ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
—Νεκρέ, είπε η Στιχομάντισσα,
δύσκολο θάνατο έχεις να διαβείς
Απ’ το βασίλειο της Μνήμης φεύγοντας
μακρυά θα πορευθείς περιπλανώμενος
γυρεύοντας το Τι.
Βλέπω στις ερημιές να σου χυμούν ρεκάζοντας τέρατα
απαντήσεις
να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα
ώσπου να φτάσεις κάποτε
στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις
Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφούν το νόημά
τους
Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές
Και δεν αρκεί να ονοματίσεις κάτι για να υπάρξει
Ως κριτικός
λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος, ο Βύρων Λεοντάρης άφησε ισχυρό, σαφές και
σημαίνον το αποτύπωμα της σκέψης του πάνω στο σώμα της λογοτεχνίας μας. Ένα
αποτύπωμα ταυτόσημο και συμπληρωματικό με αυτό της ποίησής του, όσον αφορά τις
ιδέες που το συνέχουν. Οι πιο εμφανείς σταθερές του είναι η μακρά, ανανεούμενη
παράδοση του ρομαντισμού, και το φάσμα των ιδεών της Κριτικής θεωρίας.
Το κορυφαίο δοκίμιο του Λεοντάρη, και κατά τη γνώμη
μου το κορυφαίο νεοελληνικό λογοτεχνικό κριτικό δοκίμιο, είναι οι «Θέσεις για
τον Καρυωτάκη», οι οποίες δημοσιεύονται το 1973 στο πρώτο τεύχος του περιοδικού
Σημειώσεις, τις οποίες «Θέσεις»
παρουσίασα και αναδημοσίευσα πέρυσι στις «Αναγνώσεις» (16/3/2013). Με βάση αυτό
το δοκίμιο, όχι μόνο μπορούμε να «περιοδολογήσουμε» την καρυωτακική φιλολογία
και κριτική, σε πριν και μετά απ’ αυτό, αλλά και να
αναστοχαστούμε την ποίηση του 20ού αιώνα μέσα από την τομή που επιφέρει στην
εικόνα της.
***
Άλλο ήταν όμως το δοκίμιο του Λεοντάρη που έδρεψε τη
μεγαλύτερη φήμη, έστω και διά της παρανάγνωσης. Πρόκειται για την «Ποίηση της
ήττας» (Επιθεώρηση τέχνης, 1963 και 1964),
ένα δοκίμιο που κυριολεκτικά εξαφανίστηκε από τον δημόσιο αλλά και τον
λογοτεχνικό διάλογο, όσον αφορά τις θέσεις και τις ιδέες που περιέχει, ή ακόμα
και ως αναφορά, ενώ ταυτόχρονα ο αχός του κρατεί αμείωτος μέχρι τις μέρες μας,
αφού πλείστοι όσοι φιλολογούντες κάθε τόσο ρίχνουν και μια «βολή», σε αυτή την
θρυλούμενη ως άθλια και ιδεολογικά ύποπτη κατασκευή, η οποία χαρακτηρίζει ως
ποιητές της ήττας τους αριστερούς μεταπολεμικούς ποιητές...
Είναι βέβαιο ότι κανείς από τους καταγγέλλοντες δεν
έκανε τον κόπο να διαβάσει το δοκίμιο του Λεοντάρη, πόσω μάλλον να αναλογιστεί το
θεωρητικό του πλαίσιο ή και να αναμετρηθεί με τα επιχειρήματά του. Ο ακόμη
περιρρέων «αντιδογματισμός», ως υποκατάστατο λογοτεχνικής θεωρίας, έχει (ακόμη)
ανάγκη από κάποια κλισέ, που αποδίδουν εύκολα και αβίαστα εύσημα μιας κάποιας αμφισβητησιακής
αριστεροσύνης.
Όπως θρυλείται και υπονοείται κάθε φορά που γίνεται
λόγος για ποίηση της ήττας, οι νεαροί τότε αριστεροί μεταπολεμικοί ποιητές (Αναγνωστάκης,
Λειβαδίτης, Κατσαρός, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος κλπ) εξέφρασαν τον σκεπτικισμό τους
για την αριστερά, δηλαδή για τη σταλινική/ζαχαριαδική αντίληψή της που ηττήθηκε
στον εμφύλιο. Αυτός ο σκεπτικισμός ήταν που οδήγησε, στη δεκαετία του ’60, μέσα
και από την ΕΔΑ, στη δημιουργία του ρεύματος του αντιδογματισμού, απ’ το οποίο
ακόμη αρδεύεται η καθ’ ημάς ανανεωτική αριστερά. Αυτόν τον σκεπτικισμό, όπως
θρυλείται, η δογματική πτέρυγα τον κατήγγειλε ως ποίηση της ήττας...
Είναι αμφίβολο αν, και πόσοι, γνωρίζουν ότι
πρόκειται για το ομώνυμο δοκίμιο του Λεοντάρη που εισήγαγε τον όρο «ποίηση της
ήττας», και άρα δεν πρόκειται απλώς για κάποια φράση/χαρακτηρισμό, που, κάπως,
κάποτε, ανέκυψε. Παρ’ ότι όμως το δοκίμιο αυτό, αλλά και τα τεκμήρια του
σχετικού διαλόγου που προκάλεσε στην Επιθεώρηση
Τέχνης, απ’ τη μεταπολίτευση και εντεύθεν είναι ευκόλως προσβάσιμα, αφού
περιέχονται στα βιβλία δοκιμίων του Λεοντάρη που υπάρχουν διαθέσιμα στα
βιβλιοπωλεία, η παρανάγνωση καλά κρατεί μέχρι τις μέρες μας.
Το δοκίμιο του Λεοντάρη γράφεται με αφορμή δύο
ποιητικές συλλογές, την Μαθητεία του
Τίτου Πατρίκιου και τον Γυρισμό του
Θανάση Κωσταβάρα. Ως θεωρητική του αφετηρία έχει την όλη καρυωτακική
προβληματική, για τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης και την ποιητική λειτουργία,
αλλά και την επίσης περιβόητη ρήση του Αντόρνο, για το αν μπορεί να γραφεί
ποίηση μετά το Άουσβιτς. Για το αδιέξοδο και τις αντιφάσεις της διαδρομής της
νεωτερικότητας μιλά λοιπόν ο Λεοντάρης, «εφαρμόζοντας», απολύτως δημιουργικά
και συγκεκριμένα, τις επεξεργασίες της Κριτικής θεωρίας.
«Ένα νέο ποιητικό κλίμα μας επιβάλλει να
μιλήσουμε σήμερα για μια ποίηση, που πυρήνας της είναι η αίσθηση ότι ο
σημερινός άνθρωπος βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα, που δεν σημαδεύει
ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι, γενικότερα, ήττα της
ανθρωπότητας, του πολιτισμού...» «Άλλωστε, η ποίηση της ήττας δεν επισημαίνεται
μόνο στο έργο των αριστερών ποιητών. Εκτείνεται συχνά και πέρα απ’ αυτούς. Η
αίσθηση της ήττας διακατέχει και ποιητές που προσδοκούσαν αόριστα μιαν άλλη
ανθρώπινη μοίρα απ’ αυτήν που ζουν σήμερα, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο...».
Μα το εν
λόγω δοκίμιο του Λεοντάρη έχει ως προανάκρουσμά του ένα προηγούμενο, και εκτενέστερο
δοκίμιο, δημοσιευμένο στο περιοδικό Κριτική,
που ανατέμνει την ποίηση της περιόδου 1940-1960. Αρκεί νομίζω ο τίτλος του
δοκιμίου και οι τίτλοι των επιμέρους ενοτήτων του, για να δηλωθεί ο
προβληματισμός του:
Η ιδεολογία της μεταπολεμικής ελληνικής
ποίησης, Η σιωπή του Βάρναλη, Ο Σεφέρης και οι παράλυτες αξίες, Ο Ελύτης και το
νόημα της «ελευθερίας» του, Οι νέοι προσανατολισμοί του Σικελιανού,
Αντιστασιακή ποίηση – Ο αντιστασιακός ρεαλισμός, Ο αντιστασιακός πεσιμισμός, Ο
αντιστασιακός μηδενισμός, Η ποίηση της διάψευσης, Η αιχμάλωτη ποίηση.
Γιατί το
δοκίμιο του Λεοντάρη για την ποίηση της ήττας έχει ως βασικό του
ιδεολογικό/ποιητικό μέτωπο την αντιστασιακή ιδεολογία, η οποία για συναπτές
δεκαετίες συνέχει το ιδεολογικό background της
αριστεράς, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας, αποτελώντας την
ιδανική συνθήκη όπου ευδοκιμεί και τρέφεται ο εθνικολαϊκισμός. Μετά την
ενδελεχή εξέταση της πολιτικοποιημένης ποίησης της περιόδου 1940-1960, η θέση
του Λεοντάρη, όταν γράφει το δοκίμιο «Η ποίηση της ήττας», είναι σαφής:
«Η ποίηση της ήττας είναι για μένα νέα ποιητική
πραγματικότητα, που ήρθε σαν κρίση και σαν αναίρεση της αντιστασιακής ποίησης
και όχι σαν συνέχειά της...» «Η ποίηση της ήττας βασικά είναι μια βαθειά κρίση
και ίσως το τέλος της αντιστασιακής ιδεολογίας...».
Στη
δεκαετία του 1960 λοιπόν, όπου διαμορφώνονται οι βασικές παράμετροι της σκέψης,
που μετέβαλαν τον τρόπο που οι δυτικές κοινωνίες έβλεπαν τον κόσμο και βίωναν
τη ζωή, τη στιγμή όπου δημιουργείται η συνθήκη για την έκρηξη της θεωρίας κατά
τις επόμενες δεκαετίες, τη στιγμή όπου το τέλος του «χαρούμενου» κύκλου της
νεωτερικότητας πλησιάζει, δίνοντας τη θέση του στον κύκλο της κρίσης του ως
μακράς διάρκειας, ο Βύρων Λεοντάρης, με αυτό το δοκίμιο, συμμετέχει στους πιο
προωθημένους προβληματισμούς που αναπτύσσονται στην Ευρώπη, επιχειρώντας να
εντάξει και τη σύγχρονή του ποίηση σε αυτούς. Μια υποδειγματική στάση
διανοούμενου:
«Οι ιστορικές εξελίξεις που αλματικά
συντελούνται στα πιο κρίσιμα ανθρώπινα προβλήματα, αποκαλύπτουν μέρα με τη μέρα
όλο και περισσότερο την εσωτερική ανεπάρκεια, την αντιφατικότητα και την
ουτοπικότητα πολλών από τις βασικές αντιλήψεις της αντιστασιακής ιδεολογίας. Ο
αντιστασιακός ποιητής ήταν απόλυτα πεπεισμένος για το ανεξάντλητο του
ανθρώπινου δυναμικού, για τον ατομικό και ομαδικό ηρωισμό. Σήμερα νιώθει το
μέλλον μέσα στο παρόν του, αρνείται να δεχτεί την έννοια της ‘μεταβατικότητας’
της εποχής του και της ζωής του. Πίστευε σε ορισμένες κοινωνικές και
πολιτιστικές κατακτήσεις. Τώρα κι αυτές μπαίνουν σε αμφισβήτηση και κριτικό
έλεγχο. Τέλος, θεωρούσε τον εαυτό του σίγουρο και υπεύθυνο για την ποίησή του,
για την επίδρασή του στη μεταμόρφωση του κόσμου, ενώ σήμερα ο ποιητής
αισθάνεται την ποιητική του λειτουργία σαν άγχος».
Γράφοντας
τα σχετικά με την ποίηση της ήττας, ήταν ο Λεοντάρης που εισέπραξε την μήνιν
της κομματικής ορθοδοξίας (Τάσος Βουρνάς), αλλά και εισέπραξε τη δυσφορία
ολόκληρης της λογοτεχνικής συντεχνίας. Μικρό όμως το κακό. Στα χρόνια του ’60,
μαζί με τον Μανόλη Λαμπρίδη, τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, τον Μάριο Μαρκίδη, τον
Στέφανο Ροζάνη, τον Τάσο Πορφύρη, «περιορίστηκαν» στο περιοδικό Μαρτυρίες και αργότερα στις Σημειώσεις, δύο περιοδικά απ’ τα ελάχιστα
που κοσμούν και συνέχουν τη διαδρομή της πνευματικής μας ζωής, και τα μόνα,
μαζί με τα Νέα Γράμματα, που διαθέτουν
πρόταγμα ιδεών, εμπεδωμένο στα παντός είδους κείμενά τους. (Χαρακτηριστική
είναι η αξιολόγηση του προβληματισμού του Αντόρνο, για την ποίηση μετά το
Άουσβιτς, από τον Στέφανο Ροζάνη, σε ένα από τα πρώτα τεύχη των Σημειώσεων).
Πάντως, η εγκατάλειψη της συγχρονικής κριτικής από
τον Λεοντάρη δεν ήταν αποτέλεσμα λιποψυχίας. Το αντίθετο: αν κάτι χαρακτηρίζει
τη γραφή του Λεοντάρη είναι η γενναιότητα, δηλαδή εκείνη ακριβώς η ιδιότητα και
στάση που σπανίζει στα πνευματικά μας δρώμενα. Η λογοτεχνική συντεχνία και
συνθήκη δεν του άφηνε άλλο δρόμο από τη σιωπή. Ως μόνη λύση, θα μπορούσε,
«καλλιεργώντας» την πνευματώδη και καταλυτική ειρωνεία του, να περάσει στη
σάτιρα και τον λίβελλο. Δεν το επέλεξε. Προτίμησε, αντί της συγχρονικής
κριτικής, το δοκίμιο, δίνοντάς μας, εκτός από τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη»,
και άλλα εξαιρετικά κείμενα, αλλά και ποιήματα, της ίδιας «θεματικής».
Ἅ γ ο ς καί ἄ γ ο ς
Τό δεύτερο ἀντιθέτου σημασίας
πρός τό πρῶτο
καί διά τοῦτο ἀκριβῶς συνεφύρθη
γραφικῶς πρός ἐκεῖνο,
ὅθεν πολλάκις ἐδασύνθη μέν καί τοῦτο, ἐψιλώθη δέ καί ἐκεῖνο
καί ἐθεωρήθησαν μία καί ἡ αὐτή λέξις...
Γιά
τούς λεξικογράφους τέτοιες διακρίσεις
ὄχι
γιά μᾶς πού κύλησε ἡ ζωή μας ὅλο συμφυρμούς
πού
ἐδασύνθημεν καί ἐψιλώθημεν ἀμέτρητες φορές
πού
ὅποιες σημασίες κι ἄν πήραμε καμμιά τους δέ μᾶς ταίριαζε
Καί
διά τοῦτο ἀκριβῶς
γιά
μᾶς
καί
ἅγος καί ἄγος
καί
ἁγίασμα κι ἀγιάζι
καί
ἀγώνας καί ἀγωνία
τό
ἴδιο ἄγχος καί Ἄουσβιτς τοῦ λόγου καί τῆς ὕπαρξης
***
Σήμερα που
η ποιητική ιδιότητα, ως κοινωνική αξίωση, είναι συνώνυμη του πληθωρισμού, σε
μια σχέση αντιστρόφως ανάλογη με το κοινωνικό της βάρος, σήμερα που η ιδιότητα
του διανοουμένου, ως θεσμική αξίωση, είναι επίσης συνώνυμη του πληθωρισμού,
παρά την έκπτωση του ρόλου του, το συνολικό ιστορικό στίγμα του Βύρωνα Λεοντάρη
μας δίνει το μέτρο των πραγμάτων. Και, επιπλέον, μας δίνει το μέτρο για τις
κοσμικότητες της εποχής μας, αφού μέχρι χθες το μέγεθος Λεοντάρης κυκλοφορούσε
ανάμεσά μας και ως φυσική παρουσία. Αλλά οι πολυπληθείς κοινωνικές κατηγορίες,
των λογοτεχνών, των φιλολόγων, των πανεπιστημιακών, των δημοσιολογούντων, είτε
δεν το είχαν αντιληφθεί είτε το παρέκαμπταν αμήχανοι, εθελοτυφλούντες. Έστω κι
αν η «ποίηση της ήττας» και άλλοι όροι και έννοιες του Λεοντάρη παραμένουν μερικά
από τα πολλά αξεσουάρ της φλυαρίας τους.
Τίποτα περίεργο και πρωτοφανές δεν συμβαίνει εδώ. Στο
εκδοτικό σημείωμα που προτάσσεται στην έκδοση των εν λόγω δοκιμίων από τον
«Έρασμο» (1983), δηλαδή στο τομίδιο Η
ποίηση της ήττας, ο Λεοντάρης και η παρέα των Σημειώσεων περιγράφουν αυτή τη διαδικασία, περιγράφουν, ήδη από
τότε, την τύχη τέτοιων κειμένων, καθώς και όρων και εννοιών όπως η «ποίηση της
ήττας»:
«αφομοιώνονται και νομιμοποιούνται σε μια
χυδαία ιδεολογική χρήση και ισοπεδωτική εσπεράντο και γνωρίζουν λαμπρή
σταδιοδρομία στην αγορά του πνεύματος – με απαραίτητο τίμημα βέβαια την
αποσιώπηση του αφετηριακού προβληματισμού τους».
Όλοι αυτοί
οι «χρήστες», μα και άλλοι, είναι σίγουρο πως θα σπεύσουν τώρα να καταθέσουν τη
συγκίνησή τους για την απροσδόκητη απώλεια, για τη σημασία των κειμένων του
Λεοντάρη, κλπ κλπ. Μα και αυτή τη διαδικασία την έχει προβλέψει και περιγράψει
ο Λεοντάρης και η παρέα των Σημειώσεων,
διακωμωδώντας και τους σημερινούς επίδοξους τιμητές. Στο εν λόγω εκδοτικό
σημείωμα, σημειώνουν εν κατακλείδι για την τύχη των κειμένων τους:
«Παρόμοια κείμενα αντιστέκονται σε όλες τις
προσπάθειες αφομοίωσής τους από αυτούς που ‘αναγνωρίζουν’ πρόθυμα το χθεσινό
δίκιο των ‘αιρετικών’ αλλά δεν βλέπουν ποτέ το σημερινό· αυτό θα το
‘αναγνωρίσουν’ και θα το διακηρύξουν πανηγυρικά αύριο, όταν θα τσακίζουν τους
αυριανούς ‘αιρετικούς’...».
Αλλά και όσοι
«καλοπροαίρετοι», ακόμα και οι χωρίς εισαγωγικά καλοπροαίρετοι ομότεχνοί του επιλέξουν
αυτή τη στιγμή για να δηλώσουν τον πόνο τους και τον θαυμασμό τους, τη θλίψη
τους για τη βαριά απώλεια, παρ’ ότι έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν, κατά τη
γνώμη μου θα ήταν ίσως προτιμότερο να αναλογιστούν, εις μνήμην του Λεοντάρη,
την έννοια της «περιφοράς» της ποίησης, έννοια την οποία εισήγαγε για να
περιγράψει ακριβώς τη συμπεριφορά τους, τη στάση τους, εν τέλει τη σχέση τους
με την ποιητική λειτουργία. Άλλωστε, ο Λεοντάρης γνώριζε πώς θα γίνει και η
δική του «περιφορά», και την περιέγραψε μιλώντας με αφετηρία τον Καρυωτάκη, που
μας έδωσε «ποιήματα αμετάκλητα - δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας»:
Δυστυχισμένε
γιατί θέλησες τα λόγια σου αμετάκλητα
γιατί δε φρόντισες τα ίδια αυτά να ’ναι επιδεκτικά ανακλήσεως
και ποικίλων εκφορών
να προσαρμόζονται στο πώς μιλιέται η τέχνη κι όχι η
ζωή
-αυτή δε μιλιέται...-
για να μπορείς, μαζί τους φιλιωμένος, να κυκλοφορείς
στων αισθημάτων και των ιδεών την αγορά
αφού κι εσύ δεν είσαι δα αμετάκλητος...
Κι όχι να τ’ αποφεύγεις τώρα, να τους κρύβεσαι,
να σου χτυπούν στις φλέβες και να λες «δεν είμαι»
Μνησίκακα, μια μέρα θα σ’ εκδικηθούν, σαν λυσσασμένα
σκυλιά θα πέσουν πάνω σου, θα σε κατασπαράξουν
Στις ερημιές θα διαμελισθείς
σ’ αυτό που ήσουν και σ’ αυτό που ειπώθηκες.
***
Κλείνοντας,
ας καταθέσω μερικά ψήγματα προσωπικής μαρτυρίας. Αυτός, ένας εστέτ, που ποτέ
δεν υπέγραφε στους καταλόγους υποστήριξης ή διαμαρτυρίας, «ανθρώπων των τεχνών
και των επιστημών», αυτός που ούτε καν στην Εταιρεία Συγγραφέων δεν εντάχθηκε
(πολύ αργότερα η Εταιρεία τον τίμησε με την ιδιότητα του επίτιμου μέλους),
ήξερε πολύ καλά πότε έπρεπε να βρίσκεται πού. Έχω λοιπόν την εικόνα του, να
συμμετέχει σιωπηλός, με το σπινθηροβόλο βλέμμα του να προσπαθεί να «διαβάσει»
τη συμπυκνωμένη ιστορική στιγμή του 1989, εκεί στην πλατεία Ομονοίας, στην
προεκλογική συγκέντρωση του ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά. Βαθειά έξαλλος,
με όσα όφειλε να είναι έξαλλος...
Τιτίβισμα
του τίποτε
ήξερες τελικά πώς να επιζήσεις
Δε μπλέχτηκες εσύ σε οράματα
και σε χαμένες υποθέσεις
ήξερες να φυλάγεσαι περίκομψα
ξέφυγες την αισθητική καταστροφή
Έντομο ανθεκτικό της μετατέχνης
ζουζούνι της τεχνολογίας του αισθήματος
χαζοχαρούμενο και χαζολυπημένο
διακοσμητικό του ανύπαρκτου
ήξερες τελικά πώς να επιζήσεις
–όχι σαν τη δική μου τη φωνή
που πνίγηκε
στο βόγκο του υπαρκτού
Επίσης, από
τα μέσα της δεκαετίας του ’80 που γνωρίζω τον Λεοντάρη, μέχρι και σήμερα, παρ’
ότι είχε σιωπήσει ως συγχρονικός κριτικός, είναι βέβαιο ότι παρακολουθούσε με
επιμέλεια την ποιητική παραγωγή, ακόμα και των νεοτάτων, καθώς και επιλεκτικά
την πεζογραφική, και, όταν το επέλεγε, προέβαινε σε κρίσεις, προφορικές και
γραπτές, αλλά πάντοτε ιδιωτικές, που όχι μόνο έδειχναν την ενημέρωσή του αλλά
και πιστοποιούσαν πως η κριτική του ματιά παρέμενε ενεργή και πάντα διορατική,
απολύτως συγχρονική.
Βύρων Λεοντάρης, λοιπόν, 1932-2014. Ποιητής και
κριτικός· διανοούμενος. Αριστερός διανοούμενος· αυτός, και όχι τόσοι και τόσοι
άλλοι.
Ό, τι δεν
είναι τέχνη μέσ’ στην τέχνη
αυτό
το ανθρώπινο
αυτό
κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει
Δημήτρης Σκαλκώτος, Δεύτερη φορά |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου