήξει στο πικρό γεγονός ότι ο άπατρις, ο ανέστιος, ο ξένος, ο αλλότριος, ο απόδημος, ο άποικος ,ο μετανάστης, ο ξενιτεμένος, ο πρόσφυγας είμαστε όλοι εμείς και ο καθένας μας ξεχωριστά. Με μόνη ελπίδα ανεύρεσης πατρίδας –και αυτής προσωρινής- είναι το σώμα, το δέρμα και η ψυχή «του άλλου». Είναι η στιγμιαία συνάντησή μας στο πουθενά.
Με όχημα ένα ανελέητο κείμενο -που ευφυώς ο Φλουράκης ως σκηνοθέτης πια το αφήνει να αναδυθεί, λιτά, ουσιαστικά και καίρια και το οποίο γενναία η Μίνα Λαμπροπούλου το εκφέρει και το ενσαρκώνει- οδηγούμαστε σε μια διαυγή, σκληρή, έντιμη, πλήρη και ουσιαστική παραστασιακή αντιμετώπιση που αναμετριέται ισότιμα με ένα δαιμονικό κείμενο και επικρατεί σε έναν ενδιαφέροντα και ενίοτε αμφίρροπο αγώνα. Μια παράσταση που θα πρέπει να δείτε εκτός των άλλων για το σπάνιο ήθος που φέρει στη φθαρμένη θεατρική μας πραγματικότητα.
Υ.Γ. Συγκινητικό και ελπιδοφόρο το γεγονός ότι το πρόγραμμα συνυπάρχει τόσο με την έκδοση του κειμένου, όσο και με την άρτια και καίρια εισαγωγή της πάντα  σεμνής, ουσιαστικής Καίτης Διαμαντάκου, επίκουρης καθηγήτριας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η παράσταση του έργου κάθε Τρίτη στις 21:15 στην κεντρική σκηνή του Επί Κολωνώ.

[1]  «Tο χταπόδι του Ομήρου» M. Longley, μετάφραση: Χ. Βλαβιανός, εκδ. Πατάκη.
[2]  Οδ. Ελύτη : «μονόγραμμα»

Δεν υπάρχουν σχόλια: