ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΝΙΚΗ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ, Το
τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 173
Τα μικρά διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού (δέκα σελίδες το πολύ τα
μεγαλύτερα) είναι σαν ξαφνικές λάμψεις στο σκοτάδι, αιφνίδιες διεγέρσεις του
θυμικού, εποπτείες της στιγμής, «βαθιές
ανάσες στο φως των εικόνων». Με τις πρώτες φράσεις οι εικόνες ξεχύνονται
στο μυαλό του αναγνώστη ανεμπόδιστα. Εικόνες αναπόλησης και νοσταλγίας,
τρυφερότητας και ματαίωσης που αποτυπώνουν την παράνοια της καθημερινότητας, το
αποτύπωμα του χρόνου και τη φθορά των αισθημάτων. Εικόνες εύθραυστες και
φευγαλέες που αγγίζουν το μυστήριο και τον πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μιλούν
για το πέρασμα των εποχών, τις τεθλασμένες διαδρομές και τις ανατροπές του
βίου, τους αναγκαστικούς αποχωρισμούς και τις φιλίες που ξεστρατίζουν
ανεπίγνωστα, τις απώλειες και τα πένθη και πάνω από όλα για τη δύναμη και το
σθένος των ανθρώπων να αγωνίζονται για αξίες και δικαιώματα όταν όλα μοιάζουν
να έχουν βουλιάξει αναπότρεπτα στο τίποτα ενός κατακερματισμένου κόσμου.
Η συγγραφέας μετεωρίζεται ανάμεσα στον παρελθόντα και τον παρόντα χρόνο.
Ανάμεσα σε δίπολα που επικοινωνούν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Επιδέξια
συμπλέκει τη νοσταλγία, τα βιώματα και την εμπειρία του χθες με την συγκυρία
του σήμερα, τον πραγματισμό και την ανάγκη ανασύνταξης. Στήνει γέφυρες ανάμεσα
στο βιωμένο και το προσδοκώμενο. Παλινδρομεί ανάμεσα στο εφικτό και το αδύνατο,
ανάμεσα στην αδράνεια και την εγρήγορση, την υποταγή και την αντίδραση, την
συναίνεση και την αμφισβήτηση.
Στο τότε ανήκουν οι μνήμες της παιδικής ηλικίας με την άγρια λαχτάρα του
πρωτόγνωρου, η αθωότητα και η δύναμη της νεότητας, η αυτάρκεια και η ηδυπάθεια των
σωμάτων, οι ζωογόνοι έρωτες, η πίστη σε ιδανικά και ιδεολογίες. Στο τώρα συνωθούνται
η απογοήτευση, η σκληρή επίγνωση του αναπόφευκτου, η σοφία και η κατήφεια της ηλικίας,
οι αναγκαστικοί συμβιβασμοί και κυρίως η κοινωνική, οικονομική και πολιτική
κατάρρευση που απορρυθμίζει τις ζωές των ανθρώπων μεταμορφώνοντάς τους σε σκιές
του εαυτού τους. Η ανθρωπιστική κρίση που είναι παρούσα στα κλειστά μαγαζιά, στους
έρημους δρόμους της πόλης, στα συσσίτια των άπορων και ανέστιων συμπατριωτών
μας και όχι των ενδεών μεταναστών και στα θλιμμένα μάτια των νέων που
διαδηλώνουν με τη στυφή γεύση της οργής στα χείλη. Πείσμονες, ανυπότακτοι,
μοιραίοι.
Η συγγραφέας με ευαισθησία και
αμεσότητα διηγείται για όλα όσα πυροδοτούν τις αισθήσεις και ενεργοποιούν τη
μνήμη. Ιστορίες για πρόσωπα, κτίρια, τόπους, πόλεις, αντικείμενα, όνειρα. Για
τα μικρά και τα ασήμαντα που εύκολα παραπέφτουν: μια παλιά φωτογραφία με
αφιέρωση, ένα πορτραίτο μιας ηλικιωμένης γυναίκας που στο ανείδωτο πρόσωπο
εσωκλείει όλο το μόχθο του ταξιδιού της ζωής, ένα σημαδιακό καλοκαίρι στη
Γαύδο, μια σακούλα του Μινιόν, μια συγγενική μάζωξη, μια παλιά βαλίτσα, μια
μετακόμιση. Αλλά και ιστορίες για τα μεγάλα και τα επείγοντα που πληγώνουν: για
τη μετανάστευση, την ανεργία, την απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την
μοναξιά του ασυντρόφευτου βίου, τους αποχωρισμούς και τις απώλειες.
Οι έρωτες στα λιτά αυτά διηγήματα, που δεν φλυαρούν αυτάρεσκα και δεν
πλατειάζουν, είναι δύσκολοι και εμποδισμένοι. Οι σχέσεις δεν έχουν την
αστραφτερή τελειότητα των ροζ αναγνωσμάτων. Πορεύονται ανάπηρες στα τυφλά, ψηλαφώντας
το άγνωστο με τρυφερότητα και καρτερία. Οι φιλίες της νεότητας ξεθωριάζουν αλλά
δεν σβήνουν. Σκαλώνουν στις δυσκολίες της ζωής αλλά επιμένουν. Οι κοινές
πορείες εκτρέπονται και αποκλίνουν αλλά κάπου συναντώνται. Οι αγαπημένοι νεκροί,
αυτοί που φέρουμε μέσα μας και συναντάμε σε κάθε μας βήμα, ξυπνούν στη θέα ενός
αγνώστου προσώπου, στο χάδι ενός βλέμματος, στο ξάφνιασμα μιας χειρονομίας, και
νεύουν παρηγορητικά.
Οι αφηγήσεις της συγγραφέως έχουν μια ανεπαίσθητη μελαγχολία. Μια αδιόρατη
θλίψη βαραίνει τις λέξεις. Κι όμως είναι κάτι στιγμές που μια καλότυχη συζυγία
φέρνει τους ανθρώπους κοντά, τους κάνει να χαμογελούν ευφρόσυνα και να
συντονίζονται. Την παρηγοριά αυτών των στιγμών καταγράφει η Νίκη Τρουλλινού. Όταν
λόγου χάρη οι περαστικοί κυνηγούν όλοι μαζί τα πορτοκάλια που ξέφυγαν από το
καλάθι ενός νεαρού μεταφορέα και κατρακυλούν στις στράτες της παλιάς πολιτείας.
Ή όταν μια χριστουγεννιάτικη νύχτα ένα μωρό γεννιέται ήσυχα και απλά μέσα στη
θύελλα, σαν θαύμα από μια νεαρή μετανάστρια που ξέβρασε η θάλασσα σ’ ένα νησί
κι οι κάτοικοι όλοι μαζί συνεργούν να σώσουν το σπόρο της ζωής που παράπεσε. Ή
όταν μια παρέα φίλων ελευθερώνει ένα γύπα των κρητικών ορέων που γιατρεύτηκε κι
αυτός ανοίγει τα φτερά του και σκίζει τους αιθέρες πετώντας μακριά. Ή όταν ένα
μήνυμα στον υπολογιστή φέρνει ξανά κοντά ένα πρόσωπο από καιρό χαμένο. Ή όταν
δυο φίλοι…
Εικοσιένα διηγήματα για το χθες
και το σήμερα. Αφηγηματικές κατασκευές όχι μιας μνήμης που αναμασά με νοσταλγία
τα παλιά και ανακαλεί και μηρυκάζει, αλλά ενός καθαρού βλέμματος που κοιτάζει
με δέος τα μυστήρια του κόσμου και μιας συνείδησης που αγρυπνά.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας
Μπέτυ Ζέρβα, Στέφανα, εγκατάσταση |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου