1/12/14

Ποίηση που εκκινεί από την κατάληξη

ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η κοιλιά, 2014, λάδι σε καμβά, 70 x 70 εκ. 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΡΟΥ, Α' Παθολογική, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, σελ. 39

Συχνά η ποίηση λειτουργεί ως σημείο φυγής, τόσο με την εικαστική όσο και με την έννοια της μουσικής fuga. Είναι ένας αρχιμήδειος θα έλεγε κανείς χώρος, από τον οποίο κανείς οραματίζεται τα μέλλοντα, ξεφεύγει από τα παρελθόντα, απομακρύνεται από του παρόντος «την πολλή συνάφεια». Η νεο-ρομαντική, ας μας επιτραπεί ο κάπως σχηματικός τούτος όρος, τέτοια ποίηση έχει ριζώσει για τα καλά στον επαναστατικό λυρισμό της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής στα ελληνικά. Πρόχειρα μπορεί κανείς να σκεφτεί πλείστα παραδείγματα οραματικής ποίησης, με αναφορά [σ]το μέλλον, που προτείνει μια λειβαδίτεια ή/και καρούζεια ανδρίκεια φυγή προς τα εμπρός, μέσα από ενδιαφέροντα, αν και μάλλον μονόχορδα έργα.
Συχνά όμως, η ποίηση αποδεικνύεται [και] το σημείο όπου όλα καταλήγουν. Σε όλες τις Α' Παθολογικές κλινικές ή νοσοκομειακές πτέρυγες του κόσμου, συχνότερα καταλήγουμε, κάποτε και διά παντός – παρόμοια, στην πρώτη (κατά ποιητικήν ειρωνεία), ανά χείρας ποιητική συλλογή του Δημήτρη Πέτρου. Ο Δραμινός ποιητής, στην μεγάλη γραμματολογική γραμμή της ελληνικής, και δη μακεδονικής περιφέρειας, παρουσιάζεται εξαιρετικά ώριμος, με ένα πλήρες και γινωμένο έργο, το οποίο -προεξοφλώ- αποτελεί από μόνο του μεστωμένη φωνή συμπύκνωσης έργου και εργασίας ετών. Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα – και δεν μπορούμε, “παρουσιάζοντας” ένα βιβλίο με τα συνήθη θριαμβολικά σχόλια, να προδιαγράψουμε τίποτα για την πιθανά μελλοντική του αξία.

Νομίζω πως η παρούσα, πάντως, αξία του εν λόγω ευσύνοπτου -και τυπωμένου με λεπταίσθητο τρόπο από την Μικρή Άρκτο- βιβλίου, μια αξία που ο χρόνος θα ευνοήσει, είναι πως μας υπενθυμίζει την καταληκτήρια στιγμή της ποίησης: πως συχνά η ποιητική παραγωγή έρχεται “μετά” - ως μεταλόγος, ή μετουσιωμένη εμπειρία. Ο Πέτρου βέβαια, στην γραμμή του Γιάννη Κοντού, αλλά και μέσω αυτού και σε εκείνη του Καρυωτάκη, κομίζει εδώ ένα ολοκληρωμένο ανάπτυγμα από εικόνες και αφηγήσεις που δεν έχουν σχέση με την εννοιολογική, μετα-μοντέρνα αν θέλετε, ποίηση. Στην πραγματικότητα, καθορίζει ένα σκηνικό απόληξης, που ορίζεται από την οικογενειακή και ευρύτερα συγγενειακή δόμηση του ιστορικού χρόνου («κι ο χρόνος κυλάει, ιμάντας παραγωγής»).
Δεν κάνει όμως φοβική ποίηση δωματίου, όπως πρέπει να σημειώσουμε πως συμβαίνει συχνά εσχάτως, όπου αρκετά βιβλία προσπαθούν να μας πείσουν πως η ελληνική επαρχία είναι ένας χώρος όπου τερατώδεις πατέρες απειλούν το αθώο μέλλον του παντογνώστου και πανευαισθήτου συγγραφέως. Συντελεί ένα εύθραυστο κοινωνικό σκηνικό γύρω από τις έννοιες της συγγένειας, της συνάφειας και της τοπικότητας: καταρχήν σκηνικό καταγωγικό, με πρωταγωνιστές έναν εξαφανιζόμενο πατέρα («Οικογενειακή συγκέντρωση»), ή μια μάνα που φεύγει αγνοώντας («Α' Παθολογική»), κι έπειτα οριζόντιο, στη μορφή του αδερφού με τα καινούρια παπούτσια («Πανελλήνια Ορειβατική»), του οικογενειακού γιατρού, ή του τοπίου που ξανοίγεται γύρω με φιδίσιους επαρχιακούς δρόμους («Σκοτεινός Θάλαμος»). Σε αυτό το σκηνικό, ανάπτυγμα της απώλειας του πατέρα από τον χρόνο, χάνονται πολλοί ακόμη στην πορεία, σε πειστικές βινιέττες που ξαφνιάζουν με την σύζευξη του παράδοξου και του καθημερινού: η Άννα αλλά και η Ιωάννα χαμένη κι αυτή, αφού «Το δάσος με τις βελόνες/ μπορεί να λειτουργήσει και σαν κρύπτη».
Επανέρχονται ορισμένα ζητήματα τομής στην καθημερινότητα με λεπτή ειρωνεία (όπως οι αναφορές στις διακοπές και την αδυναμία πραγμάτωσής τους, ή την ελλειματικότητά τους ως σημείο τριβής: «και εκεί είναι αδύνατο να συναντηθούμε»). Γίνεται χειροπιαστή -κυριολεκτικά- η φθορά και η αντίσταση στον χρόνο μέσω της χρήσης φωτογραφικών τεκμηρίων, τόσο στην σπονδυλωτή σειρά «Σκοτεινός Θάλαμος» όσο και στο «Καρτ-ποστάλ» και «Φώτο Φίνις», όπου διέγνωσα και συγγενικούς συσχετισμούς με στιγμές της σύγχρονης απεικαστικής ποίησης, που έχει δώσει πρόσφατα στιγμές ανασυγκρότησης κι αναπαραγωγής του συγγενειακού και του ιστορικού χρόνου, όπως και των σημείων τριβής αυτών των δύο χρονικοτήτων. Στην διαχείριση του ιστορικού και ενδοοικογενειακού υλικού, η αργή εμφάνιση των φιλμ αποτυπώνει μια τέτοια ποίηση πολλαπλών χρονικοτήτων.
 Το οικογενειακό πορτραίτο του Πέτρου εμπεριέχει και δικούς μας συγγενείς. Απλώνεται σαν αεροφωτογραφία και παραδέχεται τα όρια της ποίησης, τα οποία το ίδιο όμως, προεκτείνει: «δεν ωφελούν οι καταγραφές» – όπως καταλήγει ένα ποίημα το οποίο εκκινεί με την αφηγηματική αυτοπεποίθηση «Μόνο και μόνο επειδή γνωρίζαμε». Το βιβλίο αποτελείται από τον βραδυφλεγώς εκρηκτικό αυτόν συνδυασμό: διηγείται συμπυκνωμένες ιστορίες πολλαπλών αναγνώσεων με πειστικότητα, ενώ διατηρεί μια ευθραυστότητα απόστασης. Η αναγνωστική θέρμη επιτείνεται στο σημείο αυτό ακριβώς, που επιδρά συγκολλητικά για τις μικροϊστορίες του Πέτρου. Η απόσταση αυτή είναι αποτέλεσμα μιας ποιητικής που εκκινεί από την κατάληξη. Και το βιβλίο, σωστά δομημένο ώς το τέλος, μάς το υπενθυμίζει στους καταληκτήριους, ειρωνικούς στίχους: «Τι να σου κάνω κι εσένα ποιητή μου;/ Πνιγμένος στο βυθό μιας ανθολογίας./ Με σκυμμένο το κεφάλι έγραφες/ το τέλος της ιστορίας».


Ο Θοδωρής Ρακόπουλος είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: