Σαν καλαμπόκι που το τραβολογούν πουλιά και το
γυμνώνουν ξεσπυρίζονται οικογένειες,
κοινότητες, θεσμοί. Ξεσπυρισμένοι άνθρωποι κι αθέριστα τα στάχυα των ματιών
τους φτάνουν ως την αυλόπορτα
και περιμένουν ουρά στην βραδινή την κάψα να
αλεστούν, αμνοί εκόντες άκοντες του κόσμου. Θρήνος για αχόρταστα φιλιά που κρέμονται ανεπίδοτα.
Αλευρωμένη ως τα μάτια, τρέμω μην πιάσει η βροχή
και μουσκεμένη ζύμη κλείσει τα βλέφαρά μου. Θέλω με ανοιχτά τα μάτια να κοιτώ…
Όσοι έχουνε βιός
τούς σκάβουνε τα μάτια καλιακούδες
Φρεσκοσκαμμένα χώματα με αχώνευτους νεκρούς
σταματημένα τα ρολόγια των χεριών τους
Μα τότε πού
τον βρίσκουν τον Αιώνα και
μας μετρούν
όταν μας αγκαλιάζουν;
Πάντως
αυτοί οι αθέριστοι και πάλι θα ταΐσουνε τον
κόσμο.
Αρετή
Γκανίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου