ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, Παρασάγγες, τόμος Α΄, εκδόσεις Άγρα, σελ. 212
Χιούμορ, καλλιέργεια, ευρυμάθεια, χαρακτηρίζουν κατά
τη γνώμη μου τη γραφή, αλλά και τη δημόσια παρουσία του Δημήτρη Καλοκύρη στα
σαράντα πέντε χρόνια της διαδρομής του, η οποία πέρα από τα ποιήματα, τα πεζά
και τις μεταφράσεις του περιλαμβάνει το περιοδικό Τραμ, της νεότητας του ’70, αλλά και τον Χάρτη της ωριμότητας.
Απ’ τους λίγους της γενιάς του που απέφυγε να
επαναπαυθεί στο προφίλ της διαρκούς νεότητας, επιχειρεί να παρακολουθήσει και
να συγχρονιστεί με τα νέα ρεύματα και τις νέες ιδέες, χωρίς να απεμπολεί τίποτα
αλλά αναζητώντας τις συμβατότητες. Προϊόν αυτής της αναζήτησης είναι ο ανά
χείρας τόμος, ο οποίος προαναγγέλλει και συνέχεια, και αποτελεί μια αφηγηματική
κιβωτό, όπου συνυπάρχουν σελίδες φιλολογικών χρονικών, προσωπικές εντυπώσεις,
αυτοβιογραφικά στιγμιότυπα, δοκίμια, σημειώσεις, ολόκληρα συμβάντα της
πνευματικής μας ζωής, καθώς και αφηγηματικά κείμενα που εμπίπτουν και τυπικά
στο χώρο της πεζογραφίας.
Ένα, αναμενόμενο πολύτομο, οιονεί μυθιστόρημα της
ζωής του συνθέτει ο Καλοκύρης, αξιοποιώντας λογοτεχνικά τον κεντρικό ρόλο που
επί δεκαετίες διαδραματίζει στη λογοτεχνική συντεχνία. Μας επιστρέφει
λογοτεχνικά σπαράγματα, και μια επίσης σπαραγματική εικόνα της λογοτεχνίας και
των διεργασιών που συντελούνται στο πεδίο της. Η διαρκής μαθητεία του στον
Μπόρχες αποδεικνύεται γόνιμη.
Τι είναι αυτό που ενοποιεί το βιβλίο και το καθιστά
ενιαία αφήγηση; Το ύφος των κειμένων έχει διακυμάνσεις, κάνει «ελιγμούς»
ανάμεσα σε διάφορα ύφη, αλλά τελικά συντίθεται ως ο καμβάς που συνέχει το
βιβλίο: ένα ύφος που δεν προηγείται το λόγου αλλά συνυπάρχει διακριτικά,
απορροφώντας ένα μέρος της ανομοιογένειας (του λόγου αλλά και του ίδιου του
ύφους), ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που αναπτύσσονται στο έδαφός του βιβλίου
και απειλούν να το οδηγήσουν στην έκρηξη ή στη διάχυση.
Τα θέματά του είναι επίσης εντυπωσιακά (μπορχεσιανά:
προγραμματικά) άνισα. Μεγάλα γεγονότα, π.χ. η κηδεία του Σεφέρη, και καθημερινά
στιγμιότυπα της λογοτεχνικής ζωής. Μεγάλοι συγγραφείς, π.χ. Ροΐδης,
Παπαδιαμάντης, και ελάσσονες αστέρες της φιλολογίας. Δεσμευτικές θέσεις για την
ιστορία ή τη θεωρία της λογοτεχνίας και παρατηρήσεις λογοτεχνικού καφενείου.
Αλλά στο βιβλίο δεν μιλά μόνο ο συγγραφέας, μα
πλείστοι όσοι, και όχι μόνο ως σημαίνουσες παρουσίες ή πρωταγωνιστές των
συμβάντων, αλλά και με τον δικό τους λόγο. Αυτή ίσως είναι η σημαντικότερη
ιδιοτυπία του βιβλίου, που είναι οργανωμένο ως λεξικό, και σπεύδω να την
αναδείξω, παραθέτοντας ένα από τα λήμματά του, ένα κείμενο υποδειγματικό:
Τάκης Σινόπουλος. Μιλούσε βουρκωμένος
στην «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης για τον φίλο του, τον μακαρίτη Νίκο Καχτίτση,
μεταφέροντάς μας τη ζωηρή του συγκίνηση.
Αυτοχαρακτηρίζεται: «Ποιητής, κριτικός,
ζωγράφος, δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε στον Πύργο το 1917. Ακριβέστερα ανάμεσα στη
λίμνη της Αγουλινίτσας και τον Αλφειό ποταμό. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο
(μόνο) της Αθήνας. Εργάζεται σα γιατρός στο συνοικισμό Περισσός. [...] Έλαβε
μέρος στους πολέμους 1941-1949. Έλαβε μέρος στην πνευματική αντίσταση 1967-1974.
[...] Είδε ανθρώπους να βασανίζονται και να εκτελούνται [...]». Και προσθέτει:
Ο συγγραφέας (ποιητής) πρέπει να ’χει δυο
ταυτότητες: 1) την αστυνομική για τις δημόσιες σχέσεις του ή για το θάνατό του
και 2) την ταυτότητα της γλώσσας του για να είναι αναγνωρίσιμος στην εγκόσμια ή
την ουράνια δημοκρατία των ποιητών. Λοιπόν αυτή η δεύτερη ταυτότητα δημιουργεί
συχνά τα σοβαρότερα προβλήματα. Πολλοί π.χ. αμφισβητούν αυτό το στοιχείο
αναγνώρισης στους Α, Β, Γ, κι αυτοί με τη σειρά τους αμφισβητούν το ίδιο
στοιχείο στους Δ, Ε, Ζ, αρνούμενοι πως δικαιούνται να έχουν έστω και μια μικρή
θέση στους ουρανούς. Βέβαια ξέρω πως η απόχτηση γλωσσικής ταυτότητας γίνεται
ολοένα και πιο προβληματική γιατί σήμερα πρέπει να υποστεί κανείς ένα πλήθος
πλαστικές εγχειρήσεις, ή τουλάχιστον ένα πλήθος μετασχηματισμών-μεταμορφώσεων
ώσπου να καταφέρει να γίνει ιδιοκτήτης της περιπόθητης γλωσσικής ταυτότητας,
δηλαδή να αναγνωρισθεί σαν ποιητής.
Λένε σήμερα συχνά πως η ποίηση είναι
ταυτόσημη με τη γλώσσα. Αλλά με ποια γλώσσα; της εξουσίας; της ιδεολογίας, της
επικοινωνίας; Ή με τη γλώσσα του νόμου, του αστυνόμου, του μαθηματικού, της
εκκλησίας, της φιλοσοφίας; Λέει ένας σύγχρονος φιλόσοφος: «Τα όρια της γλώσσας
μου είναι τα όρια του κόσμου μου», δεν είμαι σίγουρος αν η λογική του τον
αφήνει να ιδεί την πιθανή διεύρυνση αυτών των ορίων του κόσμου του, τις
αναρίθμητες όψεις και τον πολλαπλασιασμό αυτού του κόσμου ως το άπειρο, που
μπορεί να καταφέρει καμιά φορά η ποιητική γλώσσα. Ο ίδιος φιλόσοφος, σε άλλη
πρότασή του γράφει: «Εκείνο που εκφράζεται από μόνο του μέσα στη γλώσσα, δεν
μπορούμε να το εκφράζουμε εμείς με τη γλώσσα». Η πρόταση δείχνει τις λογικές
φόρμες του παραλογισμού.
Κανείς σήμερα δεν λέει εκφράζω με τη γλώσσα.
Όλοι ξέρουμε πως η ποίηση είναι γλώσσα, όλα είναι γλώσσα. Επομένως η άλλη
πρόταση του φιλοσόφου: «Όλη η φιλοσοφία είναι κριτική της γλώσσας», [αναφέρεται
στον Tractatus Logico Philosophicus του Wittgenstein] δηλαδή κριτική και της
ποίησης και των πάντων, εμένα τουλάχιστο με κάνει να φοβάμαι πως πίσω από
παρόμοιες προτάσεις κρύβεται η γλώσσα της εξουσίας. Ας τελειώνουμε λοιπόν κι ας
πάμε έναν περίπατο στην ακρογιαλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου