6/9/14

Πόλεμος και Αρχαιολογία

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1914-1918)

ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ



Ο Στρατηγός SARAIL, παρευρισκόμενος σε μια αρχαιολογική
ανακάλυψη, Στρατόπαιδο Zeitenlik (σημ. Συμμαχικό
νεκροταφείο, έζω από τη Θεσσαλονίκη), Μάιος 1917,
BCH 41-43 (1917- 1919)
Το δίδυμο πόλεμος και Αρχαιολογία ανέκυψε στην αρχή του 19ου αιώνα κυρίως με τη Ναπολεόντεια εκστρατεία στην Αίγυπτο, την ανάγνωση των ιερογλυφικών και γενικότερα με την ανάπτυξη της Αιγυπτιολογίας, ενώ, σε καιρό ειρήνης αλλά έντονου ανταγωνισμού, γαλλικές κυρίως αποστολές πραγματοποιήθηκαν στον οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, στην Πελοπόννησο και το Μυστρά. Αυτή τη γαλλική παράδοση συνεχίζουν οι Γάλλοι στρατιωτικοί-αρχαιολόγοι, που αναλαμβάνουν στη διάρκεια του Μεγάλου πολέμου, το 1916, να ανασκάψουν προϊστορικές θέσεις στη Μακεδονία και να συλλέξουν επιφανειακά ευρήματα στο χώρο του στρατοπέδου και των στρατιωτικών επιχειρήσεων, με επικεφαλής το στρατηγό Μωρίς Σαρράιγ (Maurice Sarrail 1856-1929). Είναι ο ίδιος που, έχοντας ανέλθει στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας στη διάρκεια της φιλελεύθερης Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας, με την ενεργοποίηση του βαλκανικού μετώπου, ανέλαβε να στρατοπεδεύσει κοντά στη Θεσσαλονίκη, δυτικά των Βρετανών, με στόχο την προέλαση προς το Μοναστήρι, από κοινού με τις Σερβικές δυνάμεις που έφτασαν από την Κέρκυρα.
Ένας τόμος του Δελτίου Ελληνικής Αλληλογραφίας δημοσιευμένος μεταπολεμικά από τον αρχαιολόγο Léon Rey, μαζί με τα αντίστοιχα δημοσιεύματα των Βρετανών αξιωματικών-αρχαιολόγων, με αναλυτικές περιγραφές των ανασκαμμένων, σ’ αυτή τη συγκυρία, προϊστορικών θέσεων και ευρημάτων και με συμπεράσματα για την προϊστορική έρευνα που διεξήχθη στο Μακεδονικό μέτωπο, αποτελούν διαφωτιστικά τεκμήρια τόσο για τα λιγότερο εμφανή μέτωπα του πολέμου και για τις συμμαχίες όσο και για την ιστορία της Αρχαιολογίας: Για παράδειγμα, εντυπωσιάζει, εκτός από την επικέντρωση στην ανάγνωση της στρωματογραφίας, ο τρόπος με τον οποίο οι εν υπηρεσία στρατιωτικοί-αρχαιολόγοι αναπαριστούν την πορεία του προ-ιστορικού ανθρώπου από τα βόρεια προς τις ακτές της Μακεδονίας: Αντί, όμως, για τους ιστορικούς όρους αυτού του τελευταίου, πάνω στο χάρτη με το δίκτυο των προϊστορικών θέσεων που τώρα πυκνώνουν, παρακολουθεί κανείς τα συγκαιρινά μάλλον γεωπολιτικά διακυβεύματα των εμπόλεμων ευρωπαϊκών δυνάμεων στη Μακεδονία και στη Βαλκανική χερσόνησο, στη σχέση τους με το Αιγαίο και την Ανατολή. Μ’ άλλα λόγια, ιχνηλατεί κανείς στα παρακάτω αποσπάσματα, μέσα από τη βιταλιστική ορολογία (π.χ. «ένστικτο») του δυτικο-ευρωπαϊκού τέλους του αιώνα, τους δρόμους-άξονες και το ενδιαφέρον για επικοινωνία της Δύσης με την Ανατολή, ή, καλύτερα, για επέκταση της Δύσης προς την Ανατολή.

Από την άλλη μεριά, η έννοια της αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας («οι πρόγονοι», «οι πρωτόγονοι κάτοικοι της περιοχής της Θεσσαλονίκης») και κυρίως η αναζήτηση των «Απαρχών της Ελλάδας», που ταυτιζόταν τότε με τις απαρχές της Ευρώπης, ως υπόθεση εργασίας στην προϊστορική αρχαιολογία, φαντάζει κι αυτή άκρως ιδεολογικοποιημένη, ή μάλλον υποθηκευμένη στην υπηρεσία παροντικών πολιτικών στόχων παρά ως εύλογη ερμηνευτική των πρώιμων φάσεων της εξέλιξης του προ-ιστορικού ανθρώπου· πολύ περισσότερο που τα ίχνη του αποκαλύπτονταν, δευτερευόντως, εδώ κι εκεί μέσα στα χαρακώματα, όπου η ζωή των στρατιωτών θα γίνει αβίωτη: Επρόκειτο για τυχαία και ασύνδετα ευρήματα, που ανασύρονταν κατά το «σκάψιμο των χαρακωμάτων και τη θεμελίωση [στρατιωτικών] κτηρίων…» και τα οποία μόνο «σε μερικές περιπτώσεις τυχαίες αποκαλύψεις οδηγούσαν σε περαιτέρω εκσκαφή,…»· αλλά και τότε «κατά το μεγαλύτερο μέρος οι στρατιωτικές επιχειρήσεις καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση των ανασκαφών με επιστημονικούς όρους, σε γνωστές θέσεις» –εργασία που, εκτός από τα σημαντικά ευρήματα, μπορούσε να αξιοποιηθεί επιστημονικά από τους Γάλλους και Άγγλους στρατιωτικούς-αρχαιολόγους με την προϋπόθεση και την «ελπίδα ότι μερικές από αυτές τις θέσεις επρόκειτο να ανασκαφούν συστηματικά κάποτε στο μέλλον[S. Casson, Macedonia. II. Antiquities found in the British zone 1915-1919, The Annual of the British School at Athens 23(1918-1919), 28].
Με βάση τις πρόσφατες εντυπωσιακές ανασκαφές σε προϊστορικές τοποθεσίες, είναι φανερό ότι, από την εποχή των παραπάνω τομών-χαρακωμάτων, δεν έχουν απλώς αλλάξει πολλά στην επιστήμη της προϊστορικής Αρχαιολογίας. Σήμερα μπορούν να τεθούν προς διερεύνηση νέα και ποικίλα κοινωνικά ζητήματα με βάση τους ιστορικούς όρους που βίωναν εκείνοι οι άνθρωποι, τους οποίους η θεωρούμενη παντελής άγνοια γραφής τούς εξοβέλισε εκτός ιστορίας – αφού στο μυαλό των θετικιστών ιστορικών-αρχαιολόγων ιστορία και γραφή υποχρεωτικά συνέπιπταν. Ακόμα περισσότερο τώρα όχι μόνο το ουμανιστικό ευρωποκεντρικό ιδεώδες έχει υποχωρήσει –μαζί με κάποιες εθνικές προσεγγίσεις– αλλά και η νεότερη αρχαιολογική έρευνα, εκτός από υπερσύγχρονα εργαλεία, έχει κατακτήσει, όπως και η σύστοιχη επιστήμη της Ιστορίας, ένα νέο πεδίο (αυτο)κριτικής και αναστοχασμού – κι εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά: Αποστασιοποιούμενοι, συνειδητά, οι ερευνητές των επιστημών του ανθρώπου τόσο από τις παραδοσιακές όσο και από μεταψυχροπολεμικές εξίσου αναχρονιστικές και πολιτικά προσδιορισμενες προσεγγίσεις, μπορούν να ανιχνεύσουν τους ιστορικούς/κοινωνικούς όρους, μέσα στους οποίους έδρασαν οι εν λόγω ομάδες, και να αναθεωρήσουν δημιουργικά τις προγενέστερες προσεγγίσεις – παρά τις καθημερινές πολιτικο-ιδεολογικές παγίδες που ελλοχεύουν.   

Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Στα ίχνη του προ-ιστορικού ανθρώπου στη Μακεδονία

Βρετανός αξιωματικός μεταφέρει
προϊστορικό αγγείο στο μέτωπο της
Θεσσαλονίκης, N. J. Saunders, Killing
Time: Archaeology in the
First World War
,
The History Press, 2007, 8
Προς τον Κύριο Υπουργό του Πολέμου
Στην αρχή της συμμαχικής επέμβασης στη Μακεδονία, η Ελληνική Κυβέρνηση απευθύνθηκε στη Γαλλία για να θέσει υπό την προστασία των όπλων μας τις αρχαιότητες, που βρίσκονται στο έδαφος το οποίο επρόκειτο να καταλάβουν τα στρατεύματά μας. Αυτό το διάβημα ακολουθήθηκε από άμεσα μέτρα εκ των οποίων το πρώτο ήταν ένα υπηρεσιακό κείμενο με ημερομηνία 21 Φεβρουαρίου 1916, που συντάχθηκε από τον επικεφαλής στρατηγό Σαρράιγ και που έδινε στις διάφορες μονάδες τις απαραίτητες διαταγές για τη διαφύλαξη των αντικειμένων της αρχαιολογίας και των έργων τέχνης. Με μία μεταγενέστερη διαταγή ο στρατηγός υποδείκνυε τα μέσα για να συγκεντρωθούν τα αντικείμενα που είχαν ήδη συλλεγεί από τυχαίες ανευρέσεις και, «πιστός στη γαλλική παράδοση της Αιγύπτου και του Μοριά», έθεσε τις πρώτες βάσεις για μια επιστημονική διερεύνηση.
Στις 20 Μαΐου 1916, αυτή την έρευνα την εμπιστεύτηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Στρατού της Ανατολής, ενώ όλα τα υπομνήματα και οι αναφορές έπρεπε να απευθυνθούν στη Σχολή των Αθηνών (υπηρεσιακό σημείωμα της 17ης Αυγούστου 1916).
Η βοήθεια που είχαμε από την Τοπογραφική Υπηρεσία του Στρατού, η ενθάρρυνση από το Ινστιτούτο της Γαλλίας, η καλοπροαίρετη συμπάθεια των Κυρίων Εφόρων, διευκόλυναν με μοναδικό τρόπο το έργο μας.
Σήμερα, η Σχολή των Αθηνών αναλαμβάνει με γενναιοδωρία τη δημοσίευση αυτού του πρώτου τόμου, τον οποίο έχω την τιμή, Κύριε Υπουργέ, με το τέλος της αποστολής μου, να υποβάλω στην υψηλή σας έγκριση.
Παρίσι, 1η Νοεμβρίου 1920 Léon Rey.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Αυτό το έργο στόχο έχει να κάνει γνωστούς τους πρωτόγονους κατοίκους της περιοχής της Θεσσαλονίκης, επιτρέποντας στους αρχαιολόγους να συνεχίσουν τις έρευνες που έχουμε αρχίσει.
Η Μακεδονία, καθώς βρίσκεται πάνω σε ένα από τους κύριους δρόμους που ενώνει την Παλαιά Ελλάδα με τις κεντρικές και ανατολικές περιοχές της Ευρώπης, λουσμένη στο Αιγαίο πέλαγος και μέσω αυτού σε επικοινωνία με τα Νησιά και με την Ανατολή, προσφέρει στους ερευνητές πολυάριθμα και γόνιμα πεδία ανασκαφών, όχι πολύ γνωστά ακόμη, αλλά ικανά να φέρουν πολύτιμα ντοκουμέντα στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.
Αφιερώσαμε το ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ στη γεωγραφική και τοπογραφική μελέτη της διαστρωμάτωσης («τούμπες» και τράπεζες) […], που θα επιτρέψει στον αναγνώστη να σχηματίσει μια όσο το δυνατόν περισσότερο ακριβή ιδέα των εγκαταστάσεων, τις οποίες αναγνωρίσαμε στα χρόνια μεταξύ 1916 και 1919.
Ένα ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ αφιερώσαμε στη μελέτη της κεραμικής. Συγκεντρωμένα κατά εκατοντάδες, στην επιφάνεια του εδάφους ή σε βαθιά στρώματα, αυτά τα όστρακα αποτελούν τις καλύτερες ενδείξεις που μας παρέχουν οι παλαιοί οικισμοί, των οποίων τα ερείπια, σωρευμένα το ένα πάνω στο άλλο, σχημάτισαν με το χρόνο αυτούς τους μυστήριους τύμβους (tumuli), παλαιά σύνορα που κατηφορίζουν στην ακτή της θάλασσας, κατά μήκος των μικρών και μεγάλων ποταμών, δείχνοντάς μας έτσι το δρόμο που ακολούθησαν οι πρώτοι κάτοχοι της χώρας.
Σε πολλές περιπτώσεις, ένα και το ίδιο ένστικτο οδήγησε τις επόμενες γενιές στις τοποθεσίες που οι πρόγονοί τους είχαν διαλέξει.[…]
Ας μας συγχωρήσει ο αναγνώστης για την ένδεια αυτών των σελίδων. Με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται ακόμα τώρα οι προϊστορικές σπουδές, είναι αδύνατο να λύσουμε με ακριβή τρόπο το πρόβλημα των απαρχών της Ελλάδας. Μόνο με υπομονετικές έρευνες, κάποτε άκαρπες και συχνότερα μονότονες, θα μπορέσουμε ίσως να διεισδύσουμε μια μέρα σ’ αυτή τη μακρά νύχτα από την οποία ξύπνησε το ελληνικό πνεύμα.»
(L. Rey, Observations sur les premiers habitats de Macédoine Recueillies par le Service Archéologique de l’Armée d’Orient 1916-1919 (Région de Salonique), Bulletin de Correspondance Hellénique 41-43(1917-1919), σελίδα χωρίς αρίθμηση και σ. i-iii).

Χαρακώματα ως αρχαιολογικές τομές
Εξαιτίας του μικρού αριθμού των ερευνών που έγιναν ως σήμερα στη Μακεδονία στον τομέα της προϊστορικής Αρχαιολογίας, μεταξύ των ερευνών που έχουν αρχίσει, απομένει να καλυφθεί ένα κενό, από τη μια μεριά, στη Ρωσία, Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία, Θράκη και, από την άλλη, σ’ εκείνες που επιχειρήθηκαν στην Παλαιά Ελλάδα.
Αυτό το κενό φαντάζει ακόμη περισσότερο ατυχές, επειδή τη Μακεδονία διασχίζουν μερικές από τις κύριες οδούς που συνδέουν την ελληνική χερσόνησο με τις κεντρικές και ανατολικές περιφέρειες της Ευρώπης. […] Οι πρώτες εγκαταστάσεις ανακαλύφθηκαν το 1900 και 1901 από τον P. Traeger. Οχτώ χρόνια αργότερα, το 1909, σ’ ένα ταξίδι με τον κ. [A. J. B.] Wace και τον κ. [M. S.] Thompson εντόπισε μερικές θέσεις που είχαν διαφύγει του [P.] Traeger. Τέλος, τον Ιανουάριο 1915, ο κ. Thompson εντόπισε μερικές νέες, ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό των γνωστών εγκαταστάσεων σε είκοσι επτά.
Στην πραγματικότητα, αυτές οι θέσεις στη Μακεδονία είναι πολύ περισσότερες. Αν σήμερα έχουμε βρει εβδομήντα έξι, είναι βέβαιο ότι αυτός ο αριθμός είναι ακόμα πολύ μικρότερος από τον πραγματικό· μακριά από τους δρόμους, στις δυσπρόσιτες και άγνωστες περιοχές απομένει να ανακαλυφθούν κι άλλες.
(L. Rey, Observations sur les sites préhistoriques et protohistoriques de la Macédoine, Bulletin de Correspondance Hellénique 40(1916), 257-8).

Αποικιοκρατία και Αρχαιολογία / συμμαχία με το αζημίωτο
ΣΗΜΕΙΩΣΗ Οι αρχαιότητες, που περιγράφηκαν παραπάνω, τώρα έχουν γενναιόδωρα δοθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση στο Βρετανικό έθνος, με αίτηση του επικεφαλής Διοικητή, Σερ G. Milne, και έχουν τοποθετηθεί στο Βρετανικό Μουσείο. Οι διάφοροι αξιωματικοί αρχαιολόγοι υπεύθυνοι για τη συλλογή, σύμφωνα με τις υποδείξεις τους, πάντοτε σεβάστηκαν σχολαστικά τα δικαιώματα της Ελληνικής Κυβέρνησης και εργάστηκαν, όσο ήταν πρακτικά δυνατό, σε συνεργασία με τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές των Ελληνικών Εφοριών Αρχαιοτήτων. Η συλλογή σχεδιαζόταν να αποτελέσει τον πυρήνα για τη συγκρότηση ενός τοπικού μουσείου για τη Μακεδονία. Η δωρεά [“free gift”] της από την Ελλάδα την κατέστησε τώρα ολόκληρη προσιτή σε Βρετανούς φοιτητές. Σίγουρα, όταν θα γίνει εφικτό να διενεργηθούν συστηματικές ανασκαφές στη Μακεδονία, το Μουσείο της Θεσσαλονίκης θα συγκροτηθεί εκ νέου σε μεγαλύτερη κλίμακα και με πληρέστερο υλικό ως προς την αρχαιολογία της χώρας.
(Ε. Α. G[ardner], Note, The Annual of the British School at Athens 23, London 1918-1919, 43).

Μετάφραση Α. Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: